Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/284

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Κακὸ στοιχειὸ ἡ ψυχοῦλά της στοὺς ὕπνους σου νὰ γένῃ,
Φονιᾶ τῆς θυγατρός μου!
Κακὸ στοιχειὸ νὰ κυνηγάῃ τὸ νοῦ σου ἡ πεθαμμένη,
Κ’ ὕπνο τὴ νύκτα νὰ μὴ βρῇς, στὴν ἄκρη ἂν πᾷς τοῦ κόσμου.»

—Τὸ σήκωσαν τὸ λείψανο τέσσεροι νηοὶ στὸν ὦμο,
Καὶ ἐκεῖ ποῦ τὸ διαβαίνανε γιομάτο ἀπὸ λουλούδια,
Ἀπάντησαν στὸ δρόμο
Τραγουδιστάδες καὶ βιολιά. Σωπάσαν τὰ τραγούδια!

Μεγάλο θαῦμα ὁ θάνατος μὲ τὴν ζωὴ νὰ σμίγῃ!
Ὁ θάνατος νικάει…
Τὴ διώχνει ἡ λύπη τὴ χαρὰ, τόσο ἡ χαρὰ εἶναι λίγη.
Γι’ αὐτὸ σωπαίνουν τὰ βιολιὰ ὅταν νεκρὸς περνάῃ.

Ὅ Νάσιος ποὖχε τἄργανα, τὸ λείψανο γνωρίζει,
Καὶ, κίτρινος σὰν τὸ κερὶ, μὲ χέρια σηκωμένα,
«Ξανθή μου! ξεφωνίζει,
Ξανθή μου, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιὰ, καρτέρα με κ’ ἐμένα.»

Καὶ ῥίχνει στὸ ζωνάρι του σὰν ἀστραπὴ τὸ χέρι
Καὶ ἀπάνου τό σηκόνει.
Ὅλο εἰς τὰ στήθια ἐχώθηκε τὸ κοφτερὸ μαχαῖρι…
Ἀποθαμμένος τὴν νεκρὴ, ὁ νηὸς τὴν νηὰ ἀνταμὀνει.

Τὸν Νάσιο δὲν τὸν ἔψαλαν, οὐδὲ κεριὰ τοῦ ἀνάψαν,
Τὸ δὀλιο δὲν τὸν ἔβαλαν εἰς τῆς Ξανθῆς τὸν τάφο,
Στὴν ἐρημιὰ τὸν θάψαν.
Σκεφθῆτε, νηοὶ, τοὺς στίχους μου, μόνον γιὰ σᾶς τοὺς γράφω.