Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΙΣΤ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Παραβολές


Εκτός από τους δώδεκα διαλεγμένους μαθητές του Ιησού, που είχαν δέσει πια την τύχη τους με τη δική του, τον ακολουθούσαν και άλλοι μαθητές, επίσης και πολλές γυναίκες· η Ιωάννα του Χουζά, η Σουσάννα, η Σαλώμη του Ζεβεδαίου, μητέρα του Ιακώβου και του Ιωάννη, η Μαρία η Μαγδαληνή και άλλες.

Μερικές, σαν τη Σαλώμη, που είχε άντρα ψαρά, ήταν εργατικές φτωχές γυναίκες· άλλες όμως ήταν πλούσιες και από ανώτερες τάξεις σαν την Ιωάννα, του ο άντρας της ο Χουζάς ήταν ανώτερος υπάλληλος του Ηρώδη, και σαν τη Μαρία τη Μαγδαληνή.

Αυτή ήταν νέα, πολύ όμορφη, χήρα και πλούσια· ζούσε κακή και άτακτη ζωή, αναζητώντας μονάχα καλοπέραση και διασκέδαση, όταν μια μέρα αντίκρισε τον Ιησού και άκουσε τα λόγια του και ταράχθηκε και ένιωσε τη διδαχή του. Την είδε ο Ιησούς, και τη λυπήθηκε και της μίλησε. Και μετάνιωσε εκείνη για τις περασμένες της πράξεις, σιχάθηκε την άσωτη ζωή που είχε κάνει ως τότε, παράτησε τα παλάτια της και τις κούφιες διασκεδάσεις, και ακολούθησε τον Ιησού.

Όπου πήγαινε ο Ιησούς με τους δώδεκα διαλεγμένους του, ακολουθούσαν και οι γυναίκες, άλλες πεζή, άλλες με μουλάρια ή γαϊδουράκια, και τον υπηρετούσαν, και βοηθούσαν τον Ιησού και τους μαθητές του από την περιουσία τους.

Μια μέρα, κατέβηκε ο Ιησούς ως τη λίμνη της Τιβεριάδος, και ο κόσμος που τον ακολουθούσε ήταν τόσος πολύς, ώστε ο Ιησούς μπήκε και κάθισε σ' ένα καράβι, και από κει άρχισε να διδάσκει τα πλήθη που είχαν συναχθεί στην ακρογιαλιά για να τον ακούσουν.

— Ακούσετε, τους είπε.

Και τους μίλησε με παραβολές λέγοντας:

— Βγήκε ο σπορεύς να σπείρει, και καθώς έσπερνε, άλλος σπόρος έπεσε πλάγι στο δρόμο και καταπατήθηκε, και ήλθαν τα πουλιά και τον έφαγαν άλλος έπεσε σε πετρότοπους, όπου δεν είχε χώμα πολύ, και αμέσως ξεφύτρωσε επειδή δεν είχε βάθος το χώμα. Μα, όταν σηκώθηκε ο ήλιος, κάηκε, και μη έχοντας ρίζα, ξεράθηκε· άλλος έπεσε σε αγκάθια και μεγάλωσαν τ' αγκάθια και τον έπνιξαν, και δεν έδωσε καρπό· άλλος έπεσε στο καλό χώμα, και απέδωσε καρπό, φυτρώνοντας και μεγαλώνοντας, το ένα τριάντα, το ένα εξήντα, και το ένα εκατό.

Και κοίταξε ολόγυρα τα μαζεμένα πλήθη, όπου διέκρινε και Φαρισαίους και διαβασμένους και αγαθούς ψαράδες και τελώνες, όλων των ειδών ανθρώπους· και πρόσθεσε:

— Όποιος έχει αυτιά ας ακούει.

Οι μαθητές του, ασυνήθιστοι να τον ακούν να διδάσκει έτσι, πλησίασαν και τον ρώτησαν:

— Γιατί τους μιλάς με παραβολές;

Και τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Σε σας εδόθηκε να καταλαβαίνετε τα μυστικά της Βασιλείας των Ουρανών. Σ ' εκείνους όμως τους έξω, που δεν είναι προετοιμασμένοι να τα καταλαβαίνουν, με παραβολές πρέπει να λέγουνται, μήπως και[1] βλέποντας δε δουν και ακούοντας δεν καταλάβουν, κι έτσι δε μετανιώσουν, και δεν τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Και τους εξήγησε την παραβολή.

— Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Εκείνοι του είναι πλάγι στο δρόμο είναι όσοι άκουσαν το λόγο, μα ύστερα έρχεται ο διάβολος, και παίρνει το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά μη έχοντας ρίζα, για έναν καιρό πιστεύουν, και σε ώρα πειρασμού αποστατούν. Εκείνοι που στ' αγκάθια έπεσαν, είναι όσοι άκουσαν, μα οι φροντίδες για τον πλούτο και τις ηδονές της ζωής πνίγουν μέσα τους το λόγο, και δεν τον αφήνουν να καρποφορήσει. Κι εκείνοι που έπεσαν στην καλή γη είναι όσοι άκουσαν το λόγο, και τον φυλάγουν σε καρδιά καλή και αγαθή, και δίνουν καρπό.

Και στα μαζεμένα πλήθη είπε άλλη παραβολή:

— Η Βασιλεία των Ουρανών, είπε, είναι σαν τον άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Κι ενώ κοιμούνταν, ήλθε ο εχθρός του και ανάμεσα στο σπαρμένο σιτάρι, έσπειρε ζιζάνια[2] κι έφυγε. Σα βλάστηκε το χόρτο κι έκανε καρπό, τότε φάνηκαν και τα ζιζάνια. Ήλθαν λοιπόν οι δούλοι και είπαν του νοικοκύρη: «Κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο στο χωράφι σου; Πως λοιπόν τώρα έχει ζιζάνια;» Κι εκείνος είπε: «Κάποιος εχθρός το έκανε αυτό». Του λεν οι δούλοι: «Θέλεις να πάμε να τα μαζέψομε;» Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Όχι, μήπως και μαζεύοντας τα ζιζάνια ξεριζώσετε και το σιτάρι. Αφήσετέ τα μαζί να μεγαλώσουν και τα δυο, ως το καλοκαίρι, και, σαν έλθει ο καιρός του θερισμού, θα πω στους θεριστές: Μαζέψετε πρώτα τα ζιζάνια και δέσετέ τα δεμάτια, να καούν, και το σιτάρι βάλετέ το στην αποθήκη μου».

Και είπε ο Ιησούς άλλες παραβολές:

— Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που το πήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. Είναι ο μικρότερος από όλους τους σπόρους, μα, όταν μεγαλώσει, ξεπερνά τα χόρτα όλα, και γίνεται δέντρο τέτοιο, που παν τα πουλιά και φωλιάζουν στα κλαδιά του.

«Όμοια είναι η Βασιλεία των Ουρανών με προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα και το έβαλε σε τρία σάτα[3] αλεύρι, και ζυμώθηκε και ανέβηκε όλο.

Και τους έλεγε ο Ιησούς:

— Μήπως φέρνουν ποτέ το λύχνο για να τον Βάλουν κάτω από το μόδιο ή κάτω από το κρεβάτι; Λεν έρχεται για να τοποθετηθεί πάνω στο λυχνοστάτη; Δεν υπάρχει κρυφό που να μη φανερωθεί. Αν έχει κανείς αυτιά ν' ακούει, ας ακούσει. Προσέχετε τι ακούετε, για να ωφεληθείτε από το λόγο του Θεού. Με το μέτρο που μετράτε θα σας μετρηθεί, και θα σας δοθεί και παραπάνω ακόμα.

Και τους έλεγε:

— Έτσι είναι η Βασιλεία του Θεού· σα να βάλει άνθρωπος το σπόρο στη γη, και, ενώ κοιμάται τη νύχτα και σηκώνεται την ημέρα, ο σπόρος βλαστάνει και ψηλώνει, χωρίς να ξέρει κι εκείνος πως. Γιατί αυτόματα η γη βγάζει πρώτα χορτάρι, ύστερα στάχυ, έπειτα μεστώνει το σιτάρι μέσα στο στάχυ. Και όταν ωριμάσει ο καρπός, ευθύς στέλνει εργάτη με το δρεπάνι να τον κόψει, γιατί έφθασε η ώρα του θερισμού.

Αυτά όλα είπε ο Ιησούς, με παραβολές, στα μαζεμένα πλήθη, για να τον καταλάβουν και χωρίς παραβολές τίποτα δεν τους έλεγε.

Όταν τους άφησε και αποτραβήχτηκε στο σπίτι του, ήλθαν οι μαθητές του κοντά του λέγοντας:

— Εξήγησέ μας την παραβολή με τα ζιζάνια του χωραφιού!

Τις άλλες όλες τις παραβολές τις είχαν καταλάβει· εκείνη όμως, πιο δύσκολη, είχε μείνει σκοτεινή για τα απλοϊκά τους πνεύματα.

Και τους είπε ο Ιησούς:

— Ο σπορεύς του καλού σπόρου είναι ο υιός του ανθρώπου, και το χωράφι είναι ο κόσμος· ο καλός σπόρος είναι οι αγαθοί, και τα ζιζάνια είναι οι κακοί. Και ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος. Η εποχή του θερισμού είναι το τέλος του κόσμου, και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν οι θεριστές μάζεψαν τα ζιζάνια και τα έκαψαν, έτσι θα είναι και το τέλος του κόσμου τούτου. Θα στείλει ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους του, να μαζέψουν από τη Βασιλεία του όλους τους πειρασμούς και όσους έζησαν άνομα, και θα τους ρίξει στη φωτιά. Εκεί θα είναι το κλάψιμο, και το τρίξιμο των δοντιών. Τότε οι αγαθοί θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη Βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά ας ακούει.

Και στα πλήθη, που τον περίμεναν, βγήκε πάλι και είπε άλλη παραβολή:

— Πάλι, όμοια είναι η Βασιλεία των Ουρανών με θησαυρό κρυμμένο σε χωράφι, που, αφού τον βρήκε ένας άνθρωπος, τον έκρυψε, και από τη χαρά του πηγαίνει και πουλεί ό,τι έχει, και αγοράζει το χωράφι.

Και άλλη παραβολή:

— Πάλι, μοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών με έμπορο που γυρεύει καλά μαργαριτάρια· και αφού βρήκε ένα πολύτιμο, βγήκε και πούλησε ό,τι είχε, και το αγόρασε.

— Πάλι, μοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών με γρίπο, που τον έριξαν στη θάλασσα, και μάζεψε κάθε είδους ψάρια, και όταν γέμισε και τον τράβηξαν στην ακρογιαλιά, κάθισαν και διάλεξαν τα καλά και τα έβαλαν μέσα σε καλάθια, και τα άσχημα τα έριξαν. Το ίδιο θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Θα βγουν οι άγγελοι, να χωρίσουν τους κακούς από μέσα από τους καλούς, και θα τους ρίξουν στη φωτιά. Εκεί θα είναι το κλάψιμο, και το τρίξιμο των δοντιών.

Και ρώτησε ο Ιησούς τους μαθητές του:

— Τα καταλάβατε όλα αυτά;

Και του αποκρίθηκαν οι μαθητές:

— Ναι, Κύριε.

Όλη μέρα μιλούσε στα πλήθη ο Ιησούς με παραβολές, και ύστερα τις εξηγούσε στους δώδεκα διαλεγμένους του. Όλο το ζεστό εκείνο απόγεμα, καθισμένος ανάμεσα στον κόσμο τον συναγμένο πυκνά γύρω του, δίδασκε ώσπου βράδιασε, και κουράστηκε και τους απέλυσε· αλλ' αυτοί δεν αποφάσιζαν να φύγουν και να τον αποχωριστούν.

Κι ένας διαβασμένος, που εκείνη την ώρα είχε ενθουσιαστεί με το κήρυγμα, είπε:

— Δάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας.

Ένιωσε ο Ιησούς πως πρόσκαιρος ήταν ο ενθουσιασμός του, πως γρήγορα θα ξεθύμαινε και θα χάνουνταν, πως ο σπόρος του λόγου είχε πέσει στις πέτρες, όπου λίγο ήταν το χώμα, και ρίζα δε θα έπιανε, παρά θα καίουνταν με την πρώτη ζέστη του ήλιου και θα ξεραίνουνταν και του αποκρίθηκε:

— Οι αλεπούδες έχουν τρύπες, και τα πουλιά τ' ουρανού έχουν φωλιές, μα ο υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.

Δηλαδή, έτσι στερήσεις και κακουχίες θα έχεις και συ αν με ακολουθήσεις.

Αν ήταν η ψυχή του διαβασμένου το καλό χώμα, τα λόγια αυτά θα τον έδεναν στον Ιησού για πάντα, όπως τους δώδεκα διαλεγμένους του. Μα δεν ήταν, και απογοητευμένος αποσύρθηκε.

Σε άλλον είπε, περνώντας, ο Ιησούς:

— Ακολούθησέ με.

Και αυτός του αποκρίθηκε:

— Κύριε, άφησέ με πρώτα να θάψω τον πατέρα μου.

Μα ο Ιησούς του είπε:

— Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς των νεκρούς, και συ πήγαινε και δίδασκε τη Βασιλεία του Θεού.

Και αυτό ακόμα το ιερό καθήκον, να θάβομε τους νεκρούς μας, έπρεπε να παραμεριστεί εμπρός στην εξυπηρέτηση μιας μεγάλης ιδέας.

Και ήταν σα νεκροί, όσοι θεωρούσαν τις ανθρώπινες δουλειές τους σημαντικότερες από τη θεϊκή διδαχή της αλήθειας και της σωτηρίας της ψυχής.

Και άλλος τον πρόφθασε και του είπε:

— Θα σε ακολουθήσω, Κύριε. Μόνο άφησέ με πρώτα ν' αποχαιρετήσω τους δικούς μου στο σπίτι.

Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε:

— Κανένας που έβαλε το χέρι του πάνω στο αλέτρι και κοιτάζει πίσω, δεν είναι αρμόδιος για τη Βασιλεία του Θεού.

Είχε πια βραδιάσει ο κόσμος όμως δεν έφευγε. Κατακουρασμένος, λαχταρώντας λίγη ησυχία, είπε ο Ιησούς στους μαθητές του:

— Ας διαβούμε αντίπερα.

Και αφήνοντας τα πλήθη, τον πήραν οι μαθητές του, όπως ήταν, μαζί τους μέσα στο καράβι.

Μα και τότε ακόμα δε μπορούσαν να τον αποχωριστούν οι άνθρωποι, και μπήκαν και αυτοί σε ψαροκάικα, και από μακριά τον ακολούθησαν.

Στη λίμνη της Τιβεριάδος, που η επιφάνειά της είναι 208 μέτρα χαμηλότερα από την επιφάνεια της Μεσογείου, και βρίσκεται τριγυρισμένη από ψηλά βουνά, ξεσπάνουν συχνά τρικυμίες ξαφνικές και φοβερές. Οι ψαράδες τις γνωρίζουν και τις τρέμουν. Από τα χιονισμένα κορφοβούνια του Λιβάνου και του Ερμών, κατεβαίνουν οι άνεμοι, σουρώνουν στις ρεματιές και στα λιβάδια, χύνονται ξεμανιασμένοι στα ήσυχα νερά της λίμνης, και, από τη μια στιγμή στην άλλη, σηκώνουν κύματα άγρια, τετοια που συχνά πνίγουν τα καραβάκια, ψαροκάικα τα περισσότερα, που βρίσκουνται στ' ανοιχτά.

Εκείνο το βράδυ, κατάκοπος όπως ήταν ο Ιησούς, καθώς μπήκε στο πλοίο και τράβηξαν στ' ανοιχτά, ξαπλώθηκε στην πρύμη, ακούμπησε το κεφάλι στου τιμονιέρη το πέτσινο μαξιλάρι, και αποκοιμήθηκε.

Και σηκώθηκε ξαφνική φουρτούνα, και οι άνεμοι ξεμάνιασαν, αγρίεψε η λίμνη, και, σα θάλασσα, σήκωσε κύματα που πετούσαν πάνω από το καράβι, γεμίζοντάς το νερά. Και όμως ο Ιησούς κοιμούνταν ξένοιαστος.

Οι μαθητές του, τρομαγμένοι με το κακό που γίνουνταν, έβγαλαν τις φωνές.

— Κύριε, του φώναξαν, σώσε μας και χανόμαστε!

Ο Ιησούς ξύπνησε, είδε γύρω του το χαλασμό που γίνουνταν, και ήσυχα τους είπε:

— Γιατί είστε δειλοί, λιγόπιστοι;

Τότε σηκώθηκε, και, αντικρίζοντας το σκοτάδι, πρόσταξε τους ανέμους να κοπάσουν και τα κύματα να ησυχάσουν.

Κι έγινε γαλήνη μεγάλη.

Σαν είδαν οι σύντροφοι του την τρικυμία να πέφτει με μια του μόνο προσταγή φοβήθηκαν φόβο μεγάλο και θαύμασαν και είπαν:

— Τι λογής άνθρωπος είναι τούτος, που και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούουν;


  1. «Ίνα βλέποντες μη βλέπωσι» κλπ. Λουκάς Η' 10, Μάρκος Δ' 12, Ματθ. ΙΓ' 13. Ο Hubert Pernot στο περιοδικό «Foi et Vie», της 1 Μαρτίου 1923, Αρ. 5, σελ. 238-244, και στο έργο του «Evangiles», σελ. 113, Σημ., βασιζόμενος σε γραμματικές και γλωσσολογικές μελέτες του Β ' αιώνος μ.Χ., μεταφράζει το «ίνα», «μήπως». Και δίνει την απάνω ερμηνεία, που φαίνεται μόνη σωστή και συνεπής με όλη τη διδαχή του Ιησού. Άλλωστε, και ο Μάρκος Δ' 33 και 34 εκφράζει την ίδια έννοια λέγοντας: «Και τοιαύταις παραβολαίς ελάλει αυτοίς τον λόγον, καθως ηδύναντο ακούειν, χωρίς δε παραβολής ουκ ελάλει αυτοίς τον λόγον». Η ερμηνεία που δόθηκε ως τώρα στα λόγια του Ιησού, «ίνα βλέποντες μη βλέπωσι» κτλ., ότι σημαίνουν: «για να βλέπουν και να μη δουν» είναι άρνηση όλης της θρησκείας του Ιησού, που κηρύττει την άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία.
  2. Ζιζάνιο ή ήρα, φυτό φαρμακερό που, φερμένο από πουλιά ή από τον άνεμο, βρίσκεται συχνά σε χωράφια σπαρμένα σιτηρά, και προπάντων σιτάρι, και του οποίου ο καρπός ωριμάζει συνάμα με τα σιτηρά, και είναι πολύ βλαβερός για τους ανθρώπους και για τα κτήνη, όχι όμως και για τα πουλιά.
  3. Σάτον, μέτρο εβραίικο για τα γεννήματα, σαν το δικό μας κιλό.