Σελίδα:Γεωγραφία Στοιχειώδης.pdf/132

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
116
ΣΤΟΙΧ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

323. Οἱ Βαταυοὶ κατῴκουν πρὸς Ἄρκτον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ῥήνου εἰς τόπον ἑλώδη (Ὀλλανδία), γεμάτον ἀπὸ λίμνας καὶ λάκκους, ἐξ ὧν ὁ μεγαλείτερος, ὁ λάκκος Φλεῦος, μετεβλήθη, ἐξ αἰτίας τῆς πλημμύρας τῆς θαλάσσης, εἰς τὸν νῦν κόλπον Ζοϋδερζέην (190). Πόλεις αὐτῶν ἦσαν Λούγδουνον Βατανῶν (Leyde) καὶ Νοβιόμαγος (Nimégue).

324. Πρὸς Β: τοῦ Ἄλβιος (Elbe) ἡ ὑπὸ τῶν Κίμβρων κατοικουμένη χώρα ὠνομάζετο Κιμβρικὴ Χερσόνησος (jutland). Πρὸς τὰ παράλια, εἰς τὸν Κοδανὸν κόλπον (Βαλτικὴν θάλασσαν) ἔκειντο αἱ νῆσοι Βαλτία καὶ Σκανδία (Fionie et Seeland). Οἱ Οὐένετοι καὶ οἱ Βωροῦσσοι (Πρῶσσοι) κατῴκουν τὴν παραλίαν τῆς Βαλτικῆς.

325. Αἱ πρὸς Ν: τοῦ Δουνάβεως χῶραι, αἱ μὴ συμπεριλαμβανόμεναι εἰς τὴν Γερμανίαν, ἦσαν πέντε· Ἡ Ῥαιτία (ἡ χώρα τῶν Γκριζόνων), ἥτις συνώρευε μὲ τὴν Ἑλονητίαν (Ἑλβετίαν). Πολ: αὐτῆς Κουρία (Coire).—ἡ Οὐϊνδελικία (Βαυαρία) Π. Αὐγούστα Οὐϊνδελίκων (Augsbourg).—τὸ Νωρικὸν (μέρος τοῦ τόπου τῆς Αὐστρίας)·—ἡ Παννονία (μέρος τῆς Οὐγγρίας ἢ Οὐγγαρίας) Π. Οὐϊνδοβόνα (Βιέννη).—Πρὸς Ἀν: ἦτο ἡ Δακία μεταξὺ τοῦ Δουνάβεως πρὸς Ν: καὶ τοῦ Τύρα (Dniester) πρὸς Ἀν: περιλαμβάνουσα τὸ λοιπὸν μέρος τῆς Οὐγγρὶας καὶ τὴν σημερινὴν Μολδοβλαχίαν.

326. Ὅλη ἡ πρὸς Ἀν: τοῦ Ὄδερος, Οὐϊστούλα καὶ Τύρα χώρα ἦτο πολλὰ ὀλίγον γνωστὴ, καὶ ὠνομάζετο μὲ κοινὸν ὄνομα Σαρματία. Τὸ μεσημβρινὸν μέρος, τὸ ποτιζόμενον ὑπὸ τοῦ Βορυσθένους (Dnieper) τοῦ Τανάϊδος (Don) καὶ τοῦ Ῥᾶ (Βόργα) ἐκατοικήθη ὑπό τινων Ἑλληνικῶν ἀποικιῶν εἰς τὰ παράλια. Ἐπίσημοι δὲ πόλεις αὐτῶν ἦσαν ἡ Ὀλβία· εἰς δὲ τὴν Ταυρικὴν χερσόννησον (Κριμαίαν) τὸ Παντικάπαιον καὶ ἡ Θεοδοσία (Καφφᾶς). Ἡ χερσόνησος αὕτη ἀπεπερατοῦτο εἰς τὸ ἀκρωτήριον τὸ λεγόμενον Κριοῦ μέτωπον, κείμενον ἀντικρὺ τοῦ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ἀκρωτηρίου, τὸ ὁποῖον ἐλέγετο Κάραμβις.

327. Πέραν τοῦ Βορυσθένους κατῴκουν οἱ Ῥωξολάνοι, ὅθεν νομίζουσί τινες ὅτι ἔλαβον τὸ ὄνομα οἱ Ῥῶσσοι, καὶ φαίνεται ὅτι εἶχον ὅριον τὸν Τάναϊν.

Σημ. Ὅλην τὴν ἐπέκεινα τοῦ Εὐξείνου Πόντου χώραν ὠνόμαζον οἱ Ἕλληνες Σκυθίαν, καὶ Σκύθας τοὺς κατοίκους, οἵ τινες μετέπειτα ὠνομάσθησαν Σαυρομμάται καὶ Σαρμάται.