Λουκής Λάρας/Ε

Από Βικιθήκη
Λουκής Λάρας
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ε'



Εξημέρονε μόλις ότε εφθάσαμεν εις τα υψώματα τα περικλείοντα τον λιμενίσκον, όπου η σωτηρία μας επερίμενε. Λευκή σειρά αμυδρού φωτός, χαράττουσα τον ορίζοντα, προεμήνυε την ανατολήν. Εις τους πρόποδας του αποτόμου λόφου, επί του οποίου εστάθημεν, εβλέπομεν την θάλασσαν και την ακτήν, αλλά δεν ηκούετο ρόχθος· εντός του λιμένος ήτο άκρα γαλήνη, εκτός δ' αυτού, μακράν, μας έδειξεν ο χωρικός το πλοίον. Δεν έβλεπα επί των σκοτεινών υδάτων το σκάφος, αλλ' οδηγούμενος από του χωρικού την χείρα, διέκρινα τους δύο ιστούς και μου εφάνη ότι κινούνται προχωρούντες με κρεμάμενα επ' αυτών τα ιστία.

Εσπεύσαμεν το βήμα και εντός ολίγης ώρας ήμεθα εις την παραλίαν.

Δεν ήλθε διά μόνους ημάς το πλοίον εκ Ψαρών. Ο πλοίαρχος εφρόντισεν αφ' εσπέρας να διασπείρη της αφίξεώς του την είδησιν, και συνέρρεον οι πρόσφυγες εκ των πέριξ χωρίων και εκ των σπηλαίων όπου εκρύπτοντο. Η ακτή ήτο ήδη κεκαλυμμένη υπ' αυτών, ότε κατέβημεν, εξηκολούθουν δε και άλλοι φθάνοντες κατόπιν ημών.

Ευτυχώς οι πρώτοι φθάσαντες είχον δώσει το συμφωνηθέν σημείον, και το πλοίον έπλεεν ήδη προς τον λιμένα, καθ' ην στιγμήν από του υψώματος διέκρινα μακρόθεν τους ιστούς του.

Ότε επλησιάσαμεν εις τους σωρούς των φυγάδων, είδομεν όλα τα πρόσωπα εστραμμένα προς την θάλασσαν. Ήρχετο η λέμβος! Επλησίαζεν! Ηκούοντο αι κώπαι σχίζουσαι την θάλασσαν, ηκούετο και των σκαρμών ο γογγυσμός υπό της κώπης την πίεσιν. Οι δ' επί του αιγιαλού ετείνομεν σιωπώντες τα ώτα προς τους πλησιάζοντας εκείνους παρηγόρους ήχους.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους. Κανένα δεν θ' αφήσωμεν!

Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο. Δεν εφαίνετο εισέτι ο ήλιος, αλλ' η θάλασσα ελάμβανεν ήδη της ημέρας τα χρώματα.

Οι ημίσεις περίπου ήσαν επί του πλοίου. Ημείς εμένομεν εισέτι επί της ξηράς, και εβλέπομεν την λέμβον επιστρέφουσαν, ευχόμενοι να μη βραδύνη η σειρά μας, ότε αντήχησεν αίφνης κρότος τουφεκίου και ηκούσθη σφαίρας συριγμός. Αι κεφαλαί όλαι εστράφησαν διά μιας προς τα οπίσω και είδομεν υψηλά, επί της κορυφής του λόφου, προς τα δεξιά μας, τεσσάρας ανδρών μορφάς.― Αλλοίμονον! οι Τούρκοι επλάκωσαν!

Θεέ μου! Οποίον τρόμον έφερεν εις την ακτήν η απροσδόκητος εκείνη των διωκτών μας εμφάνισις!

Δύο, τρεις τουφεκισμοί εκ νέου αντήχησαν. Ο όμιλος των προσφύγων εσκορπίσθη, και ετρέξαμεν όλοι εις του λόφου τας υπωρείας, όπως προφυλαχθώμεν υπό των βράχων τας εξοχάς. Οι τέσσαρες ναύται μόνοι έμειναν εις την άκραν της θαλάσσης, και υψώσαντες τα όπλα εσκόπευσαν και επυροβόλησαν διά μιας και οι τέσσαρες. Οι Τούρκοι άνωθεν δεν ανταπεκρίθησαν εις τον χαιρετισμόν τούτον. Εφοβήθησαν αρά γε; ή μη αι σφαίραι των ναυτών μας επέτυχον; ή μη ήσαν πολυαρίθμου σώματος εμποσθοφυλακή και επερίμενον επικουρίαν, όπως επιπέσωσι καθ' ημών; Και τότε; τι θα γίνωμεν; πώς θ' αντισταθώμεν;

Εν τούτοις η λέμβος επλησίαζεν. Ενθαρρυνθέντες υπό της παύσεως των πυροβολισμών ετρέξαμεν όλοι πάλιν προς την θάλασσαν, θα προφθάσωμεν όλοι να σωθώμεν; θα φανώσιν εκ νέου επί του λόφου οι Τούρκοι;

Προσωρμίζετο σχεδόν επί των βράχων η λέμβος, ότε είδα τον πατέρα μου πλησιάζοντα εις τον ναύκληρον. Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα.

Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν.

― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθή να περισώση. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα·― Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθώμεν....

Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου.

― Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς.

Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής. Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν. Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου!

Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης. Ουδ' ενθυμούμαι πώς ευρέθημεν επί του καταστρώματος του πλοίου.

Οι τουφεκισμοί εκ διαλειμμάτων εξηκολούθουν, η δε λέμβος επήγαινε και ήρχετο και την έβλεπα εκάστοτε επιστρέφουσαν, προσπαθών να ίδω μακρόθεν εάν ήσαν εντός αυτής ο πατήρ μου και η Ανδριάνα. Εις το τελευταίον της μόνον ταξείδιον τους είδα επί τέλους ερχομένους.

Ήμεθα ήδη πάντες επί του πλοίου, και ήμεθα εκατόν ογδοήκοντα ψυχαί! Εμετρήθημεν κατόπιν. Οι Τούρκοι δεν επέτυχον από του λόφου να ελαττώσωσι τον αριθμόν μας.

Το πλοίον ανεπέτασε τα ιστία του και ήρχισε να πλέη υπό την ελαφράν πνοήν ουρίου ανέμου, αλλ' ήτο εισέτι παρά το στόμιον του λιμένος, ότε είδομεν τα υψώματα καλυπτόμενα υπό Τούρκων. Οι ολίγοι εκείνοι ήσαν τω όντι εμπροσθοφυλακή , αλλά, θεία χάριτι, εβράδυνον οι πολλοί να έλθωσι και ημείς ήμεθα ήδη σώοι και ασφαλείς, ουδ' εφοβούμεθα πλέον τα απέχοντα όπλα των.

Μεταξύ των ποικίλων του βίου μου περιπετειών δεν έτυχε ποτέ να ναυαγήσω. Η θάλασσα, μέχρι τούδε τουλάχιστον, μοι εφέρθη φιλοφρόνως πάντοτε. Αλλ' οπόταν αναγινώσκω ναυαγίων περιγραφάς αναλογίζομαι τας ώρας και τας σκηνάς της φυγής εκείνης εκ Χίου. Ναυαγοί, βλέποντες εκ πλοίου καταποντιζομένου την απέχουσαν παραλίαν, δεν διέρχονται βεβαίως συγκινήσεις πλέον εναγωνίους όσων ημείς τότε διήλθομεν. Αλλά καταποντισμός δι' ημάς ήτο η επί της ακτής αγωνία, ως βράχον δε σωτηρίας εβλέπομεν το πλοίον, επί του οποίου η μικρά λέμβος ανά ολίγους μας μετέφερεν, ενώ οι Τούρκοι ετουφέκιζον άνωθεν.

Ότε όμως είδα το πλοίον απομακρυνόμενον και σώους επ' αυτού όλους τους μεθ' ημών συγκινδυνεύσαντας, ησθάνθην την καρδίαν μου πληρουμένην υπό χαράς ότι εσώθημεν. Τούτο ήτο το πρώτον μου αίσθημα, στενόν ίσως εγωισμού αίσθημα. Δεν εσυλλογιζόμην την ώραν εκείνην τους μείναντας εις την Χίον, δεν εσκεπτόμην πόσοι δυστυχέστεροι ημών κρύπτονται εισέτι εις σπήλαια και υπόγεια, υποφέροντες τα μαρτύρια, από των οποίων ημείς ελυτρώθημεν. Όχι· δι'εμέ η Χίος, ο κόσμος όλος, ήτο κατ' εκείνην την στιγμήν του πλοίου μας το πλήρωμα· εκεί συνεκεντρούντο τα αισθήματά μου, εκεί περιωρίζετο η σκέψις μου.

Αλλ' ότε το πλοίον επελαγοδρόμησε, τα δε παράλια της Χίου έμειναν μακράν όπισθεν ημών, και επήλθε τάξις τις και ησυχία επί του καταστρώματος, ενθυμήθην τότε ότι ήμην άσιτος και ησθάνθην ότι πεινώ. Δεν ήτο νέα δι' εμέ η τοιαύτη αίσθησις. Πολλάκις, κατά την διάρκειαν των περιπλανήσεών μας, ησθάνθην αυτό της πείνης και της δίψης το μαρτύριον. Ποτέ, αναγνώστά μου, να μη σε δώση ο θεός να πεινάσης, εκτός μόνον όταν γνωρίζης ότι σε περιμένει τράπεζα πλήθουσα. Αλλά να πεινάς και να βλέπης τους περί σε ωχρούς εκ της ασιτίας, και να μη βλέπης πόθεν να προμηθευθής τεμάχιον άρτου, και να έχης ανάγκην δυνάμεων διά να τρέχης, διά να περιθάλπης άλλα αδύνατα και αγαπητά περί σε όντα..... Ω! μόνος ο διελθών τοιαύτας στερήσεις δύναται να εννοήση την πικρίαν των!

Ο πλοίαρχος δεν εβράδυνε να σκεφθεί ότι έχομεν ανάγκην τροφής και διέταξε να μας διανείμωσι παξιμάδια. Μας εφάνησαν ως το μάνα εν τη ερήμω! Τα εδέχθημεν ευλογούντες τον Θεόν και απονέμοντες εγκαρδίους ευχαριστίας προς τον πλοίαρχον, και δεν ήκουες εντός ολίγου ή την χαρμόσυνον μουσικήν τοσούτων πεινασμένων οδόντων αλεθόντων τα σκληρά του πλοίου παξιμάδια.

Η Ανδριάνα μόνη δεν έτρωγεν. Εκάθητο επί του καταστρώματος, παρά την πρύμνην, με τα γόνατα υψωμένα και τους αγκώνας επί των γονάτων και το μέτωπον εντός των χειρών. Ο πλοίαρχος υπήγε πλησίον της προσπαθών να την ενθαρρύνη, αλλ' έμεινε σιωπηλή και ακίνητος εκείνη, ουδ' ανύψωσε την κεφαλήν. Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου.

Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας. Εγονάτισεν ενώπιον της, εσήκωσε τας χείρας της από το μέτωπον, εσπόγγισε τα δάκρυα της, και είπε λόγους γλυκείς γυναικείας παραμυθίας.

Απεμακρύνθην συγκινημένος. Υπήγα εις την πρώραν και έβλεπα την θάλασσαν την οποίαν εσχίζομεν, και τα βουνά των Ψαρών αντικρύ μου.

Ήμεθα ήδη πλησίον του λιμένος, δεν εβράδυνον δε να φανώσι τα πλοία, και υπεράνω αυτών η πόλις, και μετ' ου πολύ ηγκυροβολήσαμεν.

Τότε πρώτον την είδα την ηρωικήν νήσον, ήτις ήτο πεπρωμένον να καταστραφεί, ως η Χίος και αυτή. Αλλά τα Ψαρά ενέπηξαν εις τα σπλάγχνα της Τουρκίας πληγήν φοβεράν, ενώ εκ της Χίου γόοι μόνον και στεναγμοί αντήχησαν. Κατεστράφησαν τα Ψαρά, αλλ' αφού πρώτον ήναψεν εις το πέλαγος αθάνατον πυρκαϊάν ο δαυλός του Κανάρη!

Δεν μας επετράπη ν' αποβώμεν εις την ξηράν· εφοβούντο οι Ψαριανοί μη αναγκασθώσι να μας δεχθώσι. Δεν ηδύναντο να φιλοξενήσωσι πλειοτέρους πρόσφυγας επί της νήσου των· ήτο θυσία και το ύδωρ αυτό, το οποίον μας έστειλαν διά να μη αποπλεύσωμεν διψώντες.

Ο άνεμος έπνεεν εισέτι ούριος, ο δε πλοίαρχος εβιάζετο ν' αναχωρήσωμεν πριν αίφνης μεταβληθή. Επρότεινε να μας φέρη εις Μύκονον, καθότι εις Τήνον ήσαν ήδη πολλοί εκ Σμύρνης και Χίου και εξ άλλων πόλεων πρόσφυγες, ο δε τύφος τους παρηκολούθησεν, ενώ εις Μύκονον ήτο υγεία και ευρυχωρία πλειοτέρα. Απεφασίσθη λοιπόν εκεί κατά προτίμησιν να μας φέρωσιν. Ημείς δε επηγαίνομεν όπου μας έφερον. Τι προς ημάς η Τήνος ή η Μύκονος; Λιμένα καταφυγής ηθέλομεν, και σκέπην φίλόξενον, υπό την οποίαν να κλίνωμεν την κεφαλήν, και Τούρκους πλησίον να μη έχωμεν!

Περί ηλίου δυσμάς ανειλκύσθη η άγκυρα και απεπλεύσαμεν.

Η Ανδριάνα εν τούτοις έμενε τεθλιμμένη και άφωνος. Ουδέ η εις Ψαρά άφιξις και η εκείθεν αναχώρησις, ουδ' η γενική επί του καταστρώματος κίνησις και βοή ίσχυσαν να την αποσπάσωσι του ληθάργου, εντός του οποίου εφαίνετο βυθισμένη. Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ' έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι ητένιζον. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν, εις την σιωπήν της. Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων· και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της. Πού η πρότερα ζωηρότης; πού η ενέργεια, πού η φαιδρότης, ήτις μας υπεστήριζε και μας εζωογόνει κατά τας πρώτας του διωγμού ημέρας! Αφ' ης ώρας ήνοιξε την θύραν εις Μεστά με την κόμην λυτην και τα στήθη ανοικτά και το φόρεμα σχισμένον, δεν είδα το μειδίαμα ουδέ ήκουσα την εύθυμον εκείνην φωνήν της. Μόνον τους λυγμούς της ήκουα εντός του σκοτεινού σταύλου, και τώρα έβλεπα το άτονον βλέμμα της και τα χείλη της βωβά. Η ευτυχία της υπάρξεώς της κατεστράφη υπό τας αγρίας χείρας εκ των οποίων διέφυγεν όπως μας σώση. Η ατιμωτική εκείνη επαφή απεμάρανε το θαλερόν της ζωής της γόητρον. Το κάλλος απέμενεν, αλλ' άνευ της προτέρας λάμψεως πλέον. Ήτο εισέτι ωραία, αλλ' είχε την ωραιότητα του άνθους, το όποιον χειρ σκληρά απέκοψε του στελέχους και το έρριψε κατά γης αφού το έθλιψε.

Το δε πλοίον έσχιζε τα κύματα. Η απόστασις και το προβαίνον σκότος απέκρυψαν βαθμηδόν της Χίου και των Ψαρών τα βουνά, μόλις δε ως νέφη μεμακρυσμένα διεκρίνοντο επί του ορίζοντος αι γραμμαί των νήσων του Αιγαίου, προς τας οποίας επλέομεν.

Και επήλθεν η νυξ ασέληνος και σκοτεινή, ο δε άνεμος έπνεεν ούριος, και έτρεχε το σκάφος και εγόγγυζεν η θάλασσα. Ο κάματος, και το σκότος και της ασφαλείας η συναίσθησις, και η αντίδρασις των παρελθουσών συγκινήσεων, και το ψύχος της νυκτός, και των κυμάτων ο ρόχθος, τα πάντα ομού εδάμασαν τους επί του καταστρώματος συνεσφιγμένους φυγάδας, και επροσπάθησεν όπως έκαστος ηδύνατο να σκεπασθή, και έκρυψαν αι μητέρες τα τέκνα εις την αγκάλην, οι δε γέροντες έκλιναν την λευκήν κεφαλήν επί των σανίδων του πλοίου, και έπαυσαν αι ομιλίαι, και δεν ήκουες ή την βοήν του κύματος σχιζομένου υπό την πρώραν, και το τρίξιμον του σκάφους, ότε ο άνεμος αγριεύων έκλινε προς την θάλασσαν τους ιστούς.

Εγώ δεν εκοιμώμην. Εκαθήμην στηρίζων την κεφαλήν επί του ιστού και έβλεπα τα νέφη και τους ανά μέσον των νεφών φαινομένους αστέρας, ο δε νους μου ήτο όλος εις την Ανδριάναν. Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας· ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα· ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.

Και παρήρχοντο αι ώραι. Αλλ' η γενική επί του πλοίου ησυχία και η μονότονος της θαλάσσης βοή, και του σκάφους η κίνησις ήρχιζον βαθμηδόν να επενεργώσιν επί του απηυδημένου μου σώματος. Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς :

― Έπεσε εις την θάλασσαν! Έπεσε εις την θάλασσαν!

Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της. Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον :

― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την!

Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία.

Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.

Ω! ποτέ δεν εμίσησα τους Τούρκους όσον κατ' εκείνην την στιγμήν!

Επήδησα εντός της λέμβου πριν ή δυνηθή ο πλοίαρχος να μ' εμποδίση. Οι ναύται εκωπηλάτουν βιαίως. Υπήγομεν οπίσω. Εσιωπώμεν προσέχοντες μη ακούσωμεν την φωνήν της. Εκράζομεν δυνατά διά ν' ακουσθώμεν. Τίποτε! Εβλέπομεν εις το σκότος μη διακρίνωμεν μορφήν τινα επί των κυμάτων. Τίποτε! Τίποτε!

Εκεί, λευκή τις σκιά επί των υδάτων επέσυρε το βλέμμα μου. Την δεικνύω προς τους ναύτας. Κωπηλατούμεν, πλησιάζομεν. Ήτο ο λευκός της Ανδριάνας κεφαλόδεσμος. Εμείναμεν ώραν πολλήν περί το σημείον εκείνο, αλλά τίποτε δεν εφαίνετο, δεν ηκούετο τίποτε, εκ δε του πλοίου ο πλοίαρχος έκραζε να επιστρέψωμεν.

Επεστρέψαμεν. Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.