Λουκής Λάρας/Ζ
←Κεφάλαιο ΣΤ' | Λουκής Λάρας Συγγραφέας: Κεφάλαιο Ζ' |
Κεφάλαιο Η'→ |
Οποία ήσαν κατ' εκείνην την εποχήν τα ταξείδια δεν γνωρίζουν οι παιδιόθεν συνειθίσαντες διά του ατμού να διατρέχωσι γην και θαλάσσας. Μόνον επί του Αιγαίου πελάγους μας, ο μη δυνάμενος να περιμένη επί δεκαπέντε ημέρας το ατμόπλοιον, αναγκάζεται, και σήμερον έτι, να εκτίθεται εις περιπλανήσεις ομοίας προς τας του Οδυσσέως και των συντρόφων του. Αλλ' επί τέλους, σήμερον, και της μάλλον αποκέντρου νήσου ο κάτοικος δεν είναι των ανέμων αιώνιος δούλος. Αν έχη την υπομονήν, το ατμόπλοιον θα έλθη. Τότε ατμόπλοιον δεν εγνωρίζετο. Ο ουρανός μας δεν είχεν εισέτι οσφρανθή γαιανθράκων καπνόν, τα δε κύματά μας ήσαν παρθένα από πυροσκάφου μαστίγωσιν.
Ο άνεμος έπνεεν ούριος, ότε απεπλεύσαμεν εκ Μυκόνου, αλλά μετ' ολίγον έπεσε, και επήλθε παντελής νηνεμία. Επί ώρας και ώρας εβλέπομεν ακινήτους ενώπιόν μας της Σύρου τους βράχους, μόλις διά δύο βαρειών κωπών κινούντες ανεπαισθήτως το βαρύ σκάφος μας. Επί τέλους μετά την δύσιν του ηλίου ηγέρθη ο άνεμος και τα ιστία ερρυτιδώθησαν αλλ' έπνεεν εκ Νότου και μας ώθησε προς την ’νδρον, όλην δε την νύκτα ελοξοδρομήσαμεν προσπαθούντες να πέσωμεν υπό το Σούνιον. Την επιούσαν κατωρθώσαμεν μετά κόπου να προσορμισθώμεν εις Πειραιά προς προμήθειαν ύδατος.
Ότε μετά έτη επανείδα τον λιμένα του Πειραιώς πόσον μου εφάνη μικρός! Τότε ήτο απέραντος, διότι ήτο έρημος. Το πλοίον μας και δύο μικρά αλιευτικά πλοιάρια εκινούντο μόνα επί της εκτάσεως των ησύχων υδάτων του. Εκεί όπου σήμερον υψούται η μαρμάρινος προκυμαία του, η θάλασσα προχωρούσα ανεπαύετο επί βράχων γυμνών. Εκεί όπου εξαπλούται σήμερον πόλις ακμάζουσα και μεγάλα εργοστάσια με τας υψηλάς καπνοδόχους των, δεν έβλεπες ή άγονον γην και εικόνα ερημώσεως. Μία μόνη επί της ακτής ετοιμόρροπος οικία αποκαθίστα έτι μάλλον αισθητήν την έλλειψιν ζωής και κινήσεως.
Επολιορκούντο τότε υπό των Ελλήνων αι Αθήναι, ολιγάριθμον δ' απόσπασμα οπλοφόρων κατείχε την ηρειπωμένην εις Πειραιά οικίαν. Δεν ηκούσαμεν μακρόθεν πυροβολισμούς, ούτε είδομεν άλλο σημείον πολέμου ή την στρατιωτικήν εκείνην του Πειραιώς κατοχήν.
’γριος ο πόλεμος! Δεν εξευγενίζει τον άνθρωπον. Δεν μας έβλαψαν οι στρατιώται εκείνοι ουδέ μας παρεμπόδισαν, αλλ' ηυχαριστήθην όμως ότε είδα το πλοίον μας απομακρυνόμενον της ακτής. Είχεν ωμόν τι η παρουσία των· ενέπνεε φόβον και αυτός ο χαιρετισμός των!
Την τρίτην ημέραν από της εκ Μυκόνου αναχωρήσεως ελλιμενίσθημεν εις Σπέτσας, διότι ο άνεμος εμπόδιζε να εισπλεύσωμεν εις τον κόλπον του Ναυπλίου. Ο πλοίαρχος απέβη εις την πόλιν. Βαρυνθέντες την εντός του πλοίου στενοχωρίαν απέβημεν και ημείς, όπως λάβωμεν την ευχαρίστησιν να πατήσωμεν ξηράν.
Εκαθήμεθα επί πετρών παρά την τελευταίαν της πόλεως οικίαν, ήμεθα δε όλοι σιωπηλοί βλέποντες την πατέρα μου κατηφή. Δεν τον είχα ποτέ ιδεί τοσούτον καταβεβλημένον. Εφαίνετο πάσχων, αλλά δεν παρεπονείτο. Εκράτει μόνον την κεφαλήν με την χείρα και οι οφθαλμοί του ήσαν βαρείς.
Ήμεθα μόνοι εκεί, αλλ' εβλέπομεν παρέκει επί της ακτής των κατοίκων την κίνησιν.
Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς.
― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;
― Από την Χίον, απεκρίθη ο πατήρ μου, μετά κόπου ορθώσας την κεφαλήν.
― Και τι κάθησθε εδώ έξω; Πώς δεν έρχεσθε εις την πόλιν μας.
― Πηγαίνομεν εις το ’ργος.
― Εις το ’ργος! Δεν είναι τόπος διά γυναικόπαιδα το ’ργος. Εδώ να μείνετε.
Είπεν ο πατήρ μου ότι πηγαίνομεν εκεί προς εύρεσιν πόρου ζωής. Αλλ' εξηκολούθησεν εκείνος λέγων, ότι το ’ργος είναι στρατόπεδον, ότι το Ναύπλιον εισέτι πολιορκείται, μας παρέστησε τας δυσκολίας της εν μέσω σκηνών πολέμου διαβιώσεως γυναικών, και μας προέτρεψε ν' αναβάλωμεν την αναχώρησίν μας. Ενώ ωμίλει, επανήλθε και ο πλοίαρχος, όςτις επικυρών του Σπετσιώτου τους λόγους μας παρεκίνει να μείνωμεν εις Σπέτσας. Το να πεισθώμεν δεν ήτο δύσκολον, αλλά πού να μείνωμεν, πού να κατακλίνωμεν την κεφαλήν εις τον νέον τούτον της εξορίας σταθμόν; Ο αγαθός Σπετσιώτης ενόησε, φαίνεται, την αιτίαν των δισταγμών μας.
― Ελάτε εις την οικίαν μου, είπεν. Ο πατήρ μου εφονεύθη πολεμών, η μήτηρ μου απέθανε, και είναι έρημος η φωλεά μου. Κατοικήσατε την όσον καιρόν θέλετε. Ελάτε.
Εδέχθημεν μετά συγκινήσεως την προσφοράν του Εύσπλαγχνος άνθρωπος και γενναίος! Από της στιγμής εκείνης έγινεν ο πιστότερος των φίλων δι' εμέ. Ήμεθα ως αδελφοί έκτοτε, η δε φιλία μας διετηρήθη μέχρι του προ ετών ολίγων θανάτου του. Απέθανε πλήρης τιμών, αναδειχθείς χρήσιμος και ακέραιος της πατρίδος υπηρέτης και εν πολέμω και εν ειρήνη.
Μετεκομίσθημεν λοιπόν εις του νέου φίλου μας την οικίαν και ελάβομεν κατοχήν των ευρυχώρων και καθαρών δωματίων της.
Ο πατήρ μου ησθάνετο εκλιπούσας τας δυνάμεις του· ίσως προέβλεπε του θανάτου την προσέγγισιν και δεν ήθελε ν' αποθάνη πριν ίδη εξασφαλιζόμενον της ορφανής οικογενείας του τον άρτον. Δεν εξέφρασε φόβους τοιούτους, αλλά την αυτήν εκείνην ημέραν μ' εσυμβούλευσε να μεταβώ, άνευ αναβολής, μόνος εις ’ργος, όπως, δυνάμει της συστατικής, ζητήσω από τον Νέγρην θέσιν υπαλλήλου.
Μετά δύο ημέρας απεβιβαζομην εις τους Μύλους του Ναυπλίου και εκείθεν μετέβην εις ’ργος πεζός.
Είχον δίκαιον ο Σπετσιώτης και ο πλοίαρχος μας. Ήμην ήδη προητοιμασμένος εκ των λόγων των και εκ των πρώτων εις Πειραιά εντυπώσεων, αλλ' εκεί, εις Πειραιά, είδα εν μικρώ ό,τι ενταύθα ήδη έβλεπα. Ευρέθην εντός κόσμου όλως νέου δι' εμέ. Αι χιλιάδες φουστανελοφόρων μαχητών, το αγέρωχον ύφος και η τραχεία γλώσσα των, τα περιφρονητικά βλέμματα δι' ων με κατεμέτρουν, αι απότομοι φράσεις δι' ων απεκρίνοντο εις τας δειλάς ερωτήσεις μου, η βοή και η κίνησις και η σύγχυσις του στρατοπέδου, τα πάντα ομού με κατεθορύβουν. Δεν ήτο βεβαίως ο τόπος κατάλληλος διά γυναικόπαιδα. Αλλά κ' εγώ αυτός ησθανόμην ότι δεν ευρίσκομαι εντός αρμοδίου ατμοσφαίρας. Δεν ήμην εις το στοιχείον μου εκεί.
Ότε με την συστατικήν εις χείρας κατώρθωσα επί τέλους να εισαχθώ εις το δωμάτιον του Μ ι ν ί σ τ ρ ο υ, και είδα αντικρύ μου όρθιον, ενώπιον υψηλής τραπέζης, άνθρωπον μικρόν και δυσειδή, ηπόρησα και εδίσταζα να πιστεύσω ότι αυτός ήτο ο αρχιγραμματεύς της επικρατείας, ο μέγας και πολύς Θεόδωρος Νέγρης.
Έγραφεν εκείνος, εγώ δε κρατών την επιστολήν επερίμενα εξετάζων τα περί εμέ. Η μικρά αίθουσα ήτο πλήρης βιβλίων· βιβλία επί της τραπέζης, βιβλία επί των σκαμνιών, βιβλία επί του κιβωτίου, πανταχού βιβλία, και εν τω μέσω αυτών η υψηλή τράπεζα και ο Νέγρης γράφων επ' αυτής. Το ανάστημα του ήτο μικρότερον του ιδικού μου. Δεν φρονώ να με πλανά ως προς τούτο φιλαυτίας αίσθημα. Τον έβλεπα και εσκεπτόμην. Ιδού, έλεγα· αυτός μικρός, άσχημος, άοπλος, υπακούεται από τους αγρίους περί αυτόν πολεμιστάς και τους κυβερνά. Διατί; Διότι έχει νουν και γνωρίζει γράμματα. Ο νους δεν πλάττεται, τα γράμματα όμως μανθάνονται· η γνώσις έρχεται από τον Θεόν, αλλ' αι γνώσεις αποκτώνται! Ταύτα εσκεπτόμην. Ελησμόνουν ότι ο ανθρώπινος νους έχει διαφόρους βαθμούς και ποικίλας φάσεις, ότι δεν εδόθη εις έκαστον η δύναμις του να ρυθμίζη αναλόγως των περιστάσεων την θέλησίν του, ούτε η επιδεξιότης του να επιβάλλη αυτήν εις τους ομοίους του· ελησμόνουν πολλά, αλλ' ενώ έβλεπα τον Νέγρην γράφοντα, εσχημάτισα σταθεράν απόφασιν ν' αυξήσω τας γνώσεις μου. Και, τω όντι, έκτοτε επεδόθην εις την μελέτην και την ανάγνωσιν. Πολύ βεβαίως δεν κατώρθωσα· αλλ' όσα κατόπιν έμαθα, όσος πόθος εγεννήθη εις την ψυχήν μου προς απόκτησιν μαθήσεως, χρονολογούνται από της ώρας εκείνης, καθ' ην επερίμενα να παύση γράφων ο Νέγρης. Εκείνη ήτο η αφετηρία της διανοητικής μου αναγεννήσεως, όσω περιωρισμένος και αν διέμεινεν εξ ανάγκης ο ορίζων της.
Επί τέλους κατέθεσεν ο Νέγρης τον κάλαμον και με ηρώτησε τι θέλω. Προέτεινα εν σιωπή την χείρα και έδωκα την επιστολήν. Αφού την ανέγνωσε, μ' επροσκάλεσε να καθίσω επί του μόνου κενού παρ' αυτόν ψαθίνου καθίσματος και ήρχισε να με εξετάζη τι γνωρίζω και τι παρ' αυτού επιθυμώ. Ησθανόμην ότι ηρυθρίαζα ενώ απεκρινόμην απαριθμών τας γνώσεις μου και εκφράζων την επιθυμίαν του να λάβω γραφικήν παρ' αυτώ υπηρεσίαν.
― Καλά, είπεν αφού ετελείωσα, καλά. Μου χρειάζονται νέοι ως συ. Θα σε τοποθετήσω καταλλήλως. Αλλ' ανάγκη πρώτον να ησυχάσωμεν ολίγον. Περίμενε να πάρωμεν το Ναύπλιον και έλα πάλιν να με ιδής.
Να περιμένω μέχρις ου αλωθή το Ναύπλιον! Ανεχώρησα αποκαρδιωμένος. Προ τριών ήδη εβδομάδων εθεωρείτο βεβαία του φρουρίου η παράδοσις και ήσαν εντός αυτού των πολιορκητών οι πληρεξούσιοι διαπραγματευόμενοι τους όρους του συμβιβασμού, συνέρρεον δε πανταχόθεν οπλοφόροι όπως εορτάσωσι, κατά τον τρόπον του έκαστος, τον νέον τούτον θρίαμβον των ελληνικών όπλων. Οι Τούρκοι εν τούτοις δεν παρεδίδοντο, ο δε Δράμαλης κατέβαινεν εκ της Στερεάς επί κεφαλής μεγάλου στρατού. Η φήμη της προόδου του διεδίδετο και ήρχιζεν ήδη να κλονίζη πολλών πεποιθήσεις.
Τοιαύτα ήκουα κατά τας δύο ημέρας της εν ’ργει διατριβής μου. Το ρεύμα εφαίνετο στρεφόμενον καθ' ημών. Ήμην δ' εισέτι υπό το κράτος των εν Χίω εντυπώσεων και η καρδία μου ευκόλως ηνοίγετο εις τους φόβους. Αλλά πώς ηδυνάμην να προΐδω τότε, ότι ο Κολοκοτρώνης θα καταστρέψη τον Δράμαλην εις τα Δερβενάκια;
Την νύκτα της δευτέρας ημέρας, περιστρεφόμενος εν τη αγρυπνία μου επί της σκληράς σανίδος, ήτις ήτο η στρωμνή μου, εσχημάτισα την απόφασίν μου. Δεν ήμην πλασμένος διά βίον στρατοπέδου. Το εμπόριον ήτο η κλίσις μου.
Την πρωίαν μετέβην εις Μύλους, όπου ηύρα ευτυχώς πλοιάριον έτοιμον διά Σπέτσας και ανεχώρησα.
Δεν είδα έκτοτε το Ναύπλιον, αλλ' έμεινε χαραγμένη εις την μνήμην μου η απότομος μορφή του Παλαμηδίου, σκιάζουσα την κοιλάδα όπου καλαμώνες περιφραχτούν το ρεύμα ταπεινού ρύακος, και η θέα της πόλεως, επί των τειχών της οποίας είδα μακρόθεν τότε κυμαινομένην την Τουρκικήν ημισέληνον.
Εις Σπέτσας ηύρα και τους γονείς και τας αδελφάς μου ασθενείς και κλινήρεις. Πόσον μας ήτο επαισθητή της δυστυχούς Ανδριάνας η έλλειψις! Ποσάκις όλοι την ενθυμούμεθα! Ανέλαβα εγώ εξ ανάγκης την υπηρεσίαν όλην της πασχούσης οικογενείας. Εγώ ήμην θαλαμηπόλος, νοσοκόμος και μάγειρος έτι. Αι δε καλαί μας γειτόνισσαι ηπόρουν βλέπουσαι ένα άνδρα ταπεινούμενον διά τοιούτων γυναικείων έργων, εναντίον πάσης της νήσου των συνηθείας, εξέφραζε δε την περί τούτου ιδέαν των μειδίαμα οίκτου οπόταν μοι προσέφερον βοηθείας χείρα.
Ευτυχώς της μητρός και των αδελφών μου η ασθένεια ήτο εφήμερος μόνον συνέπεια του ψυχικού και σωματικού καμάτου των, και εντός ολίγων ημερών ηδυνήθησαν η μία μετά την άλλην ν' αφήσωσι την κλίνην. Ο πατήρ μου όμως δεν επέπρωτο ν' αναρρώση. Δεν γνωρίζω όποιον ήτο το πάθημα του. Ο δήθεν ιατρός, τον οποίον προσεκαλέσαμεν, ότε ηρχίσαμεν σπουδαίως ν' ανησυχώμεν, απεφάνθη ότι έπασχε την καρδίαν και υπεσχέθη να τον θεραπεύση. Αλλά βεβαίως δεν ήξευρε τι έλεγε, και αμφιβάλλω αν επάτησέ ποτε ιατρικής τινος σχολής τα πρόθυρα. Ήτο Μελιταίος πρεσβύτης, προ ετών από πόλεως εις πόλιν της Ανατολής μετερχόμενος, ουχί δωρεάν, του ιατρού το επάγγελμα. Κατ' εκείνην την εποχήν πας Φράγκος ευκόλως εξελαμβάνετο ως ιατρός. Κύριος δε οίδεν υπό ποίας περιστάσεις χειροτονηθείς τοιούτος ο εξοχώτατος εκείνος, επίστευσεν επί τέλους και ο ίδιος εις την επιστήμην την οποίαν εξήσκει, ποτέ μεν βοηθούμενος υπό της αγαθοεργού φύσεως και άλλοτε επισπεύδων ευσυνειδήτως των ατυχών ασθενών του το τέλος.
Έμενεν εν τούτοις ο πατήρ μου κατάκοιτος, υπέσκαπτε δε τας ολίγας δυνάμεις του ο πυρετός, και πόνοι δριμείς του αφήρουν τον ύπνον. Προησθάνετο τον θάνατον και τον επερίμενε γενναίως. Ημείς δε περί αυτόν, λησμονούντες τας ποικίλας του παρόντος στερήσεις και τα παρελθόντα αγαθά, εσκεπτόμεθα μόνον πως να τον ανακουφίσωμεν πάσχοντα και πως, ει δυνατόν, να τον σώσωμεν. Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ.
Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.
Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον· ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων. Επροσπάθησα ν' ακούσω τι έλεγον. Ήκουα, αλλά δεν τους ενόουν· ελάλουν Αλβανιστί. Μόνη η λέξις άρματα επαναλαμβανομένη συχνάκις διήγειρε τας υποψίας μου. Μετ' ολίγον εκλείσθησαν αι θύραι και απεμακρύνθησαν αι σκιαί, μου εφαίνοντο δε φέρουσαι κιβώτια και σάκκους επί των ώμων.
Επανήλθεν η σιωπή και η ησυχία, αλλ' η λέξις άρματα αντήχει εις τα ώτα μου εισέτι. Εγνώριζα ότι σημαίνει στόλον, αλλά περί τίνος στόλου επρόκειτο; Επερίμενα ανυπόμονος να εξημερώση, μη γνωρίζων τι συμβαίνει και προοιωνιζόμενος νέα πάλιν δεινά. Ανεπόλουν άκων την πρώτην εκείνην εν Σμύρνη νύκτα, ότε μ' εξύπνησαν των Τούρκων οι αλαλαγμοί.
Προς τα χαράγματα ήλθεν η μήτηρ μου και αναλαβούσα την θέσιν της πλησίον του ασθενούς μ' έστειλε ν' αναπαυθώ. Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι· ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του.
Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!
Οι Σπετσιώται μετέφερον ήδη τα πολύτιμά των επί των πλοίων και προητοιμάζοντο, εάν τω όντι επέλθωσιν οι Τούρκοι, να επιβιβάσωσι και τα γυναικόπαιδά των. Εγνώριζον ότι ήτο πολυάριθμος ο εχθρικός στόλος και εφοβούντο διά τους οίκους των, αλλ' είχον τα πιστά εις τα κινητά φρούριά των.
Κάτω εις τον λιμένα συνήντησά τινας των επί της νήσου προσφυγόντων συμπολιτών μου. Εσκέπτοντο και ούτοι περί φυγής. Πλοίον Μυτιληναίον υπό Ρωσσικήν σημαίαν ήτο ηγκυροβολημένον εις τα όπισθεν της νήσου, και είχον στείλει να διαπραγματευθώσι την ναύλωσίν του, όπως τους μεταφέρη εις Αγκώνα. Επρότειναν να συμπεριλάβωσι και ημάς, αλλά πώς να φύγωμεν; Πώς να μεταφέρωμεν τον πατέρα μου ετοιμοθάνατον; Πώς δε και να μείνωμεν επί της νήσου, εάν οι Τούρκοι απεβιβάζοντο;
Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή. Το βύθος του εξηκολούθει, είχε κλειστούς τους οφθαλμούς, τα χείλη ημιανοικτά, και ανέπνεε βαρέως.
Τότε πρώτον είδα την αγωνίαν του θανάτου, τότε πρώτον, ο δε αποθνήσκων ήτο ο πατήρ μου, ο πατήρ τον όποιον ηγάπων!
Η μήτηρ μου κρατούσα την χείρα μου δεν επρόφερε λέξιν, αγωνιζομένη να κυριεύση την λύπην της.
Εμένομεν ούτως ενώπιον της κλίνης σιωπηλοί και ακίνητοι, ακούοντες του θνήσκοντος το ψυχομαχητόν. Έκλινα την κεφαλήν επί της χειρός της μητρός μου και την ησπάσθην, εκείνη δε δεν έσκυψε να με φιλήση, αλλ ' έθεσε την άλλην της χείρα επί της κεκλιμένης κεφαλής μου και με είπεν ησύχως·
― Φέρε ιερέα.
Έδραμα έξω αμέσως. Δεν ήθελα να κλαύσω εμπρός της.
Ενώ εξηρχόμην εισήρχετο εις την οικίαν ο ιατρός. Συνηντήθημεν εις την θύραν.
― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε :
― Πώς είναι επάνω;
Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν.
― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.
Τον αφήκα αναβαίνοντα την κλίμακα και εξηκολούθησα τον δρόμον μου με την καρδίαν ελαφροτέραν. Θ' αποθάνη τουλάχιστον ήσυχος ο πατήρ μου, και θα μας αφήσωσιν οι Τούρκοι να τον κλαύσωμεν εν ειρήνη! Οι λόγοι του ιατρού επανέφερον εις την φαντασίαν μου την φρίκην της Τουρκικής εισβολής και όλα τα πιθανά επεισόδια της επί της νήσου παρουσίας των, και ενώ έτρεχα, παρεκάλουν τον Θεόν ν' αναδειχθή αληθής η είδησις ότι απηλλάγημεν τω όντι του τρόμου της εμφανίσεώς των.
Ότε επανήλθα μετά του ιερέως εις την οικίαν, ο πατήρ μου εξηκολούθει αναισθητών. ’παξ μόνον ήνοιξε τους οφθαλμούς, το δε βλέμμα του εμαρτύρει ότι μας ανεγνώριζεν, αλλά δεν ηδυνήθη να προφέρη λέξιν και έκλεισε πάλιν τα βλέφαρα. Η αναπνοή του εξήρχετο δυσκολωτέρα του στήθους, και εφαίνετο ότι τον βασανίζει η δύσπνοια. Ο ιατρός τον ανεσήκωσεν επί της κλίνης, η δε μήτηρ μου επρόσθετεν επ' αυτής προσκέφαλα, ενώ εγώ έσχιζα διά ψαλίδος το υποκάμισόν του διά να δώσωμεν πλειοτέραν ελευθερίαν εις τους εξηντλημένους του πνεύμονας.
Τι ήτο το κινήσαν τότε τον ψυχορραγούντα πατέρα μου αίσθημα; Διατί συνέσπασε τας οφρύς και εκίνησε την χείρα, ως θέλων να εμποδίση του υποκαμίσου του το σχίσιμον;
Η σκηνή εκείνη έμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου και την ανακαλώ άκων πάντοτε, οπόταν σκέπτωμαι περί της ματαιότητος των επιγείων. Ιδού ο άνθρωπος! Ο θάνατος ήπλονεν ήδη τα μαύρα πτερά του και επήρχετο το σκότος, η ανάπαυσις, το τέλος· ο δε θνήσκων, ο αγαθός, ο γενναίος, ο φιλόστοργος γέρων εκίνει αυτομάτως την χείρα όπως προφυλάξη το υποκάμισόν του! Ματαιότης ματαιοτήτων!
Η αγωνία του διήρκεσεν όλην την ημέραν. Ο Τουρκικός στόλος εν τούτοις απεμακρύνθη διευθυνόμενος προς νότον και παρήλθεν ο κίνδυνος των Σπετσών, οι δε νησιώται καθησύχασαν.
Το εσπέρας εξεψύχησεν ο πατήρ μου.
Την επιούσαν επώλησα της μητρός μου το δακτυλίδιον και εθάψαμεν τον νεκρόν μας εις τάφον ταπεινόν και ανεπίγραφον.
Ήτο η δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1822. Τοιαύται ημερομηνίαι δεν λησμονούνται.