Η κερένια κούκλα/Ε

Από Βικιθήκη
Η κερένια κούκλα
Συγγραφέας:
Ο κάμπος με τα λούλουδα


Ναι δεν πέθανε — μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η αδικημένη, πόθησε να πετάξη! . . . Μα δεν ξεψυχούσε —

Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της ζωής. Ταυτιά της βούιζαν ολοένα σα μια θάλασσα μακρινή, σα λεύκες που αναδεύει ο αγέρας όλα τους τασημένια φύλλα (: Αχ, νόμιζε πως βρίσκεται πάντα στις Παράγκες, στα μισά του δρόμου που πάει στον Περαία, που βγήκανε μια Κυριακή μεσημέρι με το Νίκο απ' ταμπέλια του Μοσχάτου, κ’ έκλεινε ίσα-ίσα μήνας πούχανε στεφανωθή, και κάθησαν κ’ έφαγαν οι δυο τους στο δροσό!). . . Κ’ έξαφνα άκουγε — αισθανόταν, παρά που άκουγε — κάτι κλαγγίσματα σαν από χορδές που σαΐττευαν και σαν άρπες μέσα στο μυαλό της, τόσο δυνατά που θάρρευε πως θα την ξεσήκωναν ολάκερη να την πάρουνε να φύγουν. . και πάλι σαν κουδουνάκια: ντίγκι — ντίγκι — ντίγκι — ντίγκ! — που κόβανε μονομιάς — . . και καμπάνες βαρούσανε σιγά και βαριά σαν επιτάφιος κι όλο της λαλούσανε: — «Βεργινία! . . τι τυραννία! — Βεργινία! . . τι τυραννία! — Βεργινία! Βεργινία! Βεργινία!» . . . (Δικός της ήτον αυτός ο επιτάφιος;) Πολλές φορές έπεφτ’ ένα βάρος στο στήθος της που νόμιζε πως της έρριχναν ένα βουνό χώμα απάνω της (οι νεκροθάφτες!) κ’ η καρδιά της φτεροκοπούσε τότε σαν τρομαγμένο πουλί μέσα στο κλουβί. . . Μα μόλις πούκανε νανασηκώση λιγάκι το κεφάλι, χτυπούσαν τα μηλίγγια της σα νάταν αποκάτω σφυριά που κάρφωναν το κιβούρι της . . .

Κι όμως μ’ όλα αυτά δεν πέθαινε —

Έκλεινε μονάχα τώρα σχεδόν ολημέρα τα μάτια της και δεν τάνοιγε παρά μόνο τη στιγμή που έμπαινε ο Νίκος στο σπίτι σα να μάζευε όλη τη δύναμη της ζωής, που της απόμεινε, στα μάτια της για' κείνην τη μια στιγμή, για να μπορέση να τον αγκαλιάση όλονε με τα μάτια της που σε λίγο πια δε Θα τονέ βλέπανε, να τονέ φιλήση με τα μάτια της, αφού δεν τονέ φίλούσε πια στα χείλη — — — κι ούτε θα τονέ φιλούσε πια ποτές παρά μόνο νεκρή! — για κείνην τη μια στιγμή μονάχα όταν έμπαινε στο σπίτι. . . Έπειτα τα ξανάκλεινε πάλι — γιατί άλλο δεν ήθελε να ιδή — — —

Ο Νίκος ύστερ' απ' εκείνην τη νύχτα της απόκριας έδειχνε αλλοιώτικος, ήτον ανόρεχτος, χολιασμένος, νευριασμένος: δε μίλαγε σχεδόν ολότελα κι όταν έλεγε τίποτα φώναζε κι απόπαιρνε και τη Λιόλια ακόμα. Έπινε περισσότερο τώρα στο φαΐ κι όξω απ' το σπίτι. . . Όταν ήτονε σπίτι, — έπεφτε σαν κουρασμένος και σκοτισμένος στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, με το πρόσωπο μες τόνα χέρι, ώρες ολόκληρες — λες και περίμενε κάτι που αργούσε νάρθη — — Μα μέσ’ απ’ τα δάχτυλά του κύτταζε τη Λιόλια που καθότανε σε μιαν άκρη κι όλο κάτι έρραβε, σκυφτή κι αμίλητη, με βαρειά καρδιά: την κύτταζε αλλοιώτικα τώρα ο Νίκος, επίμονα, καυτερά τόσο που του στέγνωναν τα μάτια, σα ναντλούσε απ' τα βάθη του κορμιού του όλη τη λαύρα της νεότητός του και να της την έχυνε με τις ματιές του απάνω της να την κάψη . . δεν κύτταζαν πια τα νιάτα του την ομορφιά της, όπως πρώτα, παρά η σάρκα του η μαυρειδερή τη ροδινή της σάρκα . . και μόλις πούθελε κουνηθή λιγάκι η Λιόλια μες την κάμαρη, την κρυφαγκάλιαζαν κάτι γλήγορες ματιές που ξάστραφταν κ’ έσβηναν σαν τις αχτίδες του ήλιου στον καθρέφτη που πιάνει τα πουλιά . . και κιτρίνιζε ο Νίκος και τα ρουθούνια τον φτεροκοπούσαν. . . Κ’ η Λιόλια. χωρίς να βλέπη τις ματιές του, τις αισθανόταν απάνω της, σ’ όλο το κορμί της: εκεί που στεκόταν, ενόσω περπατούσε, κοκκίνιζε ως τις ρίζες των μαλλιών της, ίδρωνε, της βάραιναν τα βήματά της, η βελόνα της έτρεμε στο χέρι. . .

Ένας αέρας της ψυχής βαρύς και πνιγερός, γεμάτος βαστηγμένον πόνο και πόθο και κρυφή φλόγα, περίζωνε αυτούς τους τρεις ανθρώπους που ζούσανε δεμένοι στης Μοίρας τους τις αλυσσίδες. . .

Ο γιατρός, πούρθε πάλι μιαν απ’ αυτές τις μέρες, βρήκε τη Βεργινία πολύ χειρότερα: διάταξε να της δίνουν κάθε τόσο ζουμί από κρέας κοπανιστό βρασμένο στην μποτίλλια, να της βάζουνε ζεστές μποτίλλιες στα πόδια, έγραψε κάτι άσπρα χάπια μικρούτσικα για την καρδιά, να παίρνη τρία την ημέρα, είπε να πάρουν αιθέρα νάχουνε στο σπίτι, αν τύχη και πάθη καμμιά λιγοθυμιά. . να τη σκεπάζουν καλά και ναφήνουν το παράθυρο ανοιχτό ίσαμ’ που να πέση ο ήλιος . . να της βράσουν Κίνα με Βαλεριάνα να πίνη ταχτικά δυο φορές την ημέρα . . . Τι να της δώση — δεν είχε άλλο πια! — Α, και για τη νύχτα, σαν του είπε ο Νίκος πως δεν την πιάνει ύπνος, γιατί ότι ώρα και αν ξυπνούσε αυτός την εύρισκε με τα μάτια της γαρίδα, έγραψε κάτι σκονάκια υπνωτικά «Σουλφονάλ», να παίρνη από ένα στις οχτώ η ώρα και τότε θα την παίρνη ο ύπνος κατά τις ένδεκα και θα κοιμάται ίσαμε το πρωί. . . «Ωλλ ράιτ! Καλή όρεξη! — αντιχαίρετε!»

Έκανε τώρα κάτι μέρες χαρά Θεού! Ο κουτσο-Φλέβαρος στην Αθήνα, όταν θέλη, ξέρει και γίνεται απ’ όλους τους μήνες ο πιο όμορφος — μάλιστα τις τελευταίες του μέρες: λες και το κάνει επί τούτο για να δείξη πως αν δεν τούλειπε λιγάκι μπόι, θάτον ο Μάιος των Μαΐων! . . . Τι γλύκα ήτον εκείνη στον αέρα! Τι χρυσάφι απαλό χυμένο σ’ όλες τις μάντρες, στους βράχους του Φιλοπάππου και των λατομείων παρακάτω, με τις επιγραφές από ασβέστη, στα ορθά ξεροκότσανα των γαϊδουράγκαθων που μπουμπούκιαζαν! Πώς μύριζαν οι πέτρες και το χώμα χαρούμενο στον ήλιο! με μια μυρουδιά δυνατή, βαθειά, μυστηριώδικη που αναδεύει ταθρώπινο κορμί απ’ τα σπλάχνα του και το σηκώνει ηδονικά έξω απ’ τον εαυτό του, το κάνει χώμα και πέτρα και χόρτο και το μεθάει με τη χαρά του Χάρου . . . Έτσι όλο το βουνό ανάσαινε ως μέσα στης άρρωστης της Βεργινίας την κάμαρη . . . Το μισοφέγγαρο, σαν ασημένια φέτα από πεπόνι, στον ουρανό περπάταγε,. και κάθε τόσο έβγαιναν ολόγυρα κάτι αχνά συννεφάκια σαν προβατάκια στο βοσκό κοντά . . και πάλι, παιχνιδιάρικα, σκόρπιζαν . . .

Κ’ η θάλασσα απ’ αλάργα σαν όνειρο γλαυκό μέσα σε ρόδινον αχνό λαχτάρας, έστελλνε την άγια της πνοή στη παλιά της φιλενάδα την Αθήνα — όπως εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια που από μακριά κυττάζονται με πόθο. . . Οι λόφοι κ’ οι κάμποι — σα χυμένοι ολόγυρα και σα να βόσκουν ασάλευτοι στα πόδια του Παρθενώνος (πουν' το ηλιόκαλο παιδί, καθισμένο σ’ ένα βράχο, του γέρω-τσοπάνη του «Τρελλού» του υπναρά με τις πλάτες ολοένα γυρισμένες) — είναι τόσο απέραντα πράσινοι, τόσο δροσερά χλοϊσμένοι που γλυκαίνονται τα μάπα να τους βλέπουν και φουσκώνουν τα στήθη απ’ τον πόθο της ζωής του κοπαδιού και της χορταριάς, που έχει απομείνει ακόμα μέσα μας, βαθιά, απ’ τα παραμυθένια χρόνια. . .

Σα γάλα έμπαινε η γαλανή ανάσα τουρανού μέσα στη κάμαρη της άρρωστης και της χάδευε τάσπρο πρόσωπό της ταχάδευτο και της φιλούσε τα κόκκινά της τα μαλλιά που άλλος κανένας δεν τα φιλούσε. . . Σπίνοι και καρδερίνες κελαϊδούσανε στο βουνό. . .

Μια ησυχία κι ακινησία και διαφάνεια κρέμονταν έξω στον αέρα, σα να βαστούσαν την αναπνοή τους, που κάθε κρότος ακουγότανε δυνατά και με απήχηση: κάτι σιδερικά κλάγγιζαν κάπου μακριά σ’ ένα γιαπί: νταγκ — καντ! νταγκ — καντ — — ξαναρχόταν πίσω ο ήχος. . . Χαλιά τινάζανε σε κάποια μάντρα: ταπ — πατ! ταπ — πατ! τωπ — πωτ! . . . Σκυλλιά γαύγιζαν. . . Κόττες κακκαρίζανε μέσ’ απ’ τις αυλές — τόσο κοντά που θάρρενε κανείς πως ήτανε μέσα στην κάμαρη, κάτω απ’ το κρεββάτι. . . Καμμιά φορά έφθανε κ’ η φωνή κανενός γαϊδάρου καθώς περνούσε πέρα κατά τον Μακρυγιάννη, με το μανάβη αποπίσω τον τραγουδιστή, και συναπαντιότανε με κάποιο συνάδερφο φορτωμένον κι αυτόνα με τα κοφίνια τριζούμενα ρυθμικά και ντραντανιστά μαζί με την μπαλλάτζα στο δρόμο πούπαιρναν απ’ τις ξυλειές. . . Και κάθε τόσο το κλασικό για την Αθήνα αγκομαχητό του Κ ω λ ο σ ο ύ ρ τ η, του Β ρ α κ ά του Μ ί χ α της Γ α ρ γ α ρ έ τ α ς (: όπως θέλετε πέστε τόνα, γιατί τόσα ονόματα έχει όσ’ άχτια τούχει ο κόσμος κι όλα ταξίζει, αφού τάβγαλε με τον ίδρωτά του), που θυμίζει τα λαϊκά με τον κοσμάκη κρεμασμένο σα σταφύλια, τα μπάνια στις Τζιτζιφιές και παραπέρα στην αμμουδιά τα κάρρα στην αράδα και τα τσιριχτά των γυναικώνε με τις άσπρες ποκαμίσες τις ανεμιστές και με τα κόκκινα σαλάκια και τους ωραίους γυμνούς άντρες καβάλλα σταλόγατά τους, σαν κένταυροι, μέσα στα μακρόσυρτα κύματα που αφρίζουνε σ’ άσπρα γαϊτάνια . . . .

Μα όλη αυτή της ζωής η χαρά και του ήλιου το χάδι κ’ η γλύκα τουρανού δεν το δύνονταν, Αχ!, για να σκορπίσουν τη σκοτεινή λαχτάρα που έκανε τις ψυχές εκείνων των τριών αμίλητες να σπαράζουν — —

Ένα μεσημέρι χρυσό και γαλάζιο, που ο ήλιος είχε μπη όλος, μεθυσμένος, μέσα στην κάμαρη και κυλιότανε στα σανίδια του πατώματος κ’ έπαιζε με τις αράχνες στις γωνιές του ταβανιού κι ακόμα και με τη χλωμάδα της Βεργινίας, που κιτρίνιζε σα φλουρί παλιό σβησμένο, κ’ έπαιζε και μέσα στα μαλλιά της Λιόλιας, που ζεστοφέγγανε σαν το πυρρόχρυσο μέλι μέσα στο κουτάλι, και στου Νίκου το λαιμό, που έδειχνε αχνός και μουντός σαν αραποσίτι ώριμο γαλατερό — μόλις αποφάγανε — ,νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα η θεια Ελέγκω, βαλαντωμένη απ’ το δρόμο, ξαναμμένη, με την μπελερίνα ξεκούμπωτη. . .

— Καλημερούδια σας και με τις υγείες σας! Μωρέ καλοκαίριασε, παιδιά μου, με τα σωστά του! Χαρά Θεού είν' εδώ όξω! Να μην ήμαστε τόσο μακριά, θα μ’ είχατε καθεμέρα εδωνά που θα με βαριούσαστε να με βλέπετε. — Ωχ, Χριστούλη μου! ταξίδι ολάκερο απ' τη Βάθεια ίσαμ’ εδώ πάνω . . ξέρω κι εγώ, τη συνείθισα εκείνη τη γειτονιά και δεν μπορώ να πιάσω σπίτι αλλού. — Πώς είσαι, Βεργινίτσα μου; Τώρα να δης, πώς θα πάρης απάνω σου: σε μια-δυο μέρες θάσαι περδικούλα! — Ε! πώς τα πάτενε με τη Λιόλια; πάντα καλά, έ; σας ευχαριστάει; βγαίνει δουλειά απ’ τα χέρια της;. . . Αμ’ κ’ έτσι πρέπει! — η καλή νοικοκυρά από κορίτσι φαίνεται —

Ο Νίκος δε μίλησε ολότελα — —

Μα η Βεργινία, κυττάζοντας το Νίκο, έβαλε τα δυνατά της για να μιλήση σαν από μέρους του: άνοιξε τα χείλια της σ’ ένα ξέθωρο χαμόγελο μέσ’ από τάσπρα της τα γούλια, που της σούρωσε όλο της το πρόσωπο κ’ έδειξε σα μορφασμός, κ’ είπε:

— — Ωραία! ωραία!

Γύρισ’ η θεια Ελέγκω να δη τη Λιόλια που στεκόταν ορθή, χαμοβλεπούσα, κ’ έκανε να κόψη με το δάχτυλο μια κλωστή πούχε ξεφτίσει απ’ το γαζί της ποδιάς της. . . Δεν τάξερε η Κερά Ελέγκω, για το χορό, γιατί απ’ την Κυριακή της Τυρηνής δεν ήτον ξαναφερμένη.

— Τ’ έχεις Λιόλια; σα βαρετή μου φαίνεσαι! . . κι ο Κυρ Νίκος δεν έχει όρεξη σήμερα. . . Δε βγαίνεις λιγάκι όξω Κυρ Νίκο μου να κάνης καμμιά βόλτα, μόνο όλο μέσα — όλο μέσα και στη δουλειά! Τώρα πούμ’ εδώ, κάθουμ’ εγώ και κάνω της Βεργινίας συντροφιά. Αμ τούτο πια είνε μαράζωμα, καθώς κάνεις! Άκου μ’ εμένα που σου λέω! Αλήθεια, να δης, Βεργινία μου, πούθελε σήμερις ναρθή μαζή μου κ’ η Κυρία Ουρανία, η κόρη δα της σπιτονοικοκυράς μου — μια μονάχη την έχει — νάρθη λέει να μαζέψη λουλούδια στην Καλλιθέα, μα είχανε κάποιονα στο τραπέζι και δεν μπόρεσε να ξεφύγη — δεν την άφησε η μητέρα της. Νάβλεπες κορίτσι! (και κουνούσε το χοντρόπαχό της χέρι η θεια Ελέγκω, το κατακόκκινο απ' τις μπουγάδες) — κορίτσι με τα ούλα του, αυτή η Ουρανία — Νινί τη λένε στο σπίτι: πού ναύρης άκρη, καθώς τα φτειάγνουν τώρα τα ονόματα — κι όμορφη που λες σαν το κρύο το νερό! . . μόνο που τα μαλλιά της τα κάνει κ’ εγώ δεν ξέρω, όχι σα νέα, κορίτσι πράμα πούναι, μόν' έτσι παλαιικά, κατά τ’ ς αρχαίες που τάχανε μια φορά κ’ έναν καιρό: καταμπίτ χαμηλά τα φέρνει απ’ το πλάι που δε βλέπεις αυτί ολότελα, λιγουλάκι μόνο την ακρίτσα — ας ήναι! . . . Αλλά καρδιά να πης! καταδεχτικιά όσο παίρνει. , και ξέρει και γράμματα πο — ολ — λά — ούλοι τις δάσκαλοι τις ξαπερνάει: γαλλικά λέει, ρούσσικα, εγγλέζικα, αμερικάνικα, μηδά ξέρω κ’ εγώ — όσες γλώσσες έχει ο κόσμος, όλες τις μιλάει! Και να μη θέλη να παντρευτή! με δυο σπίτια πούχει — κι άσε πια το ρουχικό και τ’ ασημικό και τα διαμαντικά της μάννας της, σπιτικό παλάτι ολάκερο! Να πης πως δεν της φανερώθηκε η τύχη της; — τηνέ ζητήξανε, μάτια μου, οι καλλίτεροι αξιωματικοί νά! σαν τ’ ς αγγέλοι, ένας γιατρός (καν δυο), ένας δικηγόρος απ’ την Πάτρα, ένας άλλος απ’ τ’ Ανάπλι, τρεις από 'δώ — όσους ξέρω 'γώ — και δεν είν' πια και μικρή! Έχει λέει τα βιβλία της και δεν της χρειάζονται τα βάσανα: όλο και μ’ ένα κίτρινο βιβλίο στο χέρι — στο παραθύρι ολημερίς και διαβάζει και τα γράφει κιόλας κι απατή της οληνύχτα με το φως. . . Άλλο πάλι τούτο. . . Τα τι βλέπει κανείς όσο γερνάει! . . . Καμμιά φορά τα πολλά τα γράμματα πιότερο βλάφτουν παρά που ωφελούν,. . Απ' τα χτες το βράδυ που της είπα πως θε να'ρθω εδώ έξω μούπε πως θαρχότανε μαζί κ’ ήτον όλο χαρά, γιατί θέλει λέει να στολίση την κάμαρη της με τα λουλούδια του κάμπου, για να καταλάβη πως ήρθ' η άνοιξη, μα εμένανε δε με βολούσε να την περιμένω να τελειωθούνε με τον ξένο, γιατί ως που να πάω και νάρθω πάει βράδιασε κ’ ήθελα να κάτσω λιγάκι πιο πολύ να σε ιδώ που σ’ αποθύμησα. . .

Η Βεργινία απ' όλα αυτά που της αράδειαζε η θεια Ελέγκω δεν άκουγε σχεδόν τίποτα. Τα μάτια της μονάχα είχανε ζωηρέψει από μιαν ασυνείθιστη ζωή και δύναμη, σαν από μια μεγάλη απόφαση για ζωή και θάνατο. . κάθε τόσο άνοιγε το στόμα της και το ξανάκλεινε άφωνη. . τέλος πάντων, μόλις έπαψε το ροδάνι της θειας Ελέγκως, είπε με στερεή και ήσυχη φωνή που ακούστηκε παράξενη για την ηρεμία και έντασή της από τόσον καιρό που δεν είχε πια μιλήσει — —

— Να πάη η Λιόλια με το Νίκο, θεια Ελέγκω, να σου κόψουνε λουλούδια —

Και σώπασε — κ’ έκλεισε τα μάτια της σα να κουράστηκε απ’ την προσπάθεια και σάματι νάσβησε η λαμπάδα πούφεγγε μέσα στο μυαλά της ή για να μην ιδή τη λάμψη στο πρόσωπο του Νίκου ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια.

— Καλά λες, πουλάκι μου! Καλή 'ναι η ιδέα σου! Τώρα πούμαι κ’ εγώ εδώ να πάη κι ο Κυρ Νίκος να πάρη λιγουλάκι αέρα. Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία! — να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα!; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι — δε θες καπέλλο. . . Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα — «πάνε μόνες» τα λένε — να τα βάλη στα πιάτα. . .

Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . .

Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ’ έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι. Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήματα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . .

Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια. Μα δεν ξεθαρρευότανε να σηκώση τη ματιά του κατά τη Βεργινία. . και χωρίς να κυττάξη μέσα, είπ' ένα δυνατό «Αντίο σας!» και βγήκε κι αυτός έξω. . . Μα η Βεργινία είχε κλείσει τα ματόφυλλά της σα να μην ήθελε να δη πια τίποτα — σα να μην ήθελε να δη στα μάτια του Νίκου εκείνην τη λάμψη πούτον άλλη φορά δική της, πούτον το φως της ζωής της και τώρα της έκαιγε την ψυχή, γιατί έφεγγε για μιαν άλλη.

— Να μην αργήσετε! — τους φώναξε αποπίσω τους, ανοίγοντας την πόρτα, η Κερά Ελέγκω, γιατί θα νυχτώσω κ’ έχω να βάλω τα ρούχα στο νερό — . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περπατούσαν, ο ένας μακριά από τον άλλον. Η Λιόλια κύτταζε τα χαλικάκια που ξεκυλούσαν μπροστά της. . . Πήρανε πρώτα το δρόμο κατά πλάτος του βουνού ίσαμε ταφημένα καμίνια. . . Έπειτα κατρακύλησαν τον πέτρινο κατήφορο, σαν τα κατσίκια που ροβολούν κάτω τις πλαγιές σκιαγμένα απ’ το μεσημεριάτικον τρόμο του βουνού. . διάβηκαν το ξερό ρέμα του Ιλισσού, γεμάτο μικρολίθαρα που γυαλοκοπούσαν κι άσπρα χοντρά κοτρώνια που λιάζονταν, καθιστά ολόγυρα σα ζώα, κ’ έβγαζαν έναν αχνό φλομωμένο που τρεμοσάλευε. . . Προσπεράσανε μερικά μαντρωμένα χαμόσπιτα και τα Σφαγεία . . . Όσο προχωρούσαν, τόσο το βήμα τους άνοιγε, γινόταν πιο ελαστικό — λες κ’ έπεφτε ένα βάρος κομμάτια-κομμάτια από πάνω τους. Και σάμπως να χαλάρωνε ολοένα κάποιο δέσιμο πούχε σφιχτοζώσει την ψυχή τους, μια γαλήνη ξαστέρωνε τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους ανοίγανε διάπλατα και λαμπερά και πηγαίνανε νακκουμπήσουν το φως τους, γλυκασμένο, ολόγυρα: στους κοκκινοφλέβηδες βράχους των λατομείων που στέκονταν εκεί με τις γνώριμες τους φυσιογνωμίες, σα φίλοι που περιμένουν, και τους βλέπανε νάρχωνται από μακριά. . στις ασβεστωμένες μάντρες με τις ρεκλάμες για γάντια και καπέλλα και κάλτσες πλεχτές που ξεφωνίζανε βουβά με θεόρατα γράμματα μες τη σιγαλιά του βουνού και της κάψας. . στα χορταράκια του δρόμου που γλυκοζούσαν κρυμμένα μες τις πέτρες. . στα μαυρισμένα τα καμίνια. . . Όπως τα καμίνια που ταφήναν πίσω τους, έτσι κάτι μαύρο μέσα τους ξεμάκραινε, απόμενε πίσω, σα να μην είχε δύναμη να τους ακολουθήση παραπέρα προς το φως το ξέχυτο και τα λουλούδια. . .

. . Κ’ έξαφνα μπροστά τους άπλωσαν οι καταπράσινοι κάμποι της Καλλιθέας με τα μυριόχρωμα λουλούδια! Α! τότε λύθηκε πια ολότελα η βασκανιά κ’ οι ψυχές τους αναγάλλιασαν . . . Η Λιόλια έγινε αγνώριστη. Άρχισε να τρέχη έξαφνα ακράτητη, σα νάχε κάμη φτερά, μέσα στα γρασίδια. . . . Έσκυβε κ’ έκοβε ένα λουλούδι και πάλι σηκωνότανε γλήγορα κ’ έτρεχε και ξανάσκυβε παρακάτω, σα να την έστελνε τόνα λουλούδι στάλλο με μαντάτα, ή λες και φοβότανε μήπως φύγουν από 'κει που στέκονταν ή μαραθούν — και δεν τα προφθάση. . . Ο Νίκος ερχόνταν αποπίσω με το βήμα ανοιχτό, κρυφοπηδούμενο, με το πρόσωπο σαν ανθισμένο από μίαν ευτυχία πούχε ξεσκάσει μονομιάς απ’ όλα τα μπουμπούκια: κάθε τόσο, άθελα το κορμί του έκανε μπροστά να τρέξη μαζί με τη Λιόλια, να πάη κοντά της — μα πάλι σιγάλευε τα βήματτά του λες και τα βάραινε η πολλή χαρά — — —

Τρέχε, κοριτσάκι! τρέχε! και σκύβε βαθιά στο χώμα και μάζευε τα λουλούδια της χαράς σου, μήπως και σου μαραθούν και δεν τα προφθάσης! . . . Και πάλι τρέξε! Σε κυνηγά η μοίρα σου· κ’ εκεί που πας τρέχοντας, πάλι θα τηνέ βρης να σε περιμένη. . .

Αχ, η μοίρα των κοριτσιών! αλάλητη ευτυχία είναι ή χαλασμός; — ή και τα δυο μαζί! . . .

Κόβε λουλούδια, κοριτσάκι, κόκκινα λουλούδια σαν το αίμα των παρθένων και σα χείλια που τα ματώνουν τα φιλιά! Μάζευε κίτρινα άστρα σαν τουρανού, γιατί σε λίγο η ψυχή σου θα γίνη ουρανός κι αυτά θα τη φωτίσουνε! Γέμιζε την ποδιά σου άσπρους ανθούς για στεφάνι σταθώο μέτωπό σου, μα ξεφύλλισε τους πάλι, γιατί δε θα προκάμης να το φορέσης . . και τάνθινα γαλανά ματάκια, σκύβε και παίρνε τα στην αγκαλιά σου προτού σε ιδούν και κλάψουν. . . Μα σαν αγνάντεψες από μακριά ανθισμένες μυγδαλιές, στάσου και κρύψε το πρόσωπό σου μες τα χέρια σου, γιατί δεν πρέπει να τις ιδούν τα μάτια σου . . .

Και συ πούρχεσαι το κατόπι αγόρι ολόλαμπο από νιάτα και λαχτάρα, δεν ξέρεις πως είσαι ο ήλιος που τρέχει να πιάση το σύννεφο ταπαλό και που σαν το φθάση πέρα στις βουνοκορφές και ταγκαλιάση, φλογοκαίγετ’ όλος ο ζαφειρένιος κάμπος κι ο ήλιος γίνετ’ ο Βασιλιάς τουρανού και πέφτει και πνίγεται στη μεγάλη θάλασσα του πόθου του;

Χαμήλωνε τώρα ο ήλιος. Ο λόφος της Καστέλλας ακόμα φεγγοβολούσε κατακίτρινος σα θειάφι. Μα τα σπίτια της Καλλιθέας κι ο ελαιώνας, πιο πίσω, και στο βάθος πέρα το κόκκινο βουνό του Δαφνιού, το θαμνωμένο σαν από δασειά ορμή εφηβική, παίρνανε τώρα μια γλύκα τριανταφυλλένια. Η θάλασσα του Φαλήρου και της Αίγινας ήτονε βαθιά μαβιά, σα νάχε μεστώσει ο πόθος της. Ο αέρας ήτονε μαλακός, γεμάτος ρευστό χρυσάφι σαν κρασί γλυκό της Κύπρου. . .

Όταν, έτσι τρέχοντας, πέσανε μέσα σε κάτι λίμνες από ανεμώνες κόκκινες σαν αίμα — γιατ’ είχανε γεννηθή απ’ τον Άδωνη το αίμα — η Λιόλια ξεφώνισε απ’ την αναγάλλιασή της (που από 'κείνην τη βραδιά του χορού σχεδόν η φωνή της δεν είχε ακουστή):

— Κύριε Νίκο! Κύριε Νίκο, ελάτε! Εδώ ελάτε να δήτε πόσες έχει. Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλωμε με το χώμα! Για κυττάξτε καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη! — κι όλα τα κεφαλάκια τους μαζί! . . .

Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερρίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τί κόκκινα που ήταν και τα δικά τους τα χείλια — και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά! Και παρακάτω ηύραν άλλα πάλι κιτρινολούλουδα που φέγγανε σαν άστρα μες τα χόρτα. . κι απ' αυτά έκοβαν, έκοβαν και γέμιζαν τις αγκαλιές τους και τάστρα έγερναν απάνω στα στήθη τους για να τα φωτίσουν. Και πάλι πετούσε η Λιόλια πιο πέρα και μάζευε γαλανά ματάκια άνθινα, που την κυττάζανε λυπητερά και σα δακρυσμένα, και γέμιζε την ποδιά της όλο μαργαρίτες, χωρίς νάχη καιρό να τις ξεφυλλίση, κ’ έτρεχε κ’ έκοβε κάτι ασπρολούλουδα σ’ αψηλά κλωνιά που ανθίζανε δέσμες-δέσμες κ’ ήτανε γεμάτα μέλισσες. . . Δεν τα χωρούσε πια η αγκαλιά της κ’ η ποδιά της τα λουλούδια κι ανασήκωνε και τη φουστίτσα της και φάνηκε το μισοφοράκι τάσπρο χιόνι κ’ η παχουλή γαμπίτσα της. Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση· η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. (Μέλισσα! μικρέ θεέ, χωρίς να κεντρίσης, ρίχνεις τη σαΐτα σου!) Ο Νίκος άνοιξε τα χέρια του να τσακώση τη μέλισσα . . . Μα του ξέφυγε. . και πάλι έπιασ’ η Λιόλια το τρεχιό μέσα στα λουλούδια. . και κάθε λίγο του φώναζε του Νίκου από μακριά νάρθη να βγάλη ένα όμορφο άνθος με τη ρίζα. . . Οι πεταλούδες, πούχανε γεννηθή εκείνες τις ημέρες, ζήλεψαν τα λουλούδια της ή την πήρανε γι’ αδερφή τους, έτσι που πετούσε από άνθος σ’ άνθος κ’ έσκυβε αποπάνω τους· κ’ έξαφνα τους ήρθε να παίξουνε μαζί της και μαζεύτηκαν όλες σωρό γύρω απ’ το κεφάλι της που χρύσιζε, με βουβά φτεροκοπήματα σαν πνοές άσπρες και κίτρινες και γαλάζιες και κόκκινες — σαν άνθη και φλόγες που πετούσαν. . . Ξαφνίστηκε η Λιόλια κ’ έκανε για να τις διώξη, γελώντας νευρικά από φόβο μαζί και χαρά· μα δεν τα κατάφερνε με τόνα χέρι που ανέμιζε το σαλάκι, ίδιο συννεφάκι τριανταφυλλί — γιατί με τ’ άλλο βαστούσε τα λουλούδια μες τη φούστα της: οι πεταλούδες δεν το φοβούνταν ολότελα το συννεφάκι το ρόδινο, παρά νομίζανε πως έπαιζε κι αυτό μαζί τους και με τόση περισσότερη ορμή έπεφταν απάνω της, ως που έφθασε ο Νίκος και τις σκόρπισε με το καπέλλο του κ’ έπιασε μια μεγάλη κόκκινη με κάτι σα μάτια παγωνιού στα φτερά της και την τρύπωσε μέσα στης Λιόλιας τα μαλλιά. . . Και πήγανε παραπέρα ως πίσω απ’ τα σπίτια της Καλλιθέας και πιο κάτω απ' τις φυλακές, ίσαμ’ εκεί παρχίζει ο ελαιώνας. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχ!» κ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα. Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ’ εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ’ η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . .

Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: — θυμήθηκ’ εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος; — τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; — ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη — όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη: έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . .

Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες. Αμυγαλιές ήταν — τέτοιον καιρό που όλες έχουνε σχεδόν ξανθίσει! — μην ήταν οι αδερφάδες τους οι γκοριτζιές κ’ οι αγριοκορομιλιές, πούναι πιο τεμπέλες; ή μήπως τις είχε πάρει ο ύπνος τις μυγδαλιές κι αργήσανε νανοίξουν τανθινά τους μάτια απ’ τα βαθιά ονείρατα του χειμώνα! Άλλες δεν ήταν πουθενά: αυτές μονάχα ανθίζανε σ’ όλον τον κάμπο . . κ’ ήταν παγεμένες όλες μαζί κ’ έσμιγαν τα κλαριά τους από πάνω ως κάτω σαν πηχτά χιονισμένα από τάνθη. . .

Στάθηκε η Λιόλια θαμπωμένη, άφωνη! . . κ’ έπειτα σα να την τραβούσε αυτή η λάμψη η γλυκειά: προχώρησε με βήματα αργά και με μάτια μαγεμένα. . .

Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές έτοιμες να χορέψουν. . . Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσα τους άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί απόμονα πανάψηλα χορτάρια και λουλούδια μύρια. Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κ’ έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο κι ούτε καν ο ουρανός απ’ αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι, πούμοιαζε κούνια ή κρεββάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο Θόλο πούκαναν τα ολάνθιστα κλαριά. Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου.

Αχ, μυγδαλιές! γιατί να φανερωθήτε μπρος στα μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι! Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . .

Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει. . και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . .

Λιόλια μου! Λιόλια μου! Το Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες τανθινό σου άντρο:

— Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας!

Κ’ έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά — καλά ναποτελειώση το λόγο της — ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε, αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη, υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ' τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα — και δεν είδε άλλο μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . .

Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα! . . .

Ίσαμε πού νακούστηκε! . . .

Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα χείλια σαν τις ανεμώνες; Και βούιζαν οι μέλισσες πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί μια θεόρατη κυψέλη . . κ’ έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη, ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας παρθένας κοιμισμένης. . .

Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια — τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ ανθόφυλλα έπεσε μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της — — —