Μάγκας/Κεφάλαιο ΚΔ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
ΚΔ'. Αναποδιές


Ξύπνησα την άλλη μέρα μ' ένα αίσθημα ανησυχίας σα να ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω, και να το κάνω γρήγορα.

Μα τι; Βγήκα από το σπιτάκι μου, σουσούνισα τον αέρα, κοίταξα ολόγυρα, και θυμήθηκα. Είχα αποφασίσει την παραμονή, να γίνω ιστορικός σκύλος, και με αυτή την έννοια είχα αποκοιμηθεί. Μου είχαν φορέσει καινούριο κολάρο. Αισθάνουμουν πάλι ο παλιός εαυτός μου. Μόλις λοιπόν τεντώθηκα και τινάχθηκα, πήρα τα πόδια μου κι έκανα το γύρο του κήπου, ζητώντας περίσταση ν' αναδειχθώ. Μα όλα ήταν στη θέση τους, τ' άλογα στο στάβλο, οι κότες στο κοτέτσι, τα λουλούδια στα κλαδιά τους, κι ένα καινούριο καναρινάκι κελαϊδούσε ζωηρά μέσα στο άσπρο του κλουβί, απάνω στο τραπέζι της βεράντας. Δε βρήκα ούτε αφεντικά με στραμπουλισμένα πόδια, ούτε χιόνια με παραπλανημένους ταξιδιώτες, ούτε άδεια κρεβάτια, που να πεθάνω φυλάγοντας τα, ούτε και άνθρωπο που να μου δώσει δεκάρες για κουλούρι.

Σα να ήταν κι εύκολο να γίνεις ήρωας, όταν σου κλειούν όλες τις πόρτες του κήπου, και στο περιβόλι μέσα δεν έχει παρά λουλούδια και δέντρα και γρασίδι! Τι να παραπλανήσεις και τι να βρεις εκεί μέσα; Στα πήγαινε κι έλα μου αυτά, είδα πως ήταν ανοιχτή η πόρτα της κουζίνας, και τρύπωσα μέσα, γυρεύοντας, ανάμεσα στους υπηρέτες τουλάχιστον, να βρω αφορμή να διακριθώ.

Μα όλοι είχαν δουλειά. Η Μαριγώ ανέβαινε τρεχάτη τη σκάλα, ν' αποκριθεί σε κάποιο κουδούνισμα. Η κυρα-Μαρία σφουγγάριζε την κουζίνα. Ο Άλης έπλενε τη σκάλα. Και η σιδερώτρα και η ράφτρα έπιναν τον καφέ τους, με τους δυο αγκωνές τους ακουμπισμένους στο τραπέζι μπροστά τους. Τίποτα κι εκεί, που να σε αναδείξει ήρωα. Ανέβηκα στη δεσπέντζια.

Κι εκεί δουλειά και βία. Ο Σωτήρης μπαινόβγαινε βιαστικός στην τραπεζαρία, με δίσκους και πιάτα, και ούτε να με κοιτάξει δεν είχε καιρό. Εκεί που κάθουμουν στα πίσω μου πόδια, λίγο αποκαρδιωμένος που δεν έβρισκα περίσταση να πραγματοποιήσω σχέδια και όνειρα, ένα κουδούνισμα ακούστηκε, και ο Σωτήρης μπήκε βιαστικά στη δεσπέντζια. Άνοιξε ένα πράμα σαν ντολάπι στον τοίχο, έσκυψε μέσα, και φώναξε κοιτάζοντας απάνω:

- Τι είναι, Μαριγώ;

- Το πρόγευμα της μεγάλης Κυρίας, ακούστηκε μια φωνή από πάνω.

- Αμέσως, είπε ο Σωτήρης.

Έπιασε ένα σκοινί τεντωμένο κάθετα μέσα στο ντολάπι, το τράβηξε, και τρίζοντας κατέβηκε μια μηχανή, σαν κουτί με δυο ράφια, ανοιχτό μπροστά, που πέρασε και χάθηκε μες στον τοίχο.

Τότε έσκυψε μες στην τρύπα ο Σωτήρης, και φώναξε, κοιτάζοντας κάτω αυτή τη φορά:

- Κερα-Μαρία, το γάλα της μεγάλης Κυρίας, γρήγορα! Περίμενε μια στιγμή. Ύστερα, από τα βάθη της τρύπας, ακούστηκε η φωνή της κερα-Μαρίας, που έλεγε:

- Εμπρός! Έτοιμο το γάλα.

Και τράβηξε πάλι το σκοινί ο Σωτήρης, και πάλι τρίζοντας ανέβηκε η μηχανή, και σταμάτησε μπροστά του. Πρόσθεσε κείνος μέσα κάτι ασημικά και πιατικά, και, σπρώχνοντας πάνω τα ράφια, πίεσε ένα κουδούνι πλάγι στο άνοιγμα. Ύστερα πήρε βιαστικά ένα δίσκο φορτωμένο φλυτζάνια, και πήγε πάλι στην τραπεζαρία. Το ντολάπι είχε μείνει ανοιχτό. Λίγο σαστισμένος με όλα κείνα τ' ανεβοκατεβάσματα, που έβλεπα πρώτη φορά, κοίταζα με απορία το τεντωμένο σκοινί, και την τρύπα που πήγαινε πάνω και που φαίνουνταν να μην έχει τέλος. Έξαφνα, από πάνω ψηλά, μες στην τρύπα ακούστηκε η φωνή της Μαριγώς:

- Σωτήρη, ξέχασες να βάλεις τις φρυγανιές στο πάσο! Αφηρημένε Σωτήρη! Δεν ακούς; Σωτήρη! Μα ο Σωτήρης στην τραπεζαρία δεν άκουε.

Πάνω στο τραπέζι στέκουνταν οι φρυγανιές έτοιμες, αραδιασμένες μέσα στην ασημένια τους σκάλα. Κι εγώ μπορούσα να τις δώσω, αν ήταν εκεί η μηχανή. Πετάχθηκα πάνω γαβγίζοντας από χαρά.

Τι ανάγκη να έλθει ο Σωτήρης; Δύσκολο πράμα τάχα, να τραβήξω εγώ το σκοινί, να κατεβάσω τα ράφια, να πιάσω τις φρυγανιές στο στόμα μου και να τις απιθώσω στο ράφι; Δε βαστιούμουν από τη χαρά μου! Να η περίσταση να τους δείξω σε όλους τι ξυπνό, τι τετραπέρατο σκυλί που είχαν στο σπίτι. Πήδησα στο πεζούλι, εμπρός στο ανοιχτό ντολάπι, άρπαξα το σκοινί όπως είχα δει τον Σωτήρη να το κάνει, και το τράβηξα με ορμή. Ένα «τσαφ!» ακούστηκε έξαφνα, το σκοινί έφυγε από τα δόντια μου, και από πάνω ψηλά, τα ράφια γκρεμίστηκαν με κρότο, πέρασαν σαν αστραπή μπροστά μου, και πήγαν βαθιά, κάτω, δεν ξέρω πού, όπου βρόντησαν με πάταγο τρομερό, σα να σπούσαν στοίβες από πιάτα. Τόσο τρόμαξα, που πήδηξα χάμω, και πήγα και τρύπωσα κάτω από το τραπέζι. Τρεχάτος κατάφθασε ο Σωτήρης, και, την ίδια ώρα από τα βάθη της ντολάπας άκουσα πάλι τη φωνή της κερα-Μαρίας, που έλεγε:

- Τι έκανες, μπρε Σωτήρη; Πώς δε στερέωσες το πάσο;

- Τι λες, καλέ; Ποιος τράβηξε το σκοινί; φώναξε ο Σωτήρης, σκύβοντας μες στο ντολαπάκι.

- Ξέρω 'γω; Αυτό σε ρωτώ κι εγώ...

- Έσπασε το σκοινί, καλέ! διέκοψε ο Σωτήρης, κοιτάζοντας προς τ' απάνω, μέσα στο ντολάπι. Γίνηκε μεγάλη ζημία; Σπάσανε πιάτα;

- Όλα! Και χύθηκε το γάλα της μεγάλης Κυρίας, ακούστηκε πάλι η φωνή της κερα-Μαρίας.

- Φέρε μου άλλο, γρήγορα, διέταξε ο Σωτήρης.

Με πήρε το μάτι του, που στέκουμουν τρέμοντας κάτω από το τραπέζι, και μ' έπιασε και με τράβηξε έξω.

- Τι έπαθες, ρε κακομοίρη; Τρόμαξες και συ; Αμέ βέβαια! Τέτοιος πάταγος!

Μου έδωσε ένα χαϊδευτικό μπάτσο, και είπε της κερα-Μαρίας, που κατάφθανε λαχανιασμένη με άλλο φορτωμένο δίσκο:

- Παλικάρι που σου είναι όμως τούτος! Τρέμει όλος, ο άθλιος.

- Μ' αφού τρέμω κι εγώ! είπε η κερα-Μαρία. Σαν κεραυνός ήλθε κάτω το πάσο! Και δεν έμεινε ένα πιάτο γερό, έτσι, για τον όρκο!

- Μην τράβηξες το σκοινί από κάτω κι έσπασε; ρώτησε υποψιάρικα ο Σωτήρης.

- Όχι, καλέ! Σφουγγάριζα την κουζίνα και άκουσα το βρόντο και κόπηκε το αίμα μου! Εσύ, κοίταξε, μη και δε στερέωσες καλά;

- Αφού σου λέγω πως ήταν απάνω το πάσο; Ούτε ήμουν εδώ μέσα που έσπασε...

Τρεχάτη κατάφθασε και η Μαριγώ.

- Τι ήταν αυτό, Σωτήρη; Σου φωνάζω να μου δώσεις τις φρυγανιές, ούτε απάντηση εσύ! Κάνω να βγάλω τα πιάτα, και, ώσπου να προφθάσω να πάρω ένα ποτήρι, να σου και αρπάς το σκοινί, φεύγει η μηχανή από τα χέρια μου και σπάζει το σκοινί! Μα δεν ακούς κι εσύ ποτέ! Το γουδί και το γουδοχέρι! Από χθες σου το λέγω: «Σωτήρη, άλλαξε το σκοινί, είναι φαγωμένο και θα σπάσει. Θα μας γκρεμιστεί το πάσο και θα γίνει μεγάλη ζημιά...». Τίποτα εσύ! Νομίζεις πως όλα τα ξέρεις καλύτερα από τους άλλους...

Είχε πάρει φόρα η Μαριγώ, τίποτα δεν τη σταματούσε πια. Σα χείμαρρος έτρεχαν τα μαλώματά της. Εγώ δε στάθηκα ν' ακούσω περισσότερα. Με κατεβασμένη την ουρά, πέρασα ανάμεσα τους, πήρα τη σκάλα, και κατέβηκα στο περιβόλι, ευλογώντας το φαγωμένο σκοινί και τους απονήρευτους ανθρώπους, που όλες τις υποθέσεις τις είχαν κάνει, εκτός πως τα δόντια μου προκάλεσαν τη ζημιά. Έτρεξα στο σπίτι μου, και χώθηκα μέσα και κάθησα σιωπηλός.

Διαλογίζουμουν και διερωτούμουν, τι κακή μοίρα ήταν αυτή που με κυνηγούσε, και που μου έβγαζε στραβό κάθε καλό πράμα που ήθελα να κάνω; Ήμουν ακόμα βουτημένος στη συλλογή, όταν κατάφθασε ο Αφράτος, με το ξεβιδωμένο του βάδισμα και τη σκονισμένη του γούνα.

- Κάτι μελαγχολικός; με ρώτησε ξαπλώνοντας το κοκαλιάρικο κορμί του στον ήλιο. Έλα έξω να ζεσταθείς. Ήταν κρύα νύχτα.

- Δεν κρυώνω, είπα.

- Εγώ κρυώνω. Και πεινώ φρικτά. Θ' αργήσει η σούπα σου;

- Δεν ξέρω, ούτε με μέλει. Δεν έχω κέφια.

Εκείνη την ώρα, έβγαινε ο Μπόμπης από το στάβλο με το σαΐση του, που άρχισε να του βάζει τα χάμουρα για να τον ζέψει στο δίτροχο αμαξάκι.

- Γιατί δεν έχεις κέφια; με ρώτησε γελαστά. Καλημέρα, Κοκαλιάρη, είπε του Αφράτου.

Μα εκείνος μαζεύθηκε χωρίς ν' αποκριθεί, ντροπαλός μπρος στ' ωραίο άλογο. Τον κοίταξε ο Μπόμπης καλόβουλα, καταδεχτικά, μα ένιωθες, στον τρόπο του, τον άρχοντα που καταδέχεται τον κατώτερο του. Και χωρίς να ξαναμιλήσει του Αφράτου, μου είπε κοροϊδευτικά:

- Νοσταλγείς κιόλα τα καλά της ελευθερίας; Κοίταξα τον Αφράτο, που όλο και ζάρωνε και γύρευε να κρυφθεί, τάχα αδιάφορα, πίσω από το σπίτι μου. Κατάλαβα πως τον πείραξε τ' αρχοντικό, λίγο προστατευτικό ύφος του Μπόμπη, χωρίς όμως και να το βάλει κάτω και να χαμηλώσει την κατσαρωτή ουρά του.

Ήθελα να του φωνάξω να μη φοβάται, πως ήταν καλός ο Μπόμπης. Μα με πρόλαβε ο Μπόμπης:

- Θέλεις να ξαναφύγεις; ρώτησε.

- Όχι, αποκρίθηκα. Μα έχω ατυχία. Άλλα σκυλιά κάνουν πράματα ωραία, και περνούν στην ιστορία. Πάγω κι εγώ να κάνω ωραία πράματα, κι όλο ζημιές γίνουνται!

- Αχά! έκανε ο Μπόμπης. Μας τρώγει η φιλοδοξία, βλέπω.

- Τι θα πει αυτό;

- Να, θα πει πως θέλεις να δοξαστείς.

- Και αυτό είναι κακό;

- Όχι, δε λέγω... δεν ξέρω... Μα είσαι μικρός ακόμα για δόξες.

- Αχ, καημένε Μπόμπη, πώς το λες αυτό! Πως είμαι μικρός, δεν μπορώ τάχα να πεθάνω για τον αφέντη μου;

- Να πεθάνεις; Γιατί να πεθάνεις; ρώτησε ζωηρά ο Μπόμπης. Δες τον ήλιο που είναι χαρά Θεού! Πού σου ήλθε να πεθάνεις;

Με στενοχώρησαν τα λόγια του Μπόμπη.

- Φοβούμαι πως εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις, Μπόμπη, του είπα, γιατί είσαι άλογο. Να, ρώτα τον Αφράτο να σου πει...

Μα ο Αφράτος είχε ξαφανιστεί.

- Μπα! Πού πήγε;

- Πήγε από κει, έκανε ο Μπόμπης, δείχνοντας αδιάφορα, με το κεφάλι, τη βεράντα. Είναι ακόμα ξένος εδώ. Άφησε τον να βρει μόνος του τα κατατόπια, και πες μου, γιατί εγώ, άλογο, δε μπορώ να καταλάβω;

- Γιατί εσείς τ' άλογα δεν είστε πιστά.

- Μπα; Πώς σου φάνηκε αυτό; Ποιος σου το είπε;

- Κανένας. Μα το φαντάζομαι, γιατί εσείς έχετε αλλιώτικη ζωή από μας... δεν μπορείτε ν' αγαπήσετε σαν κι εμάς... Ζείτε στο στάβλο, δε βρίσκεστε μες στο σπίτι, δεν είστε πάντα με τον αφέντη...

- Και τι έχει να κάνει αυτό;

- Πώς να σου το πω; Δεν μπορείτε να συνδεθείτε μ' εκείνον, σαν και μας που ζούμε πάντα κοντά του.

Μια στιγμή ο Μπόμπης δεν αποκρίθηκε. Συλλογίζουνταν.

- Δεν άκουσα ποτέ να μου πουν για άλογο, πως πέθανε από αγάπη για κανένα, είπα. Ενώ εμείς, - κάθε μέρα τ' ακούς - αρνούμεθα τροφή και νερό από ξένο χέρι, και πεθαίνουμε φυλάγοντας τ' άδειο κρεβάτι του αφέντη μας. Ναι, το είπε και η Γιαγιά χθες.

- Είναι αλήθεια πως δεν άκουσα τη Γιαγιά να λέγει πως εμείς αρνούμεθα τροφή και νερό, είπε συλλογισμένος ο Μπόμπης. Ξέρω όμως ένα άλογο, που κόντεψε να πεθάνει για να σώσει τον αφέντη.

- Ποιον αφέντη;

- Τούτον. Το δικό μας.

- Το δικό μας; Ποιος τόκανε; Ο Κεχαγιάς; Η Αστέρω; Βέβαια, όχι η Ντέιζη;

- Όχι. Τον έλεγαν Κίτσο. Δεν τον γνώρισες εσύ. Κι εγώ μόλις τον πρόφθασα. Ήταν πολύ γέρος, και δε δούλευε πια. Μα τον περιποιούνταν ο αφέντης σαν κοκόνα, να μη στάξει, να μη βρέξει, να μην πάθει τίποτα ο Κίτσος. Και σαν πέθανε πια από γεράματα, τον λυπήθηκε ο αφέντης, και τον έκλαψε η κυρά μας, σα νάταν άνθρωπος. Άκουα και θαύμαζα, αλλά με κάποια δυσπιστία στο βάθος. Δε φαντάζουμουν πως μπορούσε ένα άλογο, όσο έξυπνο και αν ήταν, να σώσει τον αφέντη μας. Και ρώτησα:

- Πώς τον έσωσε;

- Δεν ξέρω να σου τα πω καλά, γιατί εγώ τότε δεν ήμουν εδώ, ούτε γεννημένος δεν ήμουν. Θα σου τα πω όμως όπως τα θυμούμαι, που μου τα διηγήθηκε κείνος. Είναι κάμποσα χρόνια. Μια μέρα, λέγει, τον καβαλίκεψε ο αφέντης κι έφυγε, σε καινούρια, άγνωστα μέρη. Μαζί του πήγαιναν πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, όλοι ντυμένοι το ίδιο, με πράσινα ρούχα. Και ήταν, λέγει, στρατιώτες Έλληνες, και είχαν όλοι σπαθιά και τουφέκια. Και η κυρά έκλαιγε, έκλαιγε φοβερά που έφευγε ο αφέντης, γιατί πήγαινε, λέγει, στον πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός δεν ξέρω πού γίνουνταν. Μα δεν ήταν εδώ, γιατί έχει, λέγει, βουνά και κακοτοπιές και βράχους, ενώ εδώ δεν είχε παρά άμμο. Μια μέρα λοιπόν βρέθηκε ο αφέντης κάπου, με άλλους συντρόφους, όλους στο άλογο, κι έγινε, λέγει, επίθεση.

- Τι έγινε λέγει;

- Επίθεση.

- Τι θα πει επίθεση;

- Ποιος ξέρει; Μα ήταν αντίκρυ κάτι άλλοι άνθρωποι, επίσης στ' άλογα, με φέσια, σαν τους Αραπάδες. Μα δεν ήταν, λέγει, Αραπάδες, ήταν, λέγει, Τούρκοι.

- Μην ήταν Βούλγαροι; ρώτησα. Ο Βασίλης λέγει πως είναι χειρότεροι από τους Τούρκους...

- Όχι, δεν ήταν Βούλγαροι, ήταν Τούρκοι, επέμεινε ο Μπόμπης.

Στάθηκε μια στιγμή να θυμηθεί, και είπε:

- Είμαι βέβαιος πως ήταν Τούρκοι. Και μη διακόπτεις, ειδεμή δε θα τα θυμούμαι πια καλά. Λοιπόν, έπεφταν τουφεκιές, μύριζε δυνατά μπαρούτι, και ο Κίτσος λέγει πως μεθά το άλογο με τη μυρωδιά αυτή. Και μέθυσε κι εκείνος, και μέθυσαν και όλα τα άλλα άλογα. Και όρμησαν στους Τούρκους. Κι έξαφνα, ο αφέντης έριξε πάνω τα χέρια, κι έγειρε στη σέλα κι έπεσε χάμω. Και ο Κίτσος έφυγε με τ' άλλα άλογα και κυνηγούσε τους Τούρκους, γιατί ήταν μεθυσμένος. Και ήταν μακριά πια και κατακουρασμένος, όταν θυμήθηκε πως ο αφέντης είχε μείνει χάμω. Τότε γύρισε πίσω, και ήταν πολλοί πεθαμένοι, και γύρεψε παντού ο Κίτσος τον αφέντη, και στο τέλος τον βρήκε που είχε πέσει σε μια χαράδρα. Ήταν πολύ απότομος ο βράχος, και, κουρασμένος όπως ήταν, είδε κι έπαθε ο Κίτσος ώσπου να κατέβει. Μα στο τέλος τα κατάφερε, και πήγε κοντά στον αφέντη. Κι εκείνος είχε κλειστά τα μάτια και δεν τον έβλεπε. Λοιπόν ο Κίτσος χρεμέτισε πάλι και πάλι, και τον έσπρωξε με τη μύτη, ώσπου τον ξύπνησε τον αφέντη. Τότε ανασηκώθηκε κείνος, και γύρεψε να καβαλικέψει. Μα δεν μπορούσε, γιατί ήταν πολύ άρρωστος, και όλο αίματα γεμάτος. Λοιπόν, ο Κίτσος κατέβηκε σ' ένα χαντάκι, και ο αφέντης κατάφερε να καθήσει στη σέλα, και, σιγά - σιγά, τον πήρε ο Κίτσος και τον πήγε πίσω, σε μέρη όπου είχαν ξαναπεράσει. Και βογγούσε ο αφέντης σε κάθε βήμα, κι έλεγε: «Σιγά... σιγά, Κίτσο... σιγά...». Και πήγαινε όλο και πιο αργά ο Κίτσος, για ώρα και άλλη ώρα. Ώσπου δε βαστούσε πια από την κούραση και τη δίψα. Και ο αφέντης δε βογγούσε πια, παρά ήταν σωριασμένος στη σέλα. Και όλο πιο σιγά πήγαινε ο Κίτσος, και, κάπου - κάπου, σκόνταφτε από την κούραση, και τότε σταματούσε ν' ανασάνει και να βεβαιωθεί πως δεν είχε πέσει ο αφέντης. Και στο τέλος έφθασαν σ' ένα μέρος που είχε σπίτια, και όπου είχαν μείνει άλλη φορά, και άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια, και σήκωσαν τον αφέντη και τον πήγαν μέσα σ' ένα από τα σπίτια. Και τότε έπεσε χάμω ο Κίτσος, σαν πεθαμένος. Τον λυπήθηκε όμως ένας άνθρωπος εκεί, και του έδωσε νερό. Και ήπιε πολύ νερό ο Κίτσος. Και ύστερα του έφεραν κριθάρι. Μα ήταν τόσο κουρασμένος που δεν ήθελε, λέγει, να φάγει, ούτε μπορούσε πια να σηκωθεί. Και ο καλός άνθρωπος τον περιποιήθηκε πολύ, και δεν τον άφησε να πεθάνει, γιατί ο αφέντης, μόλις ξύπνησε, λέγει, αυτή τη διαταγή έδωσε, να φροντίσουν τον Κίτσο σαν τα μάτια τους. Και πέρασαν πολλές μέρες. Κι έγινε καλά ο αφέντης. Και την πρώτη μέρα που βγήκε έξω, πήγε να δει τον Κίτσο, και του έδωσε ζάχαρη, που ήταν, λέγει, πολύ σπάνια τότε, και τον χάιδεψε και τον αγκάλιασε και τον είπε σωτήρα του, και άλλα καλά λόγια. Και ύστερα, όταν πήγαν πίσω στην κυρά, και μαζί μπήκαν σ' ένα πλοίο και τους έφερε εδώ, στο σπίτι, όλα τα καλά ήταν για τον Κίτσο. Και όταν πέρασαν ένα - δυο χρόνια και γέρασε, γιατί είχε κακοπάθει στον πόλεμο, και δεν μπορούσε πια να τον καβαλικέψει ο αφέντης, τον κράτησαν στο στάβλο, κι ένας σαΐσης τον περπατούσε κάθε μέρα από λίγο μες στο περιβόλι, και τον έτρεφε όπως κανένα άλλο άλογο. Ώσπου πέθανε από γεράματα. Άκουα, και η αναπνοή μου κόβουνταν από συγκίνηση.

- Και τον γνώρισες είπες; ρώτησα.

- Βέβαια. Εκείνος μου διηγήθηκε την ιστορία του. Τον αγαπούσε πάρα πολύ τον αφέντη. Πάντα, λέγει, τον αγαπούσε. Μα τον αγάπησε διπλά τότε, σ' αυτό τον πόλεμο, όπου πολέμησε, λέγει, σαν ήρωας ο αφέντης, και πληγώθηκε.

- Ώστε και ο αφέντης, λες, ήταν ήρωας; Ήταν λοιπόν στην Επανάσταση; ρώτησα για να του δείξω κι εγώ πόσο ενήμερος ήμουν.

- Δε νομίζω. Τ' αφεντικά, τον πόλεμο αυτό, τον λεν Ενενηνταεπτά.

- Τι θα πει;

- Δεν ξέρω. Έτσι τον λεν αυτό τον πόλεμο, έτσι τον λέγει ο αφέντης και η κυρά: Το απαίσιο Ενενηνταεπτά!

- Γιατί απαίσιο;

- Δεν ξέρω. Μα μου είπε ο Κίτσος πως ήταν πολύ δυστυχισμένος, για καιρό, ο αφέντης, και πολύ ελεεινός ο πόλεμος, γιατί νικήθηκαν οι Έλληνες και νίκησαν οι Τούρκοι. Λοιπόν, σου έλεγα πως ο Κίτσος αγάπησε διπλά τον αφέντη σ' αυτό τον πόλεμο, γιατί όλο μαζί ήταν. Τη μέρα όλο καβάλα στον Κίτσο ήταν ο αφέντης, και τη νύχτα κοιμούνταν κοντά του. Τράβηξαν μαζί, λέγει, πολλά σ' αυτό τον πόλεμο. Τ' άλογα πεινούσαν, και δεν είχαν ούτε κριθάρι ούτε χόρτο. Και τότε ο αφέντης του έδινε από το δικό του ψωμί. Μα και ψωμί δεν είχαν οι στρατιώτες. Και τότε πήγαινε ο αφέντης μακριά, σε κανένα χωριό, και αγόραζε ψωμί και το μισό το έδινε του Κίτσου. Και μόνος του τον έπλενε και τον βρούτσιζε ο αφέντης...

Μα να τον που έρχεται. Τα ξαναλέμε άλλη μέρα. Με συγκίνηση και αγάπη τον είδα τον αφέντη μου, να καταφθάνει με τον Μήτσο, και να πλησιάζει το Μπόμπη, να τον χαϊδεύει και να εξετάζει τα λουριά, τα χαλινάρια, τα γκέμια.

Είχε τραβήξει λοιπόν αυτός όσα μου έλεγε ο Μπόμπης! Και είχε πληγωθεί, και κόντεψε να πεθάνει, και ήταν ήρωας! Και τ' όνομα του θα το μετάλεγαν οι άνθρωποι, σαν του Θανάση Διάκου και του Μάρκου Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη, που ήταν ήρωες και αυτοί... Τον κοίταζα, που ήσυχα ανέβαινε στο δίτροχο αμαξάκι με τον Μήτσο, και μάζευε τα γκέμια. Και χαίρουμουν, και φούσκωνα από υπερηφάνεια, που είχα τέτοιον αφέντη.

- Όουπ! Μπόμπη, όουπ! έκανε, που ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσουν τ' άλογα.

Και ξεκίνησε ο Μπόμπης, σηκώνοντας ψηλά τα γόνατα του σε κάθε βήμα.

Έμεινα βουτημένος στη σκέψη και στη συγκίνηση. Δεν το είχα φανταστεί ποτέ πως ο αφέντης μου ήταν ήρωας. Τον ήξερα καλό και αξιαγάπητο. Μα τώρα που ήξερα πως ήταν ήρωας, σαν τον καπετάν-Μανόλη και σαν τον Μάρκο Μπότσαρη, μου φαίνουνταν ακόμα πιο αξιαγάπητος και πιο έκτακτος. Και ήμουν ακόμα πιο υπερήφανος να είμαι δικός του σκύλος. Ήθελα σε κάποιον να το πω. Μα πού ήταν αυτός ο ευλογημένος ο Αφράτος;

Σηκώθηκα και πήγα να τον βρω. Γύρισα εδώ, γύρισα εκεί, τον ζητούσα παντού, πουθενά δεν ήταν. Μπήκα στο στάβλο και ρώτησα, μα ούτε ο Κεχαγιάς ούτε η Αστέρω ούτε ο Σωκράτης δεν τον είχαν δει. Και ως προς τη Ντέιζη, αν τον είχε δει, δεν θα καταδέχουνταν να το πει. Βγήκα λοιπόν να τον ζητήσω, δεν τον βρήκα, και πήγα και ξαπλώθηκα στην αγαπημένη μου θέση, μες στα δροσερά φύλλα, σ' έναν ανθώνα και ξαναχώθηκα στα όνειρα μου. Αχ, και να γίνω κι εγώ ήρωας σαν τον αφέντη, να τον σώσω σαν που τον έσωσε ο Κίτσος! Θυμήθηκα την πρωινή μου ζημιά και ντράπηκα. Πώς το καταδέχθηκα, να γυρέψω να δοξαστώ με τέτοια μικρά μέσα, τραβώντας σκοινιά και μεταφέροντας φρυγανιές! Άλλα όνειρα με γέμιζαν τώρα, ωραιότερα, μεγαλύτερα. Δεν καταδέχουμουν πια παρά ηρωικά κατορθώματα. Αχ, και να γίνουνταν πάλι πόλεμος!... Θόρυβος στη βεράντα διέκοψε το συλλογισμό μου. Όρτσωσα τ' αυτιά μου ανήσυχος. Κάτι εκεί πάνω κουνούσε, μια εμπρός μια πίσω. Ανασηκώθηκα και αναγνώρισα την τρομπετίστικη κίτρινη ουρά του Αφράτου, που πηγαινοέρχουντάν θριαμβευτικά.

Πήδηξα πάνω και, τρεχάτος, ανέβηκα στη βεράντα. Μα τι να δω! Χάμω κυλιούνταν στραβωμένο το άσπρο κλουβί, τα κάγκελα του σπασμένα. Και το καναρίνι έλειπε. Μόνο μπροστά στον Αφράτο, ένα κουβαράκι φτερά κιτρίνιζαν στα μάρμαρα.

- Αφράτο! φώναξα φρικιασμένος. Γύρισε το κεφάλι και με είδε.

- Μάγκα, αχ, Μάγκα! είπε με συγκίνηση. Γιατί δεν ήσουν εδώ; Βρήκα μοναδικό κυνήγι! Κρίμα που δεν πήρες μερδικό!

Μου ήλθε ζαλάδα.

- Τι έκανες; του φώναξα. Θριαμβευτικά μου αποκρίθηκε:

- Δε σου είπα πως με υπομονή και θέληση όλα τα εμπόδια μπορείς να τα νικήσεις; Μου πήρε καιρό να ρίξω χάμω τούτο το πράμα και να στραβώσω τα σίδερα. Μα στο τέλος τα κατάφερα. Και ήταν τρυφερότατο το πουλάκι...

- Αχ, Αφράτο, τι έκανες!

- Τι έκανα; Πεινούσα, δεν ήρχουνταν η σούπα, και βγήκα κυνήγι. Αχ! Μάγκα! Τίποτα δεν καταφέρνεις ωστόσο χωρίς θέληση! Είδα το πράμα αυτό απάνω στο τραπέζι. Πώς όμως να πάρω από μέσα το πουλί, που δεν είχε θέση ούτε να σταθώ στο τραπεζάκι; Τραβώ κι εγώ μια καρέγλα κοντά, ανεβαίνω πάνω, σπρώχνω δυνατά το σιδερικό, πάρ' το κάτω.

Μια και δυο, χώνω το πόδι μου μες στα κάγκελα. Το πουλί όλο έφευγε. Δαγκώνω και σπάζω τα σίδερα, και χάβω το πουλί. Μα τι πούπουλο που στο έχουν, τα ευλογημένα! Είδα κι έπαθα να μαδήσω μερικά. Κατάπια, φοβούμαι, τα περισσότερα...

- Αφράτο, διέκοψα τρέμοντας γι' αυτόν. Ξέρεις τι έκανες; Το καναρίνι αυτό είναι του αφέντη. Ίσως να μη σου το είπε η μάνα σου. Μα πράματα του αφέντη, δεν κάνει να τ' αγγίζεις ποτέ.

- Γιατί δεν κάνει να τ' αγγίζω; ρώτησε.

- Γιατί είναι ξένα. Κλέβεις σαν τα παίρνεις. Με κοίταξε με απορία.

- Μα τότε γιατί τρως εσύ τη σούπα και το ψωμί που φέρνει ο Άλης; Αυτά δεν είναι του αφέντη σου;

Με μπέρδεψε τώρα και μένα. Βέβαια ήταν του αφέντη, αφού ο αφέντης τα έδινε του Άλη να μου τα φέρνει.

- Ναι... είπα. Μα... και βρίσκοντας ξαφνικά: Μα αυτά μου τα φέρνουν, μου τα σερβίρουν, μου τα χαρίζουν!

- Και μόνο όταν σου τα φέρνουν γίνονται δικά σου; ρώτησε όλο και πιο συλλογισμένος ο Αφράτος.

- Βέβαια!

- Μα τότε, γιατί είπε μια μέρα η κυρά σου της Άννας, πως πρέπει ο καθένας να φροντίζει μονάχος του τις δουλειές του και να μην τις φορτώνει στους υπηρέτες; Και ο Άλης δεν είναι υπηρέτης;

Τα λόγια του με μπέρδευαν όλο και περισσότερο.

- Πού τ' άκουσες; ρώτησα.

- Εδώ, στο περιβόλι σας.

- Δεν ξέρω, είπα νευριασμένος, ούτε πώς ούτε πότε το είπε η κυρά μου στην Άννα. Μα ξέρω πως θα φας ξύλο, που σκότωσες το καναρίνι και που στράβωσες το κλουβί.

Αλλά ο Αφράτος διαμαρτυρήθηκε:

- Δεν το πιστεύω, είπε. Η κυρά σου θα χαρεί που δούλεψα για να κερδίσω το πρόγευμα μου. Της Άννας το είπε την πρώτη φορά που ήλθα εδώ. Της είπε: «Πήγαινε συ να φέρεις ψωμί, δε θέλω να φορτώνεις τις δουλειές σου στους υπηρέτες». Και πήγε η Άννα μόνη της κι έφερε το ψωμί της. Και γύρισε κατά το σπασμένο κλουβί, να γλείψει το χυμένο νερό του δοχείου.

- Σου απαγορεύω να το αγγίξεις! του φώναξα. Κοντοστάθηκε και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα απορία και λύπη.

Τον λυπήθηκα κι εγώ.

- Καημένε Αφράτο, δε φταις και συ! είπα πιο μαλακά. Δεν ξέρεις εσύ από σπίτια, δεν ξέρεις από τρόπους, δεν έκανες, βλέπεις, ποτέ με αφεντικά.

- Το βλέπω, είπε ο Αφράτος. Και περισσότερο παρά ποτέ νιώθω πως το μόνο μέρος για μένα είναι η μοναχική κι έρημη ακρογιαλιά. Οι άνθρωποι έχουν πολύ μπερδεμένους νόμους.

Και σκύβοντας το κεφάλι, με το βαρύ του βήμα τράβηξε μελαγχολικά για την καγκελόπορτα, που είχε μείνει ανοιχτή, και βγήκε έξω. Ήμουν τόσο στενοχωρημένος, που δεν τον ακολούθησα. Καθισμένος πλάγι στο ξεχαρβαλωμένο κλουβί, συλλογίζουμουν τη συμφορά μας, το ξύλο που θα έτρωγε ο φίλος μου, και, ποιος ξέρει, ίσως και να τον έδιωχναν για πάντα! Μα ο ευλογημένος πάλι, δε ρωτούσε πριν το κάνει;

Αισθάνουμουν κι εγώ λιγάκι σαν ένοχος, γιατί τον είχα αφήσει να περιδιαβάζει μόνος στον κήπο, γνωρίζοντας πως ο κακομοίρης δεν είχε ανατροφή. Αυτός δεν είχε φυλάξει ποτέ σπίτι. Εγώ είχα φυλάξει. Αυτός δεν ήξερε πως δεν κάνει να κλέβει, ούτε ν' αφήνει άλλον να κλέβει. Εγώ το ήξερα. Και ήξερα πως όλα του αφέντη πρέπει ως το θάνατο να τα φυλάγω, το σπίτι, το στάβλο, το κοτέτσι, και αυτό ακόμα το χαλασμένο κλουβί, σαν το σκύλο του παππού, που ως το θάνατο φύλαγε το άδειο κρεβάτι...

Σα να σχίστηκε ξαφνικά το σκοτάδι, και να έλαμψε φως μπροστά μου. Τι κουτός! Μα τι κουτός που δεν το είχα συλλογιστεί πριν. Να η περίσταση που γύρευα ν' αναδειχθώ! Να που ήλθε η ώρα να δείξω πίστη, αφοσίωση, ηρωισμό! Θα καθήσω εδώ, φυλάγοντας το άδειο κλουβί, όπως ο Κέρβερος φύλαξε το άδειο κρεβάτι. Να φυλάξω ώσπου να πεθάνω. Και κάθησα και φύλαξα. Και πέρασε πολλή ώρα.

Και ανέβηκε ο ήλιος ως τη μέση τ' ουρανού, κι εγώ φύλαγα ακόμα. Μα άρχισα να πεινώ, και θυμήθηκα τη σούπα μου. Όπου νάναι θα τη φέρει ο Άλης, και θα τη βάλει κοντά στο σπιτάκι μου. Άρχισα να βαριέμαι. Φυσούσε και άνεμος, και σκορπούσε τα κίτρινα φτερά του καναρινιού, και χρειάσθηκε να τα κυνηγήσω και να τα φέρω πίσω, ακόμα και να τα σκεπάσω με το πόδι μου για να μην τα ξαναπάρει ο άνεμος.

Και η ώρα περνούσε, και κανένας δεν ήρχουνταν να δει και να εκτιμήσει την πίστη και την αφοσίωση μου. Είχα αρχίσει ν' απελπίζομαι, όταν στο τέλος η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε, και η Εύα βγήκε έξω. Την πρώτη στιγμή δε με είδε. Κοίταξε το τραπεζάκι και φώναξε:

- Δεν είναι δω, Σωτήρη! Πού έβαλες το καναρίνι του κυρίου Περικλή;

Έβγαλα ένα κλαματάκι, για να τραβήξω την προσοχή της. Γύρισε, με είδε, κι έσμιξε τα χέρια της.

- Ω, Μάγκα! αναφώνησε.

Η φωνή της ακούστηκε μέσα. Ένα - ένα τα παιδιά βγήκαν στη βεράντα. Με είδαν, και, σαν την Εύα, έσμιξαν τα χέρια, και είπαν με την ίδια τραγική φωνή:

- Ω, Μάγκα!

Εγώ κουνούσα καταχαρούμενος την ουρίτσα μου, και περίμενα επαίνους και χάδια. Μα κανένας δεν είπε τίποτα. Και σα βγήκε ο Περικλής και με είδε, ούτε «ω, Μάγκα!» δεν είπε σαν τους άλλους. Παρά με τρεμάμενα χείλια μουρμούρισε:

- Ήταν το τελευταίο δώρο του παππού... Και σώπασε.

Βγήκε και η κυρία Βασιωτάκη, και καθώς με είδε με το πόδι πάνω στα φτερά, έσμιξε κι εκείνη τα χέρια και κοίταξε τον Περικλή. Δεν ξέρω γιατί θύμωσε έξαφνα τόσο πολύ. Έσκυψε, και, πρώτη φορά, με χτύπησε τρεις, τέσσερεις, πέντε φορές δυνατά στην πλάτη και στο κεφάλι. Το χεράκι της ήταν μικρό και ασυνήθιστο σε τέτοιες τιμωρίες. Ώστε δε με πόνεσε πολύ. Μα ποτέ, καμιά προηγούμενη τιμωρία δε με πλήγωσε τόσο, όσο το ξύλο αυτό. Γιατί είπε:

- Κακέ Μάγκα! Άθλιε! Σα να μη σου δίνουν φαγί! Και βρήκες να φας αυτό το καναρινάκι!

Ήταν η πρώτη φορά που με άγγιζε αλλιώς, παρά για να με χαϊδέψει. Μα η αδικία της τιμωρίας αυτής μου σήκωσε το είναι μου. Και σα να μην έφθανε αυτό, πήρε το κεφάλι μου, και δυνατά μου έτριψε τη μύτη μέσα στα κίτρινα φτερουγάκια του καναρινιού, που μου γέμισαν τα ρουθούνια και μ' έπνιξαν.

- Το ξανακάνεις πια; Το ξανακάνεις; έλεγε και ξανάλεγε.

Από την αγανάκτηση μου έμπηξα τα κλάματα. Και τότε με παρέδωσε στον Άλη, με αυστηρά καυτά λόγια, που με πλήγωσαν περισσότερο και από το ξύλο. Χώθηκα μες στο σπίτι μου, βαθιά μέσα. Δεν ήθελα ούτε να δω κανένα, ούτε ν' ακούσω τον Άλη, που χαϊδευτικά με φώναζε να βγω έξω να φάγω τη σούπα μου. Η αδικία των ανθρώπων μού φάνηκε ασήκωτη, ανυπόφορη.

Το καναρίνι δεν το είχα φάγει εγώ. Και όχι μόνο δεν το είχα φάγει, αλλά και κάθησα και φύλαξα τ' απομεινάρια του και το σπασμένο κλουβί, με πίστη και υποταγή αντάξια του Κέρβερου, που ψόφησε φυλάγοντας το άδειο κρεβάτι του πεθαμένου του αφέντη. Και για αμοιβή, με ξύλισε η κυρά μου, που δε με είχε δείρει ποτέ της. Και όμως, ήταν φως φανερό πως δεν είχα φάγει το καναρίνι. Αν, αντί να μου τρίψει τη μύτη μου μες στα φτερά, η κυρία Βασιωτάκη είχε σκύψει ως εκεί τη δική της μύτη, θα έβλεπε πως μύριζαν Αφράτο τα φτερά, και όχι Μάγκα! Κι έπειτα, πότε έφαγα εγώ πουλί; Σκότωσα παπάκια, είναι αλήθεια. Μα τάφαγα ποτέ; Αν ήμουν άνθρωπος, τέτοια λύπη είχα, που θα έχυνα δάκρυα.

Μα δεν είχα όρεξη, ούτε να ουρλιάσω ούτε να γαβγίσω. Κάθησα σιωπηλός, ακίνητος, θλιμμένος. «Φαντάσου όμως», έλεγα μέσα μου, «φαντάσου αν είχαν δει τον Αφράτο, τι ξύλο θάτρωγε αυτός!». Η σκέψη αυτή μου έφερε άλλες. Γλίτωσε αυτός το ξύλο. Και αυτός, που ήταν όλο κόκαλα, θα πονούσε περισσότερο από μένα. Και αυτός, που ήταν τόσο δυστυχισμένος, θα λυπούνταν περισσότερο και από μένα. Καλά τουλάχιστον και γλίτωσε... Και λίγο - λίγο ησύχασε η αναστατωμένη μου καρδιά.

Κάποιος έπρεπε να φάγει ξύλο, μιας και σκοτώθηκε το καναρίνι. Ε, πάλι καλύτερα εγώ παρά ο Αφράτος...

Μου φάνηκε πως με μεγάλωσε ξαφνικά αυτή η σκέψη. Αισθάνθηκα καλός, ωραίος, αξιαγάπητος. Είχα φάγει ξύλο για να γλιτώσω έναν άλλο. Είχα θυσιαστεί για άλλον. Με συγκίνησε η καλοσύνη μου. Και, σιγά - σιγά, η συγκίνηση έγινε χαρά. Και όσο πήγαινε, η ευχαρίστηση μου μεγάλωνε. Και ξέχασα την αδικία των ανθρώπων. Φουσκωμένος, παρηγορημένος, χαρούμενος, βγήκα από το σπιτάκι μου, βρήκα τη σούπα μου και την έφαγα, γλείφοντας και το τελευταίο ψιχουλάκι ψωμιού, και το τελευταίο σπυρί ρυζιού.