Κλίν᾿ ὁ Ἥλιος λαμπρὸς
κι᾿ ἀνυπόμονος στὴν δύση
κ᾿ ἔνα νέφος στήν᾿ ἐμπρὸς
νὰ τὸν κρύψ᾿ ἀπὸ τὴν κτίση.
Ἐπειδὴ χρυσονδυμένη
κι᾿ ὁλονὲν ὡραιοτέρα,
μ᾿ ἀνοικτὰς τὸν περιμένει
τὰς ἀγκάλας ἡ Ἑσπέρα.
Εἰς τ᾿ ἀθάνατα νερὰ
τόνε λούει πρῶτα πρῶτα
καὶ τοῦ παίρνει δροσερὰ
τοῦ προσώπου τὸν ἱδρῶτα.
Καὶ κατόπι τὸν καθίζει,
νηστικὸ καὶ κουρασμένο,
στὸ τραπέζι ποῦ ἀχνίζει,
ποῦ τοῦ ἔχ᾿ ἑτοιμασμένο.
Μόλις πάρῃ καὶ γευθῇ,
γέρν᾿ ἐκεῖνος τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ γλυκαναπαυθῇ
στὴς καλῆς του τὴν ἀγκάλη.
Καὶ αὐτή, ποῦ τόσην ὥρα
τὸν ᾿καρτέρα νὰ καταίβῃ,
τὰ χρυσὰ μαλιά του τώρα
μὲ τὸ χέρι της χαϊδεύει.
Τότε βγαίνουν στ᾿ ἁψηλὰ
μὲ τοὺς λύχνους εἰς τὰ χέρια,
καὶ προβαίνουνε δειλὰ
πρὸς τήν δύση καὶ τ᾿ ἀστέρια.
Καὶ καθένα τους κυττάζει
νὰ ἰδῇ πίσ᾿ ἀπ᾿ τὰ ὄρη,
πῶς δηλοῖ καὶ πῶς ἐκφράζει
τὴν ἀγάπη της ἡ κόρη.