Μάγκας/Κεφάλαιο ΚΓ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
ΚΓ'. Σωκράτης


Με δέχθηκε ο Μπόμπης με χαρούμενα χρεμετίσματα. Είχε ξεχάσει, στην απεριόριστη καλοσύνη του, πως την τελευταία φορά που χωριστήκαμε, με είχε μαλώσει και πει ζιζάνιο και ζημιάρη.

- Μπρε! Από πού έρχεσαι; Πού ήσουν τόσες μέρες που σε χάσαμε; ρώτησε τινάζοντας πάνω - κάτω τη χαίτη του, για να μου πει την ευχαρίστηση του.

Στο πλαϊνό χώρισμα, η Ντέιζη έτρωγε το κριθάρι της με μεγαλοπρέπεια, ακατάδεχτη σαν πάντα. Μα στ' άλλα δυο χωρίσματα, σούσουρο ακούστηκε, και ο Κεχαγιάς και η Αστέρω ορτσώθηκαν, τα μπροστινά τους πόδια μες στη φάτνη τους, να με δουν.

- Καλησπέρα! φώναξαν. Καλώς μας ήλθες.

Πήδηξα κι εγώ στη φάτνη του Μπόμπη για να τους δω καλύτερα. Είχα ξαναβρεί όλη μου την καλή διάθεση στο εγκάρδιο καλωσόρισμα τους.

- Καλώς σας βρήκα! τους αποκρίθηκα χαρούμενα. Σας είχα επιθυμήσει όλους!

Κι έγλειψα με μια γλωσσιά τη μύτη του Μπόμπη.

- Πού πήγες; Γιατί μας άφησες; ρώτησε η Αστέρω.

- Γιατί;

Γύρευα να θυμηθώ. Τόσα πράματα γίνηκαν στο μεταξύ.

- Α, ναι! Πήγα σε μιαν εκδρομή, αποκρίθηκα.

- Μόνος; ρώτησε ο Κεχαγιάς.

- Στην αρχή, ναι. Ύστερα βρήκα ένα σύντροφο.

- Μπα; Μπα; Για πες, έκανε περίεργος ο Μπόμπης. Στο πλαγινό χώρισμα, η Ντέιζη φτερνίστηκε κοροϊδευτικά.

Κατάλαβα πως γύρευε να με πειράξει. Σήκωσα κεφάλι και ουρά, και είπα:

- Ο σύντροφος μου είναι ένας πολύ σοφός σκύλος, πολύξερος και πολύ ευγενής.

Δεύτερο φτέρνισμα, ακόμα πιο σαρκαστικό, με φούρκισε.

- Τι έχεις να πεις, κερα-γρουσούζα; είπα θυμωμένος.

- Μην τον λεν Αφράτο; ρώτησε κοροϊδευτικά εκείνη. Και μην τον λέει Κοκαλιάρη ο Περικλής;

- Μάλιστα! Τον λεν Αφράτο. Και τον λέει Κοκαλιάρη ο Περικλής. Και ύστερα;

Τα είχα πει βαστώντας το θυμό μου. Μα έτρεμα όλος. Σήκωσε η Ντέιζη το λεπτό της καλοφτιαγμένο κεφάλι και γύρισε κατά τον Κεχαγιά.

- Είναι το βρώμικο αραπόσκυλο που μας ακολούθησε από τη θάλασσα, σα βούτηξε η Λίζα, του είπε. Και τον έκανε πρώτο φίλο, τούτος ο ψευτο - Εγγλέζος. Και τον είπε και Αφράτο, και τον πήγε στο σπίτι μέσα, και τον έδιωξε η κυρά.

Έμεινα εμβρόντητος. Πού και πώς τα είχε μάθει όλα αυτά κιόλας, η κεράτσα; Έμενα άφωνος από το ξάφνισμα. Μα ο θυμός μου όλο και μεγάλωνε. Το κατάλαβε ο Μπόμπης, και μου είπε:

- Μη συνερίζεσαι τη Ντέιζη, την ξέρεις. Αγαπά να κουσκουσουρεύει και να κρυφακούει. Πες μου εσύ, πού τον γνώρισες το φίλο σου, και πώς;

Μα δεν είχα πια όρεξη ν' ανοίξω το στόμα μου. Έμεινα κατσουφιασμένος. Και στο στάβλο απλώθηκε σιωπή. Την έκοψε η Αστέρω.

- Δεν ξέρω αν το αραπόσκυλο που μας ακολούθησε είναι πολύξερο και σοφό, είπε. Μα ευγενικό βέβαια θα είναι, και πολύ γενναίο. Το είπε ο Περικλής.

- Και πως το είπε ο Περικλής; χαχάνισε η Ντέιζη. Γενική αποδοκιμασία σηκώθηκε απ' όλα τα χωρίσματα.

- Ο Περικλής; Αυτός είναι θαυμάσιος!

- Είναι γενναίος.

- Είναι πονόψυχος!

- Αγαπά όλα τα ζώα!

- Δεν κοιτάζει ποιος είναι όμορφος και ποιος είναι άσχημος!

- Αυτός έσωσε τον Σωκράτη...

Όλοι μαζί μιλούσαν και φώναζαν τόσο, που δεν ξεχώριζα πια ποιος έλεγε ποιο. Κι έξαφνα, ανάμεσα στα χρεμετίσματα, ξεχώρισα ένα ντροπαλό «'Ι-ααα! Ί-ααα!...» που έβγαινε από ένα άλλο χώρισμα, στην άκρη του στάβλου. Πετάχτηκα απάνω.

- Ένας γάιδαρος; αναφώνησα.

- Ναι, είπε καλοκάγαθα ο Μπόμπης. Έχομε άλλον ένα κάτοικο εδώ, αφότου έφυγες. Μας τον έφερε ο Περικλής. Πήγαινε να τον δεις.

Δεν του άφησα καιρό να μου το ξαναπεί. Πήδηξα χάμω κι έτρεξα στο τελευταίο χώρισμα. Εκεί, μπρος σε μια μισογεμάτη φάτνη, ένα σταχτί γαϊδουράκι μασούλιζε ξερά κουκιά. Κάτω από έναν πλατύ επίδεσμο που του σκέπαζε όλο το μέτωπο, δυο μάτια μελαγχολικά, θλιμμένα και πολύ γλυκά, με κοίταζαν ερωτηματικά. Καθώς πλησίασα, τραβήχτηκε φοβισμένα στη μπάντα, και γύρισε εδώ κι εκεί τα μάτια του, σα να γύρευε πόρτα να ξεφύγει. Παρατήρησα πως τα καπούλια του ήταν και αυτά δεμένα με πλατύ επίδεσμο.

- Γιατί κάνεις έτσι; το ρώτησα. Τι φοβάσαι;

Η Αστέρω, που ήταν στο χώρισμα το πιο κοντινό, σηκώθηκε πάλι στα πίσω της πόδια, και στήριξε τα μπροστινά στο παχνί της για να μας βλέπει.

- Έτσι κάνει πάντα, σα σιμώνει κανένας. Έτσι φοβάται πάντα, μου εξήγησε. Νομίζει πως όλοι θέλουν το κακό του.

- Γιατί; ρώτησα το γαϊδουράκι. Μα δε μου αποκρίθηκε.

Μου είπε πάλι η Αστέρω:

- Μόνο τον Περικλή δε φοβάται, και μόνο αυτόν αφήνει να του πλένει τις πληγές του.

- Έχει πληγές; Πού; Πώς; αναφώνησα. Πάλι δεν αποκρίθηκε το γαϊδουράκι.

- Τον χτυπούσε ο αφέντης του στο κεφάλι, με το ξύλο του, και του κεντούσε τα καπούλια του, σαν ήταν πολύ φορτωμένος και δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα, προθυμοποιήθηκε να μου εξηγήσει η Αστέρω. Κι έχει πληγές πιο μεγάλες από τ' αυτιά του!

Το κοίταξα το γαϊδουράκι, και με κοίταζε κι εκείνο, με τα γλυκά, τα υπομονητικά του μάτια, που μου θύμιζαν τον Αφράτο.

- Πώς σε λένε; ρώτησα.

- Δεν ξέρω, μου αποκρίθηκε διστακτικά.

- Πώς δεν ξέρεις; Σε λεν Σωκράτη, φώναξε ο Κεχαγιάς. Σήκωσε το γαϊδουράκι τα μάτια του, κάτω από τον επίδεσμο, μα δε μίλησε.

- Δεν το ξέρεις πως σε λεν Σωκράτη; τον ρώτησε η Αστέρω. Έτσι δε σε λέγει ο Περικλής;

- Ναι... έτσι με λέγει ο Περικλής, είπε ακόμα πιο διστακτικά το γαϊδουράκι. Μα πριν με λέγανε Χουμάρ και Κελπ και Χαντζίρ...

- Χουμάρ θα πει γαϊδούρι αράπικα, και κελπ, σκύλος, και χαντζίρ, γουρούνι, διέκοψε η Αστέρω. Αυτά δεν είναι ονόματα, είναι βρισιές. Οι Αραπάδες, σα θένε να βρίσουν, λένε τα ζώα τους με άλλα ονόματα ζώων. Θα σ' έλεγε χουμάρ και κελπ και χαντζίρ σαν ήταν θυμωμένος ο κακός αφέντης σου. Δεν είναι έτσι;

- Ναι, ομολόγησε το γαϊδουράκι.

- Μα ο αφέντης δεν είναι κακός, αναφώνησα, και δε θυμώνει μαζί μας ποτέ...

- Δε μιλά για το δικό μας αφέντη, φώναξε από πέρα ο Μπόμπης.

- Βέβαια, όχι για το δικό μας αφέντη! επανέλαβε ο Κε

χαγιάς. Πού να χτυπήσει ζώο ο δικός μας αφέντης! Μπα! Είχε άλλον αφέντη ο Σωκράτης, ένα Φελάχο ελεεινό...

- Μα πού; Πότε; ρώτησα λίγο σαστισμένος.

- Αμέ βέβαια, έλειπες και δεν τα ξέρεις, είπε η Αστέρω, έτοιμη πάντα για κουβέντα και ραπόρτα. Βέβαια, έγινε μια μεγάλη ιστορία τις προάλλες εδώ. Μόλις είχε φθάσει την παραμονή ο Περικλής. Ήταν στο περιβόλι με τις δίδυμες. Απέξω, περνούσε ο Σωκράτης, φορτωμένος ξύλα τόσο, που έτρεμαν τα πόδια του και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Τον χτυπούσε στο κεφάλι ο αφέντης του, ένας Φελάχος, τον κέντριζε από πίσω και τον φώναζε: «Για κελπ! Για χαντζίρ!» Οι ξυλιές του ακούουνταν ως εδώ μέσα στο στάβλο. Έγινε πυρ και μανία ο Περικλής. Πετάχθηκε στο δρόμο, άρπαξε από τα χέρια του Φελάχου το ξύλο του, και του το κατέβασε στη ράχη. Μα ήταν μεγάλος ο Φελάχος, και μικρότερος του ο Περικλής. Πήρε μια πέτρα ο Φελάχος και τον χτύπησε στο κεφάλι. Μαζεύθηκε κόσμος, άσπροι και μαύροι, ήλθε κι ένας σαουΐσης, και ήθελε να πάρει μέσα τον Περικλή, ενώ οι άλλοι, οι άσπροι, ήθελαν να δείρουν το Φελάχο και οι Φελάχοι τον Περικλή. Τα διόρθωσε όμως όλα ο Περικλής. Αγόρασε και καλοπλήρωσε, φαίνεται, τον Σωκράτη, ο σαουΐσης του είπε πως είναι καλός χαουάγκας, ο Φελάχος του Σωκράτη τον χαιρέτησε ως κάτω, και φίλησε την άκρη του βεστονιού του, και γέλασαν οι άλλοι και σκορπίσθηκαν, και μπήκε θριαμβευτικά ο Περικλής με τον Σωκράτη στο περιβόλι, όπου περίμεναν τρομαγμένες οι δίδυμες. Ήταν ματωμένα τα μάτια του Περικλή από την πετριά του Φελάχου, και κατέβηκε η Εύα, τρομαγμένη, να του δέσει το κεφάλι. Μα κοίταξε τι σου είναι αυτός ο Περικλής! Πήρε τα γιατρικά της Εύας, κι έπλυνε και καθάρισε τις πληγές του Σωκράτη, και μόνο σαν του έδεσε και τους επιδέσμους, άφησε την Εύα να του πλύνει και να του δέσει κι εκείνου το κεφάλι.

Στάθηκε η Αστέρω να χαρεί τις εντυπώσεις που θα μου έκανε η διήγηση της. Εγώ δε μίλησα. Ήμουν συγκινημένος. Συλλογίζουμουν τον καπετάν-Μανόλη, τον Μάρκο Μπότσαρη, το Μεσολόγγι. Σα να διάβασε στο μυαλό μου, είπε ο Μπόμπης από την πέρα άκρη του στάβλου:

- Είναι ήρωας ο Περικλής!

- Ναι, είναι ήρωας ο Περικλής, επανέλαβε ο Κεχαγιάς. Η Ντέιζη χαχάνισε πάλι.

- Σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Διάκο; είπε κοροϊδευτικά.

Όλος ο στάβλος πήγε και ήλθε πάλι σ' ένα σάλαγο.

- Μάλιστα, κερά μου!

- Σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Διάκο, το είπες σωστά, ζουλιάρα!

- Είσαι μια κακολόγα και αγκύλα!

- Ανθρώπου καλό δε λες!

- Ούτε ζώου καλό δε λες!

- Καλά σε λέγει ο Μάγκας γεροντοκόριτσο ξυνισμένο... Εγώ τα χαίρουμουν όλα αυτά, και δε μιλούσα.

Και σα φώναξαν και αποφώναξαν όλα τ' άλογα, ακούστηκε ένα βαθύ στέναγμα του Σωκράτη.

- Είναι καλός ο Περικλής, είπε χαμηλόφωνα. Εγώ θα ήθελα να πεθάνω γι' αυτόν...

Τα χρεμετίσματα είχαν σηκώσει ένα σαΐση που έτρωγε τη ντοματοσαλάτα του στο περιβόλι, και μπήκε αυτός μέσα, φώναξε ένα δυνατό τραγουδιστό «Αο-οοο-ουού...» στ' άλογα, που σήμαινε: «Ήσυχα λοιπόν!» Και ήλθε στο ακριανό διαμέρισμα του Σωκράτη, που καθώς τον είδε, τραβήχθηκε πάλι φοβισμένος στη μπάντα. Με είδε που στέκουμουν όρθιος κοντά στο παχνί του Σωκράτη, και, νομίζοντας πως εγώ τάραζα το στάβλο, μ' έπιασε στην αγκαλιά του και με πήρε έξω. Φεύγοντας, είπα περιφρονητικά:

- Η Ντέιζη δεν καταλαβαίνει από ηρωισμούς.

- Έννοια σου, Μάγκα, μου φώναξε ο Κεχαγιάς. Κανένας μας δε θα της μιλήσει απόψε της κερα-Ντέιζης, είτε είσαι δω, είτε όχι...

- Άο-οοο-ουου-α! έκανε δυνατότερα ο σαΐσης, που σήμαινε για τ' άλογα: «Σιωπή, σας είπα!»

Και μ' έβγαλε έξω, με πήγε στο σπιτάκι μου, και μ' έσπρωξε μέσα. Κάθησα στ' άχυρα μου, ξαπλώθηκα με το μούτσουνό μου στα πόδια μου και στοχάστηκα. Τον είχα καταλάβει τον Περικλή πως ήταν καλός. Μα «ήρωα» δεν τον φαντάζουμουν. Είχε βγάλει τη Λίζα από τη θάλασσα. Είχε καλοταΐσει τον Αφράτο. Είχε αγοράσει τον Σωκράτη για να τον βγάλει από τα χέρια του Φελάχου. Μ' αυτά όλα ήταν ηρωισμοί; Θυμήθηκα την πρώτη μου συνάντηση μαζί του, όταν τον δάγκασα γιατί μου πήρε τη γάτα από τα δόντια μου. Μήπως και αυτό ήταν ηρωικό; Μ' έπιασε ανησυχία. Στενοχωρήθηκα. Εγώ ήθελα να την πνίξω. Αυτός μου την πήρε, την έσωσε... Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο; Ουφ!... Θυμήθηκα τον Αφράτο, το δικό μου «ένστικτο», όπως έλεγε, να σκοτώνω γάτες, και το «αίσθημα» των ανθρώπων να γλιτώνουν αδύνατα ζώα. Αυτό ήταν; Ο Περικλής είχε αίσθημα;

- Αύριο θα ρωτήσω τον Αφράτο, σκέφθηκα. Και κουλουριάστηκα να κοιμηθώ.