Η Εσπέρα

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΕΣΠΕΡΑ.


Κλίν᾿ ὁ Ἥλιος λαμπρὸς
κι᾿ ἀνυπόμονος στὴν δύση
κ᾿ ἔνα νέφος στήν᾿ ἐμπρὸς
νὰ τὸν κρύψ᾿ ἀπὸ τὴν κτίση.

Ἐπειδὴ χρυσονδυμένη
κι᾿ ὁλονὲν ὡραιοτέρα,
μ᾿ ἀνοικτὰς τὸν περιμένει
τὰς ἀγκάλας ἡ Ἑσπέρα.

Εἰς τ᾿ ἀθάνατα νερὰ
τόνε λούει πρῶτα πρῶτα
καὶ τοῦ παίρνει δροσερὰ
τοῦ προσώπου τὸν ἱδρῶτα.

Καὶ κατόπι τὸν καθίζει,
νηστικὸ καὶ κουρασμένο,
στὸ τραπέζι ποῦ ἀχνίζει,
ποῦ τοῦ ἔχ᾿ ἑτοιμασμένο.

Μόλις πάρῃ καὶ γευθῇ,
γέρν᾿ ἐκεῖνος τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ γλυκαναπαυθῇ
στὴς καλῆς του τὴν ἀγκάλη.

Καὶ αὐτή, ποῦ τόσην ὥρα
τὸν ᾿καρτέρα νὰ καταίβῃ,
τὰ χρυσὰ μαλιά του τώρα
μὲ τὸ χέρι της χαϊδεύει.

Τότε βγαίνουν στ᾿ ἁψηλὰ
μὲ τοὺς λύχνους εἰς τὰ χέρια,
καὶ προβαίνουνε δειλὰ
πρὸς τήν δύση καὶ τ᾿ ἀστέρια.

Καὶ καθένα τους κυττάζει
νὰ ἰδῇ πίσ᾿ ἀπ᾿ τὰ ὄρη,
πῶς δηλοῖ καὶ πῶς ἐκφράζει
τὴν ἀγάπη της ἡ κόρη.