Λουκής Λάρας/ΣΤ
←Κεφάλαιο Ε' | Λουκής Λάρας Συγγραφέας: Κεφάλαιο ΣΤ' |
Κεφάλαιο Ζ'→ |
Ότε καθήμενος επί των αναπαυτικών επίπλων της εν Λονδίνω οικίας μου, περιστοιχιζόμενος υπό της οικογενείας μου, πλησίον τοσούτων συγγενών και συμπολιτών μου ευτυχούντων― ότε, εν μέσω της ανέσεως και της ευημερίας του παρόντος, αναπολώ τα παρελθόντα, και συγκρίνω την περικυκλούσαν τον φθίνοντα βίον μου γαλήνην προς τα βάσανα και τους κινδύνους και τας στερήσεις της πολυκυμάντου εκείνης εποχής, απορώ εγώ αυτός πώς διήλθομεν και πώς ηδυνήθημεν πάντες να υποφέρωμεν τα τοσαύτα δεινά, και πώς επί τέλους εξήλθομεν με σώας της ψυχής και του σώματος τας δυνάμεις εκ των σκληρών εκείνων δοκιμασιών.
Συχνάκις μου φαίνονται ως όνειρον αι αναμνήσεις της νεότητός μου, ως μύθος η γενική συμφορά, εντός της οποίας ηνδρώθην. Διότι ήσαν κοινά τα παθήματα και κοινή η κατά της ειμαρμένης πάλη, και επί έτη όλα έζησα, βλέπων περί εμέ την κακοδαιμονίαν υπό πάσας αυτής τας φάσεις.
Ουδ' ήμεθα η οικογένειά μου και εγώ εκ των δυστυχεστέρων εντός της γενικής εκείνης δυστυχίας. Απ' εναντίας. Ναι μεν, εδιώχθημεν και ημείς, εκινδυνεύσαμεν, απωλέσαμεν τα πάντα, αλλ' ευρισκόμεθα τουλάχιστον όλοι ομού σώοι, επί ελευθέρων χωμάτων, και μόνος της δυστυχούς Ανδριάνας ο θάνατος διέσπασε τον οικογενειακόν κύκλον μας. Αλλ' επί του πλοίου το οποίον εκ Χίου μας έσωσε, και εις Μύκονον ήδη, και κατόπιν εις Τήνον, και βραδύτερον όπου της Ελλάδος μας έφερον οι πλανήτες πόδες μας, πανταχού εύρομεν πολλούς άλλους πολύ πλέον αξιοθρηνήτους ημών.
Ενόσω εμένομεν εις Χίον, εν μέσω των περισπασμών, εντός των οποίων εκυλινδούμεθα, δεν εγνωρίζομεν τα καθέκαστα του γενικού εκείνου μαρτυρολογίου. Έκαστος τότε εφρόντιζε περί της ιδίας σωτηρίας και δεν είχε τον καιρόν ούτε περί άλλων να έρωτα, ούτε περί εαυτού να λαλή. Αλλ' ότε εστηρίξαμεν εις την χείρα την κεφαλήν άνευ του φόβου ρομφαίας σειομένης άνωθέν της, ότε εκαθήσαμεν υπό την σκέπην ξένης θύρας, την οποίαν δεν ήτο φόβος να μαυρίση Τούρκου σκιά, και είδεν έκαστος ημών την λύπην του ζωγραφισμένην εις του γείτονός του την παρουσίαν, τότε ήρχισε να ερωτά και να μανθάνη ο είς του άλλου τα πάθη και να ερευνά περί συγγενών και φίλων απόντων.
Ποσάκις απηύθυνα ερωτήσεις κ' εγώ ματαίας! Ποσάκις, αναπολών την τελευταίαν εις το παρεκκλήσιον συνάθροισίν μας, επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω την τύχην των αποτελούντων τον κύκλον εκείνον προσώπων. Αλλ' ουδέν εμάνθανα ερωτών. Ενθυμούμην προ πάντων την μικράν Δέσποιναν, και τον τελευταίον περίπατόν μας, και τα πικρά προαισθήματα και τα ήσυχα δάκρυά της, ενόμιζα δε ότι ακούω εισέτι την γλυκείαν παιδικήν φωνήν της: Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου, θα τον σκοτώσουν!
Πόσα όμως άλλα ήκουσα τότε σπαραξικάρδια επεισόδια των αιματηρών εν Χίω σελίδων της ελληνικής ιστορίας, πόσας άλλας φοβεράς σκηνάς της απεράντου εκείνης τραγωδίας.! Εκάστη οικογένεια είχεν Ιλιάδα συμφορών. Πολλοί είδον σφαζομένους προ αυτών τον πατέρα, τον υιόν, τον σύζυγον. Πολλά τέκνα ορφανά περισυναχθέντα υπό αγνώστων έκλαιον τας αιχμαλωτισθείσας μητέρας των. Πολλαί μητέρες ανεζήτουν εις μάτην τα τέκνα των. Αι δε σκληραί του παρελθόντος αναμνήσεις, και οι θρήνοι επί τη σφαγή ή τη αιχμαλωσία όντων προσφιλών, και ο εκπατρισμός, και η περί του μέλλοντος αβεβαιότης, και η σπάνις του επιουσίου άρτου, απετέλουν φρικτήν την εποχήν εκείνην της συμφοράς. Και όμως την διήλθομεν καρτερικώς οι πλείστοι και επαλαίσαμεν κατά της κακής τύχης, και εξήλθομεν νικηταί της πάλης!
Όταν οι νεώτεροι, οι γεννηθέντες και ανατραφέντες εν ημέραις αγαθαίς, βλέπωσι τους γέροντας ημάς ακμαίους εισέτι και ευθύμους, διστάζουν ίσως να πιστεύσωσιν ακούοντες της νεότητός μας τα παθήματα. Μετ' ολίγα δ' έτη, οπόταν εκλείψη η γενεά του αγώνος, και διακοπή των προφορικών παραδόσεων η μνημόνευσις, δυσκόλως οι εγγονοί ημών θα φαντάζωνται διά πόσων θυσιών και βασάνων επληρώθη η ιδική των ευημερία και του έθνους η αναγέννησις. Διά τούτο εύχομαι ώστε πολλοί των επιζώντων γερόντων να μιμηθώσι το παράδειγμα μου, γράφοντες τα απομνημονεύματά των.
Εκ της ιστορίας των ατόμων αποτελείται η του έθνους, την δε ιστορίαν της Ελληνικής παλιγγενεσίας δεν συγκροτούν τα κατορθώματα μόνα των επί γης και θαλάσσης προμάχων της, αλλά και οι διωγμοί και αι σφαγαί και αι ατιμώσεις των αόπλων και ασθενών, και η εγκαρτέρησις αυτών εν τη δυστυχία, και η εις τον Θεόν πεποίθησις ήτις ενίσχυσε και εν τέλει επραγματοποίησεν, έστω και εν μέρει, τας περί καλλιτέρου μέλλοντος ελπίδας των. Ας ευλογώμεν επί τούτω τον Θεόν και ας αποθάνωμεν οι γέροντες ημείς με την ελπίδα, ότι θα εκπληρωθώσιν εις το μέλλον ολόκληροι αι εθνικαί ημών ευχαί. Αλλ' είθε να μη επιφυλάσσωνται εις τας νεωτέρας των Ελλήνων γενεάς αι δοκιμασίαι, τας οποίας ημείς υπέστημεν. Είθε τα ιδικά μας μαρτύρια να θεωρηθώσιν αρκούσα και διά το μέλλον πληρωμή εις της ειμαρμένης το βιβλίον!
Ενώ γράφω ταύτα επισωρεύονται πυκναί εις την ψυχήν μου αι αναμνήσεις, και διέρχονται αλλεπάλληλοι διά της φαντασίας μου αι περιπέτειαι της καταστροφής. Κλείω τους οφθαλμούς και βλέπω ενώπιον μου τους δυστυχείς της εξορίας συντρόφους, και ακούω τας διηγήσεις των, και αντηχούν εις τα ώτα μου οι στεναγμοί των, και ρέουν τα δάκρυα των, και συσφίγγονται απηλπισμέναι αι χείρες των!
Πεντήκοντα έτη παρήλθον έκτοτε, τους δε πλείστους αυτών εκάλυψε το χώμα. Μένουν όμως εισέτι ικανοί όπως συνδέωσι το παρελθόν μετά του παρόντος. Ηδυνάμην ενταύθα να τους ονομάσω. Ηδυνάμην να υποδείξω την γραίαν εκείνην αρχόντισσαν, ήτις, κρύπτουσα υπό ράκη το κάλλος της, περιήλθε τότε ως επαίτις τα ενδότερα της Ανατολής προς αναζήτησιν του τέκνου της· και ο θεός την ελυπήθη, και επέστρεψε με το τέκνον της εις την αγκάλην.
Η δε άλλη εκείνη γραία, μήτηρ ήδη εντίμων της Ελλάδος πολιτών, ηρπάγη τότε εις της νεότητος τα πρόθυρα, και διήλθε δύο έτη εντός Τουρκικού χαρεμίου, μόλις εξαγορασθείσα προ της εκ του πολέμου επιστροφής του Τούρκου συλητού της.
Αλλά τις εκ των γερόντων συμπολιτών μου δεν έχει να διηγηθή περιπετείας, υπερβαινούσας συχνάκις κατά την δραματικότητα ό,τι η γόνιμος μυθογράφου φαντασία δύναται να συλλάβη; Προχθές έτι είς εξ αυτών έλεγεν ενώπιον μου πώς δεκαετή τότε τον είχεν αιχμάλωτον εις την οικίαν του Χίος Τούρκος, την δε ημέραν της απαγχονίσεως των ομήρων τον έφερεν εκ της χειρός εις τον δρόμον, όπως ίδη διαβαίνουσαν την πομπήν των μαρτύρων εκείνων· μεταξύ δε των αγομένων εις το μαρτύριον ήτο ο πατήρ του· και τον είδε τον πατέρα του, και αποσπασθείς εκ των χειρών του Τούρκου εχύθη εις τας πατρικάς αγκάλας· ο δε πατήρ ήρπασε τον υιόν, τον έθλιψεν επί του στήθους, του έδωκεν ένα ασπασμόν, ένα μόνον, και αποθέσας αυτόν κατά γης τον έσπρωξε μακράν του, ωσεί φοβούμενος μη συμπεριληφθή το τέκνον εις του πατρός την καταδίκην! Εξηγοράσθη κατόπιν το ορφανόν τέκνον, αλλ' ο τελευταίος εκείνος του πατρός ασπασμός ουδέποτε παρ' αυτού ελησμονήθη. Και ήσαν υγροί του γέροντος οι οφθαλμοί, η δε φωνή του έτρεμεν ενώ διηγείτο ταύτα.
Αλλ' η πρόθεσίς μου δεν είναι ν' αφηγηθώ των άλλων την ιστορίαν. Δεν ηδυνάμην όμως, γράφων τα κατ' εμέ, να μη αναμνησθώ της γενικής τότε περί μας συμφοράς. Όλοι ομού συνεπάσχομεν, ο δε σύνδεσμος της δυστυχίας και ο αγών της αυτοσυντηρήσεως υπεστήριζον την αμοιβαίαν καρτερίαν και, ολίγον κατ' ολίγον, μας ενεψύχωσαν.
Κατά τας πρώτας ημέρας ήμεθα ως ζαλισμένοι, και ουδείς εσκέπτετο περί της αύριον. Αι συγκινήσεις του διωγμού και της σωτηρίας ήσαν πρόσφατοι εισέτι, η δε πρόθυμος των Μυκονίων φιλοξενία και τα ολίγα περισωθέντα χρήματα εξήρκουν προς συντήρησίν μας. Αλλά τα χρήματα ταχέως εξηντλήθησαν, οι δε πτωχοί νησιώται δεν ηδύναντο βεβαίως να μας διατρέφωσιν. Ήτο γενική η πενία τότε και μεγάλη η αχρηματία. Ενθυμούμαι, αφού εδαπανήθη και το τελευταίον φλωρίον μας, τας ματαίας προσπαθείας μου προς πώλησιν ενός δακτυλιδιού της μητρός μου. Μόλις και μετά βίας ηδυνήθην εις Σπέτσας βραδύτερον να εύρω αγοραστήν ένα εκ των ευπορωτέρων εκεί προκρίτων. Και ο άνθρωπος βεβαίως το ηγόρασε διά να μας συνδράμη εις ώρας θρήνων και οδυρμών. Ο έχων τότε χρήματα δεν ηγόραζε κοσμήματα ούτε προς χρήσιν του, ούτε κερδοσκοπίας χάριν.
Θαύμα μου φαίνεται εισέτι πώς εν τω μέσω της ανεχείας εκείνης κατωρθώσαμεν βαθμηδόν να εξεύρωμεν πόρους και να δημιουργήσωμεν εμπόριον. Όσοι προσέφυγον εις Ρωσσίαν ή Ιταλίαν ή αλλαχού, εντός κοινωνιών ευπορουσών, δεν είχον ν' αντιπαλαίσωσι προς ομοίας δυσκολίας, όπως διά του ιδρώτος κερδίζωσι τον επιούσιον άρτον. Αλλ' εις την Ελλάδα, οποίαν ηδύνατο να έχη ο κόπος αξίαν, ότε πάντες ήσαν πένητες και πειναλέοι;
Και όμως εζήσαμεν! Αλλά πώς εζήσαμεν; Προ δύο εβδομάδων συνώδευσα εις τον τάφον τον νεκρόν γέροντος φίλου μου· τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον, όστις αφήκεν εκατομμύρια εις τους κληρονόμους του, τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου· τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγος του, κόρη μιας των επισημοτέρων της Χίου οικογενειών. Και μη ήσαν εις θέσιν καλλιτέραν οι αγοράζοντες τα πλακούντιά των;
Αλλά και πάλιν ο κάλαμος μου πλανάται. Προτρέχω της σειράς της διηγήσεώς μου.
Δύο ή τρεις εβδομάδας μετά την εις Μύκονον άφιξίν μας ηρχίσαμεν να σκεπτώμεθα σπουδαίως μετά του πατρός μου περί του πρακτέου, διότι έπρεπεν όπως δήποτε να εργασθώμεν προς διατροφήν της οικογενείας. Η εργασία μας ήτο το εμπόριον, αλλά, όσω ταπεινόν και αν υποτεθή, εμπόριον άνευ κεφαλαίου δεν αυτοσχεδιάζεται. Πού δε χρήματα; Τα ολίγα της μητρός μου κειμήλια δεν εχρησίμευον τα υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντα, καθ' ο αργυρά και χρυσά, ηδύναντο ευκολώτερον να εξαργυρωθώσιν, αλλά δεν τα είχομεν· τα εντός του Χανίου της Σμύρνης εμπορεύματα και τα εκεί ασύνακτα χρέη ούτε τα εσυλλογιζόμεθα πλέον· τα εις Χίον κτήματα τις οίδε ποίος Τούρκος τα εχαίρετο. Δεν είχομεν τίποτε! Εις μάτην ο πατήρ μου ήνοιγε και εδίπλονε τα ολίγα έγγραφα όσα είχεν εις το θυλάκιόν του.
Μεταξύ των εγγράφων τούτων ήτο μία εκ Βενετίας επιστολή, ληφθείσα την προτεραίαν της εκ Σμύρνης αναχωρήσεώς μας. Η επιστολή αύτη ανήγγελλε την φόρτωσιν δύο κιβωτίων σκούφων επί πλοίου Αγγλικού, μέλλοντος εις πολλούς προ της Σμύρνης λιμένας να προσορμισθή. Την φορτωτικήν έστειλεν εκ Χίου ο πατήρ μου εις φίλον του έμπορον εις Σμύρνην, Ιόνιον και κατά συνέπειαν υπήκοον ’γγλον, αλλ' ουδ' απόκρισίν του ελάβομέν ποτε, ουδ' εσκέπτετο πλέον ο πατήρ μου περί σκούφων. Η εκ Βενετίας επιστολή τους ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου και επί των δύο εκείνων κιβωτίων εθεμελίωσα μέγα οικοδόμημα ελπίδων και σχεδίων.
― Δεν βαρύνεσαι; έλεγεν ο πατήρ μου. Αν περίμενες απ' εκεί να σκουφωθής, περιπάτει ασκεπής από τώρα.
― Ας δοκιμάσωμεν, απεκρινόμην· τι χάνομεν γράφοντες;
Έγραψα λοιπόν προς τον εν Σμύρνη φίλον και υπέγραψεν ο πατήρ μου την επιστολήν, διά της οποίας τον παρεκάλουν ν' αποστείλη τους σκούφους προς τον εν Μυκόνω ’γγλον υποπρόξενον. Ο αγαθός Μυκόνιος, όστις αντιπροσώπευε την Αγγλίαν φέρων επί κεφαλής χρυσοστόλιστον κ α σ κ έ τ ο ν, υπεσχέθη να στείλη εις Σμύρνην την επιστολήν και να καταβάλη πάσαν περί των σκούφων φροντίδα. Ο πατήρ μου εμειδία δυσπιστών, ουδ' υπήρχε τω όντι πολλή πιθανότης, μετά τοσούτου χρόνου παρέλευσιν,
εν τω μέσω της γενικής εκείνης ανεμοζάλης και της παντελούς σχεδόν διακοπής των δυσκόλων τότε συγκοινωνιών, να επιτύχη η απόπειρά μου.
Όπως δήποτε, δεν ηδυνάμεθα βεβαίως να ζήσωμεν περιμένοντες την έκβασίν της, και απεφασίσαμεν, ως μόνον και τελευταίον καταφύγιον, να προσφέρωμεν τας εκδουλεύσεις μας εις την Κυβέρνησιν, όχι ως πολεμισταί, εννοείται, αλλ' ως υπάλληλοι, ως γραμματικοί, καθώς έλεγον τότε. Έπρεπε προς τούτο να μεταβώμεν εις Ναύπλιον, ή μάλλον εις ’ργος, όπου ήδρευεν η Κυβέρνησις. Αλλ' εάν απετυγχάνομεν; Εάν απερρίπτετο η προσφορά μας; Μετά πόσων άλλων ηθέλομεν αρά γε ευρεθή εις συναγωνισμόν, είτε ικανωτέρων, είτε εχόντων προστασίας και συστάσεις, των οποίων ημείς εστερούμεθα; Ταύτα σκεπτόμενοι, και ζητούντες γνώμας και πληροφορίας, κατελήξαμεν εις το συμπέρασμα ότι έπρεπε να υπάγωμεν εις ’ργος, εφωδιασμένοι με συστατικήν προς τον Θεόδωρον Νέγρην, όστις ήτο αρχιγραμματεύς επί των εξωτερικών υποθέσεων και πρόεδρος του συμβουλίου, εθεωρείτο δε ως κέντρον και ψυχή της εξουσίας, και ότι τοιαύτην συστατικήν ηδύνατο να μας προμηθεύση ο φίλος του Νέγρη Γεώργιος Μαυρογένης, διαμένων τότε εις Τήνον.
Προ ετών πολλών, μετά το τραγικόν τέλος του μεγάλου διερμηνέως Μαυρογένη, ο υιός του ούτος και η αδελφή του κατέφυγον εις Χίον, εις τρυφεράν έτι ηλικίαν αμφότεροι, και έζων εκεί, πλησίον της οικίας του εκ μητρός πάππου μου, όπου συχνάζοντες συνεδέθησαν διά παιδικής φιλίας μετά της μητρός μου. Έκτοτε ανεχώρησαν, αλλ' η μήτηρ μου δεν τους ελησμόνησε, κρίνουσα δε εκ των ιδίων αισθημάτων με παρεκίνει να μεταβώ εις Τήνον και να ζητήσω επ' ονόματί της την προστασίαν των φίλων της. Εδίσταζα και εταλαντευόμην. Πώς να παρουσιασθώ, έλεγα· δεν γνωρίζουν το πατρικόν μου όνομα. Ενθυμούνται αρά γε το της μητρικής μου οικογενείας μετά τοσούτων ετών παρέλευσιν; Και αν το ενθυμούνται, θα με αναγνωρίσωσι, θα με υποδεχθώσιν ως παλαιάς φίλης υιόν; Αλλ' αι προτροπαί της μητρός και η ανάγκη ενίκησαν τους δισταγμούς και την δειλίαν μου, και επιβιβασθείς εις μικρόν Μυκόνιον πλοιάριον αφίχθην μίαν εσπέραν εις Τήνον.
Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ. Αλλά που ύπνος; Το καφενείον εγέμισεν εντός ολίγου Τηνίων ευθυμούντων, και είχομεν όλην την νύκτα μουσικήν, άσματα και ευωχίαν.
Μετά πόσης αδημονίας διήλθα την άγρυπνον νύκτα εκείνην! Τους έβλεπα και τους ήκουα από την σκοτεινήν μου γωνίαν, και η φαιδρότης των μου έφερε δάκρυα, ο δε ήχος των οργάνων μου ενθύμιζεν οιμωγάς και θρήνους. Ενθυμούμην τα δεινά μας αφ' ότου η επανάστασις εξερράγη και ηπόρουν πώς είχον ούτοι καρδίαν να διασκεδάζωσιν!
Ήτο άδικος βεβαίως η κατ' αυτών οργή μου, η δε απαίτησίς μου υπερβολική. Η Τήνος δεν ηδύνατο να βλέπη τα πράγματα υπό την ιδίαν ως η Χίος έποψιν. Τούρκοι εκεί δεν απέβησαν, ουδ' ήτο φόβος ν' αποβώσι και να σφάξωσι και να εξανδραποδίσωσιν. Οι Τήνιοι έμενον ανενόχλητοι επί της νήσου των και αντί εχθρικών στιφών έβλεπον περί αυτούς ελευθέραν την Ελλάδα. Ήτο δ' εισέτι εις των πρώτων επιτυχιών την ακμήν η επανάστασις, και εμεγαλοποίει τους θριάμβους της η ζωηρά Ελληνική φαντασία. Η κατατρόπωσις του επαναστατικού εις Βλαχίαν κινήματος δεν ήτο εισέτι γνωστή, ενώ δε ημείς εκρυπτόμεθα και ετρέμομεν εις Χίον, εκεί εις Τήνον επιστεύετο ότι κατήρχετο εξ άρκτου τροπαιούχος ο Υψηλάντης και ότι ο θρόνος του Σουλτάνου κατέπιπτεν. Ήτο γενική η πεποίθησις ότι εντός ολίγου θα πάρωμεν την Πόλιν! Ώστε οι Τήνιοι ηδύναντο να πιστεύωσιν ότι έχουν λόγους να ευθυμώσι. Και αντήχει εντός του καφενείου η βοή ασμάτων πατριωτικών, τα οποία εποίκιλλε κάποτε η λύρα των εις τρυφερώτερον ρυθμόν τονιζομένη.
Αλλ' εκτός τούτου.... διότι επί τέλους δεν εκοιμώντο επί ρόδων και οι Τήνιοι,― εκτός τούτου, δεν δύναται να θρηνή αιωνίως ο άνθρωπος. Η ψυχή του δεν αντέχει εις λύπην διαρκή, αλλ' αισθάνεται την ανάγκην να γελάση και να χαρή, ενώ δε η θλίψις τον πιέζει, η λάμψις του γέλωτος διασχίζει ενίοτε της κατηφείας τα νέφη. Υπάρχουν και καρδίαι εντρυφώσαι εις την θλίψιν και διαιωνίζουσαι το πένθος, αλλά τούτο δεν είναι φυσικόν. Η φύσις επουλόνει τας πληγάς, και οργά επί τέλους η καρδία προς την φαιδρότητα και επιζητεί την χαράν. Διότι, ναι μεν, από χώμα έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, από χώμα βαρύ και υγρόν, αλλ' εστέγνωσεν έπειτα τον πηλόν εις τον ήλιον, και η ζύμη διατηρεί της ζωογόνου ακτίνος την θέρμην.
Την νύκτα εκείνην δεν εφιλοσόφουν ούτω. Δεν είχα εισέτι της ζωής την πείραν, τα δε παθήματα ήσαν νωπά. Βραδύτερον, ότε οι πλείστοι των προσφύγων Χίων συνελθόντες ηρχίσαμεν ν' ανεγείρωμεν τας πρώτας καλύβας αίτινες εσχημάτισαν την Ερμούπολιν, ενώ εξηκολούθει ο πόλεμος έτι και μας εμάστιζεν η πενία, κατέλαβεν όλους ημάς η ανάγκη του γέλωτος και της ευθυμίας, και ενεθρονίσθη η φαιδρότης εν μέσω της κοινότητος εκείνης των δυστυχών. Ποτέ, καθ' όλην του βίου μου την διάρκειαν, δεν ενθυμούμαι ζωηροτέραν περίοδον διασκεδάσεων ή τα πρώτα εκείνα έτη της εν Σύρω διαμονής. Είναι αληθές ότι ήμην εις της νεότητος το άνθος τότε. Αλλ' ουχ ήττον, ενθυμούμαι και τους γέροντας μετά των νέων συνευθυμούντας.
Προς τα εξημερώματα επήλθεν επί τέλους ησυχία εντός του καφενείου και απεκοιμήθην. Την δε πρωίαν εγερθείς διηυθύνθην προς την κατοικίαν του Μαυρογένη συλλογιζόμενος τι θα είπω και πώς θα παρουσιασθώ, φοβούμενος την υποδοχήν, ήτις μ' επερίμενε, και αμφιβάλλων περί της επιτυχίας του διαβήματος μου. Οποία ήτο η έκπληξίς μου ότε, ανοιχθείσης της θύρας και πριν εισέτι προφθάσω ν' αρθρώσω την ερώτησιν, την οποίαν προητοίμαζα καθ' οδόν, ήκουσα φωνήν γυναικείαν :
― Ο υιός της είναι, ο υιός της!
Και κατέβη πηδώσα ανά δύο τας βαθμίδας η κράξασα τας χαρμοσύνους λέξεις. Ήτο του κηπουρού μας η θυγάτηρ. Φυγούσα εκ Χίου διεσώθη εις Τήνον, όπου την προσέλαβεν ως υπηρέτριαν ο Μαυρογένης. Και αυτός και η αδελφή του δεν είχον ουδαμώς λησμονήσει την μητέρα μου, η δε μνεία μόνη του ονόματος της ήνοιξε τας θύρας της οικίας των εις την πτωχήν του κηπουρού θυγατέρα.
Την ηρώτησα τι έγεινεν ο πατήρ της. Δεν εγνώριζεν η δυστυχής. Απεχωρίσθησαν καθ' ην ώραν σπείρα Τούρκων επέπεσεν εις του πύργου μας την περιοχήν. Έφυγεν εκείνη μετ' άλλων γυναικών, ο δε γέρων Κύριος οίδεν αν έζη ή απέθανε. Και έκλαιεν αποκρινομένη δια διακεκομμένων φράσεων εις τα ερωτήματά μου.
Ανέβην την κλίμακα με την καρδίαν ελαφροτέραν ή ότε έκρουα την θύραν. Ο ευγενής οικοδεσπότης μ' εδέχθη προσηνώς, μ' εκράτησεν εις την οικίαν του, μ' έδωκε την ζητουμένην συστατικήν, με είπε λόγους ενθαρρυντικούς και μ ' ενέπλησεν ελπίδων και παρηγοριάς. Η δε αδελφή του δεν έπαυεν ερωτώσα με περί της μητρός μου και περί της Χίου και περί των σκληρών του διωγμού περιπετειών. Κατεθέλχθην υπό της γλυκύτητός της και εθαύμασα την καλλονήν και την χάριν της, αλλά δεν εφανταζόμην ενώ την έβλεπα, ότι θα καθέξη θέσιν εις την ιστορίαν της επαναστάσεως και ότι θα γραφώσι βιβλία περί αυτής.
Η ανάμνησις της ευμενούς εκείνης υποδεξιώσεως πολλάκις κατά τας ποικίλας δυσχερείας του κατόπιν βίου μου ανεπτέρωσε το θάρρος μου και εστερέωσε την κλονιζομένην πεποίθησίν μου εις το μέλλον. Δεν με ωφέλησεν επί τέλους η συστατική ουδέ μ' εχρησίμευσεν η προστασία του Μαυρογένη. Αλλ' η ηθική υποστήριξις, η έκφρασις συμπαθείας, είς λόγος γλυκύς, έν φιλικόν μειδίαμα, παρηγορούν την πάσχουσαν καρδίαν πλειότερον πάσης βοηθείας υλικής. Χάριτι θεία, δείγματα τοιαύτης καλοσύνης συχνάκις μου έτυχον κατά την μακράν της συμφοράς περίοδον. Ενόσω ευτυχεί τις δεν λαμβάνει αφορμάς να εκτιμήση του πλησίον την αγαθότητα· μόνον εν ημέραις δακρύων εννοεί πόσον ο άνθρωπος είναι φύσει εύσπλαγχνος και ευεργετικός και πόσον συμπονεί τον δυστυχούντα. Οι κακοί είναι ολίγοι επί της γης!
Την επιούσαν επέστρεψα εις Μύκονον φέρων εντός του κόλπου μου την συστατικήν. Μετ' ολίγας δε ημέρας, τυχόντες πλοίον διά τον κόλπον του Ναυπλίου, απεχαιρετήσαμεν την φιλόξενον νήσον και ανεχωρήσαμεν πανοικεί.