Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΜΔ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΜΔ'. Από την Ιεριχώ στη Βηθανία


Μπήκε ο Ιησούς στην Ιεριχώ την ολοπράσινη, τη μοσχομυρισμένη, όπως λέγει και τ' όνομά της[1]. Είχε ακουστεί πως έρχεται, και βγήκαν τα πλήθη να τον υποδεχθούν.

Στην Ιεριχώ, κάθουνταν ένας αρχιτελώνης μυριόπλουτος που λέγουνταν Ζακχαίος· ήταν Εβραίος, αλλά η φιλοχρηματία του τον έκανε να μπει υπάλληλος των Ρωμαίων, καταπατώντας την αντιπάθεια της φυλής του, όσο και τη δική του την ατομική, για τους εξευτελιστικούς φόρους που είχε επιβάλει ο κατακτητής.

Τον έλεγαν σκληρό και άδικο, αυθαίρετο και αρπακτικό, και τον μισούσαν οι συμπολίτες του, ακόμα περισσότερο γιατί ήταν Εβραίος, και πρόδιδε τα συμφέροντά τους τα εθνικά για ατομική παραδολογία. Ο κόσμος όλος βόιζε με τις παρανομίες του, με τις εκβιαστικές του πιέσεις. Όπου περνούσε, οι συμπολίτες του μουρμούριζαν με έχθρα τ' όνομά του. Άκουσε και αυτός πως έρχεται ο νέος προφήτης που ανάστησε τον Λάζαρο, και βγήκε να τον δει.

Μα ήταν κόσμος πολύς, γιατί όλη η χώρα είχε βγει να δεχθεί τον Μεσσία, και ο Ζακχαίος ήταν κοντός ανάμεσα στο πλήθος δεν έβλεπε τίποτα.

Έτρεξε λοιπόν παρεμπρός, και σκαρφάλωσε σε μια συκομορέα που βρίσκουνταν στο δρόμο όπου θα περνούσε ο Ιησούς.

Σαν έφθασε κάτω από το δέντρο, σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια, και του είπε:

— Ζακχαίε, γρήγορα κατέβα, γιατί πρέπει σήμερα να μείνω στο σπίτι σου.

Τα λόγια του Ιησού αναστάτωσαν τους πιστούς του. Γύρω του ακούστηκαν θυμωμένα μουρμουρίσματα, πως τάχα πάγει να μείνει σε αμαρτωλού σπίτι, ενώ στη χώρα μέσα ήταν τόσοι ιερείς; Καλά, και αν δεν ήθελε να πάγει στους ιερείς, που τον καταπολεμούσαν, χάθηκαν μήπως οι πιστοί του, που θα τον φιλοξενούσαν;

Βιαστικά, από κλαδί σε κλαδί, κατέβαινε ο Ζακχαίος καταχαρούμενος και υπερήφανος, και έτρεξε μπροστά και υποδέχθηκε τον Ιησού στο σπίτι του.

Τι θαύμα άραγε να γίνηκε στην ψυχή του αμαρτωλού τελώνη, όταν αντίκρισε το βλέμμα του Ιησού και το εξαίσιο χαμόγελο που σκορπούσε συγχώρεση και ανάπαυση; Η καρδιά του, σκληραμένη από την πολλή περιφρόνηση και το μίσος που ένιωθε γύρω του, μαλάκωσε έξαφνα, πλημμύρισε αγάπη για τον Ιησού, και μετάνοια για τις παλιές του αμαρτίες. Αδιαφορώντας για τα πικρά λόγια που άκουε γύρω του, στάθηκε εμπρός στον Ιησού και του είπε:

— Να, τα μισά μου τα υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν από κανέναν καταχράστηκα τίποτα, τετραπλάσια του τα γυρίζω.

Ήταν η απάρνηση όλης της αμαρτωλής του περασμένης ζωής. Μια ματιά του Ιησού είχε κάμει το θαύμα. Και όπως είχε κατακτήσει άλλοτε τον Ματθαίο, έτσι και τώρα κατέκτησε του αμαρτωλού την ψυχή, την έκανε δική του εξαγνίζοντάς την.

Και του είπε τότε ο Ιησούς, για ν' ακούσουν και οι άλλοι:

— Σήμερα ήλθε η σωτηρία στο σπίτι τούτο, επειδή και αυτός είναι γιος του Αβραάμ. Γιατί ήλθε ο υιός του ανθρώπου να ζητήσει και να σώσει τους παραπλανημένους. Γύρω στον Ιησού μεγάλη ήταν η έξαψη· οι πιστοί του, που τον έβλεπαν να πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ, φαντάζουνταν πως ήλθε η ώρα όπου θα εμφανίζουνταν η Βασιλεία του Θεού, όπου ο Ιησούς θα τους μοιράσει όλα τα καλά. Ανεβαίνοντας τον ανήφορο της Ιερουσαλήμ, τα έλεγαν μεταξύ τους, και λογάριαζαν τι άραγε θα λάχει στον καθένα από όλα αυτά τα μεγαλεία.

Τους άκουσε ο Ιησούς, εκεί που προπορεύουνταν, και μαζεύοντάς τους γύρω του, τους είπε μια παραβολή: — Ένας άνθρωπος, άρχοντας, έφυγε για μια μακρινή χώρα, όπου πήγαινε να παραλάβει τη βασιλεία του και να επιστρέψει[2]. Πριν φύγει, κάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωκε από μια μνα[3], και τους είπε: «Εμπορευθείτε με αυτό ώσπου να γυρίσω.» Μα οι συμπολίτες του τον μισούσαν και δεν τον ήθελαν βασιλέα, ώστε έστειλαν πρεσβεία στο μέρος όπου πήγαινε, λέγοντας: «Δε θέλομε να βασιλέψει αυτός απάνω μας.» Ωστόσο, παράλαβε ο άρχοντας τη βασιλεία και, όταν γύρισε πίσω, είπε και φώναξαν τους δούλους στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα, για να λογαριαστεί μαζί τους. Ήλθε ο πρώτος και του είπε: «Κύριε, η μνα σου κέρδισε άλλες δέκα μνας.» Και του είπε ο άρχοντας: «Εύγε, καλέ μου δούλε, αφού στα μικρά ήσουν πιστός, πάρε και όριζε δέκα χώρες.» Ήλθε ο δεύτερος και είπε: «Κύριε, η μνα σου κέρδισε πέντε μνας.» Είπε και σ' εκείνον ο άρχοντας: «Και συ, όριζε πέντε χώρες.» Ήλθε και ο άλλος και είπε: «Κύριε, ιδού η μνα σου, που σου τη φύλαγα σε κομπόδεμα1 γιατί σε φοβούμουν, που είσαι άνθρωπος σκληρός, και παίρνεις εκεί που δεν έδωσες, και θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες, και συνάζεις εκεί που δε σκόρπισες.» Του αποκρίθηκε ο άρχοντας: «Από τα λόγια σου σε κρίνω, δούλε κακέ. Ήξερες πως είμαι άνθρωπος σκληρός, παίρνοντας όσα δεν έδωσα, και θερίζοντας όπου δεν έσπειρα, και συνάζοντας όπου δε σκόρπισα γιατί λοιπόν δεν έδωσες το χρήμα μου σε τράπεζα, και εγώ στο γυρισμό μου να το συνάξω με τόκο;» Και στους παρόντες είπε: «Πάρετέ του τη μνα του και δώσετέ την σ' εκείνον που έχει τις δέκα.» Και του είπαν: «Μα, Κύριε, αυτός έχει δέκα μνας.» «Σας λέγω πως σ' εκείνον που έχει θα δοθεί, και πως από κείνον που δεν έχει θα του πάρουν ό,τι και αν έχει. Ως προς τους εχθρούς μου, εκείνους που δε με ήθελαν να βασιλέψω πάνω τους, φέρετέ τους εδώ και σφάξετέ τους μπροστά μου. Και τον άχρηστο δούλο βγάλτε τον στο σκοτάδι το μακρινό. Εκεί είναι το κλάμα, και το τρίξιμο των δοντιών».

Αυτά είπε ο Ιησούς, και τράβηξε πάλι μπροστά, ανεβαίνοντας κατά την Ιερουσαλήμ, και, πίσω του, ακολουθούσαν τα πλήθη, βυθισμένα στη συλλογή όπου τους έριξαν τα λόγια του.

Ο Ιησούς όμως δε μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Άφησε τα πλήθη να σκορπίσουν στα διάφορα περίχωρα και προάστια της Ιερής Χώρας, κι εκείνος πήγε στη Βηθανία, στο σπίτι του φίλου του του Λαζάρου, που κάθουνταν με τις δυο του αδελφές.

Ήταν Παρασκευή, έξι μέρες πριν από το Πάσχα των Εβραίων, σαν έφθασε βράδυ στη Βηθανία.

Την άλλη μέρα, Σάββατο, κάποιος Σίμων ο Λεπρός[4], φίλος στενός ή και συγγενής του Λαζάρου, κάλεσε τον Ιησού σε γεύμα· ήταν και ο Λάζαρος καλεσμένος, και η Μάρθα υπηρετούσε και φρόντιζε για όλα.

Είχαν δεχθεί λαμπρά τον Ιησού, με τις συνηθισμένες περιποιήσεις που επέβαλλε η εβραίικη φιλοξενία, πλύσιμο ποδιών, άλειψη μαλλιών με μυρωδάτο λάδι, φιλικό φίλημα του οικοδεσπότη, πρωτοκαθεδρία κτλ. Μα όλα αυτά δεν άρκεσαν της Μαρίας.

Η αγάπη της για τον Κύριο ξεχειλούσε, γύρευε άλλη θυσία, που να είναι άξια.

Πήρε ένα αλαβάστρινο δοχείο σφραγισμένο, γεμάτο μύρο νάρδου[5] γνήσιο, μεγάλης αξίας, και, σιμώνοντας τον Ιησού, έσπασε το λαιμό του δοχείου και κατέχυσε το πολύτιμο μυρωδικό στο κεφάλι του.

Όλο το σπίτι μοσχοβόλησε με το μύρο, και όλοι απόρησαν με την πολυτελή θυσία της κόρης. Η Μαρία όμως, παραδομένη στην αγάπη της μονάχα, αψηφώντας τα λόγια τους, άλειψε και τα πόδια του Ιησού με το πολύτιμο λάδι, και, λύνοντας τις μακριές της πλεξούδες, τα σκούπισε με τα μαλλιά της.

Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν και αυτός στο γεύμα. Εκείνος βαστούσε το ταμείο της συντροφιάς, ψούνιζε τα χρειαζούμενα. Εν τούτοις, αν και τα χρήματα στα χέρια του ανήκαν σε όλους, αυτός δε δίσταζε να παίρνει από το ταμείο ό,τι του χρειάζουνταν για δικές του ατομικές αγορές, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, κατακλέβοντας τους συντρόφους του.

Καθώς είδε τη Μαρία να περιχύνει το κεφάλι και τα πόδια του Ιησού, με το πολύτιμο μύρο, αγανάκτησε και διαμαρτυρήθηκε. Η ιδέα πως το αντίτιμο του μυρωδικού μπορούσε να είχε μπει στο ταμείο του και να έλθει στα χέρια του, ενώ έτσι πήγαινε χαμένο, τον αναστάτωνε.

— Γιατί να χαθεί έτσι το μύρο; αναφώνησε.

Και, για να δικαιολογήσει τη διαμαρτυρία του,

πρόσθεσε, όχι από πονοψυχιά, αλλά από φιλαργυρία:

— Μπορούσε το μύρο τούτο να πουληθεί πάνω από τριακόσια δηνάρια, και να μοιραστεί στους φτωχούς.

Και μάλωνε τη Μαρία, και τη μάλωναν και οι άλλοι μαθητές.

Ο Ιησούς τους είπε:

— Αφήσετέ την γιατί τη στενοχωρείτε; Μου έκανε ένα καλό έργο. Γιατί πάντα τους φτωχούς τους έχετε κοντά σας, και όταν θέλετε μπορείτε καλό να τους κάνετε εμένα όμως δε θα μ' έχετε πάντοτε.

Και πρόσθεσε, προλέγοντας το γρήγορο θάνατο του:

— Ό,τι είχε μου το έδωσε. Πρόλαβε και μου μύρωσε το σώμα για τον ενταφιασμό. Αλήθεια σας λέγω, όπου και αν κηρυχθεί το ευαγγέλιο τούτο σε όλο τον κόσμο, μαζί θα διαλαληθεί κι εκείνο που έκανε αυτή, για να τη μνημονεύουν.

Τότε σηκώθηκε ο Ιούδας και βγήκε έξω.

Από την ημέρα που αρνήθηκε ο Ιησούς ν' αφήσει το λαό να τον στέψει βασιλέα, ύστερα από το θαύμα των ψωμιών και των ψαριών, ο Ιούδας είχε αρχίσει ν' απογοητεύεται, και να χάνει τις ελπίδες του στον Κύριό του. Σα σωστός Ιουδαίος που ήταν, τη Βασιλεία των Ουρανών δεν την ένιωθε παρά ως χρυσή εποχή στη γη, με ελευθερία εθνική, θρόνους σε διάφορα βασίλεια, πλούτη, δόξες και καλοφαγία. Η άρνηση του Ιησού να δεχθεί το θρόνο του Ισραήλ γκρέμιζε όλα του τα χρυσά όνειρα. Τ' αδιάκοπα ταξίδια με τις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις, τα κηρύγματα και τα διδάγματα του Ιησού, που γι' αυτόν ήταν ακατάληπτα, οι κατατρεγμοί των μεγάλων και δυνατών, οι εχθρότητες, η φτώχια, όλα αυτά μαζί γέμιζαν την καρδιά του πίκρα, ζούλια και φθόνο.

Και έτσι, όταν είδε να σκορπιέται το πολύτιμο μύρο, μαζί και τα τριακόσια δηνάρια που λαχταρούσε, τότε πια ξεχείλισε το ποτήρι.

Βγήκε ο Ιούδας, και πήγε ίσια στους αρχιερείς.

Είχε μαθευθεί πως ο Ιησούς βρίσκουνταν στου Σίμωνα του Λεπρού, και πλήθος πολύ από Ιουδαίους πήγε, όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά και να δει τον Λάζαρο, τον οποίο είχε αναστήσει από τους νεκρούς.

Το άκουσαν οι αρχιερείς, και αγρίεψαν τόσο, που και τον Λάζαρο θέλησαν να βγάλουν από τη μέση, για να μην υπάρχει η ζωντανή αυτή απόδειξη της θεϊκής εξουσίας του Ιησού. Γιατί πολλοί Ιουδαίοι, με την αφορμή αυτή, πήγαν, άκουσαν και πίστεψαν στον Ιησού.

Ώστε, όταν παρουσιάστηκε ο Ιούδας μπροστά τους, τον δέχθηκαν οι αρχιερείς με κρυφή χαρά.

Και τους είπε ο Ιούδας:

— Τι θέλετε να μου δώσετε και εγώ να σας τον παραδώσω;

Και άρχισε το παζάρεμα.

Οι αρχιερείς ήθελαν να πιάσουν και να σκοτώσουν τον Ιησού μυστικά, χωρίς θόρυβο, μην τύχει και γίνει αιματοχυσία αν πιάνουνταν οι αρχές με το λαό, που τον θεωρούσε Μεσσία ώστε η πρόταση του Ιούδα ήταν ανέλπιστη βοήθεια στα σχέδιά τους. Δεν ήθελαν όμως και να του το αποδείξουν, μην το πάρει απάνω του, και νομίσει αυτός ο ταπεινός άνθρωπος του δρόμου, πως μετρούσε τίποτα στα μάτια τους ή πως τον είχαν ανάγκη.

Τον παζάρεψαν λοιπόν, τον γέλασαν και τον κατόρθωσαν να παραδώσει τον Κύριό του για τριάντα μονάχα αργύρια[6], δηλαδή την αξία του πιο τιποτένιου δούλου.

Ώστε ούτε αμοιβή χρηματική άξια λόγου δεν επήρε ο Ιούδας, που να εξηγήσει την πράξη την ταπεινότερη, την ασχημότερη που ανέφερε ποτέ η ιστορία.

Τι άραγε τον έκανε λοιπόν τον Ιούδα να προδώσει;

Μήπως η γνώση πως γελάστηκε στην αποστολή του Ιησού, πως τα όνειρά του για το Μεσσία δε θ' αλήθευαν, πως θρόνους και τιμές σε τούτο τον κόσμο δε θ' αποκτούσε; Και βλέποντας τον Ιησού καταδιωγμένο και πάμπτωχο, έχασε μαζί με τις υλικές του ελπίδες και την πίστη στον Κύριό του;

Μήπως τον πρόδωσε από ζούλια, νιώθοντας την αγάπη του Ιησού για τους συντρόφους του, τους αγνούς και αγαθούς Γαλιλαίους, που λάτρευαν τον Κύριό τους και τον ανεγνώριζαν για υιό του Θεού;

Μήπως η ίδια προφητεία του Ιησού για το μελλούμενο θάνατο του το μαρτυρικό, να τον έσπρωξε στο έγκλημα, σβήνοντάς του την τελευταία ελπίδα επίγειου μεγαλείου και αμοιβής στη ζωή;

Ίσως να πρόδωσε μονάχα από πείσμα, που σκορπίστηκε το πολύτιμο μύρο, και μαζί το μεγάλο χρηματικό ποσό, που αν είχε μπει στο ταμείο του, θα μπορούσε να το είχε εκμεταλλευθεί αυτός; Από πρόστυχη φιλαργυρία, και, βλέποντας τα πάντα χαμένα, τον Ιησού ανάμεσα στους Ιουδαίους, και τους Ιουδαίους αποφασισμένους να τον σκοτώσουν, θέλησε να βγάλει τουλάχιστον από το θάνατο του Κυρίου του κάποιο κέρδος υλικό για τον εαυτό του, έστω το πενιχρό αυτό ποσό που του έδιναν;

Ίσως από κούραση για την περιπλανώμενη ζωή τους, και αδυναμία ν' αφήσει θεληματικά τον Κύριό του, που τρία χρόνια τον είχε ακολουθήσει;

Όλα αυτά μαζί ίσως, ή και κανένα απ' όλα αυτά.

Ίσως να το έκανε μονάχα από φθόνο, το φθόνο του ταπεινού για τον ανώτερο του, του πρόστυχου για τον ευγενή, του μικρού για το μεγάλο το φθόνο της χαμηλής ψυχής, που δεν έχει τη δύναμη ν' ανεβεί εκεί που στέκεται ο δυνατότερος του, που δεν ανέχεται την υπεροχή του, που πονεί να τον αισθάνεται ανώτερο, που βλέπει το δυνατό πέταγμα της μεγάλης ψυχής, και δεν έχει φτερά να την ακολουθήσει, και αδημονεί και μισεί και καταστρέφει...

Ο Ιησούς όμως; Ο Ιησούς που διάβαζε σε όλες τις ψυχές, που τον ήξερε φιλάργυρο και κλέφτη και κακόπιστο και πονηρό, γιατί τον πήρε και τον έκανε έναν από τους δώδεκα διαλεχτούς του αποστόλους, και τον δίδαξε και τον αγάπησε σαν τους άλλους, και τον είχε κοντά του μέρα και νύχτα, αφήνοντας στα χέρια του, ακριβώς εκείνο που το περισσότερο εκτιμούσε ο Ιούδας, το ταμείο του ομίλου των;

Η πράξη αυτή του Ιησού εικονίζει όλη του τη διδαχή, είναι συνεπής με όλον του το χαρακτήρα.

Τον διάλεξε ο Ιησούς, ακριβώς γιατί τον ήξερε φιλάργυρο και πονηρό και κλέφτη και κακόπιστο. Γιατί τους αδικημένους και τους αμαρτωλούς σπλαχνίζουνταν ο Ιησούς, τους αποδιωγμένους από την κοινωνία, και τους πεσμένους και τους ελεεινούς. Γιατί δεν είχε έλθει στον κόσμο ενάρετους να καλέσει, αλλ' αμαρτωλούς.

Και ο Ιούδας ήταν αμαρτωλός. Γι' αυτόν τον κράτησε κοντά του.

Και έτσι, αφού συνεννοήθηκε ο Ιούδας με τους αρχιερείς, και αφού πήρε τα τριάντα αργύρια, υποσχέθηκε να τους παραδώσει τον Κύριό του, γύρισε στη Βηθανία και πήγε πάλι με τον Ιησού, περιμένοντας την περίσταση να τον παραδώσει, και φυλάγοντας στην καρδιά του το μαύρο του μυστικό.


  1. Ιεριχώ, θα πει: η αρωματισμένη, η μοσχοβολημένη.
  2. Σαν πάντα, ο Ιησούς παίρνει, και για τούτη την παραβολή, παράδειγμα πρόχειρο· ο άρχοντας της παραβολής πηγαίνει σε ξένο τόπο να παραλάβει τη βασιλεία, κατά το παράδειγμα του Ηρώδη Αντίπα, που πήγε στη Ρώμη να πάρει από τον Αύγουστο το δικαίωμα να κυβερνά την Ιουδαία. Το ίδιο και ο αδελφός του Αντίπα, ο ελεεινός Αρχέλαος, είχε πάγει και αυτός στη Ρώμη, μετά το θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου, να ζητήσει από το Ρωμαίο αυτοκράτορα την επικύρωση των δικαιωμάτων του στο θρόνο του πατέρα του. Αλλ' ο Αύγουστος του αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλέως, και του έδωσε τον τίτλο του εθνάρχη. Η σκληρότης του όμως ήταν τέτοια, που οι Εβραίοι έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη, με την παράκληση να τον βγάλουν από την Ιουδαία, και ο αυτοκράτορας τον έστειλε εξόριστο στη Γαλατία. Ίσως να τα είχε όλα αυτά στο νου του ο Ιησούς, όταν είπε την παραβολή.
  3. Μνα, εβραίικα μανέχ, ασημένιο νόμισμα αξίας ενός εξηκοστού του ταλάντου.
  4. Είναι άγνωστο, αν ο Σίμων αυτός ήταν πατέρας ή άνδρας της Μάρθας ή αν ήταν μονάχα συγγενής ή φίλος της οικογένειας. Πάντως όμως ήταν γιατρεμένος από την αρρώστια που του έδωσε το επώνυμο του, γιατί, αν ήταν ακόμα λεπριασμένος, θα του ήταν απαγορεμένο να επικοινωνεί με τους άλλους. Ίσως να ήταν ένας από τους πολλούς λεπριασμένους που γιάτρεψε ο Ιησούς.
  5. Νάρδος: αρωματικό φυτό, ιδιαιτέρως ακριβό, στο είδος της λεβάντας.
  6. Αργύριον ήταν ασημένιο νόμισμα. Τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας του Ιησού ισοδυναμούν με τέσσερις χρυσές λίρες Αγγλίας, περίπου.