Μάγκας/Κεφάλαιο Η

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
Η'. Αστέρω και Κεχαγιάς


Βρήκα τον Μπόμπη που έτρωγε.

- Καλώς τον, μου είπε γυρνώντας το κεφάλι και χτυπώντας δυνατά το πόδι στο πάτωμα. Έλα μέσα και σε θέλω να μου κάνεις μια χάρη!

Η κακή μου διάθεση άλλαξε αμέσως.

- Ό,τι θέλεις εσύ, του αποκρίθηκα τρέχοντας στο διαμέρισμα του. Για σένα κομμάτια γίνομαι.

- Πιάσε μου λοιπόν αυτό το φελάχο, είπε, δείχνοντας μου με μια κίνηση του κεφαλιού έναν ποντίκαρο που μας κοίταζε φοβισμένα από πάνω από το ξύλινο χώρισμα. Μιαν ώρα με παιδεύει. Μπαινοβγαίνει στο παχνί μου και δεν ακούει από λόγια.

Και με το κεφάλι έδειξε πάλι τον ποντικό που πήδηξε χάμω κι έτρεξε να χωθεί στην τρύπα του. Μα δεν πρόφθασε ο κακομοίρης. Ώσπου να πεις τρία, είχε περάσει στο βασίλειο του χάρου.

- Μπράβο σου, Μάγκα! είπε ο Μπόμπης ευχαριστημένος. Αν ξαναέλθει άλλος, πάλι θα σε φωνάξω.

- Όσο θέλεις, είπα πηδώντας στο παχνί του όπου ξαπλώθηκα βολικά. Φθάνει να είσαι μόνος.

Στα πλαγινά διαμερίσματα στέκουνταν άλλα δυο άλογα κατάμαυρα, ο Κεχαγιάς και η Αστέρω. Ο Κεχαγιάς είχε ακολουθήσει όλη τη σκηνή με ζωηρά γελαστά μάτια. Πέρασε το κεφάλι του πάνω από το ξύλινο χώρισμα και είπε:

- Γιατί τόση ακαταδεξιά; Γιατί δε μας θέλεις εμάς;

- Δεν το είπα για σένα και για την Αστέρω, αποκρίθηκα. Εσάς σας θέλω και σας αγαπώ. Τη Ντέιζη όμως όχι.

Καθώς τ' άκουσε η Αστέρω στο παρακάτω χώρισμα, σηκώθηκε όρθια, με τα μπροστινά της πόδια στηριγμένα στο παχνί της, για να μας δει καλύτερα.

- Μπα; Τι σου έκανε η γειτόνισσα; ρώτησε, πρόθυμη να στρώσει πετσέτα.

- Όχι πως μου έκανε τίποτα... Τι μπορεί να μου κάνει αυτή;... Μα όλο άσχημα λόγια μου λέγει.

- Για πες, σαν τι;

- Να, φεύγοντας με είπε... με είπε... Στάσου να δεις... Α, θυμήθηκα. Με είπε όμφακα.

- Τι θα πει; ρώτησε ο Κεχαγιάς.

- Ξέρω γω; Αυτή τα λέγει.

- Τι σου είπε; φώναξε από πέρα η Αστέρω.

- Δεν ξέρω καλά. Φεύγοντας φώναξε: «Σαν τα σταφύλια της αλεπούς, όμφακας είσαι».

- Πφφφ...! Τι μπούφος που είσαι! έκανε ξεκαρδισμένος ο Μπόμπης. Ξέρω τι σου είπε. Είναι ένα ντουντούκι της, από τότε που άκουσε τον αφέντη να λέγει στα παιδιά μιαν ιστορία, όπου μια αλεπού πεινασμένη που είδε σταφύλια σε μια δράνα πολύ ψηλά, και που δεν μπορούσε να τα φθάσει, χόλιασε και τα έβρισε και τους είπε: «Όμφακες εισί».

- Και τι θα πει αυτό; ρώτησα.

- Δεν ξέρω, ομολόγησε ο Μπόμπης. Μα θα είναι βρισιά αλεπουδίσια. Ούτε η Ντέιζη δεν την καταλαβαίνει. Και της το είπα: «Μη λες λέξεις που δεν ξέρεις τι θα πουν». Μ' αυτή επιμένει πως τις ξέρει και τις καταλαβαίνει.

- Είναι πολύ κακομαθημένη η Ντέιζη, είπε η Αστέρω. Το πήρε απάνω της πως είναι όμορφη.

- Εσύ είσαι πιο όμορφη, της είπα.

Η Αστέρω τίναξε δυο φορές, ικανοποιημένη, το κεφάλι της το μαύρο όπου γυάλιζε ένας άσπρος παρτσάς.

- Χε, χε... έκανε ντροπαλά. Μα η Ντέιζη με τη γενιά της τα έχει, είπε.

- Γιατί; ρώτησα. Δεν είναι και αυτή Εγγλέζα σαν τον Μπόμπη;

- Ναι, είπε ο Μπόμπης. Μα είναι υπερήφανη, γιατί η μάνα της και ο κύρης της πήραν βραβεία για την ομορφιά τους σ' εκθέσεις. Κατάγεται από μεγάλη γενιά, λέγει, και έχει περγαμηνές.

- Τι θα πει αυτό;

- Δεν ξέρω. Έτσι λέγει η Ντέιζη, πως έχει περγαμηνές. Πιστεύω πως θα είναι τίποτα βραβεία και δώρα. Έτσι κατάλαβα τουλάχιστον.

Πρώτη φορά άκουσα τέτοιο πράμα, πως δίνουν δώρα και βραβεία για την ομορφιά. Ζήτησα εξηγήσεις, μα κανένας δεν ήξερε να μου πει.

- Το μόνο που ξέρω, είπε ο Μπόμπης δειλά - δειλά, είναι πως η μητέρα μου πήρε ένα βραβείο.

- Τι δηλαδή; Ζάχαρη; Ή αυτό που είπες; Περγαμηνές;

- Δεν ξέρω. Δεν πιστεύω όμως για περγαμηνές, γιατί η Ντέιζη λέγει πως μόνη εκείνη στο στάβλο μας έχει περγαμηνές. Πως μια μέρα το είπε ο αφέντης.

- Αμέ σένα, Κεχαγιά; Και σένα, Αστέρω; ρώτησα.

Το ρώτημα μου φάνηκε να δυσαρέστησε την Αστέρω. Κατέβασε βιαστικά τα πόδια της και τίναξε το κεφάλι.

- Τι σημαίνει τι έκαναν οι γονείς μας; είπε κατσουφιασμένη. Εγώ δε θυμάμαι ούτε πατέρα ούτε μητέρα. Είμαι όμως η Αστέρω του Θανάση Διάκου, και αυτό με φθάνει. Και ο Κεχαγιάς είναι ο Μαύρος του Κολοκοτρώνη, και αυτό τον φθάνει κι εκείνον.

Τώρα πια τα σάστισα ολότελα.

- Τίνος είσαι; ρώτησα.

- Του Θανάση Διάκου.

- Αδύνατο!

- Πώς αδύνατο; Αφού σου το λέγω.

- Μ' αφού είσαι του κυρίου Βασιωτάκη!

Εδώ η Αστέρω τα μπέρδεψε κι εκείνη. Μια στιγμή έμεινε σιωπηλή.

- Ποιος είναι αυτός ο κύριος που λες; ρώτησα.

- Ο Θανάσης Διάκος; Είναι ένας από τους ήρωες της Επαναστάσεως.

- Ποιας Επαναστάσεως;

- Δεν ξέρω.

- Είναι συγγενής του αφέντη;

- Δεν ξέρω, είπε μαγκωμένη η Αστέρω, μα θα είναι, βέβαια. Εσύ μήπως ξέρεις, Κεχαγιά;

- Όχι, δεν ξέρω, είπε συλλογισμένος ο Κεχαγιάς.

- Αμέ ο δικός σου αφέντης, ποιος είπες πως είναι; τον ρώτησα.

- Ο κύριος Βασιωτάκης βέβαια. Μα είμαι ο Μαύρος του Κολοκοτρώνη.

Πελάγωνα όλο και περισσότερο. Στο βρόντο ρώτησα:

- Είναι και αυτός ήρωας;

- Βέβαια. Είναι και από τους πιο μεγάλους.

- Πού κάθεται;

- Δεν ξέρω.

- Μα τι κάνει;

- Δεν ξέρω. Μα είναι ήρωας. Το είπε ο Μήτσος. Σάστισα, στενοχωρέθηκα, συγχίστηκα.

- Δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπα νευριασμένος. Λέτε ένα σωρό λργια και δεν ξέρετε να τα εξηγήσετε.

- Είναι και δύσκολο να τα εξηγήσομε, είπε συμβιβαστικά ο Μπόμπης, γιατί κανένας δε μας τα εξήγησε και μας. Σου λέμε εκείνα που ακούσαμε όλοι, τη μέρα που έφθασε η Αστέρω με τον Κεχαγιά.

- Τι ακούσατε;

- Ο αφέντης ήταν στο περιβόλι με τον Μήτσο και τα παιδιά. Και ρώτησαν τα παιδιά: «Τι όνομα θα δώσομε στα δυο καινούρια αγγλικά άλογα;» και είπε....

- Αγγλικά; διέκοψα. Μα τα ονόματα είναι ελληνικά. Ο Μπόμπης κοντοστάθηκε.

- Δεν πειράζει, είπε, μη διακόβεις. Λοιπόν ο Μήτσος είπε, δείχνοντας το ένα, «Αυτός είναι ο Κεχαγιάς». Ρώτησε η Λίζα, «Γιατί;» Και αποκρίθηκε ο Μήτσος, «Γιατί ο Κεχαγιάς ήταν το περίφημο μαύρο άτι του Κολοκοτρώνη στη μάχη και την άλωση της Τριπολιτσάς». Τότε πετάχθηκε ο Λουκάς και είπε, «Λοιπόν το άλλο, με το άσπρο το μέτωπο, είναι η Αστέρω του Θανάση Διάκου». Και ο αφέντης γέλασε και είπε, «Πάει καλά. Ο στάβλος μας γέμισε με άλογα των ηρώων της Επαναστάσεως». Αυτά ξέρομε, εξακολούθησε ο Μπόμπης. Τώρα εσύ, βγάλε ό,τι συμπέρασμα θέλεις. Όλο το πρωί βάλαμε μαζί τα τέσσερα μας κεφάλια, μα συμπέρασμα δε βγάλαμε.

Κανένας μας δε μπόρεσε να εξηγήσει πώς ο Κεχαγιάς και η Αστέρω βρέθηκαν να έχουν δυο αφεντάδες ενταυτώ, πώς ο ένας από τους αφεντάδες τους ήταν ήρωας τρανός, χωρίς να ξέρει κανένας τι έκανε, πώς ο Κεχαγιάς ήταν με τον Κολοκοτρώνη στη μάχη της Τριπολιτσάς, και όμως ούτε τον Κολοκοτρώνη είδε ποτέ ούτε βρέθηκε σε μάχη. Και τέλος πώς, έχοντας ελληνικά ονόματα, εξακολουθούσαν να είναι αγγλικά άλογα. Ήλθε το μεσημέρι, κι εμείς ακόμα δεν είχαμε λύσει το αίνιγμα.