Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/262

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
260

Ἡ πεῖνα τέλος φθάνουσα, αὐτὴ τὸ καταβάλλει.
Ἀλλ’ εἶναι ἡ πτῶσίς του λαμπρὰ, καθὼς κ’ ἡ πάλη,
Καὶ νίκης ἀνταξία.
Ἔξω πηδοῦν οἱ μάρτυρες καὶ θάνατος προσβάλλει
Γυναῖκας καὶ παιδία.

Τρομακτικὴ καὶ φοβερὰ ἦτο ἡ νὺξ ἐκείνη,
Ὁπόταν ἀπὸ τοὐρανοῦ τὸ μέσον ἡ σελήνη
Ἐφεγγοβόλει λυπηρὰ
Ἐπάνω εἰς τοὺς ἥρωας, ποῦ ἤνοιγον τὰ σμήνη
Ἐχθρῶν μὲ ξίφη κοπτερά.

Τρομακτικὴ καὶ φοβερά! — Ἐντὸς τοῦ πύργου μνήσκουν,
Καὶ πληγωμένοι κι’ ἀσθενεῖς βάλλουσι πῦρ καὶ θνήσκουν
Στ’ ἁγιασμένα χώματα.
Ὁ Κιουταχῆς κι’ ὁ Ἰμβραὴμ ἐμβαίνουν, πλὴν εὑρίσκουν
Τέφραν ὀστᾶ καὶ πτώματα.

Πόσοι ἐχθροὶ προσβάλλουσι τὴν Ἀττικήν! Θεέ μου,
Βοΐζουν τὰ πατήματα ὡς ἡ βοὴ ἀνέμου
Φυσῶντος τὸν χειμῶνα.
Κυκλοῦται ἡ ἀκρόπολις κ’ αἱ σφαῖραι τοῦ πολέμου
Κλονοῦν τὸν Παρθενῶνα.

Πᾶς μαχητὴς ὅσον κτυπᾷ χειρότερα θυμόνει·
Ὁποίας φλόγας τρομερὰς ἐκπέμπει τὸ κανόνι,
Τὸ βόλι πῶς συρίζει!
Ὁ θάνατος τὸ δρέπανον ὡς εἰς ἀγρὸν ὑψόνει
Καὶ μαχητὰς θερίζει.