Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΛΕ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΕ'. Ο Τυφλός Ζητιάνος


Έβγαινε ο Ιησούς από το ναό, όταν μπροστά του είδε έναν τυφλό που κάθουνταν στην είσοδο και ζητιάνευε. Είχε γεννηθεί τυφλός, και, όλη του τη ζωή, άλλο δεν είχε κάνει παρά ν' απλώνει το χέρι στους περαστικούς, ώστε όλοι τον γνώριζαν και τον βοηθούσαν.

Με την παλιά εκείνη πρόληψη των Εβραίων, πως η αρρώστια ήταν τιμωρία σταλμένη από τον ουρανό, ρώτησαν οι μαθητές τον Ιησού.

— Ραββί, ποιος αμάρτησε, τούτος ή οι γονείς του, και γεννήθηκε τυφλός;

— Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αποκρίθηκε ο Ιησούς, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν μέσον του τα έργα του Θεού. Όσο είναι μέρα πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που μ' έστειλε.

Και προφητεύοντας το θλιβερό τέλος του, που ήταν πια κοντά, πρόσθεσε:

— Έρχεται η νύχτα, όπου κανένας δεν μπορεί να δουλέψει.

Και παραμερίζοντας τη μελαγχολία που μαρτυρούν τα λόγια του αυτά, τους είπε εγκαρδιωτικά:

— Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου.

Λέγοντας αυτά έφτυσε στο χώμα, και με το σάλιο έφτιασε πηλό ύστερα άλειψε τα κλειστά μάτια του τυφλού και του είπε:

— Πήγαινε πλύσου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ.

Και τράβηξε το δρόμο του με τους μαθητές του.

Ήταν πάλι Σάββατο, μα αυτό δεν εμπόδισε τον Ιησού να κάνει ό,τι έκανε.

Ο τυφλός πήγε στην πηγή, πλύθηκε και γύρισε βλέποντας.

Τον είδαν οι γείτονες και άλλοι γνωστοί του, που τον ήξεραν τυφλό, και σαστισμένοι ρώτησαν:

— Δεν είναι τούτος που κάθουνταν και ζητιάνευε;

Μερικοί έλεγαν:

— Τούτος είναι.

Άλλοι όμως, βλέποντας τα μάτια του ανοιχτά, έλεγαν πως δεν είναι αυτός, παρά πως του μοιάζει.

Ο ζητιάνος όμως διαμαρτύρουνταν και έλεγε:

— Εγώ είμαι!

Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι:

— Και πως άνοιξαν τα μάτια σου;

Αποκρίθηκε κείνος και είπε:

— Ένας άνθρωπος, που τον λέγουν Ιησού, έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: «Πήγαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και πλύσου.» Πήγα λοιπόν και, αφού πλύθηκα, είδα.

Οι άλλοι τον ρωτούσαν:

— Και πού είναι κείνος;

Και αυτός τους αποκρίθηκε:

— Δεν ξέρω.

Μεγάλο σούσουρο έγινε και μεγάλη φασαρία.

Πήγαινε και έρχουνταν ο καθένας, τον κοίταζε, τον εξέταζε, τον ρωτούσε και δεν πίστευε τα μάτια του.

Πήραν το ζητιάνο και τον πήγαν στους Φαρισαίους, όπου άρχισαν να διηγούνται πως ένας άνθρωπος, που λέγουνταν Ιησούς, γιάτρεψε τον τυφλό.

Αμέσως μπήκαν υποψίες στους Φαρισαίους. Πάλι Σάββατο γίνουνταν η γιατριά. Μα πως το είχε κάνει άραγε ο Ιησούς; Με τι τρόπο να έσπασε τη σαββατιανή αργία;

Κακόβουλοι και μοχθηροί, ρώτησαν το ζητιάνο πως ξαναβρήκε το φως του.

Τους αποκρίθηκε κείνος:

— Πηλό μου έβαλε στα μάτια και πλύθηκα και βλέπω!

Το αμάρτημα τώρα έπαιρνε διαστάσεις.

Είπαν μερικοί από τους Φαρισαίους:

— Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι από το Θεό, αφού δε φυλάγει το Σάββατο.

Άλλοι όμως συλλογισμένοι έλεγαν:

— Πως είναι δυνατό, άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια σημάδια;

Και διχόνοια γεννήθηκε μεταξύ τους.

Μα η υπόθεση ήταν σοβαρή, γιατί οι Ραββίνοι είχαν απαγορεύσει κάθε τρίψιμο ή άλειμμα το Σάββατο, λεπτολογώντας και λέγοντας πως δεν έπρεπε ούτε ένα μάτι ν' αλείψεις, εκτός μόνο αν ήταν κίνδυνος ζωής. Και ο Ιησούς όχι μόνο είχε αλείψει τα δυο μάτια του τυφλού, αλλά και είχε ανακατώσει το σάλιο με χώμα και είχε φτιάσει πηλό· με άλλα λόγια είχε κάνει δυο εγκλήματα θανάσιμα.

Ο νόμος του Μωυσή ήταν αμείλικτος· για μικρότερο έγκλημα είχαν λιθοβολήσει και σκοτώσει το γιο του Σελομέθ, που μάζεψε μερικά ξύλα μέρα Σάββατο, και ο ίδιος ο Μωυσής τον είχε καταδικάσει στο φοβερό θάνατο. Αναμεταξύ τους λοιπόν άρχισαν μεγάλη λογομαχία οι Φαρισαίοι. Το θαύμα, που έδωσε του δυστυχισμένου το φως, παραμερίστηκε και ξεχάστηκε· το μόνο άξιο λόγου ζήτημα ήταν πως ο Ιησούς δεν εφύλαξε το Σάββατο, πως έκανε πηλό, πως άλειψε δυο μάτια γερού ανθρώπου κτλ. Δεν μπορούσαν όμως αναμεταξύ τους να συμφωνήσουν αν ήταν ή δεν ήταν αμαρτωλός ο Ιησούς, ώστε γυρνώντας στο ζητιάνο ρώτησαν:

— Εσύ, τι λες γι' αυτόν που σου άνοιξε τα μάτια;

Εκείνος είπε:

— Προφήτης είναι!

Η απάντησή του μόνο που τους ερέθισε περισσότερο.

Του κάκου τους έλεγε και τους ξανάλεγε πως τυφλός ήταν και τώρα έβλεπε· αυτοί δεν πίστευαν. Έστειλαν και φώναξαν τους γονείς του.

Φοβισμένοι ήλθαν αυτοί, φτωχοί και ταπεινοί άνθρωποι, και στάθηκαν δειλοί και μαζεμένοι εμπρός στην επιβλητική αυτή συνεδρίαση των μεγαλουσιάνων.

Τους ρώτησαν οι Φαρισαίοι:

— Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πως λοιπόν τώρα βλέπει;

Οι γονείς του, ανήσυχοι μην τους βγει σε κακό αν πουν την αλήθεια, αποκρίθηκαν επιφυλακτικά και είπαν:

— Ξέρομε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πως όμως βλέπει τώρα, εμείς δεν ξέρομε· ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρομε. Αυτός ηλικία έχει, αυτόν ρωτήσετε, αυτός ας μιλήσει για τον εαυτό του.

Τα έλεγαν αυτά από φόβο των Ιουδαίων, γιατί ήξεραν πως είχαν συμφωνήσει ν ' αφορίσουν και να βγάλουν από τη συναγωγή όποιον ομολογούσε πως ο Ιησούς ήταν ο Χριστός. Φώναξαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι το ζητιάνο, και του είπαν:

— Δώσε δόξα στο Θεό. Εμείς ξέρομε πως ο άνθρωπος τούτος αμαρτωλός είναι.

Αποκρίθηκε κείνος και τους είπε:

— Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, πως τυφλός ήμουν και τώρα βλέπω!

Πεισμωμένοι τον ρώτησαν πάλι:

— Τι σου έκανε; Πως σου άνοιξε τα μάτια;

Εκείνος τους αποκρίθηκε:

— Σας το είπα κιόλα και δεν ακούσατε· τι θέλετε να τα ξανακούσετε;

Και με κάποια ειρωνεία πρόσθεσε:

— Μήπως και σεις θέλετε μαθητές του να γίνετε;

Τότε αυτοί τον έβρισαν και του είπαν:

— Εσύ είσαι μαθητής του! Εμείς είμαστε του Μωυσή μαθητές! Εμείς ξέρομε πως στον Μωυσή μίλησε ο Θεός. Ετούτος όμως δεν ξέρομε από πού έρχεται.

Αποκρίθηκε ο ζητιάνος και τους είπε:

— Εδώ είναι το παράξενο, που εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρομε ωστόσο πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, ενώ αν είναι κανένας θεοφοβούμενος και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Ποτέ ακόμα δεν ακούστηκε ν' ανοίξει κανείς μάτια ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Αν τούτος δεν ήταν από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα.

Φουρκισμένοι του φώναξαν οι Φαρισαίοι:

— Στις αμαρτίες εσύ ολόκληρος γεννήθηκες, και γυρεύεις να μας διδάξεις εμάς;

Και τον πέταξαν έξω.

Άκουσε ο Ιησούς πως έδιωξαν το ζητιάνο, και τον βρήκε και τον ρώτησε:

— Εσύ πιστεύεις στον υιό του Θεού!

Χωρίς να ξέρει ο άνθρωπος σε ποιον μιλεί του αποκρίθηκε:

— Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν;

Του είπε ο Ιησούς:

— Και τον είδες, κι εκείνος που μιλεί μαζί σου αυτός είναι.

Σα να άνοιξαν τότε δεύτερη φορά τα μάτια του ζητιάνου, έπεσε στα πόδια του Ιησού φωνάζοντας:

— Πιστεύω, Κύριε!

Δεν ήταν μόνοι. Γύρω στον Ιησού πάντα τριγύριζαν μερικοί κακόβουλοι Φαρισαίοι, γυρεύοντας στις πράξεις ή στα λόγια του να βρουν καμιάν αφορμή για κακολογία. Και είπε ο Ιησούς, συλλογισμένος:

— Για να κρίνω εγώ στον κόσμο τούτον ήλθα, για να δουν όσοι δε βλέπουν και να τυφλωθούν όσοι βλέπουν.

Με τα λόγια του αυτά υπονοούσε τους νομοδιαβασμένους και μεγαλουσιάνους, που υπερηφανεύουνταν με τις γνώσεις τους και τυφλώνουνταν από τη σοφία τους, και δεν έβλεπαν την αλήθεια, που για τους άλλους, τους μικρούς και ταπεινούς, ήταν φως λαμπερό.

Ένιωσαν οι Φαρισαίοι, που βρίσκουνταν εκεί, την έννοια των λόγων του Ιησού και τον ρώτησαν:

— Μήπως κι εμείς τυφλοί είμαστε;

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Αν ήσαστε τυφλοί δε θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε ότι «Βλέπομε», η αμαρτία σας λοιπόν μένει.

Αν εκείνοι οι αρχηγοί ήταν τυφλοί, τι μπορούσε να είναι το ποίμνιο;

Και για να εικονίσει τη σκέψη του ως προς τη διαφορά καλού ή κακού αρχηγού, τους είπε πάλι μια παραβολή.

Τους είπε πως ο καλός βοσκός μπαίνει στο μαντρί από την πόρτα, δε σκαρφαλώνει απ' αλλού σαν τον κλέφτη· ο καλός βοσκός γνωρίζει τα πρόβατά του, και τα φωνάζει το καθένα με τ' όνομά του, και αυτά τον γνωρίζουν και τον ακολουθούν όταν περπατά μπροστά τους, ενώ δεν ακολουθούν τον ξένο βοσκό, γιατί δε γνωρίζουν τη φωνή του. — Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εγώ είμαι η πόρτα της μάντρας. Όποιος περάσει από μένα θα σωθεί.

Και τους είπε πως ο καλός βοσκός τη ζωή του τη δίνει για το κοπάδι του, ενώ ο μισθωτός, που δεν είναι βοσκός, σα δει το λύκο φοβάται και φεύγει, και αφήνει το λύκο να μπει στο μαντρί, ν' αρπάξει και να σκορπίσει τα πρόβατα, γιατί είναι μισθωτός, και δεν τον μέλει τι θα γίνουν τα πρόβατα.

Και τους λέγει ο Ιησούς:

— Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα πρόβατά μου, και αυτά με γνωρίζουν, όπως με γνωρίζει ο πατέρας μου και γνωρίζω εγώ τον πατέρα μου, και δίνω τη ζωή μου για τα πρόβατά μου.

Και πρόσθεσε, αναφέροντας ίσως τους πιστούς που είχε κάνει ανάμεσα στους ειδωλολάτρες, σαν πήγε και δίδαξε ελεύθερα στην Τύρο και στη Σιδώνα:

— Και άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι τούτης της στάνης, κι εκείνα πρέπει να τα συμμαζέψω, ν' ακούσουν τη φωνή μου και να γίνουν όλα μαζί ένα κοπάδι με ένα βοσκό. Και για τη θυσία της ζωής του, που ήταν έτοιμος να τη δώσει για να σώσει το ποίμνιο του, είπε:

— Γι' αυτό με αγαπά ο Πατέρας, γιατί εγώ δίνω τη ζωή μου για να τη λάβω πάλι πίσω. Κανένας δε μου την παίρνει, μα εγώ τη δίνω θεληματικά. Εξουσία έχω να την πάρω πάλι πίσω. Αυτή την προσταγή έχω από τον Πατέρα μου.

Τον άκουσαν οι Ιουδαίοι μα δεν καταλάβαιναν τα λόγια του, και πάλι άρχισαν λογομαχίες και συζητήσεις και πάλι διχόνοια μπήκε μεταξύ τους. Πολλοί έλεγαν:

— Δαιμόνιο τον βαστά και παραμιλεί. Τι τον ακούτε;

Άλλοι πάλι έλεγαν, συλλογισμένοι:

— Τα λόγια αυτά δεν είναι δαιμονισμένου,

— και έλεγαν: Μπορεί δαιμόνιο ν' ανοίξει τυφλού μάτια;

Και όλο συζητούσαν.

Πέρασε και η ογδόη μέρα των εορτών της σκηνοπηγίας, και σκόρπισαν οι προσκυνητές και γύρισαν στα σπίτια τους.

Ο θυμός όμως των Ιουδαίων εναντίον του Ιησού μεγάλωνε και πήγαινε.

Βλέποντας ο Ιησούς πως καλό κανένα δε γίνουνταν και πως μόνο τους αγρίευε η παρουσία του, έφυγε από την Ιερουσαλήμ και ανέβηκε πάλι, στερνή πια φορά, στην πατρίδα του τη Γαλιλαία, που τόσο άσχημα τον είχε δεχθεί στο τελευταίο ταξίδι.

Και η Ιερουσαλήμ πίσω του βόιζε με τ' όνομά του, γιατί πολλές ήταν οι γνώμες για τη διδαχή του, και, ανάμεσα στους Φαρισαίους ακόμα, πολλοί είχαν συνταραχθεί.