Ο ψαράς και η βαρκούλα του

Από Βικιθήκη
Ο ψαράς και η βαρκούλα του
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Φύσα, φύσα, ζεφυράκι,
Μὲ φτερούγα δροσερή,
Φύσα, φύσα τὸ πανάκι
Τῆς βαρκούλας μου καὶ σύ.

Καθὼς σχίζουν τὰ κουπιά μου
Τ’ ἀσημόχυτα νερὰ,
Τρέχα, σὺ περιστερά μου,
’Σ τοῦ πελάου τὴν ἀγκαλιά....

Δὲν γυρεύω ἐγὼ ὁ καϋμένος
Ἀπ’ τὸν κόσμο θησαυροὺς,
Πλούσιος εἶμαι, εὐτυχισμένος
Νὰ ψαρεύω ’ς τοὺς γιαλούς.

Ἐρωμένη μου βαρκοῦλα,
Ποῦ μὲ παίρνεις ’ς τὰ νερὰ,
Μόλις ἔβγῃ ἡ γλυκειὰ αὐγοῦλα
Ὡς ποῦ χύνεται ἡ νυχτιά.

Φύσα, φύσα, ζεφυράκι,
Μὲ φτερούγα δροσερή,
Φύσα, φύσα τὸ πανάκι
Τῆς βαρκούλας μου καὶ σύ.

Δὲν μὲ σκιάζουν τὰ σκοτάδια
Καὶ τῆς θάλασσας ὁ ἀφρός,
Ἔχω τἆστρα συγγενάδια,
Εἰς τὰ βάθη τῆς νυχτός.

Ἔχω αὐτὸ τὸ φεγγαράκι,
Ποῦ μ’ ἀγάπη ἀδελφικὴ,
Τὸ φτωχό μου τὸ πανάκι
Λὲς ποῦ σκύφτει καὶ φιλεῖ.

Καὶ τ’ ἀηδόνι, ὁποῦ μονάχο
Μὲ μελωδικὴ λαλιὰ,
Ἀπ’ τὸν ἔρημο τὸ βράχο
Μοῦ μαγεύει τὰ νερά.

Καὶ τὸ κῦμα, ὁποῦ φιλῶντας
Τῆς βαρκούλας τὸ πλευρὸ,
Καὶ αὐτὸ φεύγει, χαιρετῶντας
Μ’ ἕνα φλίφλισμα γλυκό....

Φύσα, φύσα, ζεφυράκι,
Μὲ φτερούγα δροσερή,
Φύσα, φύσα τὸ πανάκι
Τῆς βαρκούλας μου καὶ σύ.

Εἰς τὸ πέλαγο γυρίζω
Μέρα νύχτα τ’ ὀρφανό....
Μὲ τὸν ὕδρω μου ῥαντίζω
Τὸ ψωμὶ ποῦ θὰ γευθῶ....

Δίνει ὁ γλάρος, ποῦ πετάει,
Εἰς ἐμὲ παρηγοριὰ,
Τὸ δελφῖνι, ποῦ βουτάει
Εἰς τὴν πλώρη μου ἐμπροστά....

’Σ τὸ πανί σου τώρα ἀφίνει
Κάθε ἐλπίδα τὸ κουπί....
Τρέχα, ὁ ζέφυρος τοῦ δίνει
Δροσερώτατη πνοή.

Μὲ τὸ κῦμα τώρα παῖξε,
Φίλε δέλφινα καὶ σὺ,
Τρέξε γλάρε, ὀπίσω τρέξε
’Σ τὸ μικρό μου τὸ πανί.

’Γειά σας δένδρα καὶ λουλούδια,
Μοσκομύριστο γιαλὸ,
Τάχα τὤμορφα τραγούδια
Θὰ γυρίσω νὰ σᾶς πῶ;

Τρέχει, φεύγει τ’ ἀκρογιάλι,
Φεύγει, ’σὰν τὴν ἀστραπή....
Δὲν γροικᾷ πλειὰ τὸ πηδάλι,
Ἡ βαρκοῦλα μου ἡ φτωχή....

Ἄστρα ὁλόχρυσα, βοηθᾶτε,
Φεγγαράκι μου λαμπρὸ,
Πέστε, ἀδέλφια, ποῦ μὲ πᾶτε;...
Μὴ μ’ ἀφῆστε νὰ χαθῶ.

Ἄχ, βαστᾶτε αὐτὸ τὸ κῦμα
Ποῦ σηκόνεται ψηλὰ,
αὐτὸ, νὰ, θὰ γένῃ μνῆμα,
Τοῦ καϋμένου τοῦ ψαρᾶ...

Ποιὸς τὰ νειάτα σου θὰ κλάψῃ
Ποιὸς, ἀνίσως καὶ πνιγῇς;
Μαῦρα ῥοῦχα ποιὸς θὰ βάψῃ
Γιὰ τ’ ἐσένα;....ὠϊμὲ, κανείς!

Χάρου, κόσμε, τὰ καλά σου,
Πλούτη, δόξαις, ὠμορφιαίς·
Ὁ φτωχὸς ’ς τὴν ἀγκαλιά σου
Μετρᾷ μέραις θλιβεραίς....

Χάρου γῆ θεοπλασμένη
Γιὰ τὸν πλούσιο μοναχά....
Μία ψυχὴ βασανισμένη,
Φεύγει καὶ σὲ λησμονᾷ.