Η Καταιγίς

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΚΑΤΑΙΓΙΣ.


Ἦλθαν τὰ νέφη στοῦ Βοριᾶ
τ' ἀλόγατα καβάλλα,
κ’ ἐξεπεζέψανε βαριὰ
στὰ ὄρη τὰ μεγάλα.

Καθένα σὲ κορφὴ κοντὰ
ὠχυρωμέν’ ἀχνίζει·
καθέν’ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ
καὶ πόλεμον ἀρχίζει.

Ῥίπτουν γιὰ σκάγια τὴν βροχή,
γιὰ βόλια τὸ χαλάζι,
καὶ πλημυρρᾷ στὴν ἐξοχὴ
καὶ τὰ σπαρμέν’ ἁρπάζει.

‘Βγαίν’ ὁ γεωργὸς, ἀντὶ σπαθί,
μ' ἕνα τσαπὶ καὶ φτυάρι—
Ποιὸς εἰμπορεῖ ν' ἀντισταθῇ
σ’ ὁρμητικὸ χειμάρρι;


Στρέφει τὰ μάτια στ’ ἁψηλὰ
καὶ τὸν Θεὸ κυττάζει,
τὸ δάκρυ του κατρακυλᾷ,
—Βοήθα με! —φωνάζει.

Καὶ ὁ Θεὸς ποῦ τὸν πονεῖ,
γιὰ τὴν καλὴ καρδιά του,
γνεύει τοῦ Ἥλιου νὰ φανῇ
νὰ πᾷ βοήθειά του.

Ἀπὸ τὴν μιὰ ἡ συννεφιὰ
κι’ ὁ ἥλιος ἀπ' τὴν ἄλλη,
τῆς Ἴριδος ἡ ευμορφιὰ
στὸ μεταξύ προβάλλει.

—Βάλλετ’, ἐχθροὶ τοὺς κεραυνοὺς,
τὰ ὅπλα σας στὴν θήκη,
γιατ’ εἶμ’ ἐγὼ στοὺς οὐρανοὺς
ἡ παλαιὰ συνθήκη,

Ποῦ ἔγραψ’ ὁ Δημιουργὸς
μὲ χρώματα ποῦ μένουν,
γιὰ νὰ τὰ βλέπ’ ὁ γεωργὸς
νὰ ξεύρῃ τὶ σημαίνουν.

Τὸ κόκκινο εἶναι κρασί,
τὸ κίτρινο σιτάρι·

τὸ πράσινο ἡ περισσὴ
ἐλῃὰ ποῦ θενὰ πάρῃ.

Γιὰ νὰ τοῦ πάγῃ λειτουργιὰ
καὶ νάμα νὰ τοῦ στείλῃ,
καὶ νὰ τ’ ἀνάφτῃ μὲ καρδιὰ
τ’ ἀκοίμητο κανδῆλι.