Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΛΗ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΗ'. Παραβολές


Από χώρα σε χώρα πήγαινε ο Ιησούς, καταβαίνοντας κατά την Ιερουσαλήμ, και δίδασκε τα πλήθη και έλεγε παραβολές.

Στους πρώτους του μαθητές, όσο και στους καινούριους, που ολοένα πλήθαιναν και μεγάλωναν το ποίμνιο του, δίδασκε πως πρέπει, όσο ζουν, να προβλέπουν τη μελλούμενη ζωή, και να δουλεύουν για να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών.

Και ένας τον ρώτησε:

— Κύριε, θα είναι λίγοι εκείνοι που θα σωθούν;

Ο Ιησούς δεν του αποκρίθηκε κατευθείαν αλλά πάλι επισύρει την προσοχή των μαθητών του στη δυσκολία του δρόμου που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών, και τους ειδοποιεί πως μόνο με καρδιά καθαρή μπορούν να την κατακτήσουν.

Και είπε ο Ιησούς:

— Προσπαθείτε να μπείτε από τη στενή πύλη. Γιατί, σας το λέγω, πολλοί θα ζητήσουν να μπουν και δε θα μπορέσουν, μιας και σηκωθεί ο νοικοκύρης και κλείσει την πόρτα· τότε θα μείνετε απέξω, και θα χτυπάτε την πόρτα λέγοντας, «Κύριε, Κύριε, άνοιξέ μας», και απαντώντας εκείνος θα σας πει: «Δεν ξέρω από πού είσθε.» Τότε σεις θα λέτε: «Φάγαμε μπροστά σου και ήπιαμε, και δίδαξες στις πλατείες μας.» Και πάλι θα σας αποκριθεί:

«Σας λέγω πως δε σας ξέρω από πού είστε· μακριά από μένα κάθε εργάτης της αδικίας.» Εκεί, εξακολούθησε ο Ιησούς, θα είναι τα κλάματα, και τα τριξίματα των δοντιών, όταν δείτε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και τους άλλους προφήτες μέσα στη Βασιλεία του Θεού, ενώ εσάς θα σας βγάζουν έξω. Και θα έλθουν από ανατολή και δύση, από βοριά και νότο, και θα καθίσουν στη Βασιλεία του Θεού. Και ιδού, είναι τελευταίοι εκείνοι που θα γίνουν πρώτοι, και είναι πρώτοι εκείνοι που θα γίνουν τελευταίοι.

Και πάλι τους διδάσκει ο Ιησούς να περιφρονούν τα καλά της γης, μην παρασυρθούν και λησμονήσουν τα καλά του άλλου κόσμου.

Και τους επαναλαμβάνει:

— Δεν μπορείτε να δουλεύετε για το Θεό και για το Μαμωνά.

Τον άκουσαν οι Φαρισαίοι, άνθρωποι φιλοχρήματοι, που αγαπούσαν την καλοζωία και τον περιγελούσαν.

Τους είπε ο Ιησούς:

— Εσείς είστε εκείνοι που κάνετε τους καλούς εμπρός στους ανθρώπους, μα ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας· γιατί εκείνο που στους ανθρώπους στέκει ψηλά, εμπρός στο Θεό είναι σιχαμερό.

Και για να τους εικονίσει καλύτερα τα λόγια του, ότι οι μεγάλοι του κόσμου θα είναι τελευταίοι στον ουρανό, ενώ οι μικροί και ταπεινοί θα είναι πρώτοι, τους είπε μια παραβολή:

— Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος, που φορούσε πορφυρένια και λεπτά λινά ρούχα, και διασκέδαζε κάθε μέρα μεγαλόπρεπα. Ήταν και ένας φτωχός που λέγουνταν Λάζαρος, που κοίτουνταν εμπρός στην αυλόπορτα, πληγιασμένος και πεινασμένος, λαχταρώντας να χορτάσει με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου, και τα σκυλιά πήγαιναν και έγλειφαν τις πληγές του. Πέθανε ο φτωχός Λάζαρος, και τον πήραν οι άγγελοι και τον ανέβασαν στον κόλπο του Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος, και τον έθαψαν. Από τον Άδη, όπου βασανίζουνταν ο πλούσιος, σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Αβραάμ από μακριά, και τον Λάζαρο ν' αναπαύεται στους κόλπους του· και φωνάζοντας είπε: «Πατέρα Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήσει την άκρη του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι στη φλόγα αυτή.» Μα του είπε ο Αβραάμ: «Παιδί μου, θυμήσου πως εχάρηκες εσύ τα καλά σου στη ζωή σου, ενώ ο Λάζαρος έπαθε, απεναντίας, όλα τα κακά. Τώρα, εκείνος εδώ παρηγοριέται και συ υποφέρεις. Έπειτα, μεταξύ εμάς κι εσάς, χάσμα μεγάλο έχει ανοίξει, που δεν μπορούν να το περάσουν όσοι θέλουν από μας να έλθουν σ' εσάς ή από σας σ' εμάς.» Και πάλι είπε ο πλούσιος: «Λοιπόν, σε παρακαλώ, Πατέρα, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου, γιατί έχω πέντε αδελφούς, να μαρτυρήσει τι είδε, και να μην έλθουν και αυτοί στον τόπο τούτο των βασάνων.» Του αποκρίθηκε ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες ας τους ακούσουν αυτούς.» Και ο πλούσιος είπε: «Όχι, πατέρα Αβραάμ, αλλ' αν από τους πεθαμένους πάγει κανένας σ' αυτούς, θα τον ακούσουν και θα μετανιώσουν.» Και πάλι αποκρίθηκε ο Αβραάμ: «Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούουν, μηδέ αν αναστηθεί κανένας από τους νεκρούς δε θα πιστέψουν.»

Μιαν άλλη μέρα που δίδασκε πάλι ο Ιησούς, σηκώθηκε κάποιος νομοδιαβασμένος να τον πειράξει, και ειρωνικά τον ρώτησε:

— Δάσκαλε, τι να κάμω για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;

Και ο Ιησούς του είπε:

— Τι γράφει στο νόμο; Πως το διαβάζεις;

Αυτός, αποστηθίζοντας τη γραφή, αποκρίθηκε:

— «Αγάπα Κύριον τον Θεόν σου με όλη την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη δύναμη και με όλη σου τη διάνοια· και αγάπα τον πλησίον σου σαν που αγαπάς τον εαυτό σου.»

Του είπε ο Ιησούς:

— Καλά αποκρίθηκες. Κάνε τα αυτά και θα ζήσεις.

Ο νομικός όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει το ρώτημά του, είπε πάλι:

— Και ποιος είναι ο πλησίον μου;

Του αποκρίθηκε πάλι ο Ιησούς με μια παραβολή:

— Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε μια φορά από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, και έπεσε στα χέρια ληστών· αυτοί λοιπόν τον εξεγύμνωσαν, τον πλήγωσαν και τον άφησαν αναίσθητο. Κατά τύχη, ένας ιερέας κατέβαινε από κείνον το δρόμο και τον είδε, μα δε σταμάτησε. Το ίδιο και ένας λεβίτης, πέρασε, τον κοίταξε και τράβηξε το δρόμο του. Ήλθε και ένας Σαμαρείτης, που, ταξιδεύοντας, πέρασε απ' αυτού τον είδε, τον σπλαχνίστηκε και, σιμώνοντας, έδεσε τις πληγές του αφού πρώτα τις έπλυνε με λάδι και κρασί ύστερα, φορτώνοντάς τον στο ζώο του, τον πήγε σε ξενώνα όπου τον περιποιήθηκε. Την άλλη μέρα, πριν φύγει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε του ξενοδόχου και του είπε: «Φρόντισέ τον, και ό,τι περισσότερο ξοδέψεις, σου το πληρώνω στο γυρισμό μου.»

Και ρώτησε ο Ιησούς το νομοδιαβασμένο:

— Ποιος από τους τρεις φάνηκε, νομίζεις, ο πλησίον, για τον άνθρωπο που έπεσε στα χέρια των ληστών;

Αυτός του αποκρίθηκε:

— Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε.

Και του είπε ο Ιησούς:

— Πήγαινε λοιπόν και συ και κάνε το ίδιο.

Έτσι πήγαινε διδάσκοντας ο Ιησούς, πότε με παραβολές και πότε χωρίς, και ολοένα πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ. Τα πλήθη στέκουνταν και τον άκουαν, μα κάθε τόσο ποτίζουνταν ο Ιησούς καινούριες πίκρες και λύπες, γιατί από το δρόμο του δεν έλειπαν κακίες και προσβολές, περιφρονήσεις και κοροϊδίες. Γλυκομίλητος πάντα, τραβούσε το δρόμο του κατά το θάνατο και το μαρτύριο, διδάσκοντας, εξηγώντας, σπλαχνικός και καρτερικός πάντα, σκορπώντας αγάπη σε όλους, δίνοντας ελπίδα και στους πιο απελπισμένους.

Άλλωστε, είχε και καλές ώρες το πονετικό αυτό ταξίδι.

Μια από τις πιο όμορφες ήταν όταν γύρισαν οι εβδομήντα του αποσταλμένοι, και του είπαν χαρούμενοι:

— Κύριε, και τα δαιμόνια μας υπακούουν όταν επικαλούμεθα τ' όνομά σου.

Ήταν μία από τις ωραιότερες ώρες όλης της ζωής του Ιησού. Αναγάλλιασε το πνεύμα του, και είπε:

— Σε δοξολογώ, πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί τα έκρυψες αυτά —τα μυστήρια της σωτηρίας των ανθρώπων— από σοφούς και γνωστικούς, και τα φανέρωσες στους αθώους και απλούς. Ναι, Πατέρα, αυτή ήταν η θέλησή σου.

Και γύρισε στους μαθητές του και είπε, ανεβάζοντας τη σκέψη τους πάνω από τις μικροχαρές και μικρολύπες της καθημερινής ζωής:

— Μη χαίρεστε που τα πνεύματα υποτάσσονται σε σας, αλλά χαίρεστε γιατί τ' όνομά σας γράφηκε στους ουρανούς.

Χαρά, χαρά μεγάλη ήταν για τον περιφρονημένο από τους μεγάλους Ιησού, να βλέπει πως οι μικροί, οι δυστυχισμένοι, οι απελπισμένοι και οι αμαρτωλοί τον αγαπούσαν, τον πίστευαν και σώζουνταν. Και τον λάτρευαν οι μικροί και δυστυχισμένοι, γιατί ένιωθαν πως ένας λόγος του τους λυτρώνει από τα βάρη και τις πίκρες, που ολοένα τις στοίβαζε η άπονη ζωή στη βαρεμένη τους ψυχή.

Και, γυρνώντας στους μαθητές του, είπε τα μοναδικά εκείνα εξαίσια λόγια, που έμειναν παρηγοριά στην ανθρωπότητα:

— Ελάτε σε μένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω. Σηκώσετε το ζυγό μου απάνω σας, και μάθετε από μένα ότι ήρεμος είμαι και απλόκαρδος, και έτσι θα βρείτε ανάπαυση στην ψυχή σας. Γιατί ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίο μου λαφρύ.

Κουρασμένους από τη ζωή, κουρασμένους από τη φτώχεια και την αρρώστια, κουρασμένους από τις αμαρτίες και το βάρος μιας τυραννισμένης συνειδήσεως, όλους τους φωνάζει στην αγκαλιά του ο Ιησούς, και όλους τους παρηγορεί, γιατί όλους τους αγαπά.

Και ήταν αυτό μια από τις σοβαρότερες κατηγορίες που του έκαμναν οι Φαρισαίοι και οι αγέρωχοι αρχηγοί των Ιουδαίων: πως να, βρίσκεται αδιάκοπα ο Ιησούς σε συντροφιά με ταπεινούς, φτωχούς, τελώνες και αμαρτωλούς. Γιατί, καταδεκτικός και πονόψυχος, τους μάζευε ο Ιησούς γύρω του, και μοιράζουνταν το ψωμί του μαζί τους. Τον έβλεπαν οι Φαρισαίοι και οι γραμματισμένοι, και μουρμούριζαν λέγοντας:

— Αυτός αμαρτωλούς δέχεται και τρώγει μαζί τους.

Χαμογελούσε ο Ιησούς, και τους έλεγε πως οι γεροί δε χρειάζονται γιατρό, παρά οι άρρωστοι. Και πάλι, με παραβολές τους μιλούσε και τους έλεγε:

— Ποιος από σας, έχοντας εκατό πρόβατα, σα χάσει ένα απ' αυτά, δεν παρατά τα ενενήντα εννέα στην έρημο, για να τρέξει να βρει το ένα το χαμένο; Και σαν το βρει, το ρίχνει στους ώμους του, και, χαρούμενος, έρχεται στο σπίτι και καλεί φίλους και γειτόνους λέγοντας: «Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα το πρόβατο μου το χαμένο.»

Και τους έλεγε ο Ιησούς:

— Σας λέγω πως έτσι και στον ουρανό θα είναι περισσότερη η χαρά για έναν αμαρτωλό που θα μετανιώσει, παρά για ενενήντα εννιά ενάρετους που δε χρειάζονται μετάνοια. Και άλλη παραβολή τους είπε:

— Ποια είναι η γυναίκα που έχει δέκα δραχμές, και, αν χάσει τη μία, δεν ανάβει λύχνο και δε σαρώνει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά ώσπου να την ξαναβρεί; Και σαν τη βρει, φωνάζει τις φίλες της και τις γειτόνισσες και λέγει: «Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα τη δραχμή που είχα χάσει.» Έτσι, σας λέγω, χαρά γίνεται μπροστά στους αγγέλους του Θεού, για έναν αμαρτωλό που μετανιώσει.

Και τους είπε, στο ίδιο θέμα απάνω, μιαν άλλη ακόμη παραβολή:

— Ένας άνθρωπος είχε δυο γιούς. Και είπε ο νεώτερος στον πατέρα του: «Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο μου της περιουσίας.» Και ο πατέρας τους μοίρασε τα πλούτη. Μα πριν περάσουν πολλές μέρες, ο νεώτερος, μαζεύοντας ό,τι είχε, ξενιτεύθηκε σε χώρα μακρινή, κι εκεί σκόρπισε την περιουσία του σε διασκεδάσεις και παραλυσίες. Και σαν τα ξόδεψε όλα, έπεσε πείνα στη χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πυλίτες της ξένης αυτής χώρας, και αυτός τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους. Τόσο πεινούσε, που λαχταρούσε να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, μα κανένας δεν του έδινε. Τότε ήλθε στον εαυτό του και είπε: «Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου χορταίνουν ψωμί και τους περισσεύει, και εγώ εδώ πεθαίνω από την πείνα; Θα σηκωθώ και θα πάγω στον πατέρα μου και θα του πω: «Πατέρα, αμάρτησα απέναντι του ουρανού και απέναντι σου· δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι γιος σου, μεταχειρίσου με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.» Και σηκώθηκε και έσυρε πάλι κατά το σπίτι του πατέρα του. Και μακριά ακόμα ενώ ήταν, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, και, τρέχοντας, έπεσε στο λαιμό του και τον καταφίλησε. Και του είπε ο γιός: «Πατέρα, αμάρτησα απέναντι του ουρανού και απέναντι σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου.» Μα ο πατέρας είπε στους δούλους του: «Βγάλετε την καλύτερη φορεσιά και ντύσετέ τον και δώσετε δαχτυλίδι στο χέρι του και ποδήματα στα πόδια του· και φέρετε το μοσχάρι το καλοθρεμμένο, και σφάξετέ το να φάμε και να χαρούμε· γιατί τούτος μου ο γιος πεθαμένος ήταν και ξανάζησε και χαμένος ήταν και βρέθηκε.» Ήταν λοιπόν ο γιος του ο μεγάλος στα χωράφια· καθως ήρχουνταν και σίμωνε στο σπίτι, άκουσε τραγούδια και χορούς και, κράζοντας ένα κοπέλι, το ρώτησε τι ήταν άραγε αυτά. Και αυτό του αποκρίθηκε: «Ο αδελφός σου έφθασε, και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το διαλεχτό, γιατί τον ξαναβρήκε πάλι γερό.» Θύμωσε λοιπόν εκείνος, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε τότε ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Μα εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα του: «Τόσα χρόνια σου δουλεύω εγώ, και ποτέ προσταγή σου δεν παρέλειψα, και όμως εμένα ούτε γίδι δε μου έδωσες ποτέ, με τους φίλους μου για να διασκεδάσω και όταν ο γιος σου τούτος, που σου κατάφαγε την περιουσία σε παραλυσίες, γύρισε πίσω, έσφαξες το μοσχοθρεμμένο σου μοσχάρι γι' αυτόν.» Και ο πατέρας του είπε: «Παιδί μου, εσύ πάντοτε μαζί μου είσαι, και ό,τι έχω δικό σου είναι μα έπρεπε να εορτάσουμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου τούτος πεθαμένος ήταν και ξανάζησε, χαμένος ήταν και ξαναβρέθηκε.»

Σπλαχνιά και αγάπη και συγχώρεση και επιείκεια, τρυφερότης και ευγένεια, όλη η γλύκα της καινούριας θρησκείας που δίδασκε ο Ιησούς, περικλείεται στην παραβολή αυτή. Δε συγχωρεί μονάχα ο Ιησούς, αλλά σβήνει και την αμαρτία, απολυτρώνει τον αμαρτωλό από το βάσανο της συνειδήσεως του, μιας κι ένιωσε την ασχημιά της κακίας. Ο Ιησούς δε θέλει τιμωρία, θέλει αγάπη και χαρά τη μετάνοια που εξαγνίζει και ανυψώνει την ψυχή, τη βάζει πάνω από την τιμωρία, και αφήνει την ψυχή να χαρεί για την απολύτρωσή της.

Αυτή είναι η αρχή της καινούριας θρησκείας, και η μεγάλη της διαφορά με την ηθική των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, η αρχή που ξεχώριζε σαν επαναστάτη τον Ιησού ανάμεσα στο στενόψυχο περιβάλλον του, και σήκωσε εναντίον του όλους τους νομομελετημένους άρχοντες της Ιουδαίας.