Σήκω παιδάκι μου,
Σήκω Ἀθηνᾶ μου,
Γιατί παράτησες
Τὴν ἀγκαλιά μου;
Ὤχ, ξύπνα κι’ ἄνοιξε
Τὰ ὡραῖα μεγάλα
Μάτιά σου, Κόρη μου,
Γέλασε ὡς τἆλλα
Ἀγγελοκάμωτα
Μικρὰ παιδάκια·
Ἅπλωσε ἀγάπη μου
Τ’ ἀχνὰ χεράκια....
Ξύπνιστο, Δέσποινα,
Γλυκειὰ Παρθένα!
Τὤχω μονάκριβο....
Ξύπνιστο, ὠϊμένα....
Ποιός, ἀγγελοῦδι μου
Ποιὸς σοὔχει βάλει,
Στεφάνι ῥόδινο
’Σ τ’ ὡραῖο κεφάλι;
Κάτω τὰ λούλουδα,
Δὲν εἶν’ καλὸ
Σεῖς νὰ πλαγιάζετε
Μὲ τὸ μωρό....
Πῶς κλαίει ἡ μαννοῦλα σου
Καὶ ποιὸς τὸ λέγει;
Ὄχι, παιδάκι μου,...
Γιατί θὰ κλαίγει;...
Μήπως ἁρπάξανε
Ἀπ’ τὸ βυζί της
Τὸ κανακάρι της,
Τὴν παντοχή της;....
Ξύπνησε, τέκνο μου,
Παρηγοριά μου·
Σήκω καὶ πλάγιασε
’Σ τὴν ἀγκαλιά μου....
—«Πῶς θέλεις, μάννα μου,
Νὰ σοῦ ξυπνήσω
Καὶ νἄρθω εἰς τ’ ἄχαρο
Κ’ ἔρμο βυζί σου,
Ποῦ ἕχω τρογύρω μου,
Μύρια ἀγγελούδια,
Ποῦ μ’ ἀποκοίμισαν
Μὲ τὰ τραγούδια,
Δροσιαὶς καὶ λούλουδα,
Χρυσᾶ στολίδια,
Γλυκά λαλούμενα,
Ὡραῖα παιγνίδια,
Kι’ ὅσα ἔχουν θέλγητρα
Τὰ oὐράνια μέρη,
Ὅλα ἡ ψυχοῦλα μου
Σήμερα χαίρει!»—
—«Ὤχ, ἡ ταλαίπωρη,
Καὶ ποῦ παιδί μου,
Θὰ βρῇς γλυκύτερο
Ἀπ’ τὸ φιλί μου;»—
|