Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάγκας/Κεφάλαιο Ζ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
Ζ'. Πρώτη νίκη


Μια μέρα είδα την πόρτα του κήπου ανοιχτή και βγήκα στο δρόμο. Είχα χαρά μεγάλη που βρέθηκα στ' ανοιχτά. Μου φάνηκε ξαφνικά ο κόσμος όλος δικός μου. Δεν είχα μπροστά μου κάγκελα και περικοκλάδες που σταματούν το μάτι. Ήμουν ελεύθερος να πάγω όπου θέλω, να κατακτήσω καινούρια μέρη, να δω καινούρια πράματα. Μόλις όμως έτρεξα λίγα βήματα, ακούω φωνές:

- Μάγκα! Μάγκα!

Και καθώς σταμάτησα να δω τι τρέχει, με αρπάζει ο Άλης καταλαχανιασμένος από το τρέξιμο, και με φέρνει πίσω, σηκωτό, σκλαβωμένο, κι έκλεισε πάλι την καγκελόπορτα πίσω μας.

Είχα φούρκα τον Άλη που εξασκούσε απάνω μου τυραννική κηδεμονία. Πλήγωνε και το φιλότιμο μου. Κατσουφιασμένος πήγα και κάθησα στον ήλιο, εμπρός στο σπιτάκι μου, και ακούμπησα κακιωμένος το σαγόνι μου στ' απλωμένα μου πόδια. Η Ντέιζη ήταν ζεμένη στο λαφρύ δίτροχο αμαξάκι και περίμενε να κατέβει ο αφέντης. Είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Με είδε θυμωμένο, κατάλαβε το λόγο και με κοίταζε περιφρονητικά. Σε κάθε άλλη περίσταση θα την περιφρονούσα κι εγώ. Μα έτυχε να έχω τα μπουρίνια μου.

- Τι μου κάνεις την καμπόση; της είπα.

Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Ακίνητη κοίταξε ίσια μπροστά της, το κεφάλι σηκωμένο, το σαγόνι της χαμηλωμένο στο λαιμό, καμαρωτή, όπως βλέπετε τα υπερήφανα άλογα στις εικόνες. Με θύμωσε ακόμα περισσότερο.

- Τι τάχα! Πως θα πας εσύ έξω, ενώ εγώ μένω στο σπίτι; Πάλι αυτή δεν αποκρίθηκε. Στέκουνταν ξιπασμένη και ακατάδεχτη. Με φούρκισε.

- Εγώ είμαι ελεύθερος, εσύ είσαι σκλάβα, της είπα. Μες στο περιβόλι πάγω όπου θέλω, στο σπίτι, στο στάβλο, στην άμμο, στο γρασίδι. Εσύ ούτε στο στάβλο δεν είσαι λυτή! Και για να βγεις, σε υποχρεώνουν να σέρνεις αμάξι! Και δεμένη απ' τα δόντια σε βαστούνε! Και σαν δεν πας ίσια, τρως και καμτσικιές. Μη μου σηκώνεις λοιπόν τη μύτη σου! Τ' ακούς, κερα-Ντέιζη;

Αυτή δεν ταράχθηκε καθόλου. Με την ίδια περιφρονητική ματιά κοίταζε από ψηλά και είπε:

- Ποιος σου μιλά σένα, νάνε;

Όρμησα στα πόδια μου και πήδηξα στη μύτη της. Το θυμωμένο μου γάβγισμα τρόμαξε μια γάτα που απαρατήρητη παραμόνευε, κουλουριασμένη μές στο πυκνό φύλλωμα, στο πλαγινό ψηλό δέντρο. Πήδηξε χάμω και τόβαλε στα πόδια. Μα μεταξύ μας δεν είχε πια κάγκελα και περικοκλάδες.

Ξέχασα φιλότιμο, θυμό, φοράδα, και περνώντας πλάγι στον αφέντη μου, που κατάφθανε με τον Μήτσο και τα παιδιά, ρίχθηκα πίσω από τη γάτα. Έτρεχε σα να είχε σούστες στα πόδια. Άλλο τόσο κι εγώ. Πέρασε σα σαίτα μέσα στα λουλούδια. Πίσω της κι εγώ. Όρμησε ξετρελαμένη κατά τη βεράντα και ανέβηκε με δυο πήδους τα σκαλοπάτια. Την ακολούθησα κι εγώ. Η ανόητη δεν είχε δει πως οι λινές κουρτίνες της βεράντας, από καραβόπανο χοντρό, ήταν κατεβασμένες και δεμένες στα κάγκελα, αφήνοντας μόνο τη σκάλα ανοιχτή, πως έμπαινε σε φάκα. Μα το ένιωσε. Και τότε έγινε θηρίο.

Πριν προφθάσω να πηδήξω πάνω της, ρίχθηκε στο κεφάλι μου και μου έχωσε όλα της τα νύχια στο πρόσωπο. Έβγαλα μια στριγλιά, και αυτή, περνώντας πάνω μου, πήδηξε στο περιβόλι. Μα ο πόνος μ' έκανε και μένα θηρίο. Μεμιάς βρέθηκα κοντά της και την άρπαξα από το σβέρκο, τη στιγμή που σκάλωνε τα νύχια της στον κορμό του πρώτου δέντρου που βρέθηκε μπροστά της. Δε βάσταξε πολύ το πάλεμα. Με δυο τινάγματα της έσπασα το ραχοκόκαλο κι έμεινε ξερή.

- Γειά σου, Μάγκα! φώναξε ο Μήτσος.

Γύρισα να δω. Όλοι είχαν μαζευθεί. Ο αφέντης, ο Μήτσος, τα παιδιά, οι σαΐσηδες και οι περιβολαρέοι.

- Και είναι μεγάλη, είπε ο αφέντης εξετάζοντας τη σκοτωμένη γάτα. Είδες πώς την έπνιξε!

Σίμωσα και κοίταξα. Ω χαρά! Ήταν η κιτρινομούτσουνη της άλλης μέρας! Στη φωτιά του κυνηγιού δεν την είχα αντιληφθεί. Τέτοια υπερηφάνεια με φούσκωσε, που μου φάνηκε πως μεγάλωνα, μεγάλωνα και γίνουμουν ψηλός σαν τη Ντέιζη που στέκουνταν αδιάφορη εκεί κοντά!

- Ε, κερα-φοράδα, της φώναξα. Με λες ακόμα νάνο; Αυτή γύρισε μεγαλόπρεπα το κεφάλι και κοίταξε την πεθαμένη γάτα.

- Χειρότερα, είπε. Έγινες φονιάς!

- Ζουλιάρα! της φώναξα πεισμωμένος.

Και γύρισα στην Άννα που δεν ήξερε τι χάδια να μου κάνει.

- Καλός Μάγκας, έλεγε χαδιάρικα. Γενναίος Μάγκας! Κοίταξε Λουκά, τον καημένο, πώς τον έκανε η γάτα! Όλο αίματα είναι το κεφάλι του!

Ο Λουκάς με κοίταξε με συμπάθεια. Μα στα μάτια του είδα κάποιο δισταγμό. Γύρισε στη Λίζα που, χλωμή και μαζεμένη, στέκουνταν παράμερα, ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο.

- Ναι... αποκρίθηκε, είναι γδαρμένος... Μα η καημένη η γάτα.

Τι; Ο Λουκάς μ' απαρνιούνταν; Ο Λουκάς έκαμνε κόμμα με τη Ντέιζη;...

- Τη λυπήθηκες; ρώτησε ο πατέρας του. Και χαμογέλασε.

- Όχι, όχι, αποκρίθηκε κατακόκκινος ο μικρός. Οι γάτες είναι λαίμαργες και κλέφτρες. Και ανεβαίνουν στα δέντρα και τρων τα μικρόπουλα!...

Ναι, βέβαια, οι γάτες τρων τα μικρόπουλα! Καλά και το θυμήθηκε ο Λουκάς και μ' έβγαλε από την άσχημη αμφιβολία όπου με είχαν ρίξει τα πρώτα του λόγια. Βέβαια, ήταν κλέφτρες οι γάτες, και ήθελαν όλες σκότωμα. Και θα τις σκότωνα όλες.

Και με λαφρωμένη καρδιά έτρεξα στη Ντέιζη και της είπα:

- Οι γάτες τρων τα μικρόπουλα, κερά μου!

- Και οι σκύλοι τα τρων, σαν τα βρουν, είπε ακατάδεχτη αυτή, μόνο που δεν ξέρουν, σαν τις γάτες, ν' ανεβαίνουν στα δέντρα.

θύμωσα.

- Δεν τρώμε ποτέ μικρόπουλα! της φώναξα. Δεν το καταδεχόμαστε.

Η Ντέιζη ξεκίνησε.

- Σαν τα σταφύλια της αλεπούς, μου φώναξε, «όμφακες εισί...».

Τα παρακάτω χάθηκαν στην απόσταση:

- Όμφακας είσαι συ, και φαίνεσαι! της αποκρίθηκα θυμωμένος.

Γύρισα και μπήκα στο στάβλο να βρω το φίλο μου τον Μπόμπη.