Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/174

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Καὶ νὰ μαλάξῃ τὰ πικρὰ, τὰ φλογισμένα στήθη
Οὐδὲ καὶ αὐτὴ κατώρθονε ἡ ἀγάπη τῆς καλῆς του.
Ὡς τόσο ἐκὀντευσε ὁ καιρὸς, καὶ τὸ ποτῆρι ἐχύθη
Ξεχειλισμένο ἔξαφνα ἀπὸ βουλὴ του Ὑψίστου.
Καὶ ἡμἐρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁποῦ ἄγγελος εὐλόγα
Μὲ κλάδο δάφνης ἄφθαρτο τὴν ἄμωμη Μαρία,
Εἰς τὴν Ἐλλάδα τὸ σταυρὸ ἐξάπλωσε ἡ θρησκεία,
Καὶ τὲς ψυχὲς ἐθέρμανε ἐκδίκηση καὶ φλόγα.
Γύρω, στὴ γῆ, στὴ θάλασσα, ὁ πὀλεμος ἀνάφτει,
Καὶ μιὰ ἀσυνείθιστη παντοῦ ξεχύνωντας ἀχτίδα,
Ἡ ἐλευθερία τὰ μνήματα ταράζει καὶ ξεθάφτει
Λησμονημένα ὀνόματα — δόξα, τιμὴ, πατρίδα.

Κεντᾷ τὸν τίμιο τὸ σταυρὸ ἡ Φρόσω μὲ μετάξι,
Πνευματικὸς τὸν εὐλογεῖ, καἰ αὐτὴ τοῦ Φώτου λἐει·
—Αὐτὸς ἂς ᾖναι σκέπη σου νὰ ἐκδικηθῇς τὸν Μπέη,
Εἰς τοῦ πολέμου τὲς φωτιὲς αὐτὸς νὰ σὲ φυλάξῃ!—
Καὶ ὁ Φῶτος παίρνει τὸ σταυρὸ καὶ τὸ σπαθί του ζώνει·
Ὅλοι λεβέντες, διαλεχτοὶ πᾶν ἑκατὸ μαζῆ του.
Ὢ, πόσα κάνει θαύματα ἐμπρὸς εἰς τὴν Κορώνη,
Ὅπου δυὸ πόθοι μοναχοὶ φλογίζουν τὴν ψυχή του,
Νὰ μετρηθῇ μὲ τὸν φονιᾶ, τὴν ἀδελφὴ νὰ σώσῃ!
Μὲ τὸ τουφέκι, ἀκοίμητος, εἰς τοῦ κρημνοῦ τὸ πλάγι,
Στὴν σιδερένια θύρα ἐμπρὸς μερόνυχτα φυλάγει,
Πότε νὰ ἰδῇ μιὰ τουφεκιὰ στὴν θύρα νὰ φουντώσῃ,
Μιὰ γνωρισμένη τουφεκιὰ εἰς τῆς φωτιᾶς τὴ ζάλη!
Καἱ ὅταν ἀπὸ ὅλες τές μεριὲς φλογίζεται ἡ Κορώνη,
Τὸ καριοφύλλι δὲν γυρνᾷ πρὸς πολεμήστραν ἄλλη,
Πάντα σὲ μιὰ προσεχτικὸς τὸ μάτι του καρφόνει.
Στὴ θύρα ἐπάνω μιὰ φωνὴ βροντᾷ μὲς τὸ σκοτάδι·
—Φῶτο! γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή σου,
Οὐρὶ τοῦ παραδείσου,
Πῶς μὲ κερνᾷ στὸ δεῖπνό μου, πῶς μου γελᾷ τὸ βράδυ—