Μάγκας/Κεφάλαιο ΚΕ
←ΚΔ'. Αναποδιές | Μάγκας Συγγραφέας: ΚΕ'. Το μυστικό του Βασίλη |
ΚΣΤ'. Μίκης Ζέζας→ |
Πέρασε καιρός, και ξαναμπήκα στις συνήθειες τις καθημερινές, που είχα προτού ξεκόψω από τ' αφεντικά μου, πριν γνωρίσω τη ζωή έξω από τα κάγκελα του περιβολιού. Ξαναβρήκα ανάλλακτα τα παιχνίδια των παιδιών, το σιωπηλό χάδι του Βασίλη, τη γρίνια της Ντέιζης, τη φιλία του Μπόμπη, τη συντροφιά της Αστέρως και του Κεχαγιά, όπου προστέθηκε τώρα και ο Σωκράτης. Μα ο Αφράτος δεν ξαναγύρισε πια. Πολύν καιρό τον περίμενα. Παραμόνευα κοντά στην πόρτα, έχωνα τη μύτη μου ανάμεσα στα κάγκελα, μήπως και πάρει το μάτι μου την κοκαλιάρικη μορφή του σε κανένα παράδρομο. Τίποτα.
Ο Αφράτος δεν ξαναγύρισε πια.
Για μέρες μού έλειψε πολύ, αν και στις φιλίες μου και στις αγάπες μου είχε προστεθεί τώρα και ο Περικλής. Αυτόν τον αγάπησα πολύ, όσο και τον Λουκαδάκο μου. Κι εκείνος μου το ανταπέδιδε. Και συχνά, σαν έβγαινε, μ' έπαιρνε μαζί του σα νάμουν παλιός του φίλος. Καταγίνουνταν πολύ μαζί μου. Μου μάθαινε καινούρια πράματα. Λ.χ. μου έδινε να μυρίσω ένα μαντίλι ή ρούχο, και, αφού το έκρυβε, έπρεπε εγώ, με τη μυρωδιά, να το βρω. Ή κρύβουνταν ο ίδιος στο περιβόλι, και με μάθαινε να καταλαβαίνω από πού φυσούσε ο αέρας που θα μου έφερνε τη μυρωδιά του, να τον ανακαλύψω. Μου μάθαινε να μη γαβγίζω χωρίς αιτία, να κάνω τον ψόφιο, να φυλάγω και να κυνηγώ σιωπηλά. Και μου μάθαινε να καταλαβαίνω, χωρίς λόγια, μ' ένα νόημα ή ένα βλέμμα, τι ζητούσε από μένα.
Όλα αυτά μ' άρεζαν και μ' ενδιέφεραν πολύ. Κι έλεγε κείνος πως είμαι ξυπνός σκύλος.
Είχα ξαναβρεί τις συνήθειες όλες του σπιτιού, όπως τις είχα αφήσει, την τάξη, την πάστρα, τα λουτρά μου τα καθημερινά, την τροφή μου την περίσσια, τη βολή και την πολυτέλεια του σπιτιού μας, μαζί και τις γνώσεις της Γιαγιάς, που δε με ξάφνιζαν ποτέ σαν που με ξάφνιζαν οι γνώσεις του Αφράτου, και που ταίριαζαν τόσο καλά με την εύκολη καθημερινή μου ζωή και με όσα θυμούμουν από τις πρώτες μου εντυπώσεις. Και λίγο - λίγο ξέχασα τον Αφράτο. Μα από τη ζωή μου στην ξενιτιά, και από τις σχέσεις μου με τον ερημίτη της ακρογιαλιάς, κάτι μου έμεινε: η συνήθεια να σκέπτομαι και να ζυγίζω αυτά που έβλεπα, με την επιείκεια που είχε πάντα στις κρίσεις του ο πεινασμένος, κοκαλιάρης και απολίτιστος φίλος μου της ερημιάς. Κι έτσι, σαν ξαναείδα τον Βρασίδα μια μέρα, και ζήτησε αυτός να μου δώσει μια κλωτσιά, δεν του ρίχθηκα να τον δαγκάσω, παρά ξέφυγα την κλωτσιά και πήγα παρακάτω.
- «Τι να τον κάνεις;», συλλογίστηκα. «Είναι μονάχα άνθρωπος. Και σκέπτεται αλλιώτικα από μένα».
Και με τη Ντέιζη είχα περισσότερη υπομονή.
- «Τι να την κάνεις;», έλεγα. «Είναι άλογο, και σκέπτεται αλλιώτικα από μένα».
Με τον Σωκράτη έκανα συχνά παρέα. Με είχε ξεφοβηθεί και σαν πήγαινα κοντά του δεν παραμέριζε πια, παρά έσκυβε το κεφάλι του και χάιδευε σιγά τη γούνα μου με τα μεγάλα άκακα δόντια του. Είχαν γιάνει οι πληγές του, του είχε βγάλει ο Περικλής τους επιδέσμους, και είχε γίνει, σε λίγες μέρες, ένα παχύ περιποιημένο ωραίο γαϊδουράκι, που σου έκανε όρεξη να το χαϊδέψεις.
Μα οι μεγάλες του φιληνάδες ήταν οι δίδυμες. Του είχαν βάλει μια καινούρια κόκκινη σέλα, και μες στο περιβόλι τον καβαλίκευε πότε η μια, πότε η άλλη, πότε και οι δυο μαζί, και τότε έτρεχε, έτρεχε ο Σωκράτης, δεν είχε περιορισμό. Δεν είχε ανάγκη από κεντρίσματα για να τρέξει σ' όλους τους δρόμους του κήπου.
- Δε σε κουράζουν, οι δυο μαζί; τον ρωτούσα, πηλαλώντας πλάγι του.
- Μπα, είναι τόσο λαφριές! μου απαντούσε. Κι έπειτα τις αγαπώ τόσο πολύ και τις δυο, δεν τις ξεχωρίζω τη μια από την άλλη.
Μα μια φορά πήγε να τον καβαλικέψει η Ματμαζέλ. Και, ξαφνικά, ο υπομονητικός Σωκράτης έγινε κακός. Πήγε κι έφερε όλο το δέρμα της πλάτης του σε μιαν άσχημη ανατριχίλα, κι έγειρε η σέλα, και παρ' την κάτω τη Ματμαζέλ.
- Γιατί τόκανες αυτό; τον ρώτησα καθώς τον πήγαιναν στο στάβλο του για να τον ξεσαμαρώσουν.
- Γιατί, μου αποκρίθηκε με τον ήσυχο πάλι και υπομονητικό του τρόπο, μυρίζει ξενικά. Δεν είναι από το σινάφι του σπιτιού.
Αχ, πώς τον κατάλαβα! Κανένας, σαν και μένα, δεν μπορούσε να νιώσει τόσο καλά, πόσο δυσάρεστη είναι η ξένη μυρωδιά μέσα στο γνωστό μας περιβάλλον. Έτσι, αντιπαθούσα τόσο το σιορ-Αμπρουζή και τον Βρασίδα (όχι τόσο την κυρία Σαρδελίδη, που ήταν αδελφή της κυράς μου, από το ίδιο σόι), αντιπαθούσα τη Ματμαζέλ και τη Μις, που και οι δυο μύριζαν ξενικά.
Μα ας είναι! Αυτά δεν τα καταλαβαίνετε σεις οι άνθρωποι. Τα λέγαμε όμως συχνά με τον Σωκράτη και τον καλό μου φίλο τον Μπόμπη, που και αυτός με καταλάβαινε, αν και δε συμμερίζουνταν, έτσι καλός που ήταν, τις αντιπάθειες μου. Είχα ξαναβρεί λοιπόν όλα στο σπίτι όπως τα είχα αφήσει. Και όμως, η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει.
Είχε μπει στο σπίτι ένα επαναστατικό στοιχείο. Ο Περικλής. Ο Περικλής ήταν μαθημένος αλλιώτικα από τα παιδιά μας. Από μικρός είχε ζήσει μόνος με τον παππού του, που, απ' όσα έλεγαν, πρέπει να ήταν ο ίδιος μεγάλος και αδάμαστος επαναστάτης. Από κληρονομιά και ανατροφή, ο Περικλής είχε μάθει να λέγει μονάχα ό,τι σκέπτουνταν και όλα όσα σκέπτουνταν. Τους ξένους δεν τους αγαπούσε και αυτός. Τους έλεγε «βαρβάρους». Και ό,τι ήταν ελληνικό, το λάτρευε με πάθος. Από τις πρώτες μέρες τα χάλασε και με τη Μις και με τη Ματμαζέλ. Μια μέρα που είχε φορέσει μια καινούρια μαύρη φορεσιά καλοκομμένη, το παρατήρησε η Μις. Και αφού τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, είπε με το συνηθισμένο ακατάδεχτο ύφος της:
- Παράξενο! Μα πραγματικώς, το Κρητικόπουλο ο Περικλής, που δε βγήκε από το νησί του, φορεί τα πολιτισμένα ρούχα της Δύσης σα να ήταν γιος Άγγλου τζέντλμαν!
Δεν ταράχθηκε καθόλου ο Περικλής. Της αποκρίθηκε ήσυχα:
- Γιατί είναι παράξενο; Εμείς ήμασταν ήδη κουρασμένοι από πολιτισμό, όταν οι Άγγλοι τζέντλμεν, ντυμένοι προβιές, κυνηγούσαν ακόμα αρκούδες στα δάση σας.
Θύμωσε η Μις, και πήρε την ομπρέλα της κι έφυγε χωρίς να του ξαναμιλήσει.
- Αχ, Περικλή! αναφώνησε η Λίζα. Τη θύμωσες και δε θα σου το συγχωρήσει ποτέ!
- Ας θύμωσε, αποκρίθηκε ο Περικλής. Άλλη φορά θα το σκεφθεί πριν μου σερβίρει παρατηρήσεις προσβλητικές.
Ήταν ευγενέστατος με όλους όσο δεν τον πείραζαν. Μα τη στιγμή που άγγιζαν τη λατρεία του για ό,τι ήταν ελληνικό, γίνουνταν επιθετικός, ακόμα και αυθάδης. Κι έβρισκε πάντα κάτι τσουχτερό να πει. Έτσι, τη μέρα που τον πείραξε η Ματμαζέλ, της αποκρίθηκε τόσο απότομα, που εκείνη άρχισε τα κλάματα. Η αλήθεια είναι πως η Ματμαζέλ τον πείραξε πολύ. Μιλούσαν για πολέμους και ηρωισμούς, και είπε ο Περικλής πως ο παππούς του, γέρος πια, κοντά ενενήντα χρονών, πολέμησε στο Ακρωτήρι της Κρήτης, στα '97. Και είπε η Ματμαζέλ:
- Ώστε έζησε, ο κακομοίρης, να δει και αυτή την ντροπή!
Αυτή τη φορά κοκκίνισε ο Περικλής και είπε:
- Ο πόλεμος στην Κρήτη ήταν ένδοξος.
Ο Λουκάς, συγχισμένος, πρόσθεσε:
- Και ο Πατέρας πολέμησε στα ' 97, και πληγώθηκε μάλιστα.
- Μήπως στο Βελεστίνο; ρώτησε ειρωνικά η Ματμαζέλ. Γιατί όλο για το Βελεστίνο και τον Σμολένσκη μού κουβεντιάζετε. Αλλά τη Λάρισα και το αίσχος της, τα ξεχνάτε! Είπα πως θα τη δείρει ο Περικλής!
- Πιστεύω πως και σεις θα προσπαθείτε να ξεχάσετε το Μετς και το Σεντάν, της είπε.
Η Ματμαζέλ χλώμιασε.
- Τι σχέση έχει; έκανε.
- Καμιά. Γιατί ενώ εμάς, μια φούχτα πατριωτών, μας έδεναν τα χέρια πέντε Μεγάλες Δυνάμεις στην Κρήτη, και μας βομβάρδιζαν με τα γενναία τους καράβια, σκοτώνοντας γυναικόπαιδα και καλόγριες, εσάς, στον τελευταίο σας πόλεμο, ο αυτοκράτορας σας παραδίνουνταν στο Σεντάν, και ο στρατηγός σας ο Μπαζέν παρέδιδε το Μετς αμαχητί στους Γερμανούς, σε ολιγάριθμο στρατό, με δύναμη εκατόν εβδομήντα χιλιάδων αντρών.
Η Ματμαζέλ είχε σηκωθεί έξω φρενών.
- Είσαι χοντροειδέστατος! του φώναξε.
- Νομίζετε πως όσα μας είπατε ήταν ευγενικά; ρώτησε ο Περικλής.
Εκείνη έκλαιγε.
- Είσαι κακοαναθρεμμένος και πρόστυχος, του είπε. Και θα το πω του θείου σου.
- Θα το επιθυμούσα, αποκρίθηκε ο Περικλής.
Μα δεν το είπε αυτή. Μόνο το διηγήθηκε της Εύας ο Λουκάς, κι εκείνη αγκάλιασε τον Περικλή και του είπε:
- Μας εκδίκησες όλους, Περικλή!
Και από τότε, ο Περικλής είχε, στα μάτια των παιδιών, μιαν αίγλη που δεν την είχε ούτε ο Μήτσος. Είχε περάσει ο χειμώνας σχεδόν χωρίς βροχή εκείνο το χρόνο. Και άρχισαν τα χαμσίνια, οι ζεστοί άνεμοι της ερήμου, που στην Αίγυπτο φυσούν από τα μέσα Φεβρουαρίου και το Μάρτιο.
Εκείνες τις μέρες ήταν η Ντέιζη όλο γκρίνια και κακία. Ήταν ανυπόφορη. Ένα πρωί, ξύπνησα μ' έναν πάταγο μεγάλο. Έβρεχε κι έπεφτε χαλάζι που χτυπούσε το σπιτάκι μου σα σκερπανάκια.
- Ε, συλλογίστηκα, θα χαρεί σήμερα η κεραστενόχωρη. Και μες στις βροντές της θύελλας, έτρεξα στο στάβλο.
- Ε, Ντέιζη, της φώναξα, είσαι ευχαριστημένη; Να η βροχή που ξαναγύρισε, να και η δροσιά που τόσο λαχταρούσες.
- Ναι, ωραία δροσιά! είπε η Ντέιζη. Με αυτό το χαλάζι θα γλιστρούν οι δρόμοι, και αλίμονο μας! Αν δε σπάσομε σήμερα τα πόδια μας...
- Μα, καημένη Ντέιζη, ούτε βραστή δε σε βρίσκει κανείς ούτε ψητή! αναφώνησε η Αστέρω.
- Και γιατί να είμαι βραστή και ψητή; ανταποκρίθηκε η Ντέιζη θυμωμένη. Θα μου πεις τάχα πως είναι τόπος πολιτισμένος τούτος; Ακούστηκε ποτέ ασφαλτωμένοι δρόμοι με βροχή, για άλογα που πήραν βραβεία και που έχουν περγαμηνές...
Μου ήλθε ο παλιός μου πειρασμός, να της πω κάτι τσουχτερό. Μα θυμήθηκα το σπασμένο αμάξι της άλλης φοράς και βγήκα έξω.
- Κάλλιο η βροχή, σκέφθηκα, παρά καινούριες ζημιές. Από μακριά, είδα τον Βασίλη σκυμμένο απάνω σε μια τριανταφυλλιά μικρή, που την είχε λυγίσει το χαλάζι. Γύρευε να την υποστηρίξει, δένοντας με ξερό χόρτο τον κορμό της σε μια γερή βέργα μπηγμένη στο χώμα.
Φυσούσε δυνατός άνεμος, που δυσκόλευε τη δουλειά του. Την ίδια ώρα ακούστηκε το κουδουνάκι του Βούλγαρου γαλατά, που γύριζε μες στο δρόμο μας. Σταμάτησα, γιατί ήξερα πως, μόλις το ακούσει, ο Βασίλης θα παρατούσε τη δουλειά του και θα έφευγε, ιδίως που βρίσκουνταν κοντά στην πόρτα του κήπου, και θα περνούσε πλάγι του ο γαλατάς. Τωόντι, ο Βασίλης έκανε να παρατήσει το φυτό. Μα φύσηξε ο άνεμος και λύγισε την τριανταφυλλιά, με κίνδυνο να σπάσει το λεπτό της κορμό. Και ξαναγονάτισε ο Βασίλης να τη δέσει.
Στάθηκε το αμαξάκι, και πηδώντας κάτω, πήρε ο γαλατάς έναν τενεκέ γάλα και μπήκε στο περιβόλι. Είδε τον Βασίλη σκυμμένο, μούσκεμα, κάτω από τη βροχή, και σταμάτησε, γέλασε ειρωνικά και του πέταξε μια βρισιά βουλγάρικη. Τι γίνηκε τότε, δεν πρόφθασα να το καλοκαταλάβω.
Σ' ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε ο γαλατάς χάμω, το γάλα του χυμένο στις λάσπες, και ο Βασίλης από πάνω του. Τι ξύλο έπεσε! Θεέ μου! Ποτέ μου δεν είδα γροθιές να πέφτουν με τέτοια ορμή. Και όταν σηκώθηκε ο Βασίλης, του είπε περιφρονητικά:
- Σήκω, παλιοβούλγαρε, και σα σ' αρέσει, ξανάρχισε.
Ο άλλος έμεινε ακίνητος, βογγώντας μες στις λάσπες. Είχε ανοίξει η μύτη του, και το αιματωμένο του πρόσωπο ήταν κατακόκκινο και πρησμένο από τις γροθιές. Χωρίς βία, έσκυψε τότε ο Βασίλης πλάγι στην τριανταφυλλιά, και την έδεσε με προσοχή στο ξύλο. Δούλευε ήσυχα, σα να μην είχε γίνει τίποτα ασυνήθιστο. Μόνο που έτρεμαν λίγο τα χέρια του. Ύστερα, μάζεψε τα εργαλεία του και πήγε στην κάμαρα του.
Τότε σηκώθηκε και ο Βούλγαρος, πήρε τον τενεκέ του μουρμουρίζοντας και βρίζοντας, και πήγε στην κουζίνα. Μεγάλο κακό γίνηκε στο σπίτι, όταν είδαν το Βούλγαρο γαλατά αιματωμένο, γεμάτο λάσπες, και όταν μαθεύτηκε πως τον έδειρε ο Βασίλης, και πως ζήτησε, λέγει, να τον δολοφονήσει.
Πολλά λόγια και κουσκουσουριές ανταλλάχθηκαν στην κουζίνα. Άλλος είπε πως έκανε άσχημα ο Βασίλης να δείρει, χωρίς λόγο, ξένον άνθρωπο. Άλλος πως καλά του έκανε, γιατί ήταν αυτός «Βούλγαρος γουρουνομύτης» που «ήθελε ξεπάστρεμα σαν όλους τους συντοπίτες του». Και άλλος πως «για να τον δείρει ο Βασίλης, κάποιαν αιτία θα είχε».
Φούσκωνε, φούσκωνε η διήγηση, ο καθένας πρόσθετε και από κάτι. Και όταν έφθασε η ιστορία στ' αφεντικά, είχε πάρει διαστάσεις μεγάλες και χρωματισμούς άγριους. Μόνος ο Βασίλης δεν ακούουνταν ούτε φαίνουνταν. Κλεισμένος στην κάμαρα του, δεν είχε δει κανένα. Ώσπου κατέβηκε ο αφέντης από την κάμαρα του, και του μήνυσε πως θέλει να του μιλήσει. Λίγο πιο χλωμός, αλλά ήσυχος σαν πάντα, πήγε ο Βασίλης στη βιβλιοθήκη όπου τον ακολούθησα κι εγώ. Ο αφέντης κάθουνταν στο γραφείο του.
- Τι μαθαίνω, Βασίλη; είπε αυστηρά. Μέσα στο περιβόλι μου έδειρες το γαλατά;
- Μάλιστα, Κύριε, αποκρίθηκε ο Βασίλης.
- Έχεις κανένα λόγο; Σε πείραξε; Σε χτύπησε;
- Όχι, Κύριε.
- Έτσι, χωρίς λόγο, τον έδειρες, σχεδόν τον σκότωσες; Μα δεν ξέρεις πως είμαστε σε ξένον τόπο; Πως οι νόμοι απαγορεύουν χειροδικίες; Πως μπορεί να έλθει αμέσως η αστυνομία να σε συλλάβει; Πως θα ντροπιαστούμε...
- Το ξέρω, Κύριε, διέκοψε ο Βασίλης. Γι' αυτό θέλω να σ' ευχαριστήσω για όλα τα καλά που μου έκανες και να σου δώσω την παραίτηση μου.
- Τι λες τώρα, Βασίλη;
- Αν είναι να με συλλάβουν, ας με συλλάβουν αλλού, Κύριε, όχι στο σπίτι σου.
Ο αφέντης τον κοίταξε με απορία.
- Και πού θα πας; ρώτησε.
- Όπου νάναι, Κύριε... Θα βρω μια κάμαρα.
- Μα, Βασίλη, τι σ' έπιασε; είπε νευριασμένος ο αφέντης. Σε ξέρω ήσυχο και καλό άνθρωπο. Πού σου ήλθε να τον χτυπήσεις έτσι αυτόν; Κάτι θα σου έκανε, κάτι θα σου είπε...
- Όχι. Μόνο μ' έβρισε.
- Και γι' αυτό πήγες να τον σκοτώσεις; Ήταν τόσο βαριά η βρισιά;
- Ήταν. Μα άλλος είναι ο λόγος. Τον έδειρα γιατί ήταν Βούλγαρος, και από Βούλγαρο δεν ανέχομαι τίποτα.
Μια στιγμή δε μίλησε ο αφέντης. Κοίταζε τον Βασίλη, που είχε ακουμπήσει το χέρι στο γραφείο, και το χέρι αυτό έτρεμε. Τον κοίταζα κι εγώ στο πρόσωπο, και είδα πως και τα χείλια του επίσης έτρεμαν. Απότομα, γύρισε και βγήκε από την κάμαρα. Ο αφέντης πήγε στην τραπεζαρία, όπου η κυρία Βασιωτάκη σερβίριζε τον πρωινό καφέ. Ήταν μαζεμένοι εκεί, ο Μήτσος, η Εύα, ο Περικλής και τα παιδιά.
- Γιατί λοιπόν τον έδειρε το γαλατά; ρώτησε η κυρά μου, που το έπαιρνε πολύ βαριά, να πειράξουν ξένο στο σπίτι της.
- Είναι περίεργος άνθρωπος αυτός ο Βασίλης, είπε συλλογισμένος ο αφέντης. Κάτι έχει αυτός, που δεν το λέγει.
- Μα γιατί τον έδειρε; Δε σου το είπε;
- Όχι! Τον έβρισε, λέγει, ο γαλατάς. Μα σαν τον ρώτησα τι του είπε, για να τον θυμώσει τόσο, αν ήταν βαριά η βρισιά, μου αποκρίθηκε πως τον έδειρε γιατί είναι Βούλγαρος. Και από Βούλγαρο, λέγει, αυτός δεν ανέχεται τίποτα.
- Μα καλά, είπε στενοχωρημένη η κυρά, έτσι θα δέρνει τον κόσμο κάθε φορά που δεν ανέχεται κάτι; Κι εγώ δεν το ανέχομαι αυτό.
- Δε θα έχεις να το ξανανεχθείς. Μου έδωσε την παραίτηση του, ο κακομοίρης!
- Αχ, όχι, Πατέρα! αναφώνησε η Εύα. Είναι τόσο καλός άνθρωπος!
- Μα κι εγώ γι' αυτό απορώ, πώς παραφέρθηκε έτσι, που είναι τόσο καλός άνθρωπος! Δε θέλησε όμως να μου δώσει καμιάν εξήγηση.
- Μην είναι Μακεδόνας ο Βασίλης; ρώτησε ο Περικλής.
- Ναι, είναι! αποκρίθηκε ο Λουκάς.
- Ε, μα τότε εξηγείται ο θυμός του αν τον έβρισκε ο Βούλγαρος.
- Το φυλετικό μίσος; Λες να είναι τόσο δυνατό; ρώτησε η Εύα.
- Πρέπει κάτι σοβαρό να έχει εναντίον του γαλατά, και που δεν το λέγει, επανέλαβε ο αφέντης.
- Θα τον ρωτήσω εγώ, είπε ο Μήτσος.
Και σηκώθηκε και βγήκε έξω, και πήγε ίσια στην κάμαρα του Βασίλη. Τον κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που άνοιγε την πόρτα του περιβολάρη. Τον βρήκαμε που κάθουνταν στο ξύλινο τραπέζι του, κι έκανε λογαριασμούς.
- Τι είναι αυτά που ακούω; Θα φύγεις, Βασίλη; ρώτησε ο Μήτσος.
Ο Βασίλης σηκώθηκε μεμιάς.
- Μάλιστα, κύριε Μήτσο.
- Και γιατί;
- Για να μην έχετε φασαρίες με την αστυνομία, αν παραπονεθεί αυτός.
Το «αυτός», το είπε με τέτοιο μίσος, που ξιπάστηκα.
- Μπα, δε θα παραπονεθεί, γιατί θα πεις εσύ πως σ' έβρισε, είπε ο Μήτσος.
- Δε θα το πω, κύριε Μήτσο, γιατί δεν τον έδειρα γι' αυτό. Τον έδειρα γιατί είναι Βούλγαρος.
- Καλά το κατάλαβα πως έχεις κάτι εναντίον του. Μα τι είναι; Τι σου έκανε;
- Αυτός τίποτα. Μα δεν παν τα χνώτα μας μαζί. Ο Μήτσος πήρε μια καρέγλα και κάθησε.
- Κάτι άλλο έχεις. Πες μου το, Βασίλη. Και πρώτον, παράτα τους λογαριασμούς σου. Να ξέρεις πως δεν έχεις να φύγεις.
- Θα φύγω, κύριε Μήτσο. Γιατί αν τον ξαναδώ, πάλι θα τον σπάσω στο ξύλο.
- Του έχεις λοιπόν μίσος;
- Και βέβαια του έχω. Αυτουνού και όλης του της φυλής. Μου σκότωσαν ό,τι είχα. Και μου πήραν το παιδί μου.
- Ο γαλατάς; αναφώνησε ο Μήτσος.
- Αυτός ή ο αδελφός του ή ο εξάδελφος του ή κάποιος δικός του. Όλοι οι Βούλγαροι ένα είναι. Θηρία.
Μιλούσε χαμηλόφωνα και αργά. Μα η φωνή του δονούσε κι έτρεμε. Ο Μήτσος τον κοίταξε σαστισμένος.
- Σου πήραν το παιδί σου;... Ποιος σου το πήρε; ρώτησε.
- Δεν ξέρω. Αν το ήξερα, θα τον είχα σφάξει. Μα δεν ξέρω.
- Και πού είναι το παιδί σου;
- Δεν ξέρω.
- Τι φρίκη! αναφώνησε ο Μήτσος. Μα πες μου! Πώς σου το πήραν; Από πού; Τι έγινε;
- Ήμουν στο βουνό με τον Αρχηγό. Το ξέραν αυτοί, και θέλανε να τον πιάσουν τον Αρχηγό. Και θέλανε να μας σκορπίσουν. Και μου μήνυσαν πως αν δεν τον αφήσω και δεν κατέβω στο χωριό, θα χαλάσουν το σπίτι μου. Μα έμεινα με τον Αρχηγό. Και μου το χάλασαν.
- Ποιος ήταν ο αρχηγός σου;
- Ο Καπετάν Ζέζας. Ο Μήτσος αναπήδησε.
- Ο Μίκης Ζέζας; Ήσουν με τον Μίκη Ζέζα; Εσύ;
- Ναι. Τον ακολούθησα τη δεύτερη φορά που βγήκε στη Μακεδονία.
- Και παραβρέθηκες στο θάνατο του;
- Ξεψύχησε στα χέρια μου.
- Τι λες; Έλα στο σπίτι. Θέλω να τα πεις όλα αυτά του Πατέρα.
Ταραγμένος βγήκε ο Μήτσος από την κάμαρα, και με μεγάλα βήματα τράβηξε για το σπίτι. Με δυο πήδους ανέβηκε τη σκάλα της βεράντας και μπήκε στην τραπεζαρία. Τον ακολούθησα.
- Πατέρα, είπε με συγκίνηση. Ξέρεις ποιος είναι ο Βασίλης; Είναι ένα από τα παλικάρια του Μίκη Ζέζα.
Το ταβάνι αν είχε πέσει, δε θα ξάφνιζε όλους τόσο.
- Του Μίκη Ζέζα! Ο Βασίλης!
- Μακεδονομάχος, αυτός!
- Αυτός ο αγαθός άνθρωπος!
- Ο απείραχτος υπομονητικός Βασίλης! Όλοι μαζί μιλούσαν.
Ο αφέντης ακούμπησε στο τραπέζι την εφημερίδα που διάβαζε.
- Αντάρτης ο Βασίλης; Αυτός ο ήσυχος σιωπηλός άνθρωπος; είπε σαστισμένος.
- Ήσυχος δεν είναι καθόλου, αποκρίθηκε ο Μήτσος. Αν τον άκουες να λέγει όσα μου είπε...
- Τι σου είπε; ρώτησε αναμμένος ο Περικλής.
- Δεν πρόφθασε να μου πει πολλά, μα έτρεμε που μου μιλούσε.
- Ήταν μαζί με τον καπετάν-Ζέζα σαν πέθανε; ρώτησε όλο και πιο ταραγμένος ο Περικλής.
- Ναι, ήταν.
- Και τι είπε; Τι σου είπε;
- Δεν πρόφθασε να μου τα διηγηθεί, γιατί ήλθα να σε φωνάξω, Πατέρα.
Ο Περικλής δε στάθηκε ν' ακούσει άλλο. Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Μα ο Μήτσος δεν τον παρατήρησε, κι εξακολούθησε:
- Θα θέλεις βέβαια να του μιλήσεις, Πατέρα. Είναι, φαίνεται, παντρεμένος. Μα του πήραν, λέγει, το παιδί του.
- Ποιος του το πήρε;
- Οι Βούλγαροι.
- Του πήραν το παιδί του οι Βούλγαροι; Πώς;
- Δεν ξέρω. Μα πρέπει να του μιλήσεις, Πατέρα.
- Τι φοβερό! μουρμούρισε η κυρία Βασιωτάκη. Τι φρίκη! Ο Μήτσος γύρισε σ' εκείνη.
- Ξέρεις, Μητέρα; Είμαστε πολύ επιπόλαιοι, να έχομε τόσον καιρό Βούλγαρο γαλατά, ύστερα από όσα μας κάνουν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, είπε. Και να επιβάλλομε σ' αυτό τον άνθρωπο την καθημερινή οδύνη, να βλέπει τον εχθρό του να μπαίνει φιλικά, πρωί και βράδυ, στο σπίτι μας!
- Έχεις δίκαιο, παιδί μου. Μα ποιος το ήξερε πως ήταν Μακεδόνας ο Βασίλης!
- Ο Λουκάς το ήξερε, είπε η Εύα.
- Κι εμείς το ξέραμε, η Λίζα κι εγώ, είπε η Άννα. Μας το είχε πει τη μέρα που ήλθε η Γιαγιά, σαν ετοίμαζε το πανέρι με τα λουλούδια, κι εμείς τον βοηθούσαμε.
- Μα έστω, δεν το ξέραμε, διέκοψε ο Μήτσος. Μήπως εμείς δεν είμαστε Έλληνες; Πώς ανεχθήκαμε τόσον καιρό να παίρνομε γάλα από Βούλγαρο;
- Δεν τον πήραμε τώρα, τον έχομε τόσα χρόνια, πολύ πριν αρχίσουν οι αγώνες στη Μακεδονία, αποκρίθηκε η κυρία Βασιωτάκη. Και μας υπηρέτησε πάντα καλά, πρέπει να το πω. Το γάλα του είναι ανόθευτο, και οι λογαριασμοί του πάντα σωστοί.
- Τι σημαίνουν όλα αυτά; έκανε νευριασμένος ο Μήτσος. Παραζούμε μακριά από τον τόπο μας, εδώ. Και καλά όσο δεν ξέραμε τι γίνουνταν στη Μακεδονία. Μα τη στιγμή που ο θάνατος του Μίκη Ζέζα μας άνοιξε τα μάτια, μας ξύπνησε από το βαθύ μας ύπνο, έπρεπε να διώξομε το Βούλγαρο από το σπίτι μας.
- Έπρεπε, επεκύρωσε ο αφέντης.
- Μη μου το λες τώρα, καημένε Γιώργο! αναφώνησε η κυρία Βασιωτάκη. Τόσον καιρό, γιατί δεν έλεγες τίποτα;
- Γιατί, σαν και σένα, δεν το συλλογίστηκα ποτέ.
- Κανένας μας δεν το συλλογίστηκε, είπε η Εύα, ούτε συ, Μήτσο. Τώρα, η ιστορία του Βασίλη μας ξαναξυπνά πάλι, όπως μας τάραξε πρόπερσι η ξαφνική είδηση πως σκότωσαν τον Μίκη Ζέζα.
- Έπειτα, είναι εύκολο να κατακρίνετε, σεις οι άντρες, είπε η κυρία Βασιωτάκη. Μα εμείς οι νοικοκυρές έχομε όλες τις ευθύνες του σπιτιού και της υγιεινής. Αν δεν πάρω το γάλα του Βουλγάρου, ποιο θα πάρω; Το έχει μονοπώλιο, το ξέρετε, αφού δεν έχει εδώ Έλληνα γαλατά, και από Αραπάδες, μόνο βρωμισμένο και νοθευμένο γάλα μπορείς να βρεις. Το ξέρετε και αυτό.
- Πάρε αγελάδα δική σου, Μητέρα, είπε ο Μήτσος, μα μη βάζεις στο σπίτι σου Βούλγαρο.
- Και αυτή θα είναι η λύση, επεμβήκε και είπε ο αφέντης. Μα πες μου, Μήτσο, τι σου είπε για το παιδί του ο Βασίλης; Πού το είχε;
Ο Μήτσος επανέλαβε τα λόγια του Βασίλη, και καινούρια επιφωνήματα πήγαν και ήλθαν.
- Του το μήνυσαν λοιπόν πως θα του πάρουν το παιδί;
- Και δεν πήγε, για να μείνει με τον Αρχηγό του!
- Μα πώς; Δεν τον έστειλε ο Αρχηγός του;
- Και πώς του το πήραν το παιδί; Με ποιον ήταν; Μα ο Μήτσος δεν ήξερε.
- Και θέλω να μου τα πει. Είναι δράμα ολόκληρο. Θέλεις, Πατέρα, να πάμε να του μιλήσεις;
- Πάμε, είπε ο αφέντης. Και σηκώθηκε με τον Μήτσο.
- Να έλθω κι εγώ μαζί, Πατέρα; παρακάλεσε ο Λουκάς.
- Έλα. Ελάτε και σεις, Άννα - Λίζα. Αυτές είναι ιστορικές σελίδες, που πρέπει και σεις να τις ξέρετε, αποκρίθηκε ο αφέντης.
Και μαζί κατέβηκαν στον κήπο.