Μάγκας/Κεφάλαιο Θ
←Η'. Αστέρω και Κεχαγιάς | Μάγκας Συγγραφέας: Θ'. Βασίλης |
Ι'. Η Γιαγιά→ |
Το μεσημέρι, σα γύρισαν οι κύριοι και χτύπησε το κουδούνι του φαγητού, και μαζεύθηκε όλη η οικογένεια στην τραπεζαρία όπου μπήκα με τον αφέντη μου, με είδε ο Λουκάς και θυμήθηκε το πρωινό σκότωμα της γάτας. Βιαστικά μ' έξαψη, διηγήθηκε της Εύας πώς το είχα κάνει.
- Αλήθεια, Μάγκα; Σκότωσες μονάχος σου μια μεγάλη γάτα; έκανε η Εύα. Και να μην είμαι εκεί να σε δω κι εγώ!
Ο Λουκάς έριξε γύρω μια βιαστική ματιά να βεβαιωθεί πως δεν ακούουν, και είπε της αδελφής του εμπιστευτικά:
- Όχι, καλύτερα που δεν το είδες! Ήταν πολύ άσχημο.
- Γιατί;
- Γιατί ξετινάζουνταν τόσο στα δόντια του η καημένη η γάτα... να την έβλεπες! Ήταν φρίκη!
Η Εύα πέρασε το χέρι της χαϊδευτικά μες στα μαλλιά του.
- Τη λυπήθηκες; ρώτησε. Και το φαντάζομαι κι εγώ πως θα ήταν πολύ άσχημο.
Ο Λουκάς δε μίλησε.
- Εγώ δεν αγαπώ τις γάτες, είπε η Εύα. Είναι ύπουλες. Και κατήντησαν να μη μας αφήνουν κοτόπουλο, και ούτε να μπορούμε πια να κοιμόμαστε τη νύχτα από τις φωνές τους.
- Κι εγώ δεν τις αγαπώ καθόλου, είπε ο Λουκάς λίγο δισταχτικά. Είναι ύπουλες, άγριες... Και τρων τα καημένα τα μικρόπουλα στις φωλιές τους.
Ουφ! Το άκουσα πάλι με ανακούφιση κι εγώ, και ήλθε πάλι η καρδιά μου στη θέση της. Εκείνη η μέρα ήταν όλο χαρά για μένα. Δεν ήξεραν τι χάδια να μου κάνουν. Τόσο με καλοκοίταζαν, που και η κυρά μου ξέχασε να πει πως ήλθε η ώρα να πάγω στο σπίτι μου, και με άφησαν στην τραπεζαρία την ώρα του δείπνου. Ήταν πρώτη φορά που μ' άφηναν μέσα τόσο αργά.
Πριν από το δείπνο, μαζεύονταν όλη η οικογένεια στη βιβλιοθήκη. Η κυρία Βασιωτάκη και η Εύα κεντούσαν. Οι δίδυμες μάθαιναν να πλέκουν. Ο Λουκάς διάβαζε δυνατά ή κουβέντιαζε, ώσπου να φθάσουν οι κύριοι και να καθήσουν στο τραπέζι. Ήταν ώρα αναπαύσεως.
Εκείνο το βράδυ έφθασε πιο νωρίς ο αφέντης με τον Μήτσο και τον Χρήστο.
- Σας φέρνομε μιαν είδηση! φώναξε ο Μήτσος μπαίνοντας στην κάμαρα. Ποιος θα τη βρει;
- Τούρκεψε ο Σουλτάνος, είπε η Εύα.
- Καλή είδηση; ρώτησε η μητέρα του.
- Έκτακτη! Και τέτοια που δεν την περιμένετε.
- Βαριούμαι να γυρεύω. Για πες; έκανε η μητέρα του.
- Κάτι καινούριο, αποκρίθηκε ο Μήτσος. Ελάτε λοιπόν, παιδιά, ποιος θα τη μαντέψει την είδηση;
- Θα πάμε στην Κρήτη; Στης Γιαγιάς! φώναξε χαρούμενος ο Λουκάς.
- Μακάρι! είπε ο κύριος Βασιωτάκης. Δυστυχώς, από Σεπτέμβριο και πέρα, που έρχονται τα μπαμπάκια από το εσωτερικό, εμείς οι μπαμπακάδες δεν μπορούμε να λείπομε από την Αίγυπτο. Κάτι άλλο είναι. Βρείτε το.
- Σα δεν έρχεται το βουνό στον Μουχάμετ, ο Μουχάμετ πηγαίνει στο βουνό! είπε ο Χρήστος.
- Νιάου, νιάου στα κεραμίδια! έκανε ο Μήτσος.
- Θα έλθει η Γιαγιά σε μας! φώναξαν μαζί τα τρία μικρά.
- Ναι. Έρχεται η Γιαγιά!
Τα παιδιά πετούσαν από τη χαρά τους, μιλούσαν όλοι μαζί, δεν ήξεραν τι να πρωτορωτήσουν.
- Θα μείνει πολύ;
- Πότε έρχεται;
- Τι έγραψε;
- Θα έλθει στο σπίτι μας;
Ναι, τους είπαν, θα έλθει στο σπίτι την άλλη εβδομάδα και θα μείνει όλο το χειμώνα. Οι φωνές και τα πηδήματα ξανάρχισαν. Χάλασε ο κόσμος.
Ο Λουκάς εννοούσε να ξεμολογηθεί τη χαρά του σε κάποιον. Κι επειδή κανένας δεν τον άκουε, ήλθε και γονάτισε κοντά μου, και αγκάλιασε το λαιμό μου και μου είπε:
- Εσύ δεν την ξέρεις τη Γιαγιά μας, καημένε Μάγκα, μα θα δεις, τι χρυσή γιαγιά που είναι η δική μας, και πώς θα την αγαπήσεις! Δε μοιάζει με καμιά άλλη γιαγιά. Έχει άσπρα μαλλιά, μα δεν έχει ρυτίδες στα μάγουλα και δεν είναι καθόλου γριά. Όλο γελά και χωρατεύει και παίζει μαζί μας.
Και προβλέποντας την αγάπη που θα είχα βέβαια για τη Γιαγιά, ωστόσο ο Λουκάς μ' έσφιγγε και με φιλούσε σα να ήμουν εγώ η Γιαγιά του! Όλη η εβδομάδα πέρασε σε προετοιμασίες. Άλλη ομιλία δεν είχαν τα παιδιά παρά τη Γιαγιά και τον ερχομό της. Η Ματμαζέλ γρίνιαζε πως δεν πρόσεχαν στο μάθημα. Η Μις πως είχαν λάθη τα γραπτά τους. Και ο δάσκαλος του πιάνου μουρμούριζε πως κανένας δε μελέτησε σκάλες ούτε γυμνάσματα. Στο τέλος κόλλησα κι εγώ από την ανυπομονησία τους, και μαζί τους μετρούσα τις ώρες. Ώσπου έφθασε η μεγάλη μέρα.
Πρωί - πρωί κατέβηκαν τα παιδιά στον κήπο, για να μαζέψουν λουλούδια να στολίσουν την κάμαρα της Γιαγιάς.
- Βασίλη! Βασίλη! Πού είσαι; Έλα γρήγορα, φέρε το κλαδευτήρι σου! φώναζαν. Ο Πατέρας έδωσε την άδεια να κόψομε όσα λουλούδια θέλομε.
Με το καλό του το χαμόγελο και με το κλαδευτήρι του κατάφθασε ο Βασίλης.
Τα παιδιά βαστούσαν το καθένα από ένα πανεράκι και ο Βασίλης τους έκοψε ό,τι λουλούδι ζήτησαν. Τρεχάτα ανέβηκαν, παίρνοντας και μένα μαζί τους, στην κάμαρα της Γιαγιάς που σε λίγο γέμισε τριαντάφυλλα και νάρκισους και ζιμπούλια. Μα έμενε το κομό αδειανό, και τα παιδιά αποφάσισαν ν' ανεβάσουν μια γλάστρα «με φυτό πολύ μεγάλο», που «να πιάσει τόπο» και να σκεπάσει το έπιπλο. Ήταν πρώτη φορά που ανέβαινα στις κρεβατοκάμαρες και θαύμαζα όλα, πηδούσα στις καρέγλες, στα τραπέζια, στο νιφτήρα, βούτηξα τη μύτη μου στο νερό των κουμαριών, μύριζα τα σαπούνια, ήμουν καταχαρούμενος.
Εννοείται πως δεν ήταν εκεί η κυρία Βασιωτάκη, που είχε κατέβει με τους μεγάλους στο λιμένα να παραλάβουν τη Γιαγιά, ειδεμή δε θα καλοπερνούσα έτσι! Εκείνη δεν παραδέχουνταν την ανάγκη να πηδώ στα έπιπλα και να μυρίζω όλα τα πράματα. Έξαφνα κοντοστάθηκα. Ήμουν όρθιος απάνω στο νιφτήρα, όταν από μέσα από μια ντολάπα είδα μιαν άλλη κάμαρα κι έναν άλλο νιφτήρα, και απάνω στο νιφτήρα έναν άλλο σκύλο, φοξ-τεριέ και αυτόν σαν και μένα. Σήκωσα τ' αυτιά μου. Τα σήκωσε και αυτός. Σάστισα!
Πήδηξα χάμω και κοίταξα την κάμαρα που ήταν μες στο ντολάπι. Είδα πάλι το νιφτήρα, μα ο σκύλος είχε φύγει.
- Μάγκα! Έλα γρήγορα, πάμε κάτω! φώναξε ο Λουκάς.
Μα δεν υπάκουσα. Ο νους μου ήταν στην κάμαρα της ντολάπας όπου είχα δει τον άλλο σκύλο. Έτρεξα στη ντολάπα και πάλι είδα τον άλλο σκύλο που και αυτός έτρεχε προς εμένα.
Σταμάτησα και σταμάτησε και αυτός. Σήκωσα πάλι τ' αυτιά μου. Τα σήκωσε και αυτός. Πριν προφθάσω όμως να του μιλήσω, η Άννα με άρπαξε στην αγκαλιά της κι έτρεξε έξω πίσω από τον Λουκά. Την ίδια στιγμή που μ' έπιασε, ένα άλλο κοριτσάκι, καστανό σαν την Άννα και που φορούσε το ίδιο φόρεμα, που δεν ήταν όμως η Λίζα, έσκυψε και αυτό κι έπιασε τον άλλο σκύλο.
Και τους έχασα και τους δυο από μπρος μου, σα να είχαν χωθεί πίσω από τη ντολάπα. Τόσο παραξενεύθηκα, ώστε έμεινα άφωνος. Με κατέβασε στον κήπο η Άννα, κι εκεί βρήκαμε τον Λουκά με τη Λίζα. Έτρεξαν τα τρία παιδιά να βρουν τον Βασίλη, και πηλαλώντας πίσω τους, ξέχασα το κοριτσάκι, το νιφτήρα και το σκύλο της ντολάπας.
- Βασίλη! φώναξε ο Λουκάς. Θέλομε τώρα μια μεγάλη γλάστρα για το κομό της Γιαγιάς.
- Δείξε μας τις πιο ωραίες που έχεις στο θερμοκήπι σου, φώναξε η Άννα.
- Παρακαλούμε, πρόσθεσε ντροπαλά η Λίζα, που δεν ξεχνούσε ποτέ το παρακαλώ και το ευχαριστώ.
- Μια μεγάλη γλάστρα; έκανε ο Βασίλης. Έχετε ανάλογο πήλινο δοχείο να τη βάλετε μέσα;
- Όχι!
- Ε, μα τότε δε θα είναι η γλάστρα όμορφη! Και τα νερά, που φυλάγει το χώμα της, θα χαλάσουν το ξύλο του επίπλου.
- Τι να κάνομε λοιπόν; ρώτησε η Άννα απογοητεμένη.
- Θέλετε να σας κάνω μάνι - μάνι ένα πανέρι άνθη, όπως κάνω για τα γεύματα της μητέρας σας; πρότεινε πρόθυμος πάντα ο Βασίλης. Τα πρόσωπα των παιδιών άναψαν πάλι.
- Είσαι σπουδαίος, Βασίλη, είπε μ' ενθουσιασμό ο Λουκάς.
Τα παιδιά, πίσω τους κι εγώ, τρέξαμε στο θερμοκήπι, και ο Βασίλης άπλωσε ψάθες χάμω για να καθήσουν.
- Γρήγορα, γρήγορα, Βασίλη, το βαπόρι φθάνει! φώναξε η Άννα που ήταν πάντα η πιο ανυπόμονη.
- Πάμε πρώτα να συνάξομε λουλούδια, αποκρίθηκε ο Βασίλης.
Και όλοι χαθήκαμε στους ανθώνες με τις τριανταφυλλιές.
- Θα προφθάσεις, Βασίλη, ώσπου να φθάσει η Γιαγιά; ρώτησε ανήσυχα η Λίζα, όταν μπήκαμε στο θερμοκήπιο και κάθησαν στις ψάθες, όπου είχε φέρει ο Βασίλης σύρματα και πανέρι.
- Θα προφθάσω, Λίζα, αν με βοηθήσετε και οι τρεις. Ενθουσιάστηκαν τα παιδιά. Μα δεν ήξεραν από πού να πρωταρχίσουν. Στραβά και ανάποδα έχωναν τα λουλούδια όπου πρόφθαιναν.
- Όχι, όχι, Άννα! Τέτοιες δουλειές που κάνεις, δε με γρηγορεύεις, είπε. Και συ, Λίζα, πρόσεχε, σπάζεις τα κοτσάνια. Αν θέλετε να με βοηθήσετε, κόβετε μου μονάχα από τα κλωνάρια τα χαμηλότερα φύλλα, και τυλίγετε μου σύρματα στα κοτσάνια. Το πανέρι θα το στολίσω εγώ.
Θαύμαζα την επιτηδειότητα του Βασίλη. Μέσα στο πανέρι, στο βάθος, είχε κάνει ένα στρώμα με μούσκλο ξερό, όπου έμπηγε ένα - ένα τα τριαντάφυλλα. Κι αυτά στέκουνταν όρθια, μονάχα τους, σα να είχαν ποδάρια.
- Μα τι ωραία που τα στήνεις! είπε η Λίζα που τον κοίταζε σαστισμένη. Ποιος σ' έμαθε να κάνεις τέτοια πανέρια;
- Δούλεψα σ' έναν καλό ανθοπώλη στην Αθήνα, σαν πρωτοπήγα στην Ελλάδα, πριν έλθω εδώ, αποκρίθηκε ο Βασίλης.
- Σαν πρωτοπήγες στην Ελλάδα; ρώτησε ο Λουκάς. Μα πού ήσουν πριν;
- Είμαι Τουρκομερίτης.
- Τι θα πει αυτό; ρώτησε η Λίζα.
- Είναι από τούρκικο μέρος, εξήγησε βιαστικά ο Λουκάς. Μα από πού είσαι, Βασίλη;
- Είσαι Τούρκος; διέκοψε αναμμένη η Άννα.
- Όχι, παιδούλα μου, είμαι Έλληνας. Και πιο φανατικός από τους Έλληνες της Ελλάδας. Γιατί είμαι Μακεδόνας.
- Και γιατί έφυγες από τη Μακεδονία; ρώτησε ο Λουκάς.
- Ε... Γιατί δεν τα πάμε καλά με τους εκεί!
- Τι; Μαλώνετε;
- Ε, ναι, μαλώνομε.
- Με τους Τούρκους; Τους κακούργους! Και πολέμησες, Βασίλη;
- Βέβαια... πολέμησα.
- Και σκότωσες πολλούς Τούρκους;
- Σκότωσα... Μα δεν πολεμούσαμε τους Τούρκους.
- Ποιους λοιπόν;
- Τους Βουλγάρους.
- Τους Βουλγάρους; Γιατί; έκανε η Άννα.
- Μα πες μου, Βασίλη, είπε μπερδεμένος ο Λουκάς. Και ο Μήτσος όλο λέγει κακό για τους Βουλγάρους και πως είναι εχθροί μας. Μ' αυτοί δεν είναι Χριστιανοί;
- Λεν πως είναι. Μα καλύτερα να μην ήταν. Είναι χειρότεροι από τους Τούρκους.
- Μα τι θέλουν αυτοί στη Μακεδονία που είναι ελληνική, και που τώρα μας την πήραν οι Τούρκοι;
- Τη θέλουν για τον εαυτό τους, όπως ήθελαν και πήραν την Ανατολική Ρωμυλία που και αυτή ήταν ελληνική. Κι εμείς δε θέλομε να τους την αφήσομε... Κι έτσι θα τους πολεμάμε, ώσπου να τους σπάσομε τα μούτρα... Η Μακεδονία είναι ελληνική. Θα την πάρομε εμείς.
Μιλούσε με πείσμα ο Βασίλης, σφίγγοντας τα δόντια του. Και κάτω από τ' άσπρα του μαλλιά, τα σουρωμένα μαύρα φρύδια του αγρίευαν το πρόσωπο του που ήταν πάντα τόσο ήμερο και καλό. Συλλογισμένος τον κοίταζε ο Λουκάς και δε μιλούσε.
- Και βέβαια τη Μακεδονία θα την πάρομε μεις, είπε ορμητικά η Άννα. Ο Λουκάς λέγει πως, σα μεγαλώσει, θα γίνει αξιωματικός και θα την πάρει εκείνος. Και τον κοροϊδεύει η Ματμαζέλ.
- Ασ' την να κοροϊδεύει... Δουλειά δεν έχουν στα μέρη μας οι Φράγκοι, ούτε ξέρουν τα δικά μας όνειρα. Και καλά είναι να μην ανακατώνονται, γιατί ποτέ για καλό μας δεν εργάστηκαν. Μα εσύ θα πας αλήθεια, σα μεγαλώσεις, Λουκά;
Σήκωσε τα μάτια του ο Βασίλης, και είδε το συλλογισμένο σοβαρό πρόσωπο του αγοριού. Μα ο Λουκάς δεν αποκρίθηκε. Τρυφερά χάιδευε το κεφάλι του ο Βασίλης.
- Να πας, κύριε Λουκά, αν ως τότε δεν έχει ξυπνήσει η ελεύθερη Ελλάδα. Αλλά είσαι μικρός ακόμα. Λέγω κάλλιο να πήγαινε πρώτα ο κύριος Μήτσος και να την έπαιρνε, πριν μας τη ρημάξουν αυτά τα θηρία.
- Οι Τούρκοι; ρώτησε η Λίζα.
- Οι Βούλγαροι.
Το είπε με τόσο μίσος, που άθελα σήκωσα τ' αυτιά μου. Πώς μπορούσε το πρόσωπο του Βασίλη να γίνει έξαφνα τόσο κακό; Το είδε και ο Λουκάς και ταράχθηκε.
- Σου έκαναν εσένα κακό, Βασίλη; ρώτησε. Σου έκαναν εσένα προσωπικώς κακό οι Βούλγαροι;
Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Τα χείλια του έτρεμαν νευρικά, μα τα χέρια του δεν έπαυαν ένα - ένα να μπήγουν τα τριαντάφυλλα στο βάθος του πανεριού. Η Λίζα ακούμπησε το άσπρο της χεράκι στο αδρύ χέρι του περιβολάρη.
- Πες, Βασίλη, τι σου έκαναν εσένα οι κακοί Βούλγαροι; ρώτησε γλυκά.
Μα πάλι δεν αποκρίθηκε κείνος.
- Δε θέλεις να μας πεις; Γιατί; ρώτησε πιο απότομα η Άννα.
- Άφησε τα δικά μου, Αννούλα, είπε σαν ξαφνικά κουρασμένος ο Βασίλης. Δες! Τα μαλλιά μου άσπρισαν σε λίγες μέρες. Άφησε με να τρώγω το ψωμί που μου δίνει ο πατέρας σου, και η Παναγιά να τον έχει καλά. Μη ρωτάς όμως για τα δικά μου.
Τα παιδιά δε ρώτησαν πια τίποτα. Σιωπηλά έπλεκε ο περιβολάρης τα τελευταία τριαντάφυλλα στο χερούλι του πανεριού. Έξαφνα σηκώθηκε ο Λουκάς, και, ρίχνοντας τα χέρια του γύρω στο λαιμό του Βασίλη, τον φίλησε.
Και μεμιάς έλιωσε η σκληρή όψη του Βασίλη.
- Γιατί με φίλησες, κύριε Λουκά; ρώτησε βραχνά.
- Έτσι. Γιατί σ' αγαπώ, είπε ο Λουκάς λίγο ντροπιασμένος.
Και δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια του. Και μ' έξαψη πρόσθεσε:
- Στάσου να μεγαλώσω, Βασίλη, και μαζί θα πάμε στη Μακεδονία, και θα σηκώσομε Επανάσταση, όπως στα 21, και θα πάμε στην Κρήτη και στη Χίο, και θα σηκώσομε κι εκεί Επανάσταση, και θα ξεσκλαβώσομε όλους τους Έλληνες από τους Τούρκους και θα διώξομε Τούρκους και Βουλγάρους ως την Κόκκινη Μηλιά!...
- Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί, Λουκά μου, είπε σοβαρά ο Βασίλης. Φθάνει, σα μεγαλώσεις, να μην ξεχάσεις και συ, σαν τους άλλους, πως ο αγώνας του 21 δεν τελείωσε, πως μόνο μικρό κομμάτι ελληνικό είναι ελευθερωμένο, πως η μεγάλη Ελλάδα μένει ακόμα σκλάβα, με την Πόλη τουρκοκρατημένη. Μην το ξεχάσεις, κύριε Λουκά.
Το πρόσωπο του Λουκά έλαμπε από ενθουσιασμό.
- Θα το δεις! είπε με πίστη.
Είχε τα χέρια πίσω στην πλάτη, και το σγουρό του κεφάλι ριχμένο πίσω, υπερήφανα.
Και μου φάνηκε σα να μεγάλωσε έξαφνα ο Λουκαδάκος μου, σα να έγινε άντρας.
Τον κοίταζε η Λίζα με συγκίνηση. Της Άννας όμως το πρόσωπο είχε συννεφιάσει.
- Τι κρίμα που δεν πάνε και τα κορίτσια στον πόλεμο! είπε κατσουφιασμένη. Θα πήγαινα κι εγώ μαζί σου, Λουκά!
Και ξαφνικά ρώτησε:
- Εσύ, Βασίλη, έχεις αγόρι;
Ο περιβολάρης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερα είπε χαμηλόφωνα:
- Είχα ένα μια φορά.
Η Άννα, που είχε σηκωθεί σα σηκώθηκε ο αδελφός της, κάθησε χάμω πάλι βιαστικά.
- Είχες; Και πού είναι τώρα; Γιατί δε μας τον φέρνεις εδώ; Θα παίζει μαζί μας, όταν δεν έχομε μάθημα!
- Πες, Βασίλη, γιατί δεν τον φέρνεις εδώ; πρόσθεσε η Λίζα.
Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Κι έξαφνα είπε:
- Δεν πάτε, λέγω, να παίξετε, παιδιά; Είναι υγρασία εδώ μέσα και θα κρυώσετε.
- Γιατί θέλεις να φύγομε; ρώτησε λυπημένος ο Λουκάς. Ως τώρα δεν έλεγες πως κάνει υγρασία.
Σηκώθηκα μ' έναν πήδο και γάβγισα χαρούμενα. Από μακριά ακούουνταν το ποδοβολητό του Μπόμπη και της Ντέιζης, που γύριζαν στο δρόμο μέσα. Τ' αμάξια επέστρεφαν.
- Τρέξετε, παιδιά, έφτασε η Γιαγιά σας, είπε ο Βασίλης με τη συνηθισμένη ήρεμη φωνή του.
Και σηκώθηκαν τα τρία παιδιά και όρμησαν έξω από το θερμοκήπι, μαζί τους κι εγώ, και τρέξαμε στην καγκελόπορτα του κήπου. Μια στιγμή γύρισα να δω, γιατί δε μας ακολουθούσε ο Βασίλης. Τον είδα που πήγαινε κατά το σπίτι, με το δροσερό λουλουδοστόλιστο πανέρι στο χέρι. Το γερμένο του πρόσωπο ήταν αγέλαστο και γερασμένο. Μα μου σφύριξε ο Λουκάς και τον ακολούθησα τρεχάτος.