Καὶ ὁ Φῶτος λέξη δὲν μιλεῖ. Τὰ χείλη του ματόνει,
— Ἀπέραστος ἦταν φραγμὸς ὁ τοῖχος στὸ φουσέκι—
Χτυπᾄ τὸ πόδι κατὰ γῆς, τὸ μέτωπο σηκὀνει,
Ἀπομακρύνεται ἀπὸ κεῖ, καὶ σταματᾷ παρέκει.
— Ὢ, νὰ μποροῦσα, ἐφώναξε, ἀκοίμητη νὰ χύσω
Σὲ ἄλλες ψυχὲς τὴν ἄσβεστη φωτιὰ πὤχει ἡ ψυχή μου!
Ὢ, νὰ εἶχα ἀνδρείους γιὰ σπαθὶ καὶ ὄχι δειλοὺς μαζῆ μου,
Θὰ μὲ ἔβλεπες σὲ μιὰ νυχτιὰ, σκύλε, νὰ σὲ πατὴσω! —
Ἀκούει τὸν λόγο τὸν πικρὸ ἡ λεβεντιὰ καὶ ἀχνίζει,
Κ’ ἐπρόβαλαν πενῆντα νιοὶ, ποὖχαν χαρὰ τὸ βόλι.
Ὁ Φῶτος σὲ μιὰν ἐκκλησιὰ τοὺς πάει καὶ τοὺς ὁρκίζει,
Ἢ νὰ πατήσουν τὸν ἐχθρὁ, ἢ νὰ ἀποθάνουν ὅλοι.
Καὶ μιὰ νυχτιὰ σκοταδερή, νυχτιὰ φαρμακωμένη...
Ὦ σεῖς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, ἀγγέλοι, ἑτοιμασθῆτε
Εἰς τὴν ἀγκάλη σας ψυχὲς μαρτύρων νὰ δεχθῆτε,
Ὅσαις θὰ ἀφήσουν εἰς τὴ γῆ τὴν σάρκα αἱματωμένη.
Ἡ νύχτα ἐμαύριζε τὴ γῆ, τὰ σύννεφα ἦταν πίσσα,
Καὶ ἄστρο ψηλὰ στὸν οὐρανὸ δὲν ἔφεγγε κἀνένα·
Μόνον ὁ νότος στὸ γιαλὸ ὁρμητικὸς ἐφύσα,
Καὶ μοναχὰ τὰ κύματα ἐσποῦσαν ἀφρισμένα.
Σὲ προμαχῶνα χαμηλὸ, στὸ περιγιάλι κάτου,
Ἕνας ἐχθρὸς, ὅπου ἔπρεπε τὸν τοῖχο νὰ φυλάγῃ,
Ἦτον γυρμένος κατὰ γῆς, μὲ τὸ ὅπλο του στὸ πλάγι·
Ὕπνος τόν γέλασε, πικρὸ προμήνυμα θανάτου.
Τὸν ὕπνο μὲ τὸν θάνατο μιὰ μαχαιριὰ ἀδελφόνει,
— Ἦταν τοῦ Φώτου ἡ μαχαιριὰ, ποῦ αὐτὸς ἀνέβη πρῶτος —
Φθάνουν καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ χτυποῦν δέκα ἄλλους· στὴν Κορώνη
Σπέρνει τὸν τρόμο ἡ τουφεκιὰ καὶ τῶν σπαθιῶν ὁ κρότος.
«Έλᾶτε, ἀδἐλφια, καὶ οἱ λοιποὶ, ἐλᾶτε ἐπάνου τώρα!»
Μπήγουν στοὺς ἔξω μιὰ φωνή. Ὁ Φῶτος κατεβαίνει,
Βρίσκει τὴν θύρα ὁλάνοιχτη, καὶ δώδεκα ἀνδρειωμένοι
Ἀκολουθοῦν κατόπι του καὶ χύνονται στὴ χώρα.
Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/175
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.