Σελίδα:Γεωγραφία Στοιχειώδης.pdf/131

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
115
ΠΕΡ. Β′. ΜΕΡΟΣ Β′. ΒΙΒΛ. Α′. ΚΕΦ. Γ′.

ἄλλαι, Πιτυοῦσαι· ἐξ ὧν ἡ μὲν μεγαλητέρα ὠνομάζετο Ἔβυσος (Ebusus, Ivica), φέρουσα παλαιὰ, ὡς λέγουσι, σάκχαρι, πολλὰ ζῶα καὶ σῦκα· ἡ δὲ μικροτέρα ἐλέγετο Ὀφιοῦσα (Ophiusa, Formentera 14). ([1]).

§. Ε′. Βρεττανία, Γερμανία, αἱ πρὸς Ἀνατ. καὶ Ἄρκτον χῶραι.

319. Βρεττανία. Οἱ Ῥωμαῖοι ὠνόμαζον οὕτω τὴν εἰς τὸν Ὠκεανὸν μεγάλην νῆσον, ἥτις περιλαμβάνει τὴν σήμερον τὴν Ἀγγλίαν καὶ τὴν Σκωτίαν· ἐκάλουν δὲ αὐτὴν καὶ Ἄλβιον. Τὸ βόρειον μέρος, χωρισθὲν ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοῦ λοιποῦ διὰ χάνδακος καὶ τείχους, ἐκαλεῖτο Καληδονία, καὶ τοῦτο τὸ μέρος εἶναι ἡ σημερινὴ Σκωτία. ([2])

320. Οἱ Ῥωμαῖοι διῄρεσαν αὐτὴν εἰς πέντε ἐπαρχίας· εἰς Βρεττανίαν πρώτην καὶ δευτέραν, εἰς Φλαβιανὴν Καισαριανὴν, εἰς Μεγάλην Καισαριανὴν, καὶ εἰς Οὐαλεντιανήν. Αἰ ἐπισημότεραι πόλεις ἦσαν Λονδίνιον (Londinium, Londres) Δουρόβερνον (Durovernum, Douvres) Καμαλόδουνον καὶ Εὐόρακον (Evoracum, York), ὅπου ἐγεννήθη Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. — Ποτ. ὀνομαστὸς τοῦ τόπου ὁ Τάμισις (Tamise). Ἡ Καληδονία, λεγομένη καὶ Βρεττανία Βαρβαρικὴ, ἦτο παντάπασιν ἄγνωστος εἰς τους Ῥωμαίους.

321. Ἡ Ἰρλανδία πρὸς Δ: ἐκαλεῖτο Ἰβερνία. Πόλις σημαντική Ἐβλανὴ (Evlana, Dublin). — Αἰ λοιπαὶ νῆσοι ὠνομάζοντο Κασσιτερίδες (Sorlingues)· καὶ ἐξ αὐτῶν οἱ παλαιοί ἐλάμβανον τὸν κασσίτερον διὰ τῶν Φοινίκων.—Οὐηκτὶς (Wight) πρὸς Ν:—Μονόβια (Man),—Ἑβοῦδες (Westernes) πρὸς Δ: τῆς Καληδονίας·—Ὀρκάδες αἱ πρὸς Β: καὶ Θούλη (Shetland).

Σημ. Ἡ ὑπὸ τοῦ περιηγητοῦ Πυθέα ὀνομαζομένη Θούλη φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ Ἰσλανδία.

322. Γερμανία. Οἱ Ῥωμαῖοι ὠνόμαζον οὕτω τοὺς τόπους τοὺς κειμένους μεταξὺ τοῦ Ῥήνου, ὄντος πρὸς Δ: τοῦ Δανουβίου πρὸς Ν: καὶ τοῦ Οὐϊστούλα πρὸς Ἀν: ἐγνωρίσθη δὲ οὗτος ὁ τόπος ὄχι πολὺ παλαιόθεν. Οἱ Γερμανοὶ ἦσαν πολλοὶ λαοὶ καὶ διάφοροι· οἷον οἱ Βρούκτεροι, οἱ Φρίσιοι, οἱ Καῦκοι ὁριζόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἄλβιος πτ: (Elbe Ἕλβα), οἱ Σικαμβροὶ, οἱ Χηροῦσκοι, οἱ Ἀλεμάννοι ἢ Ἀλαμαννοὶ, εἰς τῶν ὁποίων τὸν τόπον ἦτο τὸ Ἑρκύννιον δάσος (Forêt noire) καὶ οἱ Λομβαρδοὶ, ὅλοι τότε εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἀγρίαν σχεδὸν τοῦ βίου κατάστασιν.


  1. Ἴδε Στράβ. Βιβλ. Γ′.
  2. Ἴδε Στράβ. Βιβλ. Δ′. ϗ Ε′. ὁ Μ.