Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΛΔ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΔ'. «Εγώ Είμαι το Φως του Κόσμου...»


Είχαν τελειώσει οι επτά μέρες των εορτών της σκηνοπηγίας, αλλά την όγδοη μέρα ο κόσμος διασκέδαζε ακόμα πριν σκορπιστεί και γυρίσει πια ο καθένας στο σπίτι του. Ήταν Σάββατο.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Ιησούς κάθουνταν στο «γαζοφυλάκιο», στην αυλή του ναού, όπου βρίσκουνταν τα δεκατρία χρηματοκιβώτια, με στενά στόμια, όπου έριχναν οι πιστοί τις προσφορές τους. Εκεί, έστεκαν δύο γιγαντένιοι λυχνοστάτες με τέσσερις λύχνους ο καθένας, πλούσια χρυσωμένοι, που φώτιζαν μακριά, ολόγυρα.

Στις εορτές της σκηνοπηγίας, κάθε βράδυ έκαιαν αυτοί οι λυχνοστάτες, και τα φώτα τους συμβόλιζαν τη φωτεινή στήλη που οδήγησε τους Εβραίους μέσα στην έρημο, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο. Οι πιστοί, μαζί και οι πιο σεβάσμιοι ασπρογένηδες ιερείς και Φαρισαίοι, χόρευαν γύρω στα λυχνοστάσια, ενώ στα δεκαπέντε σκαλοπάτια που ανέβαιναν στην Αυλή των Γυναικών, οι Λεβίτες, όρθιοι στις δύο πλευρές της σκάλας, έψαλλαν ύμνους με συνοδεία από πλαγιαύλια, αυλούς και κύμβαλα και έγχορδα όργανα. Την τελευταία αυτή βραδιά, ο Ιησούς κάθουνταν στο γαζοφυλάκιο και κοίταζε το χορό άκουε τους ύμνους, έβλεπε το πανηγύρι, το θαυμασμό του πλήθους για τα φανταχτερά χρυσάφια και τα φώτα, και στοχάζουνταν την κοσμική ματαιότητα της εορτής.

Εγνώριζε την απόφαση των μεγάλων να τον βγάλουν από τη μέση, μα δε γύρευε πια να κρυφθεί.

Από δω και πέρα παρουσιάζεται με τη Μεσσιακή του υπόσταση, αναγγέλει ανοιχτά πως είναι ο Χριστός, ο αποσταλμένος από το Θεό.

Όπως άλλοτε είχε πει της Σαμαρείτισσας, « Όποιος πιεί από το νερό που δίνω εγώ δε θα διψάσει ποτέ», έτσι και τώρα, στο πλήθος που ξεφάντωνε γύρω στα συμβολικά ολόχρυσα λυχνοστάσια, φώναξε ο Ιησούς:

— Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όποιος με ακολουθήσει δε θα περπατήσει ποτέ στο σκοτάδι, παρά θα λάβει το φως της ζωής.

Με φθόνο του είπαν οι Φαρισαίοι:

— Εσύ για τον εαυτό σου μαρτυρείς. Η μαρτυρία σου δεν είναι αξιόπιστη.

Ήταν αξίωμα στους Ραββίνους, πως κανένας δεν είναι μάρτυρας στη δική του τη δίκη. Επίσης, έθιμό τους δικαστικό ήταν να μη δέχονται μαρτυρία από άγνωστο. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε:

— Και αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αξιόπιστη, γιατί ξέρω από πού ήλθα και πού πηγαίνω. Εσείς δεν ξέρετε από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. Εσείς κατά τη σάρκα κρίνετε.

Και πρόσθεσε με άπειρη επιείκεια και μακροθυμία:

— Εγώ δεν κρίνω κανέναν.

Λόγος αθάνατος, που βαστά μέσα του άπειρη ευγένεια και όλη την ομορφιά της θρησκείας του, και που εκείνο το ίδιο πρωί τον είχαν εφαρμόσει όταν του έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα.

Και είπε ακόμα ο Ιησούς πως η κρίση η δική του είναι σωστή, γιατί είναι κρίση του Πατέρα του, που τον έστειλε για να φωτίσει τους ανθρώπους, λέγοντάς τους την αλήθεια.

Ειρωνικά τον ρώτησαν:

— Πού είναι ο πατέρας σου;

Βαρεμένος και κουρασμένος, από την ατέλειωτη λογομαχία, τους είπε ο Ιησούς:

— Ούτε μένα γνωρίζετε ούτε και τον Πατέρα μου. Αν εγνωρίζατε εμένα θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου.

Αυτά όλα τα έλεγε ο Ιησούς ανοιχτά στο γαζοφυλάκιο, διδάσκοντας στο ναό· όμως κανένας δεν τον έπιασε, γιατί δεν είχε έλθει η ώρα του.

Τους είπε πως γρήγορα φεύγει και πάγει εκεί όπου αυτοί δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν. Τους λέγει να μετανιώσουν τώρα, γιατί όταν φύγει θα τον ζητούν, μα δε θα τον βρίσκουν πια.

Κορόιδευαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν:

— Μήπως θέλει ν' αυτοκτονήσει και λέγει: « Όπου πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε»;

Αδιαφορώντας για τις διακοπές τους, ακούραστα δίδασκε ο Ιησούς· τους έλεγε να προσέχουν, μην πεθάνουν βουτημένοι στην αμαρτία· ν' ακούν τα λόγια του, που είναι λόγια εκείνου που τον έστειλε. Μα αυτοί δεν καταλάβαιναν πως για το Θεό μιλούσε, και θυμωμένοι τον ρώτησαν:

— Εσύ ποιος είσαι;

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Ακριβώς εκείνο που σας λέγω.

Τους είπε, πως μόνο «αφού ανεβάσουν τον υιό του ανθρώπου» —έκφραση που σημαίνει, αφού τον κρεμάσουν στο σταυρό— τότε μόνο θα καταλάβουν ποιος είναι, ποιος τον έστειλε, και τότε μόνο θα εννοήσουν πως εδίδασκε μόνο όσα έμαθε από τον Πατέρα του που ήταν μαζί του.

Ήταν δύσκολο να τον καταλάβουν οι αμαρτωλοί αυτοί Φαρισαίοι, που η καρδιά τους είχε πετρωθεί στην ψευτιά και στην υποκρισία· τους φαίνουνταν βλασφήμια να λέγει πως από το Θεό έμαθε όσα τους έλεγε, αυτός ο φτωχός Γαλιλαίος, που σαν άνθρωπος ζούσε ανάμεσά τους και που μια καλύβα δική του δεν είχε. Τα πλούτη που φύλαγε μέσα του αυτοί δεν τα έβλεπαν ούτε γνώριζαν τις νυχτιές του στη μοναξιά, στην ερημιά του βουνού, ούτε φαντάζουνταν τις μακρινές εκείνες επικοινωνίες της ψυχής του με τον Πλάστη, τις δημιουργικές εκείνες ώρες, όπου, μόνος με το Θεό, δούλευε την ψυχή του και δημιουργούσε τη θρησκεία που θ' άφηνε στους ανθρώπους.

Και όμως, εκείνο το βράδυ της εορτής, ανάμεσα στους χορούς και στις διασκεδάσεις, ακούοντας τη φωνή του τη σοβαρή, που μόνο λόγια παρηγοριάς και αγάπης δίδασκε, πολλοί συνταράχθηκαν και πίστεψαν.

Και σ' αυτούς είπε ο Ιησούς:

— Αν μείνετε σεις πιστοί στα λόγια μου, αληθινά θα είστε μαθητές μου, θα γνωρίσετε την αλήθεια, και αυτή θα σας ελευθερώσει.

Μα δεν ήταν άξιοι ούτε αυτοί να τον καταλάβουν τα λόγια του αυτά τους αναστάτωσαν.

— Παιδιά του Αβραάμ είμαστε! είπαν με θυμό, και ποτέ κανενός δε γινήκαμε δούλοι. Πως λες εσύ ότι θα ελευθερωθούμε;

Τους πείραζε ακόμα και η ιδέα πως μπορούσαν να θεωρηθούν, αυτοί Ιουδαίοι, υποδουλωμένοι σε οποιονδήποτε.

Ο Ιησούς τους εξήγησε πως όποιος αμαρτάνει μένει δούλος της αμαρτίας.

— Ξέρω πως είστε παιδιά του Αβραάμ, τους λέγει, και όμως ζητάτε να με θανατώσετε, γιατί ο λόγος μου δε χωρεί μέσα σας.

Αυτοί του αποκρίθηκαν:

— Εμείς από ατιμία δε γεννηθήκαμε· έναν πατέρα έχομε: το Θεό.

Τους είπε ο Ιησούς:

— Αν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα με αγαπούσατε εμένα. (Αν ήταν αυτοί από τον ίδιο πατέρα, θα τον καταλάβαιναν σαν τους μιλούσε.) Γιατί όσα σας λέγω δεν τα καταλαβαίνετε; Επειδή δεν μπορείτε ν' ακούσετε τα λόγια μου.

Και ανεβάζοντας τη φωνή του, και αποτείνοντάς τους λόγια σκληρά όσο ποτέ ακόμα, τους είπε:

— Εσείς από πατέρα το διάβολο είστε, και τις επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε.

Και τους είπε:

— Εγώ επειδή σας λέγω την αλήθεια, δε με πιστεύετε.

Και όμως ποτέ δεν τον είχαν δει να κάνει άλλο παρά καλό. Και τους ρώτησε:

— Ποιος από σας με κατηγορεί για καμιάν αμαρτία; Και, αν αλήθεια λέγω, γιατί εσείς δε με πιστεύετε; Όποιος από το Θεό έρχεται, τα λόγια του Θεού ακούει· γι' αυτό εσείς δεν ακούτε, γιατί από το Θεό δεν είστε.

Φρενιασμένοι του φώναξαν οι Ιουδαίοι:

— Δε λέγαμε καλά πως είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο;

Η μεγαλύτερη προσβολή για έναν Ιουδαίο ήταν να τον πουν Σαμαρείτη, και, λέγοντάς το στον Ιησού, εννοούσαν να τον βρίσουν. Εκείνος όμως δε συμμερίζουνταν την περιφρόνηση που είχαν οι συντοπίτες του για τους Σαμαρείτες.

Με υπομονή τους αποκρίθηκε πως δαιμόνιο δεν έχει, αλλά ζητά τη δόξα του Πατέρα του.

— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, όποιος φυλάξει το λόγο μου, θάνατο δε θα δει ποτέ.

Οι Ιουδαίοι θύμωσαν ακόμα περισσότερο.

— Τώρα ξέρομε πως έχεις δαιμόνιο, του είπαν. Ο Αβραάμ και οι προφήτες πέθαναν, και συ λες πως αν φυλάξομε το λόγο σου δε θα πεθάνομε ποτέ; Μήπως εσύ μεγαλύτερος είσαι από τον πατέρα μας τον Αβραάμ που πέθανε; Και οι προφήτες πέθαναν. Τι λες εσύ πως είσαι;

Και ο Ιησούς τους αποκρίθηκε:

— Αν εγώ δοξάζω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτα. Υπάρχει όμως ο πατέρας μου που με δοξάζει, εκείνος που λέτε πως Θεός σας είναι, και που εν τούτοις δεν τον γνωρίζετε. Εγώ όμως τον γνωρίζω και αν πω πως δεν τον γνωρίζω γίνομαι όμοιος σας, ψεύτης αλλά τον γνωρίζω, και το λόγο του φυλάγω. Ο Αβραάμ ο πατέρας σας, αναγάλιασε που είδε την ημέρα μου —δηλ. την ημέρα που φανέρωσα στους ανθρώπους την υπόσταση του Μεσσία— και την είδε και χάρηκε.

Του φώναξαν οι Ιουδαίοι:

— Πενήντα χρόνων δεν είσαι, και είδες τον Αβραάμ;

Και τους είπε ο Ιησούς, ξάστερα φανερώνοντας αυτή τη φορά την αληθινή του ουσία:

— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, πριν γεννηθεί ο Αβραάμ υπάρχω εγώ.

Ο θυμός των Ιουδαίων και Φαρισαίων κορυφώθηκε τότε. Μάζεψαν από χάμω πέτρες, που ήταν σωρεμένες στην αυλή για χτίσιμο του ναού, και ήθελαν να του τις ρίξουν. Αλλ' ο Ιησούς εκρύφθηκε, και βγήκε από το ιερό, περνώντας από μέσα τους και έφυγε.