Ὤ, γνωρίζονται! Ἀρχίζει μὲ χάρη
Λυπηρὰ νὰ μιλάῃ τὴν παρθένα·
Τρέμει αὐτὴ καὶ μὲ μάτια σκυμμένα
Ἀγροικάει τὸ ξανθὸ παλληκάρι.
Μουσικὴ τῆς ψυχῆς κατεβαίνει
Εἰς τὰ στήθη της μἐσα ἡ λαλιά του...
Πᾶσα αὐγοῦλα στὸ ῥέμμα ἐδῶ κάτου
Τὸ ζευγάρι κρυφὰ συντυχαίνει.
Αἴ, τοῦ Γεώργου χρυσῆ θυγατέρα,
Φεῦγα, Φρόσω, τὰ νιάτα τοῦ Φώτου·
Δὲν τὸν δἐχεται ὁ Γεῶργος γαμβρό του,
Καὶ θὰ κλαύσῃς πικρὰ μιὰν ἡμέρα!
Ὤ, πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροὶ στὸν κόσμον ἐδῶ κάτω!
Ὁ ἀποσπερίτης ἔχασε τὴν πρώτη του τὴ χάρη,
Καὶ ἐρημωμένο, ἀπάτητο φυτρόνει τὸ χορτάρι,
Ὅπου ἦτον ῥἐμμα γελαστὸ καὶ ἀπὸ ζωὴ γεμάτο.
Στὸ ῥέμμα αὐτὸ τὸ φόρεμα τῆς νιᾶς, τρεμουλιασμένο,
Τῆς δάφνης ἢ τῆς λιγαριᾶς τοὺς κλώνους δὲν σαλεύει,
Οὐδὲ καὶ ὁ νιὸς ὁ δύστυχος μὲ πρόσωπο θλιμμένο
Τὰ ἐγκαρδιακά του βάσανα ἐκεῖ ξεμυστηρεύει.
Ἡ λύσσα ποὗχε εἰς τὴν ψυχὴ τὸν ἔκανε νὰ τρέμῃ,
Καὶ ἡ λύπη ἐζωγραφίζονταν στῆς ὄψης του τὰ κρίνα.
Τὴν ἀδελφή του, ὤ τὴν καλὴ, τὴν ὤμορφη Χρηστίνα,
Τὴν εἶχε Μπέης Κορωνῃὸς κλειστὴ μὲς τὸ χαρέμι.