Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΛΖ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΖ'. Στου Φαρισαίου της Περαίας


Τράβηξε ο Ιησούς για την Περαία, και ένα Σάββατο μπήκε σε μια συναγωγή και δίδασκε. Ανάμεσα στο πλήθος που τον άκουε, στέκουνταν και μια δυστυχισμένη γυναίκα, που δεκαοκτώ χρόνια ήταν το κορμί της κυρτό και στραβωμένο από αρρώστια, τόσο που δεν μπορούσε καθόλου ν' ανασηκωθεί και να σηκώσει το κεφάλι.

Βλέποντάς την ο Ιησούς, την έκραξε και της είπε:

— Γυναίκα, ελευθερώθηκες από την αρρώστια σου.

Και έβαλε απάνω της τα χέρια του.

Ευθύς ανασηκώθηκε η γυναίκα, ίσια σαν όλο τον κόσμο, και δόξασε το Θεό.

Έγινε σούσουρο στο ναό, το άκουσε ο αρχισυνάγωγος, είδε τη γιατρεμένη γυναίκα, και αγανάκτησε που τη γιάτρεψε ο Ιησούς Σάββατο. Δεν τόλμησε όμως να του πει τίποτα, παρά, γυρίζοντας στα πλήθη, είπε με θυμό:

— Έξι μέρες έχετε την εβδομάδα για να δουλεύετε· λοιπόν, αυτές τις μέρες έρχεστε να θεραπεύεστε και όχι την ημέρα του Σαββάτου.

Το άκουσε ο Ιησούς και θύμωσε. Του φώναξε:

— Υποκριτή, ο καθένας σας το Σάββατο δε λύνει το βόδι ή το γαϊδούρι του από τη φάτνη και πάγει και το ποτίζει; (Ακόμα και οι στενόμυαλοι νόμοι του Ταλμούδ επέτρεπαν το πότισμα των ζώων, για να μην αρρωστήσουν.) Αυτή λοιπόν που είναι κόρη του Αβραάμ, και που για δεκαοκτώ χρόνια τη βαστούσε δεμένη ο σατανάς, δεν μπορεί και αυτή να λυθεί από το δεσμό αυτό, μέρα Σάββατο;

Τα λόγια του έπεσαν στο πλήθος απάνω, σα βροχή στο διψασμένο χώμα. Όλοι αφέθηκαν στη χαρά που ήταν μέσα τους, τους φάνηκε σα να τους ελευθέρωνε από το βάρος των ιερέων και από τους στενόχωρους νόμους τους.

Και ο αρχισυνάγωγος, και όσοι ήταν με το μέρος του, αποστομώθηκαν και, ντροπιασμένοι, έφυγαν χωρίς άλλο λόγο.

Και πάλι Σάββατο, ένας Φαρισαίος άρχοντας κάλεσε τον Ιησού να φάγει μαζί του. Κι εκείνος πήγε.

Κατά τη συνήθεια, οι πόρτες έμεναν ανοιχτές, και όποιος ήθελε έμπαινε μέσα.

Μεταξύ των περαστικών αυτών, ήταν και ένας άνθρωπος υδρωπικός, που μπήκε μέσα με την ελπίδα πως θα τον θεράπευε ο Ιησούς, αλλά που δεν τολμούσε να του το ζητήσει. Τον είδαν και οι συγκαλεσμένοι Φαρισαίοι και γραμματείς· ύπουλα κρυφοκοίταζαν τον Ιησού και τον υδρωπικό, να δουν αν ναι ή όχι θα χαλούσε πάλι ο Ιησούς τη σαββατιανή αργία.

Ο Ιησούς όμως κατάλαβε την πονηριά τους και, προκαλώντας τους, ρώτησε:

— Επιτρέπεται Σάββατο να γιατρέψεις;

Αυτοί βρέθηκαν μπερδεμένοι και σώπαιναν. Αν έλεγαν «ναι», όλες τους οι στενοκέφαλες και αυθαίρετες απαγορεύσεις για το Σάββατο γκρεμίζουνταν αν πάλι έλεγαν «όχι», έπρεπε να το δικαιολογήσουν, και σε κανένα νόμο ή γραφή δε στηρίζουνταν η πατροπαράδοτη αυτή πρόληψη.

Ο Ιησούς τους κοίταξε έναν ένα, περιμένοντας απάντηση· μα κανένας δε μίλησε.

Τότε άγγιξε τον υδρωπικό, τον γιάτρεψε και τον ξαπέστειλε.

Από τους καλεσμένους που στέκουνταν εκεί, κανένας δε μίλησε.

Και τους είπε ο Ιησούς:

— Ποιος από σας, αν πέσει ο γιος σας ή το βόδι σας σε πηγάδι, δε θα το ανασύρει ευθύς, μέρα Σάββατο;

Μα και πάλι δεν του αποκρίθηκαν, γιατί δε βρήκαν τίποτε να πουν.

Πηγαίνοντας να πάρουν τις θέσεις τους στο τραπέζι, ο καθένας γύρευε να χωθεί όσο μπορούσε πιο κοντά στην «πρωτοκλισία», όπου «κατακλίνουνταν», δηλ. ξαπλώνουνταν, ο κυριότερος καλεσμένος, που έπαιρνε την πρώτη θέση. Οι ακόλουθες επισημότερες θέσεις ήταν κατά σειρά, και όσο απομακρύνουνταν, τόσο πιο ασήμαντες θεωρούνταν. Παρατήρησε ο Ιησούς τα μικροκαμώματα των καλεσμένων, και τη βία τους να διαλέξουν τις καλές θέσεις, και, αφού κάθισαν, τους είπε:

— Αν σε καλέσει ένας σε γάμο, μην πας να πέσεις στην πρωτοκλισία μην τύχει και είναι καλεσμένος επισημότερος σου, και έλθει ο καλεστής σας και σου πει, «Δώσε του τη θέση», γιατί τότε θ' αναγκαστείς εσύ, ντροπιασμένος, να πάρεις την τελευταία θέση που μένει. Απεναντίας, όταν σε καλέσουν, πήγαινε και πέσε στην τελευταία θέση, και όταν έλθει ο καλεστής σου να σου πει, «Φίλε μου, ανέβα παραπάνω», τότε όλοι οι καλεσμένοι θα σε καμαρώσουν. Γιατί —τους εξήγησε, τονίζοντας το μάθημα που βγαίνει από τα λόγια του— όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί.

Τα λόγια αυτά του Ιησού, που φαίνονται απλό μάθημα τρόπων, κρύβουν βαθύ μάθημα ηθικής· θέλει να πει πως οι τιμές και οι πρωτοκαθεδρίες δεν αλλάζουν τον άνθρωπο, δεν τον κάνουν καλύτερο, ούτε μεγαλύτερο ούτε σημαντικότερο ούτε τον χαμηλώνει η μετριοφροσύνη. Εκείνος που γυρεύει ν' ανυψώσει τον εαυτό του, που επαινιέται, που αυτοθαυμάζεται και γυρεύει να φανεί στους άλλους πως είναι κάτι, χαμηλώνεται, απεναντίας, επειδή η προσπάθεια αυτή προέρχεται από μικρότητα, ταπεινοσύνη και προστυχιά.

Και, μετρώντας με μια ματιά τους γύρω καλεσμένους, όλους άρχοντες και Φαρισαίους, πλούσιους και μεγαλουσιάνους, είπε σ' εκείνον που τον κάλεσε:

— Σαν κάνεις πρόγευμα ή γεύμα, μην καλείς φίλους σου ή αδελφούς ή συγγενείς ή γειτόνους πλούσιους, μήπως σε καλέσουν και αυτοί και σου το ανταποδώσουν. (Δηλαδή μην καλείς με σκοπό να πληρωθείς, αλλά δίνε για να κάνεις το καλό.) Αλλά όταν δέχεσαι, κάλεσε φτωχούς, αναπήρους, κουτσούς, τυφλούς, και χαρά σε σένα αν δεν έχουν να σου το ανταποδώσουν γιατί θα σου ανταποδοθεί, σαν αναστηθούν οι δίκαιοι — δηλ. στην άλλη ζωή.

Ένας από τους καλεσμένους, ακούοντας τα λόγια του, είπε:

— Χαρά σ' εκείνον που θα φάγει ψωμί στη Βασιλεία του Θεού!

Γύρισε ο Ιησούς από το μέρος του, και του είπε μια παραβολή:

— Ένας άνθρωπος έκανε γεύμα μεγάλο, και κάλεσε πολλούς. Έστειλε λοιπόν το δούλο του την ώρα του δείπνου, να πει στους καλεσμένους: «Ελάτε, γιατί όλα είναι έτοιμα.» Και μονομιάς άρχισαν ν' αρνούνται όλοι. Ο πρώτος είπε: «Χωράφι αγόρασα, και είναι ανάγκη να βγω να το δω σε παρακαλώ έχε με παραιτημένο.» Άλλος είπε: «Πέντε ζευγάρια βόδια αγόρασα, και πηγαίνω να τα δοκιμάσω σε παρακαλώ έχε με παραιτημένο.» Και ο άλλος είπε: «Γυναίκα πήρα, και γι' αυτό δεν μπορώ να έλθω.» Γύρισε ο δούλος και επανέλαβε στον αφέντη του όσα του είπαν. Τότε θύμωσε ο οικοδεσπότης, και είπε στο δούλο του: «Έβγα γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης, και τους φτωχούς,«τους σακάτηδες, τους κουτσούς και τους τυφλούς φέρε μου τους εδώ.» Και του είπε ο δούλος: «Κύριε, έγινε ό,τι μου πρόσταξες και μένει ακόμα θέση.» Και του αποκρίθηκε ο κύριος του: «Έβγα στους δρόμους και στις μάντρες, και φέρε μου όποιον βρεις, να γεμίσει το σπίτι μου. Γιατί σας λέγω ότι κανένας από τους πρώτους καλεσμένους δε θα γευθεί το γεύμα μου.»

Ακόμα και σήμερα, όπως και τότε, στα απλοϊκά εκείνα ανατολίτικα μέρη, όταν ένας κάνει τραπέζι, στέλνει το δούλο του να πει στους καλεσμένους: «Ελάτε, και το γεύμα είναι έτοιμο», και κάθε άρνηση είναι προσβολή.

Όπως πάντα, τα παραδείγματά του ο Ιησούς τα παίρνει από την τριγυρινή του ζωή. Με την παραβολή αυτή, ειδοποιεί, όσους άκουσαν το κήρυγμά του, πως αναβολή δε δέχεται στην πρόσκλησή του. Όποιος θέλει να καθίσει στο γεύμα, δηλαδή να γίνει μαθητής του και άξιος της βασιλείας του Θεού, πρέπει να μην εμποδίζεται από τα κοσμικά. Πολλοί είναι οι καλεσμένοι, Ιουδαίοι και Γαλιλαίοι και άλλοι Ισραηλίτες, που άκουσαν τη θέληση του Θεού, μα δεν επίστεψαν, και άλλοι είναι εκείνοι που πίστεψαν, ξένοι από ξένα μέρη, εθνικοί ειδωλολάτρες, φτωχοί, ανάπηροι και ταπεινοί, που θα καθίσουν στο ουράνιο τραπέζι, δηλ. που ένιωσαν το λόγο του Θεού. Όταν βγήκε από του Φαρισαίου, κόσμος πολύς τον ακολούθησε. Όλοι αυτοί τον είχαν ακούσει, και τα λόγια του τους είχαν ενθουσιάσει. Μα πόσοι απ' αυτούς άραγε ήταν άξιοι ν' απαρνηθούν τα καλά του κόσμου, για το δύσκολο δρόμο της αυτοθυσίας που φέρνει στη Βασιλεία των Ουρανών;

Γύρισε ο Ιησούς και τους είπε:

— Αν έρχεται κανείς μαζί μου, που δεν είναι έτοιμος ν' απαρνηθεί τον πατέρα του και τη μητέρα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους αδελφούς και αδελφές του, ακόμη και τη δική του τη ζωή, δεν μπορεί μαθητής μου να είναι και όποιος δε σηκώσει το σταυρό του και με ακολουθήσει, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου. Και τους είπε, μιλώντας με παραβολές:

— Ποιος από σας, θέλοντας πύργο να χτίσει, δε θα καθίσει πρώτα να λογαριάσει το έξοδο, αν έχει να τον τελειώσει, μήπως και μιας που βάλει θεμέλια, και δεν μπορέσει να τον αποτελειώσει, τον περιγελάσουν όσοι τον βλέπουν, και πουν: «Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει, και δεν κατόρθωσε να τελειώσει;» Ή ποιος είναι ο βασιλέας, που βγαίνει να πολεμήσει άλλο βασιλέα, και δε σταματά να λογαριάσει αν, με τους δέκα χιλιάδες άντρες του, μπορεί να νικήσει τον άλλο, που έρχεται κατεπάνω του με είκοσι χιλιάδες; Ειδεμή, ενόσω είναι ακόμα μακριά, πρεσβεία στέλνει και προσφέρει ειρήνη.

Έτσι και οι μαθητές του, πριν τον ακολουθήσουν, πρέπει να υπολογίσουν καλά τις δυνάμεις τους, γιατί όλα τα κοσμικά καλά, συμφέροντα, αγάπες και συγγένειες, θα τ' απαρνηθούν, όλα θα τα θυσιάσουν και, παίρνοντας το σταυρό στον ώμο, θα τον ακολουθήσουν. Όποιος λοιπόν δεν έχει τη δύναμη να φορτωθεί το βάρος του σταυρού, δηλ. τα βάρη και τις δυσκολίες της ζωής, με θάρρος και καρτερία, βαστώντας πάντα ψηλά την ψυχή του, καλύτερα να μη γίνει μαθητής του, μήπως μείνει στο μισό δρόμο. Γιατί θα ήταν τότε χειρότερο, παρά να μην τον είχε ακολουθήσει και γνωρίσει ποτέ.

— Έτσι λοιπόν, όποιος από σας δεν απαρνηθεί όλα του τα υπάρχοντα δεν μπορεί μαθητής μου να είναι. Καλό είναι το άλας· μα αν χάσει την ουσία του, ποιος θα το ξαναρμυρήνει; Ούτε για χώμα είναι πια χρήσιμο ούτε για κοπριά. Έξω το πετούν.

Και πρόσθεσε ο Ιησούς:

— Όποιος έχει αυτιά ν' ακούει, ας ακούει.