Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΜΓ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΜΓ'. Τυφλός Βαρτιμαίος


Από πάνω από την Εφραΐμ, έβλεπε ο Ιησούς τους προσκυνητές που κατάφθαναν κατά καραβάνια, να παν να κάνουν το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Είχε έλθει πια η ώρα για τον Ιησού, να παραδοθεί στους εχθρούς του. Μάζεψε λοιπόν τους μαθητές του, και κατέβηκε στο μεγάλο δρόμο, να ενωθεί κι εκείνος με τα τελευταία καραβάνια που ανέβαιναν στην Ιερή Χώρα.

Κατέβαινε ο Ιησούς σιωπηλός από το βουνό, και τον ακολουθούσαν οι μαθητές. Ήταν σα να τους είχε πιάσει ένα προαίσθημα κακό, και πήγαιναν σιωπηλοί, φοβισμένοι, τα μάτια τους ολοένα απάνω στον Κύριό τους που προπορεύουνταν, επιβλητικός και μεγάλος στην ήρεμη λύπη του, τραβώντας κατά το θάνατο.

Έφθασαν στην κοιλάδα του Ιορδάνη, και από κει πήραν το μεγάλο δρόμο που ανεβαίνει από την Ιεριχώ στην Ιερουσαλήμ.

Πηγαίνοντας μάζεψε ο Ιησούς γύρω του τους δώδεκα διαλεχτούς του, και τους είπε:

— Ανεβαίνομε στην Ιερουσαλήμ, όπου ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους Αρχιερείς και στους Γραμματείς, και αυτοί θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς, που θα τον περιπαίξουν, θα τον μαστιγώσουν και θα τον σταυρώσουν, και την τρίτη μέρα θ' αναστηθεί.

Αυτή τη φορά τους προέλεγε ανοιχτά τον άγριο θάνατο του, γυρεύοντας να τους προετοιμάσει για το μεγάλο δράμα και τον πόνο του χωρισμού.

Αυτοί άκουσαν και λυπήθηκαν αλλά χωρίς ν' αντιληφθούν τι τους έλεγε ο Ιησούς, και τα λόγια του έμεναν μυστήριο γι' αυτούς· η καρδιά τους δεν ήταν ακόμα ελευθερωμένη από ανθρώπινες λαχτάρες και από τα μεσσιακά όνειρα, τέτοια που τους τα υπόσχουνταν οι παραδόσεις, με θρόνους και μεγαλεία, με δόξες και πρωτοκαθεδρίες.

Τ' άκουσε και η Σαλώμη, η γυναίκα του Ζεβεδαίου, που από τη Γαλιλαία ακολουθούσε τον Ιησού μαζί με μερικές άλλες γυναίκες, και η καρδιά της γέμισε φιλοδοξίες· πήρε τους γιους της, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού και του είπαν:

— Δάσκαλε, θέλομε κείνο που θα σου ζητήσομε να μας το κάνεις.

Τους είπε ο Ιησούς:

— Τι θέλετε να σας κάνω;

Κι εκείνοι του είπαν:

— Δώσ' μας να καθίσομε ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά σου, όταν θα είσαι στη δόξα σου.

Με καλοσύνη, λυπημένα τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που πίνω εγώ και να βαπτιστείτε στο βάπτισμα όπου βαπτίζομαι εγώ;

Αυτή τη φορά σα να κατάλαβαν καλύτερα οι δυο φιλόδοξοι μαθητές πως μιλούσε για θάνατο και μαρτύριο. Και όμως, μ' ενθουσιασμό του αποκρίθηκαν οι γιοι της βροντής:

— Ναι, μπορούμε!

Τότε, προφητεύοντας ο Ιησούς όσα στο όνομά του έμελλαν να πάθουν οι απόστολοι του, καταδιώξεις και μαρτύρια, όπως τωόντι έπαθε ο Ιάκωβος, τους είπε μελαγχολικά: — Το ποτήρι που εγώ πίνω θα το πιείτε, και το βάπτισμα όπου εγώ βαπτίζομαι θα βαπτισθείτε. Μα το να καθίσετε δεξιά μου και αριστερά δεν είναι στο χέρι μου να σας το δώσω, αλλά θα δοθεί σ' εκείνους για τους οποίους ορίστηκε από τον πατέρα μου.

Άκουσαν οι άλλοι δέκα μαθητές και αγανάκτησαν με τους γιους του Ζεβεδαίου, που φρόντιζαν να οικειοποιηθούν τις πρώτες θέσεις.

Τους είδε ο Ιησούς, και λυπήθηκε για τη γενική φιλαρχία όλων των μαθητών, εκείνων που ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες, όσο και των άλλων που αγανακτούσαν για την απαίτηση των πρώτων.

Τους φώναξε όλους κοντά του και τους είπε το μάθημα που τόσες φορές τους το είχε ξαναδιδάξει:

— Ξέρετε πως οι αρχηγοί των εθνών κυριεύουν τα έθνη και οι μεγάλοι τους τα εξουσιάζουν. Μην είναι έτσι και σε σας αλλά όποιος θέλει μεταξύ σας μεγάλος να είναι, υπηρέτης σας ας είναι· και όποιος θέλει να γίνει μεταξύ σας πρώτος, δούλος σας να είναι ολωνών.

Και πρόσθεσε:

— Έτσι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του για τη σωτηρία των πολλών.

Ο δρόμος περνούσε από την Ιεριχώ, και εκεί σταματούσαν οι προσκυνητές να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα, πριν πάρουν τον ανήφορο κατά την Ιερουσαλήμ, που ήταν χτισμένη σε ύψωμα.

Από την Ιεριχώ, ο δρόμος ανέβαινε σε κλεισούρα από βράχους και γκρεμνούς, όπου κλέφτες και κακούργοι κρύβουνταν και παραμόνευαν, και τη νύχτα έπεφταν απάνω στους ταξιδιώτες, τους σκότωναν και τους ελήστευαν. Τόσα κακουργήματα γίνουνταν στον στενό αυτόν ανήφορο, που οι διαβάτες το είχαν βγάλει: «ματωμένο πέρασμα». Αυτόν το δρόμο αναφέρει ο Ιησούς στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη.

Έξι ωρών δρόμος χωρίζει τη μια χώρα από την άλλη. Η Ιεριχώ, μια από τις σημαντικότερες χώρες της Ιουδαίας και ίσως απ' όλες η ομορφότερη, ήταν ολοπράσινο και μυρωδάτο περιβόλι, που το πότιζαν πηγές καθάριες και ποταμάκια πολλά. Κουρμαδιές, συκομορέες, τσικουδιές σκίαζαν τα όμορφα σπιτάκια, σκορπισμένα δω κι εκεί, ανάμεσα σε πρασιές από τριαντάφυλλα, κρίνους και γιασεμιά. Ήταν η γελαστή αντίθεση της σκυθρωπής Ιερουσαλήμ, όλο πέτρα, βράχους και μάρμαρα.

Οι κάτοικοι ήταν πλούσιοι πολλοί ανώτεροι κληρικοί κάθουνταν εκεί, επίσης και πολλοί τελώνες, για να συνάζουν το φόρο κάποιου βάλσαμου, που το βότανο του έβγαινε και καλλιεργούνταν εκεί, καλύτερα και αφθονότερα παρά σε κάθε άλλο μέρος.

Μαζί με τον Ιησού, πολλοί πιστοί του οπαδοί ανέβαιναν στην Ιερουσαλήμ. Με χαρά τον αναγνώριζαν και τον χαιρετούσαν ως Μεσσία τους· άλλοι πάλι, άγνωστοι, άκουαν τις διδαχές του, θαύμαζαν, πίστευαν και προσκυνούσαν.

Πλησίαζε ο Ιησούς στην Ιεριχώ, και γύρω του ολοένα μαζεύουνταν πυκνότερα τα πλήθη και σκουντοκοπιούνταν να δουν και ν' ακούσουν. Στο δρόμο πλάγι, κάθουνταν και ζητιάνευε ένας τυφλός που λέγουνταν Βαρτιμαίος[1]. Άκουσε τον ανθρώπινο συνωστισμό, τις φωνές, τα ποδοβολητά, τα τρεξίματα και το σκουντοκόπημα, και ρώτησε τι ήταν...

Του αποκρίθηκαν πως:

— Ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνά.

Καθώς τ' άκουσε ο Βαρτιμαίος έβγαλε τις φωνές, λέγοντας:

— Τιέ του Δαυίδ, Ιησού, ελέησέ με!

Πολλοί, που σπρώχνουνταν και βιάζουνταν ποιος να πρωτοσιμώσει τον Ιησού, το βρήκαν άπρεπο να φωνάζει έτσι το Μεσσία τους ένας ζητιάνος, καθισμένος στις σκόνες του δρόμου, και τον μάλωναν και του είπαν να μη σκοτίζει τον Κύριο.

Αυτός όμως όλο και περισσότερο φώναζε:

— Υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με!

Στάθηκε ο Ιησούς και είπε:

— Φωνάξετέ τον!

Φώναξαν τότε τον τυφλό, και του είπαν:

— Θάρρος! Σήκω και σε φωνάζει!

Αυτός πέταξε το ρούχο του, σηκώθηκε και ήλθε στον Ιησού.

Τον ρώτησε ο Ιησούς:

— Τι θέλεις να σου κάνω;

Και του είπε ο τυφλός, δίνοντάς του τον πιο τιμητικό τίτλο που του ανέβηκε από την καρδιά στα χείλη, εκείνη την ώρα:

— Ραββουνί[2], να ξαναβρώ το φως μου!

Και ο Ιησούς του είπε:

— Πήγαινε! Η πίστη σου σ' έσωσε.

Ευθύς του ξαναήλθε το φως, και, δοξάζοντας το Θεό, ο Βαρτιμαίος ακολούθησε τον Ιησού, ένας περισσότερος στο μεγάλο χαρούμενο πλήθος των πιστών του. Γιατί ήταν όλο χαρά, πίστη και ενθουσιασμό ο δρόμος αυτός ως την Ιεριχώ, και από την Ιεριχώ ως την Ιερουσαλήμ. Ήταν ο θρίαμβος του Ιησού, το κορύφωμα της δόξας του.

Πανηγυρικά τον συνόδευαν οι πιστοί του στο θάνατο.


  1. Βαρ-Τιμαίος, δηλ. γιος του Τιμαίου.
  2. Ραββουνί, λέξη αραμαϊκή ίδια με το Ραββί, δηλ. Δάσκαλέ μου.