Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΛΣΤ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΣΤ'. Αποχαιρετισμοί στη Γαλιλαία


Πήγε λοιπόν ο Ιησούς στην Καπερναούμ, που την ένιωθε σαν πιο δική του χώρα απ' όλες τις άλλες. Εκείνες τις μέρες, συνέβηκε στην Ιερουσαλήμ ένα περιστατικό, άλλωστε αρκετά κοινό στον ταραγμένο εκείνον καιρό της ρωμαϊκής κυριαρχίας, όπου κάθε λίγο ήρχουνταν σε σύγκρουση οι κατακτημένοι με τους κατακτητές, και στασίαζαν οι Εβραίοι και έσφαζαν οι Ρωμαίοι.

Επίτροπος Ρωμαίος ήταν τότε στην Ιερουσαλήμ ο Πόντιος Πιλάτος.

Οι Ρωμαίοι άφηναν στους Εβραίους κάθε θρησκευτική ελευθερία, και το μόνο που ζητούσαν ήταν υπακοή στους ρωμαϊκούς νόμους και τακτική πληρωμή των φόρων. Αυτό όμως το τελευταίο ιδιαίτερα πονούσε του Εβραίους, που αισθάνουνταν βαριά τον εξευτελισμό να πληρώνουν φόρους στους περιφρονημένους ειδωλολάτρες, αυτοί οι διαλεγμένοι του Θεού, τα ελεύθερα παιδιά του Αβραάμ, που την εθνική τους ελευθερία τη λαχταρούσαν με πάθος και φανατισμό.

Συχνά λοιπόν ξεσπούσαν στάσεις. Και επειδή σχεδόν πάντα οι ταραχές άρχιζαν από μέσα από το ναό, προπάντων τις μέρες των εορτών, όταν ήταν μεγάλο ανθρωπομάζωμα, οι Ρωμαίοι είχαν χτίσει τον Αντώνιο Πύργο ψηλότερο από το ναό, και απ' αυτόν μια σκάλα κατέβαινε ως μέσα στο ιερό. Το κάστρο αυτό που ήταν και κατοικία του Ρωμαίου επιτρόπου, είχε δυνατή φρουρά ώστε στην παραμικρή εξέγερση, οι Ρωμαίοι στρατιώτες κατέβαιναν τρεχάτοι, ορμούσαν στο ιερό και έπνιγαν την επανάσταση πριν ξαπλωθεί στην υπόλοιπη χώρα.

Πολλά ήταν τα παραδείγματα αυτά· κάπου τριάντα χρόνια πρωτύτερα, σε μια στάση, που είχε ξεσπάσει τις εορτές του Πάσχα, ο Αρχέλαος, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου, Εβραίος ο ίδιος, αλλά τυφλά αφοσιωμένος στους Ρωμαίους, είχε σφάξει τρεις χιλιάδες Εβραίους σε μια μέρα και σε άλλη περίσταση, ο Πόντιος Πιλάτος είχε ντύσει τους στρατιώτες του σα χωρικούς, και τους έστειλε στο ναό με μαχαίρια, να κάνουν την ίδια δουλειά ανάμεσα στους ανύποπτους προσκυνητάδες.

Κάποια τέτοια στάση είχε γίνει πάλι εκείνες τις μέρες που ανέβαινε ο Ιησούς στη Γαλιλαία, την ώρα της θυσίας, και οι Ρωμαίοι του Πύργου χύθηκαν στο ναό, όπου έσφαξαν τους ταραξίες που έτυχε να είναι Γαλιλαίοι, και το αίμα τους ανακατώθηκε με το αίμα των σφαχτών της θυσίας.

Αυτή η λεπτομέρεια πείραξε το θρησκευτικό αίσθημα των Εβραίων, περισσότερο από τη σφαγή αυτή καθεαυτή, γιατί ήταν αμαρτία ν' ανακατωθεί αίμα τιμωρημένου με το αθώο αίμα των θυμάτων.

Πήγαν λοιπόν μερικοί στον Ιησού, και του διηγήθηκαν τα τραγικά νέα. Και, συνάμα, μ' εκείνη την παλιά εβραίικη πρόληψη, πως όποιος υποφέρει αρρώστια ή θάνατο θα πει πως είναι αμαρτωλός, τον ρώτησαν τι είχαν κάνει αυτοί οι Γαλιλαίοι για να τους τιμωρήσει έτσι ο Θεός, και το ακάθαρτο τους αίμα να μολύνει το θυσιαστήριο και το αίμα της θυσίας;

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε:

— Νομίζετε πως αυτοί οι Γαλιλαίοι ήταν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τους άλλους Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν αυτά; Όχι σας λέγω!

Και θυμίζοντάς τους κάποιο άλλο δυστύχημα που είχε συμβεί τις προάλλες, πρόσθεσε:

— Ή νομίζετε πως οι δεκαοκτώ, που απάνω τους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν πιο αμαρτωλοί απ' όλους τους άλλους που κάθονται στην Ιερουσαλήμ; Όχι σας λέγω. Αλλ' αν δεν μετανιώσετε, όλοι θα χαθείτε.

Παντού και πάντα, στις ομιλίες του με τους μαθητές του, ο Ιησούς γύρευε να τους βγάλει τη στενόμυαλη πρόληψη πως τα σωματικά παθήματα ήταν τιμωρίες για κρυφές ή γνωστές αμαρτίες· παντού και πάντα η διδαχή του Ιησού χωρίζει τα υλικά παθήματα, που σε κάθε άνθρωπο, και τον αγνότερο και αγιότερο, μπορούν να συμβούν, από τα ψυχικά. Ποτέ, σε καμιά του διδαχή, ο Ιησούς δε σταματά στα σωματικά, στα χειροπιαστά· η ψυχή μονάχα τον ενδιαφέρει, και αμαρτίες λογαριάζει μόνο εκείνες που με το πνεύμα γίνονται και την ψυχή λερώνουν.

Και όταν λέγει στους Γαλιλαίους πως αν δε μετανιώσουν θα χαθούν, δεν εννοεί πως θα πλακωθούν και αυτοί κάτω από κανένα πύργο, ή πως θα σφαχθούν από τους Ρωμαίους, αλλά υπονοεί πως αν δε μετανιώσουν και αν δε γίνουν καλοί, ξαφνικά μπορεί να έλθει και σε αυτούς ο θάνατος και να τους βρει ανετοίμαστους, όπως ήλθε στους δυστυχισμένους Γαλιλαίους και στα θύματα του Σιλωάμ. Και τότε η ψυχή τους θα παρουσιασθεί στον Πλάστη για την τελευταία Κρίση, και αν δεν είναι αγνή, θα χαθεί για πάντα.

Και τους είπε ο Ιησούς μια παραβολή:

— Ένας είχε φυτέψει συκιά στο αμπέλι του, και ήλθε να βρει τον καρπό της και δε βρήκε. Τότε είπε στον αμπελουργό: «Τρία χρόνια έρχομαι και γυρεύω καρπό από τη συκιά αυτή και δε βρίσκω· κόψε την· γιατί να κουράζει και τη γη;» Μα του αποκρίθηκε ο αμπελουργός: «Κύριε, άφησέ την και αυτόν τον χρόνο, ώσπου να σκάψω το χώμα γύρω της και να βάλω κοπριά, μήπως κάνει καρπό, ειδεμή πια την κόβεις.»

Έτσι και ο Ιησούς μεσιτεύει ακόμα για τους αμαρτωλούς, και τους δίνει καιρό για μετάνοια· μα θα έλθει η μέρα όπου δε θα μεσιτεύει πια κανένας, και αλίμονο τότε σ' εκείνον που δε θα έχει μπει στον ίσιο δρόμο, και, σαν τη συκιά, δε θα έχει δώσει τον καρπό που ζητά ο Θεός.

Λίγο έμεινε ο Ιησούς στην Καπερναούμ· σκοπός του ήταν να γυρίσει πάλι στην Ιερουσαλήμ, για τις εορτές των Φώτων ή τα Εγκαίνια, όπως λέγουνταν, που έπεφταν το Δεκέμβριο, τρεις μήνες περίπου ύστερα από τις εορτές της Σκηνοπηγίας.

Μα και αυτές όμως τις λίγες μέρες, γύρευαν να του τις λιγοστέψουν ακόμα οι εχθροί του.

Ο Ηρώδης ο Αντίπας, μικρόψυχος και δεσπότης, ανησύχησε ακούοντας τη φήμη του Ιησού, μήπως θελήσει να μεταχειρισθεί την επιρροή του στο λαό για κανένα πολιτικό κίνημα· επειδή όμως ήταν και δειλός, δεν τόλμησε να λάβει μέτρα εναντίον του, μη θυμώσει το λαό, γνωρίζοντας πόση κακή εντύπωση είχε κάνει ο φόνος του Ιωάννη, που ο λαός τον λάτρευε σαν προφήτη.

Έστειλε λοιπόν Φαρισαίους να του πουν να φύγει από τη Γαλιλαία, που ήταν στην κυριαρχία του, γιατί αλλιώς θ' αναγκάζουνταν να λάβει άλλα μέτρα εναντίον του. Πήγαν λοιπόν οι Φαρισαίοι και του είπαν:

— Έβγα από τη χώρα μας και φύγε, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει.

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Πηγαίνετε να πείτε αυτής της αλεπούς: «Ιδού, βγάζω δαιμόνια και γιατρεύω σήμερα και αύριο, και την τρίτη ημέρα πια τελειώνω. Αλλ' όμως, πρέπει σήμερα και αύριο και την ακόλουθη μέρα να πηγαίνω το δρόμο μου, γιατί» —προσθέτει με πίκρα κατά της χώρας που τόσους προφήτες εθανάτωσε— «δε γίνεται προφήτης να χαθεί έξω από την Ιερουσαλήμ».

Πριν όμως φύγει από τη Γαλιλαία για τελευταία φορά, ετοίμασε καινούρια αποστολή μαθητών, να προπορευθούν και να διακηρύξουν «το ευαγγέλιο», δηλ. «την καλή είδηση» της Βασιλείας του Θεού, σε όλα τα μέρη όπου θα περνούσε ύστερα εκείνος.

Ακολούθους είχε πολλούς στα μέρη εκείνα της Γαλιλαίας· διάλεξε από μεταξύ τους εβδομήντα, και τους έστειλε σε όλες τις χώρες και χωριά, ακόμα και στα μικρότερα, να του ετοιμάσουν το δρόμο γιατί, στο τελευταίο αυτό ταξίδι, έδινε ο Ιησούς ιδιαίτερη σημασία και επισημότητα.

Όπως και την άλλη φορά, που είχε στείλει σε όμοια αποστολή τους δώδεκα μαθητές του, έτσι και τώρα τους έστειλε δυο δυο, για αλληλοβοήθεια και συντροφιά, και τους είπε τις ίδιες παραγγελίες:

— Το θέρισμα είναι πολύ, οι εργάτες όμως λίγοι. Παρακαλέσετε το νοικοκύρη του θερισμού να βγάλει εργάτες στο θέρισμά του.

Και όπως το είχε πει άλλοτε στους δώδεκα, έτσι και τώρα τους λέγει:

— Ιδού εγώ σας αποτέλνω σαν αρνιά μέσα σε λύκους. Πηγαίνετε!

Τους παρήγγειλε, όπως και την πρώτη φορά, να μην κάνουν προετοιμασίες, και όπου μπαίνουν να ζητούν φιλοξενία, λέγοντας τα ίδια λόγια: «Ειρήνη στο σπίτι τούτο.» Τους παρήγγειλε, όπου περνούν να κάνουν καλό, και όπου δεν τους δέχονται να φεύγουν χωρίς να επιμένουν.

— Όποιος σας ακούσει, εμένα ακούει, πρόσθεσε, και όποιος παραβαίνει τα λόγια σας, τα δικά μου παραβαίνει και όποιος παραβαίνει τα δικά μου λόγια, παραβαίνει τα λόγια εκείνου που με έστειλε.

Έφυγαν εμπρός οι εβδομήντα, και έφυγε ύστερα και ο Ιησούς αποχαιρέτησε τελευταία φορά την πατρίδα του και τράβηξε κατά την Ιερουσαλήμ, και κατά το θάνατο. Αυτή τη φορά, δε στάθηκε στη Γενησαρέτ, όπου τόσο άσχημα τον είχαν δεχθεί την τελευταία φορά. Είτε πέρασε τη λίμνη με το καράβι, είτε, παίρνοντας ανατολικά το Θαβώρ, πέρασε πάλι από τα γνωστά του χωριά, Ναίν, Ενδώρ, Σινάμ, Ισράελ, δεν το γνωρίζομε. Ξέρομε μόνο πως έφθασε στους πρόποδες των βουνών που χωρίζουν τη Σαμάρεια από τη Γαλιλαία, και, από κει, έστειλε μπροστά μερικούς μαθητές να του ετοιμάσουν κατάλυμα και ν' αναγγείλουν στους Σαμαρείτες πως φθάνει ο Μεσσίας, ο αποσταλμένος του Θεού.

Πήγαν αυτοί στη Σαμάρεια και στάθηκαν σ' ένα χωριουδάκι, ίσως στο όμορφο Εγγανίμ, που θα πει «Περιβολιών Πηγή», γνωστό ως σήμερα για την αφιλοξενία των κατοίκων του, και που ήταν το πρώτο χωριό στο δρόμο τους.

Οι Σαμαρείτες αυτοί, καθώς έμαθαν πως ο Ιησούς πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ, αρνήθηκαν να τον δεχθούν, από μίσος για τον άγνωστο οδοιπόρο, που βέβαια θα ήταν προφήτης των Ιουδαίων, αφού για την Ιερουσαλήμ πορεύουνταν.

Γύρισαν πίσω οι μαθητές, και το είπαν του Ιησού. Καθώς το άκουσαν οι υιοί της Βροντής, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι δυο πιο οξύθυμοι νέοι της συντροφιάς, αγανάκτησαν και είπαν:

— Κύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει, όπως το έκανε άλλοτε ο Ηλίας;

Μα ο Ιησούς τους μάλωσε και τους είπε:

— Δεν ξέρετε από ποιο πνεύμα είστε σεις;

Γιατί άλλο ήταν το πνεύμα του Ηλία και άλλο του Ιησού· άλλος ήταν ο νόμος της τιμωρίας των προφητών και του Μωυσή, και άλλος ο νόμος ο δικός του, της συγχωρήσεως και της αγάπης, που για να τον δώσει στους ανθρώπους είχε έλθει στη γη· και πρόσθεσε τα πανέμορφα λόγια, που είναι βάση της καινούριας θρησκείας:

— Ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να καταστρέψει ανθρώπινες ψυχές, αλλά να τις σώσει.

Για την αφιλοξενία των Σαμαρειτών δε μίλησε, δεν έβγαλε παράπονο. Βαθιά στην καρδιά του έχωσε τον πόνο, και, σπλαχνικός, γλυκομίλητος, πήρε τους μαθητές του και τράβηξε κατά την Περαία, που ήταν ανατολικά της Σαμάρειας, πέρα από τον Ιορδάνη.

Πριν όμως ακόμα περάσει το ποτάμι, κατεβαίνοντας την κοιλάδα που συνορεύει με τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια, απέξω από ένα χωριό, έξαφνα άκουσε μια φωνή που του σπάραξε την καρδιά.

— Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας!

Σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια, και είδε δέκα λεπρούς που από μακριά του έδειχναν τα πληγιασμένα και φαγωμένα μέλη τους.

Από τη Σαμάρεια, όσο και από τη Γαλιλαία, τους είχαν διώξει τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους, που, κατά τη γνωστή εβραίικη πρόληψη, είχαν απάνω τους την απόδειξη της αμαρτίας τους και της κατάρας του ουρανού.

Στην κοινή τους δυστυχία, Γαλιλαίοι και Σαμαρείτες, που στα καλά τους αλληλοτρώγουνταν, τώρα ζούσαν αδελφωμένοι, έξω από τους λοιπούς ανθρώπους, διωγμένοι από όλους, τρομάρα και αηδία για όποιον τους έβλεπε.

Ούτε τόλμησαν να σιμώσουν, μην ακούσουν το φοβερό «ταμέ! ταμέ!», δηλ. «ακάθαρτος», που τους πετούσαν οι περαστικοί στο πρόσωπο, και μη φάγουν και καμιά πετριά, γιατί με τις πέτρες τούς έδιωχναν αν έκαμναν να πλησιάσουν.

Πόνεσε η ψυχή του Ιησού βλέποντας τόση κακομοιριά, και από μακριά τούς φώναξε:

— Πάτε να δειχθείτε στους ιερείς.

Χαρούμενοι ξεκίνησαν αυτοί να φύγουν την ήξεραν την έννοια της προσταγής αυτής, να πάνε στους ιερείς, που θα βεβαίωναν τη γιατριά τους και θα τους ξανάδιναν τα χαμένα τους δικαιώματα, και την ελευθερία να ξαναγυρίσουν στις οικογένειές τους, ανάμεσα στους συμπολίτες τους.

Και εκεί που πήγαιναν, καθαρίστηκαν και οι δέκα από τη λέπρα.

Ο ένας, βλέποντας τις πληγές του κλεισμένες, γύρισε πίσω τρεχάτος, και, με μεγάλη φωνή δοξάζοντας το Θεό, ήλθε και έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον ευχαρίστησε. Και αυτός, ο μόνος από τους δέκα, που συλλογίστηκε να ευχαριστήσει το λυτρωτή τους, ήταν Σαμαρείτης.

Και είπε ο Ιησούς:

— Δεν καθαρίστηκαν και οι δέκα; Λοιπόν οι εννέα πού είναι; Δε βρέθηκε άλλος να έλθει να δοξάσει το Θεό, παρά μόνο τούτος ο ξένος;

Και με αγάπη είπε στο Σαμαρείτη:

— Σήκω και πήγαινε η πίστη σου σε έσωσε.