Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η κερένια κούκλα/Ζ

Από Βικιθήκη
Η κερένια κούκλα
Συγγραφέας:
Ο γυναικοκαυγάς


Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ’ ένα σωρό πέτρες. Ένα-δυο αγριολούλουδα απόμειναν ολόγυρα σταπορριχμένο χώμα που ξανασκέπασε τον ανοιγμένο λάκκο. . και τρεμοπαλεύανε στον άνεμο. . .

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

— Να δης, Κυρά γειτόνισσα, που πριν τους έξη μήνες, θάχουμε καινούργια παντρολογήματα — είπε η Ευρυδίκη στη Χαρζανοπουλίνα, καθώς περνούσε η συνοδεία απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου — βράδυ πια — από δυο-τρεις μαζί, σκόρπιοι εδώ κ’ εκεί. . .

— Και πώς το λες αυτό Κερά μου; Μη σου πέρασε η ιδέα πως θα σου κάνουμε χαλάστρα; Εγώ τις κόρες μου δεν τις έχω για τον τυχών. . κι ούτε ψοφούμε γι’ άντρα σαν κάποιες άλλες, λυσσασμένες. .

— Είπα εγώ τίποτα; άλλο πάλι τούτο! γι’ άλλο πράμα πήγαινα να σου μιλήσω: μα όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται!

— Αυτό που σου λέω 'γώ! κ’ εμείς άχερα δεν τρώμε! Εγώ, Κερά μου, σε βλέπω και σ’ ακούγω κι ας κάνης την όσια Μαρία — και μη θαρρής πως δε μαθεύουνται. .

— Σα βάζη κανείς τη μύτη του παντού μυρίζεται και τις πομπές του —

— . . μόνο να κυττάξης να τα τριτώσης γλήγορα, γιατί όσο περνάει η μπογιά σου. . .

— Μαμά! έλα πάμε σπίτι, γιατί δεν τις ανέχομαι τις προστυχάντσες — φώναζε η Μπιμπίκα που είχε τα νεύρα πολύ «λεπτότατα». . .

. . Και τραβήξανε, μάννα και κόρες, μπροστά με φούργια σαν τρεις ξυλόκοττες ερεθισμένες. . .

— Τι έπαθαν αυτές οι κανκάγιες και ξεφωνίζουνε — γύρισε κ’ είπε ο μάστορας του Νίκου που πήγαινε μπροστά μαζί του και τούλεγε για κάτι μαόνια που τα περίμενε τούτη τη βδομάδα ναρθούν από το Τριέστι. . .

Γυρίσανε στο σπίτι η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια και με μια γειτόνισσα, τη γυναίκα του Κυρ Γιώργη του Καψοκέφαλου, του παπλωματά. Το Νίκο τον πήραν οι φίλοι απ’ του Μακρυγιάννη, να πάνε να φάνε σ’ ένα μαγαζί στην Πλάκα. Η Ευρυδίκη απόμεινε πιο κάτω, στο σπίτι της, για να μη συναπαντηθή με τις Χαρζανοπουλίνες. Αυτές είχανε γίνει καπνός απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου —

Απέξω απ’ την πόρτα του σπιτιού ήταν τα κομμάτια του σπασμένου κανατιού λες κ’ ήταν τα συντρίμμια απ' τη ζωή της Βεργινίας.

Αχ, τι κάμαρη ήτον τούτη! Πού η πάστρα και η ταχτοποίηση που κρατούσε η Λιόλια! Τους ξανάρθαν τα κλάματα, της Λιόλιας και της θειας Ελέγκως, σαν είδαν την ανακατοσούρα και ταδειανό κρεββάτι της Βεργινίας, σπρωγμένο σε μιαν άκρη. . Έπιασ’ η θεια Ελέγκω με τη γειτόνισσα, που ήτανε μια καλή γυναικούλα πονόψυχη, να συγυρίσουνε λιγάκι, ναερίσουν το κρεββάτι. Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας:

— Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . . Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη.

Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα. Μα η Κερά Ελέγκω δεν ήξερε καμώματα.

— Ζωή σε λόγου σας! — χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε:

— Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα ρουχαλάκια σου!

— Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! — αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θεια Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να κυττάξη.

— Αμή βέβαια! καλά κάνεις! Μιαν ώρ' αρχύτερα. Είσαι φρόνιμη γυναίκα· γιατί ξέρεις ο κόσμος είναι κακός και λέει πολλά. . .

— Και ποιος έχει να πη τίποτις για το κορίτσι; οι παλιοπατσαβούρες;

— Αρωτάς;! Τα τι σέρνει μονάχα εκείνη η Ευρυδίκη, η αντροχωρίστρα, η μουντζουρωμένη! . . και πού 'σαι ακόμα! Κάλλιο λέει να σου βγη το μάτι, παρά τόνομα!

Δε βάσταξε η θεια Ελέγκω απ’ την τόση υποκρισία:

— Του λόγου σου, Κερά μου, που ξέρεις να μιλάς για τους άλλους να κυττάξης να μη βγη τω δικώνε σου των κοριτσιών τόνομα που θα πης για τη Λιόλια μου.

— Των κοριτσιών μου;! Και ποιά είσαι εσύ που θα πιάσης τις κόρες μου στο στόμα σου αυτάδισα!

— Εγώ τις κόρες σου στο στόμα μου!; — φτου σας! σουρλουλούδες!

— Σ' εμένα καλέ λες τέτοια λόγια; ξεφώνισε σαν παγώνι η γριά Χαρζανοπουλίνα, πούχε κιτρινίσει απ’ το κακό της σαν τη ζαφουρά κ’ η ελιά της είχε ξεπεταχτή ολόρθη — σουρλουλούδες εμείς! Ξέρεις πια ‘μαι ‘γώ; Παλιοκούφταλο! Ξεδοντιάρα! Ίσια κι όμοια γινήκαμε τώρα με τις ξενοπλύστρες, τις κουρβλούδες! Καλά λεν: «Όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα τον τρων οι κόττες!». Μπα που κακό συχισμό και ταραμό νάχης, όπως με σύγχυσες! Αχρόνιαγη. . . Μα θα σου δείξω 'γώ με ποιάν έχεις να κάνης! . . και χύθηκ’ έξω απ’ την πόρτα.

Μόλις είχε φύγει, ξανανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η Ευρυδίκη, πούχ' έρθει σούρπα σούρπα να δη τι θα γίνη με τη Λιόλια; θα φύγη; θα κάτση;

— Του λόγου σου, Κερά μοδίστρα, είσαι πούβγαλες τα λόγια για το κορίτσι; — πετάχτηκε απάνω της η Κερά Ελέγκω, μόλις την είδε, μανιασμένη καθώς ήτον απ' την άλλη. Κύττα καλά, κακομοίρα μου, γιατί στο ξερριζώνω αυτό το τσουλούφι το λιγδιασμένο! Ακούς εκεί! Σςς! —

— Τι έπαθε τούτη! Λύσσαξες κυρούλα μου; Σα λύσσαξες να πας στον Παμπούκη! Τι λόγια μου λογιάζεις αυτού πέρα; — Μας τάπε, νά τώρα δα, εδωνά που στέκεσαι, η φιλενάδα σου η πλαϊνή — αμ «όμοιος τον όμοιο κ’ η κοπριά στα λάχανα!» — εκείνη ντε πούχει τις δυο πανούκλες, φωτιά να τις κάψη! . . .

— Αυτή σούπε για μένα; Να σου φέρω μαρτύρους — πόσους θέλεις; — τα τι έλεγε στο δρόμο που πηγαίναμε τη νεκρή;. . . Κερά Γιώργαινα! — γύρισε κατά την παπλωματού — έτσι καλό νάχης! να χα — α — ρής το στεφάνι σου και τα παιδιά σου! Πες! τι έλεγε η Χαρζανοπουλίνα; — εκεί δανά ήσουν κ’ εσύ — πως τάχα πήγαν ο Κυρ Νίκος με το κορίτσι και βραδιαστήκανε στην Καλλιθέα τάχα για λουλούδια — τους είδανε λέει αυτές απ’ το παντζουράκι, εκεί που γύριζαν. . Και μόλις το πήρε λέει χαμπάρι η σχωρεμένη: πως είχανε δηλαδή. . εμ καταλαβαίνεις δα. .

( — Φτού — ού! Σκύλλες! — έκαμε, πνιγμένη από αγανάχτηση, η θεια Ελέγκω.)

— . . αυτό δα φαίνεται κι απ’ τα μάτια! . . πλάνταξε η καψερή απ’ το κακό της!

Η Λιόλια είχε κρυφτή πίσω απ’ το κρεββάτι και βαστούσε το πρόσωπό της μες τα χέρια της.

— . . Τέτοια λέγανε — στα μάτια μου! — όχι θα μου πουν εμένα! . . . Αμ αυτές έχουνε βγάλει μπυοφύτη απ’ τη σκασίλα τους που δεν ξεψυχούσε μιαν ώρα αρχύτερα η σχωρεμένη — — για να πιάσουν το παλληκάρι στα βρόχια τους κι ολημερίς άναβαν κεριά — να μην δω καλή μέρα! ξέρω 'γώ τι σου λέω: τάξερε κ’ η δυστυχισμένη, μου τάλεγε μια μέρα με την ψυχή στα χείλη. . .

Ω, συφορά! Νά σου ξαναμπαίνει άξαφνα η Χαρζανοπουλίνα με τις δυο της κόρες τώρα και με την αδελφή της την Αριστείδαινα για επικουρία. Πώς τα φέρνει έτσι ο Θεός για να γίνωνται τα μεγάλα πράματα σαν από μονάχα τους!

Από καιρό μπουμπούνιζε, μα τώρα ξέσπασε! . . .

— Τι φωνές ήταν εκείνες! τι βρισιές! τι μαλλιοτραβήγματα. Τι ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας, κλωτσιά με κοιλιά!

Αν εβγήκανε ζωντανές απ’ αυτόν το γυναικοκαυγά οι Χαρζανοπουλίνες κ’ η Ευρυδίκη, ήταν που τους παραστέκονταν κάποιες καινούργιες ελληνικές θεότητες της Κουτσομπολιάς και της Κακογλωσσιάς: — έκαναν κ’ οι άλλες το μέρος τους, και προπάντων της θειάς Ελέγκως οι γροθιές καθώς ήταν απ’ τη σκάφη δε χωρατεύανε, μα πιο κατώτερα πάντα, σαν την ομηρική την πλέμπα ολόγυρα στους ήρωες. . .

Η Λιόλια έτρεξε με τις φωνές έξω στο δρόμο. Άκουσαν οι γυναίκες στις αυλές — πουν' ταυτί τους μαθημένο — και βγήκανε στις πόρτες· μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχό τους να κάνουν ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες, γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια! — Τα χάλια τους! . . να τις βλέπατε πώς ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη δική τους! . . . Βγήκε κ’ η Ευρυδίκη, νικήτρια! Μα η νίκη της ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος: τίποτα δε βρισκόταν απάνω στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί. Τη βάλανε στη μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια, με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει. . . Πήρε κ’ η θεια Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή! . . .

Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος. Βρίσκει την πόρτα κλειστή. Εκεί που χτύπαγε, έφθασε η γειτόνισσα και τούφερε το κλειδί και του τα πρόκαμε όλα με το νι και με το σίγμα. Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή — μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του — —

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή. Έτρωγε όξω, σ’ ένα μαγαζί της Πλάκας μαζί με το Ντίνο. . . Η γριά η Χαρζανοπουλίνα του ζήταγε καθεμέρα το κλειδί για ναρχότανε με τις κόρες της να τούφτειαγνε το κρεββάτι του. . να του συγύριζε την καμαρούλα τον. Δε θέλησε ο Νίκος να τους αποδείξη τίποτα για όσα γίνηκαν και τους τόδινε το κλειδί. . Σιγά-σιγά αρχίσανε να τονέ φέρνουνε βόλτα: κάτι καλημερούδια πονετικά, πίσω ατ’ το παντζουράκι, κάτι χαμόγελα ροδοζαχαρωμένα, κάποιος κεσές κυδώνι μπελτέ να γλυκαίνη το παιδί το στόμα του κάθε πρωί. . . Η γριά δα τόχε απ’ ανέκαθε μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι για την προκοπή και την αξιάδα του. . και κάθε τόσο να του λέη για τη σχωρεμένη τη Βεργινία που στάθηκε άτυχη να μην τονέ χαρή τέτοιον αντρούλη που της χάρισε ο Θεός. . και πετούσε κι από 'ναν πούντο για τη Λιόλια που καλύτερα να μην ερχόταν ολότελα: όχι πως τα πίστεψε αυτά πούβγαλε εκείνη η φτειασιδωμένη, η διπλοχωρισμένη, η παλιογλωσσού η Ευρυδίκη, αλλά γιατί να δίνης αφορμή. . . Νά, αυτό το λιγοστό που της έκανε της Βεργινίας η μικρή, τάχα δε θα τόκανε κ’ η Μπιμπίκα της — πούναι και τόσο ψυχοπονετικιά! και χωρίς κανένα έξοδο. Ό,τι και νάναι, το σπιτικό θέλει πάντα νάχη άνθρωπο με το νου στο κεφάλι αποπάνω του, να ξέρη τη λάτρα του νοικοκύρη. . . Και «χα! — χα! — χα! — χα!», ξεκαρδιζότανε στα γέλοια εκεί που θυμόταν το τι είχαν πη για τη Λιόλια πως θα την έπαιρνε λέει γυναίκα του, ο Κυρ Νίκος! Σου λεν οστόσο κάτι πράματα! — σε καλό τους! . . . Του Κυρ Νίκου — να περάση δα πρώτα λίγος καιρός, να ξεχαστούν οι πίκρες! — τούπρεπε κορίτσι με μόρφωση, να την έχη σύντροφο, για καμμιά συμβουλή, για ό,τι λάχη, να μη ντρέπεται να την πάη και πουθενά, να ξέρη να του αναστήση τα παιδάκια του. Αυτά είναι πια τυχυρά . . .

Τα μυρίστηκε ο Νίκος.

Κι' αυτά ίσα-ίσα του άναψαν πάλι τον πόθο για τη Λιόλια. . και τις άφηνε να λεν και να φτειάγνουν οι Χαρζανοπουλίνες, μόνο και μόνο γιατί μ’ αυτά κι αυτά πύρωνε μέσα του ο πόθος για τη Λιόλια.

Τον έπιανε κ’ η Ευρυδίκη απ’ την άλλη τη μεριά και τονέ καλαναρχούσε για τις τρεις καρακάξες, ψέλνοντάς τους τα κακά της μοίρας τους, πως τάχατις αυτές σκότωσαν τη Βεργινία με τα λόγια και με τα μάγια που της κάνανε για να τον περιλάβουν το νιό στα βρόχια τους· έλεγε και για τη Λιόλια τα όσα σέρνει η σκούπα, μα με τα ίδια προσεχτικά λογάκια σαν τις άλλες· και 'κεί που την πετούσε τη σαΐττα της, τούρριχνε και του Νίκου μια ματιά, πούλυωνε το μολύβι μέσα στην κουτάλα να το χύσης στο νερό να δης τη μοίρα σου!

Τα κατάλαβε κι απ’ αυτήν τη μεριά, ο Νίκος.

Και μ’ αυτά ίσα-ίσα φούντωσε τώρα μέσα στην καρδιά τον ο πόθος του κοριτσιού, ξεχείλησ’ η λαχτάρα τον για τη Λιόλια.

Ήτον ολομόναχος στην κάμαρη το βράδυ. . κοιμότανε στο κρεββάτι πούχε πεθάνει η Βεργινία (μόνο τις δυο πρώτες νύχτες κοιμήθηκε όξω με το Ντίνο). . . Κάθε τόσο του φαινόταν πως θε νάβλεπε το λοφάκι πούκανε της Λιόλιας το κορμί κάτω απ’ το πάπλωμά της, χάμω μπροστά στο κρεββάτι. . έβλεπε πάλι μπροστά του τον κάμπο μετά λουλούδια. . αισθανόταν τολόθερμό της στήθος σαν πουπουλένιο απάνω στο δικό του και την πνοή της στο στόμα του σαν την άχνα του ζεστού ψωμιού. . πάλι έμπαινε σταυτιά του η φωνή της, εκείνη η φωνή η αξέχαστη κάτω απ’ τις μυγδαλιές και μέσα στο αίμα του έτρεχε η ίδια φλόγα η γλυκειά και τούλυνε τα μέλη. . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σε δέκα αέρες μέσα πήγε στης θειας Ελέγκως και πήρε τη Λιόλια και την έφερε στο σπίτι.