Η κερένια κούκλα/ΣΤ

Από Βικιθήκη
Η κερένια κούκλα
Συγγραφέας:
Το πλάνεμα του Φεγγαριού


Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Μια βαθιοκόκκινη πένθιμη αντιφεγγιά και κάτι μακρόσυρτοι μαύροι αχνοί σα σχισμένα κρέπια, κρεμαστά από ψηλά, άπλωναν πίσω απ’ το λόφο της Καστέλλας κι απ’ τα βουνά του Δαφνιού πούχαν τώρα γίνει απόμακρα, μουντά, μολυβόμαβια, σα σκιές απ’ όνειρα σβυσμένα. Απάνω στου Υμηττού την ησκιογάλαζη κάππα είχε ρίξει η βραδυνή θλίψη το μενεξεδένιο πέπλο της . . και του καημού τα γιούλια άνθιζαν και σιγοτραγουδούσανε μες την αμιλησιά της κοιμισμένης πέτρας. Μονάχα ο Παρθενών, προβάλλοντας πίσω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γλυκοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου σαν αποθεωμένος. . .

Έκανε ψύχρα τώρα. Ένας άνεμος βραδινός πλάγιαζε το χορτάρι πούπαιρνε κάτι γυαλάδες σταχτιοκόκκινες και κερασογάλαζες απ’ τα χρώματα της μαγεμένης σούρπας, της γλυκόθλιβης. Τα λουλούδια κρύωναν κ’ έκρυβαν τα κεφαλάκια τους μέσα στα χόρτα. . άλλα καμπανίζανε λυγώντας απάνω στα ψηλά κλωνιά τους, ξέχρωμα κ’ ησκιερά μες το περίχυτο ασήμι του μουχρώματος. . . Γυρίζανε σπίτι, περπατώντας γλήγορα — αυτός μπροστά κι αυτή πιο πίσω, φορτωμένη ακόμα με τα λουλούδια που τάσφιγγε στο στήθος της (αυτή τα βάσταγε, γιά την είχανε σηκώσει αυτά στην αγκαλιά τους και την πήγαιναν;) — τα λουλούδια που ήταν τώρα μαραμένα και γεμάτα ήσκιο. Ήταν κλαμένη, η Λιόλια, ξαναμμένη, ξεμαλλιάρα μ’ ανθόφυλλα μυγδαλιάς μέσα στα μαλλιά της, και πήγαινε με το κεφάλι σκυφτό, σκεπασμένο με το τριανταφυλλί σαλάκι της, σα νάτον κι αυτή η ίδια ένα από τα κομμένα άνθη, τα μαραμένα και γεμάτα ήσκιο. Ο Νίκος βαστούσε ένα μεγάλο κλαδί μυγδαλιάς στο χέρι σαν τρόπαιο και στο πρόσωπό του, καθώς κύτταζε μπροστά του κι αψηλά, έπεφτε λίγη λάμψη απ' το θρίαμβο του Παρθενώνος που σιγοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου. . .

Καθώς ανέβαιναν τον τελευταίο ανήφορο πούβγαινε πίσω απ’ το σπίτι τους βλέπουνε να ξεπροβάζη απ’ τη γωνιά της μάντρας τους, η θεια Ελέγκω σε μεγάλες φούριες. . . Άμα τους είδε, ξεφώνισε, σβαρνίζοντας τον κατήφορο:

— Μπράβο σας! Εμ δεν είπαμε δα και να νυχτωθούμε! Τρέχω να προφτάσω τον Κωλοσούρτη — δεν μπόρεσα να κάτσω πιο πολύ, γιατί έχω να μουσκέψω κάτι ρούχα και να σηκωθώ δυο ώρες νύχτα: μια πλύση τρικούβερτη! στης κυρίας Αθανασάκη — την ξέρετε δα, πουν' ο άντρας της στο υπουργείο, πήρε προίκα αυτή πολλή . . καλέ πουχ’ νε το σπίτι στη ρούσσικια εκκλησία! — ας ήναι! . . . Μπρε — μπρε — μπρε — μπρε! Για μένα τα κουβαλήσατε όλα τούτα! Καλέ τι σας ήρθε; όλο τον κάμπο πήγατε να σηκώσετε! Νά, τόσα σώνουνε: λίγα κίτρινα κι απ’ αυτά εδώ τα κόκκινα, ναίσκε αυτά θα της αρέσουν της Κυρία — Ουρανίας, και μερικά από τάσπρα — πού να τα σέρνω! . . . Μάννα μου! τι όμορφα ετούτα τα μικρούλια, τα γαλανούλικα! . . . Ε! σώνουν πια —

— Αυτές εδώ είναι ανεμώνες — είπε σιγαλά η Λιόλια. . κ’ είναι βγαλμένες με το χώμα. Να στις βάλωμε μες το μαντιλάκι σου, θεια Ελέγκω;. . .

— Πάρε κ’ ένα κλωνάκι μυγδαλιά, θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος: για σένα τις κόψαμε. . .

— Όχι να μην κουβαλάω τώρα δέντρ' ολάκερα! Θα με βγάλη όξω ο εισπράχτορας — ξέρεις αυτοί δε χωρατεύουν. . . Κάθομαι και χασομεράω και θα μου φύγη ο τρεχιόδρομος. . . Νά τον! ακούτε;, πλάκωσε κιόλας ο Βράκας. . . Γεια σας παιδιά μου! νάχετε την ευκή μου! Τη εβδομάδα που θα μας μπη, πάλι εδώ θα μ’ έχετε. . . Αμέτενε γιατ’ είναι μονάχη της η καψερή η Βεργινία! . . .

Και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο, φορτωμένη μιαν αγκαλιά λουλούδια, η θεια Ελέγκω, σα βαρέλι που κυλούσε απ’ το βουνό και καθώς κατρακυλούσε, γύρισε και ξαναφώναξε:

— Λιόλια, όπως είπαμε, τη δουλειά σου και τη Βεργινία — τα μάτια σου τα δυο! . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο Νίκος κ’ η Λιόλια με τανθισμένα τους κλαριά και με τα λουλούδια, που τους απόμεινεν ολάκερη αγκαλιά, μπήκανε στην κάμαρη τη σκοτεινιασμένη απ’ τη σταχτερή τη σούρπα — σα νάμπαινε η ολόφεγγη και μυρωμένη άνοιξη. Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα. Έτσι κ’ η άνοιξη, η χλοϊσμένη, θλίβεται βαθιά σα μαυροσυννεφιάση ο αχνογάλανος ουρανός — —

Όταν ξαναείδε ο Νίκος τη Βεργινία στο κρεββάτι της, άσπρη κ’ έρημη μέσα στο σκιόφωτο — αισθάνθηκ’ ένα χύμα από εσπλαχνία να ξεχειλίζη μέσα του: από όλη την ευτυχία των νιάτων και της ζωής, αυτή δεν είχε τίποτα! κι αυτός τα είχε όλα — κι ακόμα και το λίγο εκείνο πούτονε δικό της της τόχε κλέψει, αφού της είχε πάρει πίσω τον εαυτό του πούτον το μόνο της καλό. Τούρθε τότε να της δώση κι αυτηνής λίγα από 'κείνα που του περίσσευαν: τα κομμένα και μαραμένα λουλούδια του κάμπου αφού αυτός είχε μέσα του όλον τον ανθισμένο κάμπο αμάραντο για πάντα. . . Πήρε τα λουλούδια απ’ τα χέρια της Λιόλιας και πήγε κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας.

— Νά Βεργινία! σου φέραμε και σένα λουλούδια· δώσαμε αρκετά και της θειάς Ελέγκως, που την ηύραμε εδώ απόξω. Πήγαμε ίσαμε κάτω στου Ρουφ. . εκεί έχει τα περισσότερα, γι’ αυτό αργήσαμε —

Και της τα σκόρπισε απάνω στην κουβέρτα. . .

Κ’ έπειτα σα νάθελε, ξέχωρ' απ’ τα λουλούδια να της δώση πάλι και λίγο απ’ τον εαυτό του — από ‘κείνο που της πήρε το πιο πολύτιμο! έγειρε αποπάνω της, κοντά στο πρόσωπό της. . .

Η Βεργινία, όταν τον είδε νάρχεται κοντά της με τα λουλούδια, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, σαν από τρόμο, και τα ξανάκλεισε, καθώς της τάρριχνε τα λουλούδια απάνω στο κρεββάτι, σα για να μην τα ιδή. Μα εκεί που ο Νίκος έσκυβε αποπάνω της, έξαφνα σήκωσε τόνα χέρι της, το σκελεθρωμένο και διάφανο της χέρι που οι γαλάζιες φλέβες του φεγγρίζανε σαν κάτω από κιτρινισμένο τσιγαρόχαρτο, και με μια δύναμη, αφάνταστη για το σύντριμμα που ήτον, τον έσπρωξε κατάστηθα . . και τούπε με κακία:

— Φύγε από 'δώ! μυρίζεις ήλιο! . . αυτά να μου τα βάλης όταν Θα με θάψης — και γύρισε το κεφάλι της απ' την άλλη μεριά.

Ο Νίκος τραβήχτηκε πίσω, απότομα.

Τα λουλούδια απομείνανε σκόρπια για πολλήν ώρα απάνω στο κρεββάτι της Βεργινίας, σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο νεκροστολίζοντας μια ζωντανή . . .

Η Λιόλια, μόλις μπήκανε μες την κάμαρη, κατέβηκε στην κουζίνα και δεν ξανανέβηκε παρά μόνο σαν έφερε να φαν ψωμί. Ήρθε με τα μάτια που δεν ανοίγανε στο φως, με τη μύτη πρισμένη, με το στόμα ένα γύρο κατακκόκκινο απ' τα κλάμματα, τριαντάφυλλο βυσσινύ ξεφυλλισμένο, με τα μαλλιά της μέσα στα μούτρα, απ' όπως ήτον πεσμένη με το κεφάλι στη γωνιά κάποιου τραπεζιού —

— Μάσ’ τα λουλούδια απ’ το κρεββάτι! — της είπε σε λιγάκι ο Νίκος . . .

Τα μάζεψε η Λιόλια, αμίλητη, τα όμορφα λουλούδια της που τάχε κόψει με τόση χαρά και που τώρα κοίτοναν ξέψυχα κι αυτά σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο . . . Μα κ’ η Βεργινία δεν είπε λέξη κι ούτ’ άνοιξε τα μάτια — —

— Πέτα τα όξω στην αυλή! — ξαναείπε ο Νίκος. . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτήν τη νύχτα κοιμόταν η Βεργινία βαθιά — γιατ’ είχε πάρει υπνωτικό αποβραδύς για πρώτη φορά. Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της Βεργινίας. Αυτό που τόσον καιρό λαχταρούσε η Βεργινία με καρδιοβόρι: το χέρι του αγαπημένου αντρός που πάει ψάχνοντας ναγγίξη την ποθερή γυναικεία σάρκα — τη σάρκα πουν ολόδικιά του. . που γι’ αυτόν είν' έτσι απαλή και πουπουλένια, για να σβήση μέσα της. . που γι’ αυτόν ζη κι ανθίζει, για να τονέ μεθύση με τη θερμή και μυρωμένη ανάσα της — αυτό το χέρι το λαχταριστό της ήρθε της Βεργινίας εκείνο το πουρνό. . . Αχ, μα και που ήρθε — δεν ήτονε δικό της! — — Ξύπνησε η Βεργινία ολότρομη! — πόνεσε το κοκκαλιασμένο στήθος της απ’ την αντρίκια ορμή και δύναμη του ερωτιάρικου χεριού: σπαρτάρισε ολάκερη και ξεφώνισε αχνά (από τρομάρα ή από πόνο ή από χαρά;). . . Κι ο Νίκος, με τα μέλη ακόμα λυμένα απ’ τη γλυκειά πρωινή νάρκη, ξύπνησε κι αυτός απ’ της Βεργινίας το λάγγεμα και το ξεφωνητό. . . Μα σαν έννοιωσε κάτω απ’ τα δάχτυλα του το ξυλιασμένο στήθος της άρρωστης, κρύωσε όλος και μαζεύτηκε κουβάρι και γύρισε απ’ την άλλη τη μεριά. . .

Την άλλη μέρα το μεσημέρι γύρισε ο Νίκος μαζί μ’ ένα λούστρο κουβαλώντας σ’ ένα καροτσάκι δυο στρίποδα και κάτι σανίδες κ’ ένα στρώμα και ρούχα του ύπνου.

— Πήγα και τα πήρα από 'να φίλο μου που τάχε περισσευούμενα, είπε της Βιργινίας καθώς τα φέρνανε με το λούστρο μέσα στην κάμαρη. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να κοιμάσαι ήσυχη —

Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την ύπαρξη — —

Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας. Το δειλινό η Λιόλια κατέβηκε στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους. Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω! τι θάμα!: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της: δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν. Έλυσε η Λιόλια το σχοινί που ήτανε δεμένο απάνω στη μυγδαλίτσα και την τυραννούσε και το πέρασε πίσω απ' το σωλήνα της βρύσης που ξέβγαινε λιγάκι απ' τον τοίχο της μάντρας. Έπειτα έσκυψε να δη τι απόγιναν τα λουλούδια που τάχε ρίξει τάλλο βράδυ μέσα στη γούρνα. . . Σε λίγο βρεθήκανε δυο πιατάκια μ’ ανεμώνες κόκκινες και γαλάζιες, βγαλμένες με το χώμα, καθώς κ’ ένα κλαδί μυγδαλιάς (από 'κείνες εκεί του κακού του κάμπου!), ολόδροσο κι ανθάτο, απάνω στον κομμό. . .

Πέρασ’ άλλη μια μέρα, ωραία και γλυκόζωη, σαν τις άλλες. Ότι είχαν αποφάει. Η Λιόλια είχε βγη να καθήση στα σκαλοπάτια μπρος την πόρτα της αυλής. Το φεγγάρι ήτονε βγαλμένο νωρίς: ήτον πανσέληνος εκείνην τη βραδιά. . . Ο Νίκος έδωσε της Βεργινίας το σκονάκι για τον ύπνο, που έκανε δυο-τρεις ώρες ως να ενεργήση. Έξω ήτανε μέρα απ' του ολόγιομου φεγγαριού τη λάμψη και μύριζε καλοκαίρι — από 'κείνες τις καλοκαιριάτικες βραδιές που κάνουν τη ζωή παραμυθένια. . . Ποιος μπορεί να μείνη μέσα στην κάμαρη τέτοια βραδιά; — έτσι κι ο Νίκος έσβυσε το φως, για ναποκοιμηθή πιο εύκολα η Βεργινία, κι άνοιξε την πόρτα της αυλής κι άνοιξε όλο του το στήθος στη φεγγερή γαλήνη πούτον έξω και στη δροσερή ανάσα τη μοσχόβολη της κοιμισμένης πλάσης. . έπειτα έγειρε πίσω του την πόρτα και κάθησε κι αυτός στο σκαλοπάτι που καθόταν η Λιόλια. Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ’ αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: — κ’ έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού — —

Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ’ έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’ την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ’ ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ’ εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’ τη σκεπή. . .

Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο — — Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού — αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας — , που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ’ αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα — το γλαυκόφεγγο — το γλυκοϋπνιασμένο. . .

Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της — Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι. Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; — ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’ το κρεββάτι, αυτή πουχ’ ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ’ απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη — λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε. . . Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ’ έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ’ έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της: τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του — κ’ η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ’ υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα. Απ’ την ημέρα πούχαν πάει στα λουλούδια δεν είχε σηκώσει τα μάτια της απάνω του απ’ το φόβο μήπως απαντήση τα φριχτά μάτια της Βεργινίας που ξεφώνιζαν, άλαλα, από καημό κι απελπισία. . περισσότερο όμως ακόμα φοβότανε μήπως αντικρύση τα δικά του μάτια! Τώρα που σα συνεπαρμένος απ' τη γοητεία της φεγγαρίσιας ευτυχίας είχε γείρει στον κόρφο της να κοιμηθή, τώρα τον κύτταζε άφοβα, τώρα τον φιλούσε όλονε με τα πρωτοξύπνητα γυναικεία μάτια της, τον άντρα τον αγαπημένο. Τι ζεστά που μύριζαν τα γλυκά μαλλιά του! σαν κάτι ζωντανό και δυνατό που της ήτονε φόβος μαζί και λαχτάρα. Αχ, τα στήθια της νάλυωναν ήθελε κάτω απ’ αυτό το βάρος που λίγο της φαινότανε για την αγάπη της. Κι ολοένα περισσότερο βυθιζότανε στην ευδαιμονία αυτής της θωριάς, βούλιαζε ολάκερη, χανόταν. . ως που τα μάτια της κλείσανε σαν από μιαν ηδονή κι έναν πόνο αβάσταχτα για την ψυχή της — —

Και τα μάτια της είδαν τότες πως σηκώθηκαν απ' το σκαλοπάτι και βγήκαν έξω στο δρόμο μαζί με το Νίκο — πιασμένοι απ’ τα χέρια — και κατέβηκαν απ’ το βουνό τους κάτω στον κάμπο με τα λουλούδια πούχαν πάει τις προάλλες . . και πέρασαν όλον τον κάμπο και μπρος απ' της Καλλιθέας τα σπίτια που ήταν τυλιγμένα μες τασημένια μαλλιά του φεγγαριού τα ξέχυτα και — πάντα χεροπιασμένοι με το Νίκο — ανεβήκανε σ’ εκείνο τολοστρόγγυλο το βουναλάκι — προτού νανοίξη ο κάμπος για τις Τζιτζιφιές — πούχει στην κορφή του την εκκλησίτσα της Αγια-Σωτήρας. . . Εκεί στο βουναλάκι απάνω στεκόταν το φεγγάρι· μα δεν τόβλεπαν καθώς ανεβαίνανε, γιατ’ ήτον κρυμένο πίσω απ’ την εκκλησίτσα. Μόλις όμως έφθασαν απάνω στην εκκλησιά, ξεπρόβαλε και τους έλαμψε μες το πρόσωπο τόσο που θάμπωσαν τα μάτια τους. . .

— Καλωσορίστε! — τους είπε το φεγγάρι. Τι γινήκατε τόσον καιρό; Κανείς δεν έρχεται να με ιδή εμένα που είμαι ολομόναχο πάνω στα βουνά. Τόσα μάγια κάνω εγώ των ανθρώπων: μπαίνω στις κάμαρές τους και τους φιλώ τα μάτια, πέφτω μες τις στέρνες τους και ξαπλώνομαι στα δρομάκια των περβολιών τους και σκαρφαλώνω μάντρες και γέρνω απάνω στις οξώπορτές τους και ξενυχτώ στα σκαλοπάτια: μόνο και μόνο για να βγούνε να με ιδούν· μ’ αυτοί μ’ αφήνουν ολομόναχο απάνω στο βουνό μου. Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο! — σαν τη Βεργινία. Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι — Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχ!» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ’ η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο: το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι. Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα: ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα — για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ’ είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα; — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

— Παναγία μου! Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ’ απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ! . . Αχ, Κύριε Νίκο! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο; Αχ, Θε μου! Θε μου! τώρα τι να κάνουμε; τώρα τι να κάνουμε;

Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . .

Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ’ απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν. Με τες φωνές της Λιόλιας, που απηχούσανε στριγγά στη γλυκόϋπνη σιγαλιά της νύχτας, ήρθε στον εαυτό του: τα μάτια του άδραξαν τη φριχτή ζουγραφιά, την ολόφεγγη, εκεί μπροστά του στο κατώφλι της κάμαρης, και σα μιαν αστραπή πέρασε μέσ’ απ’ το μυαλό του και σα μια στιλετιά μέσ’ απ’ την καρδιά του.

— Βεργινία! — έβγαλε μια φωνή βραχνή, πνιγμένη, σα μέσ’ από κάποιο πηγάδι. . . Δε μ’ ακούς, Βεργινία! Τ’ είναι μωρή τούτα που μας κάνεις; Βεργινία! — και γονατιστός χάμω σκουντούσε το κατάψυχρο κορμί της, το κάτασπρο μες τάσπρο του το νυχτικό, πιο άσπρο και πιο κρύο κι απ’ τασημένιο φως του φεγγαρίσιου ποταμιού που τόχε πάρη στην αγκαλιά του.

— Ελάτε, Κύριε Νίκο να τη σηκώσουμε, να την πάμε στο κρεββάτι της! φώναζε η Λιόλια με μια φωνή που κολυμπούσε μες τα κλάματα. . . Αχ, τώρα τι να κάνουμε! τώρα τι να κάνουμε! Αχ, Κυρία Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου! δεν ακούτε; ελάτε να σας σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! — κ’ έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της αυλής. . .

Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία — σαν πούπουλο! — και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι. Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’ ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα χέρια μ’ όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά. Ήρθ' η Λιόλια με παννιά στα χέρια που έβρεχε με ξύδι και της τάβαλε της Βεργινίας στο κούτελο και μπροστά στα ρουθούνια. . . Έπιασ’ ο Νίκος κ’ έσταξε ένα-δυο σταλαγματιές αιθέρα μες το στόμα της που ήτανε μισάνοιχτο. — Τίποτα!

— Πάω να φέρω γιατρό! είπε· είν' ένας εδώ κοντά στου Μακρυγιάννη: αυτός έρχεται ότι ώρα του 'πης. Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης! Άσ’ τα κλάματα τώρα! — αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . .

— Μη φύγης, Κύριε Νίκο! μη μ’ αφήσης μονάχη! — ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.

Μα ο Νίκος είχε γίνει αέρας — —

Σαν απόμεινε η Λιόλια μονάχη της, πήγε σε μια γωνιά της κάμαρης κι άρχισε, απ’ το φόβο κι απ’ τη συγκίνησή της, να σκούζη σα μικρό παιδάκι: παιδάκι ήτον ακόμα το κακόμοιρο το κορίτσι και δεν τούχαν τύχει ποτέ του τέτοια φοβερά περιστατικά. Αυτές τις μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της μπόρας. . .

Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ’ έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ’ αιματωμένες τις φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . .

Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της:

— Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι; — φώναξε, γέρνοντας απάνω της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή. Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε!

Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο.

Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια. Άρχισε να τρέχη μέσα στην κάμαρη που τη φώτιζαν αλλόκοτα, τραγικά παλεύοντας, δυο αποφεγγιές: του φεγγαριού το κρύο τασήμι που μοιάζει με το φως των ματιών του Χάρου κ’ η κιτρινάδα της λάμπας: ίδια αρρωστημένη φλόγα της ανθρώπινης ζωής. Ολομόναχο το κοριτσάκι, αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. . έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω;

— Βεργινία μου! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου! — έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . .

Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που την καταμούσκεψε. Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας. Αχ, αυτές οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’ απ’ όλο αυτό το κακό;

— Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει! — — ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’ το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγε — Δεν μπορούσε να βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά: κι αν πέθαινε η Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη; — κ’ έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.

Δεν ήτον ο κομψευόμενος και ο μοσχομυρισμένος, ο γυναικολόγος και γυναικάκιας πουρχόταν πάντα: αυτός καθότανε στην άλλη άκρη της Αθήνας κι ούτ’ έβγαινε τέτοιαν ώρα απ’ το σπίτι ναρθή εδώ έξω. Ήτον ένας γιατρός της συνοικίας που απ' το πρωί ως το βράδυ και τη νύχτ’ ακόμα έτρεχε στη φτωχολογιά — ένας τύπος πλακιώτικος: μια μαύρη ρεμπούπλικα χωμένη ίσαμε ταυτιά, κάτι παντελόνια φαρδιά και μακριά που σέρνονταν πίσω κατασκονισμένα πάντα, ακόμα και το πρωί πούβγαινε απ’ το σπίτι, μια μαγκούρα θεόρατη και μια φάτσα ίδιο γουλί με τρύπες-τρύπες το πετσί σα σουρωτήρι, αγύριστη αιωνίως που θύμιζε κάτι παλιά ξυστριά αλογίσια. Σα δικαστικός κλητήρας φαινόταν αυτός ο γιατρός, σα μεσίτης ή εργολάβος οικοδομών — κι όμως τέτοιος πούτον πολύ τον αγαπούσε ο κοσμάκης. Πολλά πράματα δεν ήξερε, μα έπαιρνε και λίγα: ένα διπλό και καμμιά φορά και πενήντα λεπτά. Πάντα παρηγοριά είναι ο γιατρός — κι αυτό είν' περισσότερο στην αρρώστια για το μικρόν τον κόσμο.

Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά. . έβαλε ταυτί του στο στήθος. . .

— Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη. Έχετ’ αιθέρα — είπε με μια φωνή βραχνή σα ραϊσμένο πιθάρι —

Έσταξε λίγο αιθέρα μες το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν εκεί δα από πρωτύτερα που τόχε φέρει η Λιόλια και προσπάθησε να της δώσει να πιή, ανασηκώνοντας της το κεφάλι.

— Δεν καταπίνει! — Ένα κουταλάκι μικρή! — και της έρριξε από λίγο μες το στόμα. — Έχει κτυπήσει και στο κεφάλι, είπε, δείχνοντας ένα πρασινωπό καρύδι πούχε φανή άξαφνα, λίγο αιματωμένο, απάνω απ' ταριστερό μηλίγγι της. — Βάλ’ ένα παννάκι βρεμμένο εδώ πάνω! — έγνεψε της Λιόλιας.

Ο Νίκος τούχε πη του γιατρού για την αρρώστια της Βεργινίας στο δρόμο πούρχονταν, και για την κούρα που της είχε κάνει ως τα τώρα ο άλλος ο γιατρός ο γυναικολόγος που τον είχε συστήσει ο μάστοράς του γιατ’ είχε λέει κάνει θάματα στη γυναικάδερφή του. . και γι’ αυτό τον έφερνε ακόμα εξακολουθητικώς, ειδεμή και βέβαια θάπαιρνε του λόγου του πούτον και της συνοικίας. Αλλά μια κ’ είχε αρχίσει! . . κ’ έπειτα ο καθείς λέει πως να περάσ’ όπως κι όπως η αρρώστια. . .

— Πού την ηύρε τη δύναμη και κατέβηκε απ' το κρεββάτι! — είπε τώρα ο γιατρός — αφού έχει τόσον καιρό να σηκωθή και σε τέτοια χάλια που βρίσκεται! Απ' την πολλή αδυναμία είναι που δεν μπορεί να συνέρθη: τα νεύρα της έχουν ξεχαρβαλωθή ολότελα — Μήπως και ταράχτηκε; — μην είδε τίποτα και τρόμαξε;

Σαν άκουσ’ έτσι η Λιόλια, ξάστραψε κάτι μες το νου της: ξαναείδε την ολόχυτη λάμψη του φεγγαριού στο κατώφλι με τη Βεργενία πεσμένη μέσα της σαν πνιγμένη και την πόρτα την ανοιχτή και στο σκαλοπάτι της ανοιχτής πόρτας είδε τον εαυτό της και το Νίκο κοιμισμένο με το κεφάλι του ακκουμπηστό στον κόρφο της. . . Α! τότε κατάλαβε — γιατί ως τα τώρα απ’ την τρομάρα και την ταραχή δεν είχε τόπο η ψυχή της για τίποτ’ άλλο — Κι όχι κατάλαβε, παρά αισθάνθηκε μες τα θολά βάθη του γυναίκειου είναι τις, ταθώο το κοριτσάκι, πως κάτι τρομερό είχε γίνει, τόσο τρομερό που έφθανε για να σκοτώση μια γυναίκα και πως γιαυτό πέθνησκε τώρα η Βεργινία — — — ζαλίστηκε, τα γόνατά της λύθηκαν και πιάστηκε απ’ το κρεββάτι να μην πέση —

«Κρακ» έκαμε κάτι κάτω απ' τα πόδια του Νίκου εκεί που πήγε να κάμη ένα βήμα πιο πέρα. . έσκυψε να το σηκώση ήτον το κουτί με τα σκονάκια (πούχε πάρει η Βεργινία απ’ τον κομμό), πατημένο πήττα.

Ο γιατρός σταναμεταξύ είχε βγάλει απ' την τσέπη του μια σύριγγα κ’ έκαιγε τη βελόνα της απάνω απ’ το γυαλί της λάμπας. . .

— Πώς βρέθηκε το κουτί εδώ χάμω; — ρώτησε ο Νίκος τη Λιόλια — εγώ τόχα αφήσει απάνω στον κομμό! —

Στεκόταν τώρα η Λιόλια ακκουμπησμένη στο κρεββάτι, άφωνη, και κύτταζε το γιατρό με μεγάλα μάτια, γεμάτα βαστηγμένα δάκρυα. . το στήθος της ανασηκωνόταν κάθε τόσο από ξέμακρα αναφυλλητά βουβά που της τρεμούλιαζαν το σαγόνι και το κάτω χείλι: έτσι αστράφτει πίσω απ' τα βουνά, ύστερ' από βροχή και κάποια βράδυα του καλοκαιριού, από αντάρες που δεν ακούς το βόγκο τους.

— Νά, κυρ Γιατρέ, της δώσαμε απ’ αυτό το υπνωτικό σήμερα, μπας και την πείραξε; αρχινίσαμ’ απ’ τα χτες: γιατί δεν κοιμόταν τη νύχτα ολότελα· ο γιατρός είπε πως το περισσότερο είν' η αγρύπνια που την αδυνατίζει και της τόγραψε.

— Αηδιές! πολύ άσχημα. . είναι, βλέπεις, τώρα και το ναρκωτικό που τη βαστάει σ’ αυτήν την θέση. Τι γράφει απάνω;. , αριθμό έχει μονάχα. . πούν' η ρετσέτα;

— Την κρατήσανε στο φαρμακείο.

Άνοιξ’ ένα σκονάκι ο γιατρός κ’ έβαλε στη γλώσσα του και χτύπησε τα χείλια του. . σήκωσε τους ώμους και κρέμασε το κάτω χείλι τον, σα νάθελε να πη: «ξέρω κ’ εγώ τι κουραφέξαλα είνε αυτά!»

— Τώρα ό,τι είναι είναι! Σταθήτε να κάμουμε μια στιγμή την ένεση. Έλα εδώ εσύ μικρή! — είπε, γεμίζοντας τη σύριγγα μ’ αιθέρα — άνοιξε το ποκάμισο της Κεράς σου και σκούπισε λίγο το μέρος εκεί κοντά στην καρδιά μ’ ένα μαντηλάκι. Στάσου να σου στάξω καλύτερα λίγο αιθέρα. . έτσι! . . .

— Αχ, κυρ Γιατρέ: Τι! Θα της τρυπήσετε την καρδιά με τη βελόνα; — φώναξ’ η Λιόλια με τρόμο, έτοιμη να ξαναρχίση τους θρήνους . . .

— Μη φοβάσαι! δεν τρυπάω εγώ τον κόσμο. . μόνο σα την τσιμπήσω λιγάκι απέξω απέξω, πιο λίγο από μια μέλισσα —

(μέλισσα! μέλισσα! που ήτονε μια μέλισσα που ήθελε να την τσιμπήση; — συλλογίστηκε η Λιόλια κ’ έξαφνα είδε μπροστά της τον κάμπο με τα λουλούδια και τάραξε σύσσωμη)

. . οι νέοι οι γιατροί, οι πολύξεροι, που γράφουν τα μοντέρνα τα ναρκωτικά, τις κάνουν τις ενέσεις στο μπράτσο ή στο πόδι — γύρισε κ’ είπε κατά το Νίκο, ο γιατρός, εκεί που έχωνε τη βελόνα στο κίτρινο πετσί της Βεργινίας (πετσί και κόκκαλο! — ανατρίχιασε ο Νίκος που την είδε) — εγώ τις κάνω κοντά στην καρδιά και ξέρω τι κάνω. . .

Έπειτα τη σκέπασε τη Βεργινία και κάθησε στην καρέκλα να δη την ενέργεια.

Εκεί δα, νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η γειτόνισσα η Χαρζανοπουλίνα, η χήρα του δικαστικού κλητήρα, με τη μια της κόρη την πιο μεγάλη, πούτον η αλαφροήσκιωτη — αν νεγκλιζέ. Η γριά τουλάχιστο πάντα ήτονε γριά κι άσχημη σα μάγισσα, μα της «νέας» τα χάλια καθώς ήταν άφτειαχτη και στη φυσική της κατάσταση δε μολογιούνται. Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα εν οίκω μη εν δήμω!» Τι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης γαλοπούλας μέσ’ απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια! τι χρώμα σαν το κυδώνι! — άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα κατσάρια! . . .

— Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά. Είπα κ’ εγώ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η Βεργινία;» Μου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού — και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τω φτωχώνε! — μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου. Μάλιστα η Μπιμπίκα μου πρώτη τον κατάλαβε — αυτή, καλέ μου, ακούει και το χορτάρι που φυτρώνει!: «Μαμάκα μου! μου λέει, κάτι έπαθε η Βεργινίτσα και φέραν τον καλό γιατρό». Εξ αρχής αυτό έπρεπε, Κυρ Νίκο μου! Εμείς πάντα το λέγαμε. Μα είπα κ’ εγώ στα κορίτσια: «άστε, μην ανακατευόσαστε στου άλλου το διάφορο· εδώ είναι περί ζωή και θάνατο βλέπεις: νάχης έπειτα και την ευθύνη! . . .»

— Και βέβαια είναι πολύ λεπτότατα πράγματα αυτά — αχνολάλησε η Δεσποινίς Μπιμπίκα.

— Και τι έχει, Κυρ Γιατρέ μου, η Βεργινούλα μας; — συλλογίστηκε τώρα μόλις να ρωτήση η γριά-καμμιά λιγοθυμιά πάλι. Αμ τις προάλλες πούμαστε φερμένες εγώ με τις κόρες μου και μας έμεινε στα χέρια μισήν ώρα, ξερή! . . ήτονε μονάχη της — ήτον και η Ευρυδίκη — γύρισε και ρώτησε την Μπιμπίκα — ας είναι . . . αν δεν ήμαστεν εμείς. . είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε — γυναίκες ολομόναχες — πήγα να παλαβώσω. . είναι και η ευτύνη ξέρεις! γιατί έπειτα σου λέει άλλος —

— Άσ’ τα τώρα, Κυρά Χαρζανοπούλου! είπε ο γιατρός, σταθήτ’ απ’ το κρεββάτι! . . σταθήτε από 'κεί δα! . . μη μου κλείνετε το φως να δούμε τι θα κάνουμε. . .

Έπιασε πάλι το σφιγμό της Βεργινίας με το ρωλόϊ στο χέρι. . έβαλε ταυτί του στην καρδιά της. . . Έπειτα έχυσ’ αιθέρα στα χέρια του και της έτριψε τα μηλίγγια. . της έτριψε τα χέρια και τα πόδια. . .

Έξαφνα άνοιξε η Βεργινία τα μάτια της και το στόμα της άρχισε ναναπνέη αργά. . . Κ’ η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο βαθειά. . το στήθος της ανασηκωνότανε σα να φούσκωνε απομέσα του ένα κύμα να ξεσπάση. . .

Ο γιατρός γύρισε να δη το Νίκο που στεκόταν πίσω του, ακκουμπηστός στο κρεββάτι: σούρωσε τα χείλια του και τανέβασε ως τη μύτη του. . .

Ο Νίκος έβλεπε της Βεργινίας τα καμώματα μ’ όλη την ψυχή του χυμένη στα μάτια του. . .

Ακουγόταν τώρα η αναπνοή της Βιργινίας σαν ανάλαφρο ροχαλητό ανθρώπου βαριοϋπνιασμένου. . άνοιγε το στόμα της και τάφηνε λίγην ώρα ανοιχτό. . . και το ξανάκλεινε αργά, παράξενα σα μ’ ένα μηχανισμό, αλλοιώτικα από άνθρωπο: όπως τα ψάρια που τα πετάει το κύμα στο γιαλό. . κι ολοένα πιο πολύ το στόμα της άνοιγε και πιο πολλήν ώρα έμενε ανοιχτό, στυλωμένο τώρα, σαν πόρτα που δεν ξαναπέφτει να κλείση. . .

Η Λιόλια κύτταζε με το κλαμένο πρόσωπό της ξαστρωμένο πάλι, σαν κρυφοχαρούμενη πούβλεπε τη Βεργινία νανοιγοκλείνη το στόμα, να ξαναζωντανεύη. . .

— Τι κάνει έτσι, γιατρέ; τ’ είν' αυτό που κάνει; φώναξε ο Νίκος του γιατρού με τρόμο —

— Δεν είν' καλά η γυναίκα σου! — —

Η Χαρζανοπουλίνα κ’ η κόρη της που στέκονταν εκεί κοντά, κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους κ’ η γριά κούνησε το χέρι της σα νάλεγε για κάποιον πως έφυγε και πάει:

— Δεν τη βλέπεις, Κυρ Νίκο μου; δεν τη βλέπεις που τελειώνει και σ’ αφήνει γεια;

. . . Τα μάτια της Βεργινίας είχαν ανοίξει διάπλατα: κύτταζαν αχνά και ξέξασπρα το Νίκο, κατάματα. . κι όλο άνοιγαν πιο πολύ, σα να θέλανε να βγουν απ’ τις κόγχες τους να πεταχτούν απάνω του, κ’ οι κόρες τους μεγαλώνανε σκοτιδιασμένες σα δυο βαθειές τρύπες. . .

— Βεργινία!! — ξεφώνισε ο Νίκος. . . Βεργινία μου!! . . κ’ έπεσε γονατιστός, μ’ έναν πνιγμένο λυγμό, μπροστά στο κρεββάτι και της έπιασε το χέρι — —

. . Οι δυο βαθειές τρύπες των ματιών της Βεργινίας αποπάνω απ’ το κεφάλι του Νίκου μαυρίζανε σαν πηγάδια — Άξαφν’ άνοιξε η Βεργινία το στόμα της ακόμα περισσότερο και δεν το ξανάκλεισε πια — τα μάτια της θολώσανε — σα να πέρασ’ ένα σύννεφο ψηλά, ένας αχνός αποπάνω τους — κι απόμειναν εκεί δα, ορθάνοιχτα, στυλωμένα απάνω στο πρόσωπο του Νίκου — — —

Ο γιατρός σηκώθηκε:

— Δεν είχε δύναμη η καρδιά της — είπε. Έβαλε ταυτί του στο στήθος της. . έπειτα έβγαλε κ’ είδε το ρωλόϊ του. . και της έκλεισε τα μάτια. . .

[Έως εδώ έκαμε τας διορθώσεις του έργου του ο συγγραφεύς. Ο εξαφνικός θάνατός του εσταμάτησε το έργον και αι κατόπιν διορθώσεις έγιναν σύμφωνα με την πρώτην έκδοσιν.]

— Ζωή σε λόγου σου, είπε σκουντώντας το Νίκο απ’ τον ώμο. Σαν είδε που δεν κουνήθηκε ο Νίκος από κει πούτονε γονατιστός με το πρόσωπο απάνω στο χέρι της Βεργινίας, τον έπιασε με τα δυο του χέρια απ’ τις αμασχάλες και τονέ σήκωσε ορθόν.

— Έλα, άντρας είσαι! Αυτά έχει ο κόσμος. Καλύτερα που ησύχασε — δεν είχε πια ζωή μέσα της. Αν θέλης αύριο περνάς για την άδεια —

Καθώς σηκώθηκε ο Νίκος και ξανάρριξε μια ματιά απάνω στο νεκρό πρόσωπο της Βεργινίας και κατάλαβε πως όλα τέλειωσαν πια, τούρθε στρόφιλος και πήγε να πέση. Τον κράτησε ο γιατρός, πριν να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά τους.

— Τον καημένο το νέο! — είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’ απ' τα φυλλοκάρδια της.

Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο. Έβγαλε ο Νίκος και του 'δωσ’ ένα τάλληρο.

— Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε — και τόβαλε στην τσέπη του.

Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας:

« Αχού, Βεργινία μου! τι κακό που σούρθε! Αχού, περιστεράκι μου! και πού μας αφήνεις!» — —

και το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας — — Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη. . .

Ήτον αργά πια. Το φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο — ίδιο μάτι πούχει κλάψει — —

Κ’ η Λιόλια;

Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της — χωρίς κανείς να την προσέχη. . .

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ’ έναν ψάλτη: — ήρθε κ’ ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ’ ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη — — κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο! Τόσον καιρό που ζούσε η άμοιρη η Βεργινία, ψυχή δε ρώταγε γι’ αυτήν και τώρα που πέθανε, τρέξανε σαν τα κοράκια — άφησε πια τις Χαρζανοπουλίνες, μάννα και κόρες, και την αδερφή της γριάς, την Κερ-Αριστείδαινα, και την Κυρία Ευρυδίκη: αυτές δα ήταν απ τις πρώτες, σπιτικές σα να πούμε, στα μέσα και στα έξω. . και πήγαιναν πίσω απ’ την κάσσα κολλητές, σα συγγενείς. . . Το Νίκο τον είχε πιάσει μπράτσο ο μάστοράς του ο Πρίαμος κι απ’ την άλλη μεριά ο Περικλής. Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου: ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ’ ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης. Ο Μίμης δεν ήρθε — — Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Φορούσε ακόμη η Λιόλια το φορεματάκι πούχε σαν πρωτοήρθε με μια μαύρη μπέρτα αποπάνω κ’ ένα παλιό καπέλλο πένθιμο με μαύρα σταφύλια, που τόχε παρμένα η θεια Ελέγκω απ’ τη σπιτονοικοκυρά της, και που την έκανε σα μεγάλη γυναίκα. . .

Πήγαινε η Λιόλια με βουρκουμένα μάτια, σκυφτή κάτω απ’ το βαρύ καπέλλο. . . Ένα χάος ήτονε στο μυαλό της απ’ τα χτες τη νύχτα:. . φέρανε μιαν κάσσα άσπρη με κάτι χρυσοχάρτινα σειρήτια και τριανταφυλλάκια πάννινα και κάτι αγγέλους και δυο χέρια χεροπιασμένα από πάφυλα, καρφωμένα απάνω στο καπάκι. . γέμισε το σπίτι γυναίκες. . η γριά-Κλητήραινα με τις κόρες της μπαινόβγαιναν. . της πήραν τα κλειδιά να βγάλουν καφέ και ζάχαρι. . έσυραν το κρεββάτι (Αχ! το κρεββάτι με τη νεκρή τη Βεργινία) στην άκρη — — Ίσαμε πούρθε η θεια Ελέγκω και την πήρε στην αγκαλιά της δεν είχε πού νασταθή, πού να κλάψη. — — «Όλο μες τα πόδια μας βρίσκεται αυτό το τζάτζαλο! Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα. Πώς τα σιχαίνομαι αυτά τα χαραμοψώμικα! — τάχα συγγενής, κι' ο Θεός να σε φυλάη. . .», είπε η Μπιμπίκα σε μιαν άλλη που διόρθωνε τη Βεργινία μαζί με την Ευρυδίκη. . . «Έχει και μούτρα και κλαίει! Αυτό που δεν ήθελε!», φώναξε η Ευρυδίκη αποπίσω απ’ το δυστυχισμένο το κορίτσι, για να τακούση, καθώς έβγαινε να πάη στην αυλή να κρυφτή απ’ τα μάτια τους. . . .

Της έβαλαν της Βεργινίας το νυφιάτικό της το κρεμ κι αποκάτω απ’ την πλάτη της τα στέφανα του γάμου: Αχ! σα σφαγμένο αρνί λύγισε το νεκρικό κορμί της με το κεφάλι πεσμένο πίσω καθώς την πιάσανε να τηνέ βάλουνε στην κάσσα — τη στιγμή που ξαναρχότανε μέσα η Λιόλια — — Την κάσσα την απίθωσαν απάνω στο τραπέζι — στο τραπέζι πούτρωγαν καθεμέρα και που τόχαν τώρα τραβηγμένο μες τη μέση. . η Ευρυδίκη πήρε τα λουλούδια που ήταν απάνω στον κομμό στα πιατάκια (τα λουλούδια της!) και τις μυγδαλιές, όλ’ ακόμα δροσερά κι ολάνθιστα, και στόλισε το φέρετρο με πολύ γούστο. — — Δε βάσταξε η Λιόλια και ξαναβγήκε στην αυλή να ξεφωνίση. . .

Δε φάγανε μεσημέρι. Κάποιος πήρε το Νίκο έξω. Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια. Οι γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην κάμαρη τη νεκρική όλο κ’ έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θεια Ελέγκω νταβραντισμένη κ’ έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι: δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε! — Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές!

— «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα κόλλυβα!», είπε η θεια Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το μαυροζούμι της.

Πώς κάπνιζαν οι δυο μικρές κίτρινες λαμπάδες! — η μια στο καντηλέρι κ’ η άλλη μες τη μποτίλλια — στο κεφάλι και τα πόδια του νεκρού — με κάτι αψηλές φλόγες σκούρες πούχανε μέσα τους ένα μεγάλο μάτι μελανό και κυττάζανε σοβαρά: γέμισε η κάμαρη με μια βαρειά πένθιμη μυρουδιά απ’ αγιοχέρι κ’ έσταζαν απ' τα κεριά παχιά δάκρυα κίτρινα σα χολή απάνω στην κάσσα και στο τραπέζι κι ως που να πέσουν πάγωναν απανωτά και γίνονταν κάτι κρεμαστές πλεξούδες: δάκρυα κοκκαλιασμένα. . .

«Κλαγκ! — πλιάτς!» έκαμε το κανάτι γεμάτο νερό πούσπασ’ η θεια Ελέγκω έξω απ’ την πόρτα την ώρα που σήκωναν το λείψανο μέσ’ απ’ τους γαλάζιους αχνούς του λιβανιού. . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μέσα σε μαρτιάτικα σύννεφα σκόνης — (Το ξέρετε δα πως το Μάρτη στην Αθήνα παντρεύετ’ ο άνεμος με τη σκόνη και μέρα νύχτα έχουνε φρενιασμένο κυνηγητό από δρόμο σε δρόμο, από σπητιού αγκωνή σ’ αγκωνή — χωρίς να τους κόφτη έναν παρά για τον κόσμο που τους βλέπει — και βγαίνουν απ’ την πολιτεία και παίρνουν τους μεγάλους δρόμους τους εξοχικούς ως πέρα στα βουνά και στη θάλασσα κάτω!) — μέσα σε τέτοια ζωντανά σύννεφα σκόνης που τα δυνάστευε, περίτρομα απ την ίδια τους λαχτάρα, η ποθερή ορμή τανέμου, ανέβαινε το μαύρο ανθρώπινο μπουλούκι τη λεωφόρο Συγγρού. . και τα εξαπτέρυγα πήγαιναν πλαγιαστά ενάντια του ανέμου ίδια κατάρτια καραβιού. . και τα ζωντανά σύννεφα, που τανάδευε ανίκητη φρένα, πηγαίνανε μαζί με τη συνοδεία των ανθρώπων που περπατούσανε να πάνε στο μαντροπερίβολο του Χάρου, λες και τους σπρώχνανε να παν πιο γλήγορα — γιατί Χάρος και γάμος τους ήταν ένα. . . Του Νίκου του πόναγαν τα μάτια — απ' τον άνεμο και τη σκόνη, ή από δάκρυα που δεν είχε κλάψει. . . Εκεί που τον πήγαιναν οι φίλοι κι ο αέρας τον έσπρωχνε από πίσω μαζί με της νεκρής το φέρετρο, αισθανότανε σα μια συνέχεια της ζωής που πέρασε με την πεθαμένη, αυτός ορθός κι αυτή πάντα ξαπλωμένη — ζωντανός και νεκρή! — πάντα αυτός ορθός κι αυτή κοιτάμενη — ήθελε δεν ήθελε. . όπως στη ζωή, έτσι και τώρα στο θάνατο! Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ’ έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο θεός ημών! Δόξα σοι ο θεός!» και πως μ’ αυτό ήθελε να πη σαν από μέρος του: «Δόξα το θεό!». . . Ο άνεμος έμπαινε κάτω απ’ τάσπρα φελόνια των παππάδων και τα φούσκωνε. . και ταναποδογύριζε αποπάνω απ’ τα καλυμαύχια τους και τους κουκούλωνε. . κ’ έτρεχαν κάθε τόσο εκείνοι πούρχονταν αποπίσω να πιάσουν τανεμιστά παννιά σα φλόκκους να τα κατεβάσουν: ίδιοι μασκαράδες με σεντόνια του φάνηκαν του Νίκου άξαφνα οι παππάδες και τούρθε να γελάση δυνατά. . . Καθώς έβγαιναν απ’ τη λεωφόρο Συγγρού, πέσανε μέσα σε μια σειρά άμαξες κλειστές που γύριζαν απ’ άλλη κηδεία. Στάθηκαν ταμάξια να προσπεράση το λείψανο της Βεργινίας: από μέσ’ απ’ ταμάξια κύτταζαν κλαμένα μάτια και χέρια σηκώθηκαν και κάμανε σταυρούς κ’ έβγαλαν καπέλλα για τη Βεργινία του! . . . . Τότε τούρθαν τα δάκρυα του Νίκου κ’ έκλαψε με παιδακίσιο αναφυλλητό που του τάραξε όλο το κορμί, γιατί συλλογίστηκε πως έχασε τη γυναίκα του που τη λυπούνταν κ’ οι ξένοι μες ταμάξια: αλήθεια ήτονε σπουδαίο πράμα να χάση κανείς τη γυναίκα του!

— Μην κάνης έτσι, κοτζάμ άντρας! — του είπε ο φίλος του ο Ντίνος, που τον είχε πιάσει τώρα αυτός στη θέση του Περικλή.

Κι ο μάστορας απ’ την άλλη μεριά του λέει:

— Αυτή τώρα πια γλύτωσε κι' ησύχασε. . . σάματις που θα πάμε κ’ εμείς! — Δε λες καλά που δε σ’ άφησε κάνα παιδί, νάχης τώρα ντράβαλα στο κεφάλι σου.

Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες-χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με τόνα μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . .

Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει — γιατί τον κύτταζαν κ’ οι γυναίκες! . . . — Το καημένο το παιδί! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη — άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα — παιδί πράμα!

— Αμ τούχε ριχτή αυτή — Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της! . . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι· τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη. Μου τόπε έμεναν η Ευρυδίκη η καπελλού που ήτανε φιλενάδες. . .

— Ποιος τα λέει αυτά — πετάχτηκε αποπίσω τους μιαν άλλη, μια κιτρινιάρα με καπέλλο: Εγώ σας λέω πως δε θα πέθαινε η σχωρεμένη μήτε σε δέκα χρόνια μέσα, μόνο την έφαγε το μαράζι —

— Που δεν έκανε παιδί; ε; — τόχω ακουστά κι αυτό —

— Τι παιδί και ξεπαιδί! — παιδιά έχει το βρεφοκομείο όσα θέλεις. . ο λόγος είνε για το κορίτσι. . .

— Για ποιό κορίτσι λένε; — — γύρισε πίσω της και ρώτησε μυστικά μια που πήγαινε μπροστά κ’ είχε ταυτιά της πίσω, μια στεγνή και λιγνή σα στέκα μπιλιάρδου.

— Από μικρή κι από κοντή να φοβάσαι, είπε η πλαϊνή αυτηνής που πρωτομίλησε.

— Για τη Λιόλια δα λένε — κρυφολάλησε η χοντρή, απαντώντας στην ερώτηση της στέκας.

— Αμ δεν τάβλεπε θαρρείς η μακαρίτισσα! είπε δυνατά η κιτρινιάρα — αυτή έσκασε απ’ το κακό της. . .

Πιο πέρα η Μπιμπίκα έλεγε στη γυναίκα του μπακάλη:

— Αυτή σου είν' από ‘κείνες: Ο Θεός να φυλάη ταντρόγυνα! . . .

Κι ως πέρα πίσω φθάσανε τα κρυφολαλήματά των γυναικών που χύνονταν, ίδια νερά από βρύσες αφημένες ανοιχτές, τον κατήφορο . . (κ’ οι ανοιχτές κάνουλες πούτρεχαν ακατάπαυτα ήταν οι Χαρζανοπουλίνες κ’ η Ευρυδίκη). . και τα ποταμάκια τα νερά έφερναν ένα γύρο τη Λιόλια, που βρισκότανε σαν απάνω σε νησί, καθώς πήγαινε ανίδεη με τη θεια Ελέγκω, σκονισμένη, ανεμορσυμένη. . . κι όχι νερά ήταν, παρά δόντια λύκων αστράφτανε μέσ’ απ' αχνισμένα στόματα ολόγυρα απ’ το θύμα, έτοιμα να το σπαράξουν. . . Πίσω-πίσω περπατούσε μια χοντροκοπιά, με δυσκολία, βαρειανασαίνοντας κι αγκομαχώντας. . κι άξαφνα το μυρίστηκε πως κάτι λεγόταν αυτού μπροστά και μάζεψε τα ξύγκια της κ’ έτρεξε κι αυτή να σμίξη το κοπάδι των λύκων. . κ’ έφαγε τα λυσσιακά της ως που να πιάση από 'να λόγο άκρες μέσες. . .

— Καλέ για την Όλια λέτενε! — μπήκε κι αυτή στην κουβέντα — ο κόσμος τόχει τούμπανο. . .

— Λιόλια τη λεν, όχι Όλια!

— Το ίδιο κάνει! — μια σαραντάρα δεν είναι; την ξέρω εγώ από καιρό. . και να δήτε το τι μούπανε για κάποιον άλλον, που τάχει λέει και με τους δυο κ’ έχει και δυο παιδάκια λέει ο άλλος —

Κι ως που να μπούνε στην εκκλησία, ο κόσμος σταλήθεια τόχε τούμπανο. . .

«Δεύτε τελευταίον ασπασμόν. .», έβγαλε ο ψάλτης μια ψιλή φωνή απ’ τη μύτη, που ξεπετάχτηκε, σαλευούμενη σαν τους χαρτένιους αϊτούς όταν παίρνουν τη φόρα τους, ίσαμ’ απάνω στο θόλο με τους φεγγίτες κι από κει ξανάπεσε κάτω και φτεροκόπησε σα νυχτερίδα, πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, μες τη γυμνή εκκλησία που απηχούσε. Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ’ είχε ρίξει αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση. Μα δεν είχε το νου του· μόνο σαν έπεσαν τα μάτια του απάνω στα μαλλιά της Βεργινίας τα κόκκινα κι αριά, πούταν τώρα σταχτιά απ’ τη σκόνη κι αναμαλλιασμένα, θυμήθηκε το προσκέφαλο του κρεββατιού τους που ακκουμπούσαν τα κεφάλια και των δυονών τους κ’ η πεθαμένη πέρναγε τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του τα μαύρα και πηχτά μαλλιά και του τα χάδευε και τούξυνε το κεφάλι — και τότε ξαναβούρκωσαν τα μάτια του. . . Έκλαιγε η θεια Ελέγκω με ξεφωνητά εκεί που φιλούσε. Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το κλάμα! — βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για ξαστέρωμα. Πήγε κ’ η Λιόλια και φίλησε μ’ αναφυλλητό και τα χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . .