Εστία/Τόμος 26/Τεύχος 659/Ο υποψήφιος

Από Βικιθήκη
Εστία, Τέυχος 659
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Χαράλαμπος Άννινος
Ὁ ὑποψήφιος


Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ
Μυθιστορία Ἰουλίου Κλαρετῆ. — Μετάφρασις Χ. Α.

(Συνέχεια· ἴδε προηγούμενον φύλλον).
Ι΄.

Ὁ ταγματάρχης αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἦτο τόσον δυσηρεστημένος ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ἣν διῆλθεν, ὅσον ἀπὸ τὴν προτεραίαν. Εἶχεν ἀληθῶς κατατρίψει πολλὰς ὥρας εἰς ματαίας φλυαρίας καὶ μετὰ τὰς βολὰς εἰς τὸ σκοπευτήριον ἐδέησε νὰ ὑποστῇ πολλὰς καὶ πάλιν ἐρωτήσεις, πολλοὺς λόγους μωρούς, συνομιλίας ἀτελευτήτους, ἐξετάσεις βλακώδεις. Πλὴν ἂν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ἔπαυλιν κατάκοπος ἐκ τῆς διηνεκοῦς ἐπαναλήψεως καὶ ἀναμασσήσεως τῶν αὐτῶν λόγων, εἶχεν ὅμως τὴν συναίσθησιν ὅτι κατέλειπεν εἰς τοὺς ἐκλογεῖς τοῦ Δαμμαρὶ ἀνάμνησιν μᾶλλον εὐάρεστον ἢ εἰς τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τὸ συνηγμένον τὴν προηγουμένην ἡμέραν εἰς Σαλλύ. Ἐδείχθη οἷος πράγματι ἦτο καὶ εἶπε μερικοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπόθει νά εἴπῃ. Ἡ συνεσταλμένη καὶ προφανῶς εὐσέβαστος στάσις τοῦ Γκαροὺς μετὰ τὴν ἐπανειλημμένην τριπλῆν ἐπιτυχίαν τῶν βολῶν του δὲν ἀπήρεσκεν αὐτῷ. Ἦτο οἱονεὶ ἀπάντησις ἔμμεσος εἰς τὸ ἀνόητον ἄρθρον τοῦ Ἐγχέλυος. Εἶδεν ἐμπράκτως ὁ κὺρ Γκαροὺς ὅτι καὶ ὁ πυροβολητὴς ἠδύνατο ἐν ἀνάγκῃ νὰ καταρρίψῃ ἐπίσης νεκροὺς μερικοὺς!

—Θὰ τὸ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν του! ἔλεγε καθ’ ἑαυτόν.

Ἡ Γιλβέρτη παρετήρησεν ὅτι ὁ θεῖός της ἦτο κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἧττον περίφροντις.

—Ἐφέρθη καλά; ἠρώτησε τὸν Αἰμίλιον.

—Πολύ καλά, δεσποινίς.

—Ὡμίλησεν ἐπιτυχῶς;

—Ἔπραξε κἄτι καλλίτερον... ἄφησε νὰ ὁμιλήσῃ ἡ πυρῖτις!

Καὶ ἐπειδὴ ἡ Γιλβέρτη παρεκάλει τὸν Βερδιὲ νὰ διηγηθῇ αὐτῇ τὰ πάντα:

—Μπᾶ! ἀπήντησεν ὁ ἀγαθὸς ἀνήρ· ἀργότερα!.. Δὲν ἀξίζει τῇ ἀληθείᾳ τὸν κόπον!

Ἀλλὰ μὄλα ταῦτα ἡ νεᾶνις ηὐχαριστεῖτο καὶ ἐχαίρετο. Ἐγνώριζεν ἀρκετὰ τὸν θεῖόν της καὶ διέκρινεν ὅτι δὲν ἦτο δυσηρεστημένος ἀπὸ τὴν ἐκδρομήν του.

Καὶ ἡ κυρία Ἑρβλαὶ ἐπίσης ἠρώτησε τὸν Δυκᾶν:

—Πῶς ἐπῆγεν ἡ ἡμέρα;

—Ἐξαίρετα, φιλτάτη κυρία.

—Λοιπόν... ὁ ὑποψήφιός μου... προοδεύει;

—Πιστεύω, φιλτάτη κυρία.

—Καὶ ὁ Γκαροὺς;

—Σήμερον δὲν εὑρίσκετο εἰς εὐνοϊκὸν ἔδαφος ὁ Γκαρούς!.. Ὁ ταγματάρχης ἐπυροβόλησεν εἰς τὸ σκοπευτήριον μὲ τὴν καραβίναν καὶ ὁ Γκαρούς... τὴν ἔπαθεν!

—Ἄ!.. ὡραῖα! εἶπεν ἡ Ἑρρικέττα. Εἶνε εἰδικότης ὁ ταγματάρχης. Εὖγε!.. Ἂν ἴδωμεν ὅτι ἡ ἐκλογὴ κινδυνεύει, θὰ τὸν βάλωμεν νὰ πυροβολήσῃ μὲ τὸ τηλέβολον καὶ τότε ὁ Γκαροὺς θὰ ἐξοντωθῇ!

—Μόνον, προσέθηκε σιγὰ ὁ Αἰμίλιος Δυκᾶς, διέπραξεν ἕν σφάλμα.

—Σοβαρόν;

—Ἀρκετὰ σοβαρόν. Ὁ κ. Βερδιὲ συνήντησε τὸν μαρκήσιον δὲ Μομβρὲν καὶ... (ἡ σοβαρὰ μορφὴ τοῦ νέου ἐξέφρασεν εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἄφωνον ἐπίπληξιν) ἔτεινε πρὸς αὐτὸν τὴν χεῖρα!.. Ἔκαμε κακὴν ἐντύπωσιν!

—Ὤ! εἶπεν ἡ Ἑρρικέττα, δὲν ἔχει σημασίαν αὐτό. Ἀφοῦ κ’ ἐγὼ δέχομαι εἰς τὴν οἰκίαν μου τὸν νέον κόμητα.

—Σεῖς, σεῖς κυρία, εἶπεν ὁ Δυκᾶς ἐπιχαρίτως, σεῖς τὸ κάμνετε διὰ νὰ τὸν σαγηνεύσητε. Θὰ τὸν μετεβάλλετε ἴσως εἰς δημοκρατικὸν μόνον καὶ μόνον παρατηροῦσα αὐτὸν ἐπὶ πολλὴν ὥραν!

Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ εὗρε τὸ φιλοφρόνημα ὡραιότατον καὶ ἔτεινε τὴν μικράν της χεῖρα πρὸς τὸν νέον, ὅστις ἀναντιρρήτως εἶχε πολλὴν ἀβρότητα, πολλὴν εὐστοχίαν, πολὺ πνεῦμα περὶ τὰς ἐκφράσεις του...

Ἡ ἄφιξις τοῦ Σαρβὲ διέκοψε τὴν συνδιάλεξιν. Ἀνήγγειλεν ὅτι μετὰ τὸ γεῦμα ὁ Γκενὼ καὶ ὁ Καπποά, οἱ δύο σημαντικώτεροι τοῦ κόμματος, ἔμελλον νὰ ἔλθωσι διὰ ν’ ἀκούσωσι τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ προγράμματος τοῦ ταγματάρχου. Ἦτο ἕτοιμον ἆρά γε αὐτὸ τὸ πρόγραμμα; Διότι ὁ γερουσιαστὴς ἐπείγετο νὰ τὸ τοιχοκολλήσουν εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς ἐκλογικῆς περιφερείας!...

—Θὰ σᾶς στοιχίσῃ, θὰ σᾶς στοιχίσῃ καμπόσον, ταγματάρχα· ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιτροπὴ θὰ συνδράμῃ εἰς τὴν δαπάνην. Πρέπει ὅμως αὐτὰ τὰ προγράμματα νὰ κολληθοῦν παντοῦ, ὡς καὶ εἰς τὰ δένδρα τοῦ δάσους!.. Εἶνε πολὺ ὠφέλιμον!

—Θὰ κάμω ὅ, τι χρειάζεται, ἀπήντησεν ὁ Βερδιέ.

Καὶ δὲν ἐσυλλογίζετο πλέον τὸ ὅπλον του, τὸ τουφέκιον, τὸ ὁποῖον ἀφίπτατο, ἐξηφανίζετο, ἐξεμηδενίζετο ὡς ὁ θησαυρὸς τοῦ μύθου τῆς χωριατοπούλας μὲ τὸ γάλα. Ἦτο πλέον ὑποψήφιος. Ἐξήσκει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποψηφίου. ἔπρεπε δὲ ν’ ἀποβλέπῃ πρὸ πάντων εἰς τὸ καθῆκον!

Ἐν τούτοις ἔτρεμε κἄπως ἀναλογιζόμενος ὅτι μετ’ ὀλίγον ἔμελλε ν’ ἀναγνώσῃ τὸ πρόγραμμά του ὡς μαθητὴς τὸ θέμα του καὶ ν’ ἀνακοινώσῃ τοὺς ἰδιαιτέρους του λογισμοὺς πρὸς τοὺς δύο ἐκείνους ἄνδρας, οἵτινες ἦσαν προστάται του ταὐτοχρόνως καὶ κριταί. Ὁ Σαρβὲ ἔστω! ὁ τίτλος τὸν ὁποῖον ἔφερεν ὁ γερουσιαστὴς Σαρβὲ ἐπέβαλλε σεβασμὸν καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἀγαθὸν Βερδιέ. Ἀλλ’ ὁ συμβολαιογράφος! ἀλλ’ ὁ κτηνίατρος τοῦ Σαλλύ!

—Ὁ συνταγματάρχης μου δὲν ἐζήτει νὰ μάθῃ τί φρονῶ· ἀρκεῖ νὰ ὑπήκουον εἰς αὐτόν! ἔλεγε καθ’ ἑαυτὸν ὁ ταγματάρχης.

Καὶ διετέλει κατεχόμενος ὑπὸ νευρικῆς ταραχῆς μέχρι τῆς ἑσπέρας. εἶτα μετὰ τὸ γεῦμα ἀφίκετο ὁ Γκενώ, μετ’ ὀλίγον δὲ καὶ ὁ Καπποά, ὅστις ἠσπάσθη μετὰ σπουδῆς τὴν χεῖρα τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ καὶ ἐχαιρέτισε τὴν Γιλβέρτην μὲ τρόπον ἀλλόκοτον.

Καὶ ὁ Γκενὼ ὡσαύτως παρετήρει τὴν νεάνιδα περιέργως, τὴν ἠρώτησε μὲ ὕφος ἐκπλῆξαν αὐτὴν «ἂν εἶχε κάμει ἕνα καλὸν περίπατον τὴν προτεραίαν».

—Ἐξαίρετον, σᾶς εὐχαριστῶ.

Καὶ ἡ Ἑρρικέττα, ἣν οὐδὲν διέφευγε, συνέλαβε διαμειβόμενον μεταξύ τοῦ κτηνιάτρου καὶ τοῦ Καπποὰ βλέμμα ἐκ τῶν λαθραὶων ἐκείνων καὶ πονηρῶν, ἅτινα μαρτυροῦσα ὅτι περὶ γυναικὸς πρόκειται. Κατὰ τί τάχα ἡ Γιλβέρτη ἠδύνατο νὰ ἐνδιαφέρῃ τὸν Γκενὼ ἢ τὸν συμβολαιογράφον;

Ἀλλ’ ἡ κυρία Ἑρβλαὶ δὲν εἶχε συναθροίσει τὰ σημαντικὰ ἐκεῖνα ἄτομα διὰ τόσον ἀσημάντους προσωπικὰς πληροφορίας. Ἐπρόκειτο ν’ ἀκούσωσι τὸ πρόγραμμα τοῦ ὑποψηφίου. Ἀπὸ τοῦ ἑστιατορίου μετέβησαν εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ ἤρχισεν ἡ ἐπίσημος τελετή. Ὁ Βερδιὲ καὶ πάλιν διελογίζετο διατί εὑρίσκετο ἐκεῖ καὶ ὄχι ἀλλαχοῦ καὶ ποῖος σκορπίος πολιτικὸς τὸν εἶχε κεντήσει.

Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ διέταξε τοὺς ὑπηρέτας νὰ μὴ εἰσέλθωσι πλέον εἰς τὴν αἴθουσαν.

Ὁ ταγματάρχης ἐξετύλιξε τὸ χειρόγραφόν του, σφόδρα δὲ συγκεκινημένος ἐκάθησε παρὰ τὴν λυχνίαν ὅπως ἀναγνώσῃ. Τὸ φῶς μετριαζόμενον ἐκ τοῦ ῥοδοχρόου ἀλεξιφώτου σκεπάσματος διέγραφε τὰς προεξοχὰς τῆς ἰσχνῆς μορφῆς του καὶ ἐμήκυνεν ἐπὶ τοῦ χειρογράφου, ὅπερ ἀνὰ χεῖρας ἐκράτει, τὴν σκιὰν τῆς ρινός του.

Ἡ Γιλβέρτη τὸν παρετήρει ἀνήσυχος διὰ τὴν ἐντύπωσιν, ἣν τὸ πρόγραμμα ἔμελλε νὰ παραγάγῃ.

Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ καθημένη πλησιέστατα τοῦ ταγματάρχου, ἐτοποθέτει καταλλήλως τὴν λυχνίαν, ἀκουσίως δὲ ὁ Δυκᾶς παρετήρει τότε τὴν ἰσχνότητα τῶν χειρῶν τῆς μεγάλης Ἐκλεκτορίσσης.

Ὁ κ. Καπποὰ ἀνέμενε μὲ τὰ χείλη συνεσφιγμένα καὶ ὁ Γκενὼ μὲ τοὺς βραχίονας ἐσταυρωμένους ἐπὶ τοῦ στήθους ὡμοίαζεν ἐπὶ τῆς ἕδρας του πρὸς ἔνορκον ἕτοιμον νὰ ἐξενέγκῃ τὴν ἐτυμηγορίαν του.

Ἀξιοπρεπέστατος, μὲ τὰ βλέφαρα καταβιβασμένα, ὡς νὰ κατείχετο ὑπὸ ἐνδομύχου σκέψεως ὁ Μεδερῖκος Σαρβὲ ἀνέμενε ν’ ἀκούσῃ, βεβυθισμένος εἰς τὴν ὑπνηλότητα ἐκείνην, ἤτις ἐν τῇ Γερουσίᾳ ἀπέδιδεν αὐτῷ ὁμοῦ μὲ τὰ εὐχάριστα ὄνειρα καὶ εὐγενῆ στάσιν.

—Ἐμπρός, ταγματάρχα! εἶπεν ἡ Ἑρρικέττα μειδιῶσα.

Ὁ ταγματάρχης ἤρχισε τὴν ἀνάγνωσιν.

Ἦτο πρόγραμμα ἄνευ φράσεων ἐξεζητημένων, ἁπλοῦν, εἰλικρινὲς ὡς αὐτὸς ὁ ὑποψήφιος. Ὁ Βερδιὲ δὲν εἶχεν ἐπιζητήσει νὰ ἐπιδείξῃ ἐπιτηδειότητα καὶ ὕφος ἐπιμεμελημένον. Παρουσιάζετο πρὸς τοὺς ἐκλογεῖς του μὲ εὐθύτητα, ἔδιδε τὸν λόγον του νὰ ὑπηρετήσῃ πιστῶς τὸν τόπον του καὶ σχεδὸν ἐζήτει συγγνώμην διότι ἐζήτει νὰ συμμετάσχῃ πολιτικῆς ὁμηγύρεως, ἐνῷ τὸ καθῆκόν του ἦτο ἴσως μόνον νὰ μεριμνᾷ περὶ τῶν συνόρων...

Ἡ λέξις σύνορα ἔκαμε τὸν Γκενὼ ν’ ἀνασκιρτήσῃ κἄπως ἐπὶ τῆς ἔδρας του.

—Ὤ, ὤ! εἶπε, τὰ σύνορα!.. Διατί τὰ σύνορα;

-Καὶ διατί ὄχι τὰ σύνορα; ἠρώτησεν ὁ κ Καπποὰ λίαν ἡσύχως.

— Τὰ σύνορα, εἶπε σοβαρῶς ὁ κτηνίατρος, εἶνε λέξις ἐπικίνδυνος. Ὁ χωρικὸς δὲν ἀγαπᾷ πολύ... δὲν ἀγαπᾷ διόλου τὴν ἰδέαν τοῦ πολέμου. Εἶνε περιττὸν νὰ τοῦ ὑπενθυμίζωμεν ἀναμνήσεις δυσαρέστους...

—Ἀλλὰ δὲν πρόκειται περὶ ἀναμνήσεων! εἶπεν ὁ ταγματάρχης. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλω νὰ βεβαιώσω εἶνε ὅτι τόσον ὁ ὑποψήφιος ὅσον καὶ ὁ ἐκλογεὺς καθῆκον ἔχουσιν ἐν δεδομένῃ στιγμῇ νὰ ὑπερασπίσωσι τὸ πάτριον ἔδαφος.

—Πῶς εἴπετε; εἶπεν ὁ Γκενώ.

Καὶ ἔβλεπε τὸν Βερδιὲ ἐμβρόντητος.

—Δὲν πρόκειται νὰ ὑπερασπίσωμεν τὸ πάτριον ἔδαφος! ἀνέκραξε. Ποῖος σᾶς ὁμιλεῖ περὶ ὑπερασπίσεως τοῦ ἐδάφους; Δὲν ἤλθομεν ἐδῶ διὰ νὰ ἐπιδείξωμεν ἔξαλλον φιλοπατρίαν. Ἄν τοιαύτην ἐπιδεικνύετε εἰς τὸ πρόγραμμά σας, θὰ τὴν πάθετε!..

Καὶ ὁ Αἰμίλιος Δυκᾶς συνεφώνει ὁπωσοῦν μὲ τὴν γνώμην τοῦ κτηνιάτρου. Ὁ πολιτικὸς ὑποψήφιος πρὸ παντὸς περὶ τῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς ὤφειλε νὰ ἀσχολῆται. Τὰ λοιπά, διὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν, ἦσαν ἀνάξια προσοχῆς.

—Πῶς ἀνάξια προσοχῆς;

Καὶ ὁ Βερδιὲ ᾐσθάνετο τὸ αἷμά του κοχλάζον, τοῦ ἤρχετο δὲ ἡ ὄρεξις νὰ ἐγερθῇ, νὰ φορέσῃ τὸν πῖλόν του καὶ νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ πλέον εἰς τὴν οἰκίαν τῆς κυρίας Ἑρβλαί.

—Ἀνάξια προσοχῆς; Ἡ ἀνάγκη τοῦ νὰ διατηρῆται εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ τὸ αἴσθημα τοῦ βεβαίου καθήκοντος, τῶν ἐνδεχομένων θυσιῶν, Ἀνάξια προσοχῆς εἶν’ αὐτά;

—Ἀκούσατε, ταγματάρχα, εἶπεν ὁ Καπποά μαντεύων ὅτι ὁ ταγματάρχης ἔμελλε νὰ παραφερθῇ. Οὐδεὶς ἐκ τῶν ἐδῶ παρόντων ἀρνεῖται ὅτι τὸ αἴσθημα τῆς φιλοπατρίας εἶνε ἀρετὴ... ἀρετὴ ἀξιοθαύμαστος. Ἀλλὰ δὲν ἤλθομεν ἐδῶ διὰ νὰ ἐπιδείξωμεν πατριωτισμόν. Σᾶς ἐξελέξαμεν διὰ νὰ καταπολεμήσητε τὸν Γκαρούς. Πρέπει νὰ πολεμηθῇ ὁ Γκαρούς!

—Ὁ Γκαρούς καὶ οἱ φίλοι τοῦ κ. δὲ Μομβρέν!.. προσέθηκεν ἐντόνως ὁ Γκενὼ δεικνύων διὰ χειρονομίας τὸν τάπητα τοῦ δαπέδου, ὡς νὰ ἔβλεπεν ἐνώπιόν του ἐκτάδην καταβεβλημένον τὸν μαρκήσιον.

Ὁ Βερδιὲ εἶχε διακόψῃ τὴν ἀνάγνωσιν ἐξακολουθῶν νὰ κρατῇ τὸ χειρόγραφον εἰς τὴν χεῖρα καὶ στρέφων τὴν κεφαλὴν δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ἀναλόγως τοῦ μέρους, ὁπόθεν προήρχοντο αἱ διακοπαί. Ἐνίοτε ἔκυπτε καὶ θαμβούμενος ὁπωσοῦν ἐκ τοῦ φωτὸς τῆς λυχνίας, προσεπάθει νὰ διακρίνῃ ἐν τῇ σκιᾷ τὰ πρόσωπα.

—Φαίνεσθε, ἐξηκολούθησεν ὁ συμβολαιογράφος, ὡς νὰ μὴ ἐνδιαφέρεσθε εἰμὴ μόνον περὶ τῶν ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ἐχθρῶν!

—Καὶ εἶνε κακὸν αὐτό; ἠρώτησεν ὁ Βερδιέ, εἰς ὅν ἡ τοιαύτη παρατήρησις ἐφάνη ἀφελής.

—Ὁ Καπποὰ ἔχει δίκαιον, εἶπε βροντωδῶς ὁ Γκενώ· δὲν ἀρκεῖ τις νὰ εἶνε φιλόπατρις!.. Πρέπει νὰ εἶνε δημοκρατικὸς ἄνευ ἐπιθέτου. Τὸ «φιλόπατρις» εἶνε ἐπίθετον!.. Ἀφήσατε τὴν φιλοπατρίαν εἰς τὸν Ζαβουγιέ, ὅστις εἶνε ἰησουΐτης ἢ εἰς τὸν κ. δὲ Μομβρέν, ὅστις εἶνε ἐπαρχιώτης εὐπατρίδης!.. Ὁ Γκαρούς δὲν καυχᾶται ὅτι εἶνε φιλόπατρις!

—Τὸ πιστεύω, εἶπεν ὁ Βερδιέ. αὐτὸς εἶνε ὀπαδὸς τῆς Διεθνοῦς!

—Εἶνε ἐπικίνδυνος, εἶπεν ὁ Γκενώ; ἀλλὰ τοὐλάχιστον αὐτὸς εἶνε προοδευτικός. Τὸ τοιοῦτο προξενεῖ αἴσθησιν εἰς τοὺς ψηφοφόρους. Τὸν πατριωτικὸν τὸν γνωρίζουν ὅλοι τί πρᾶγμα εἶνε... καὶ δυσπιστοῦν, ἐνῷ ἡ Διεθνής....

—Ἥτις εἶνε ἐνίοτε ἡ τροφὸς τῆς ἀτομικῆς ἀνανδρίας ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ μεγάλου καὶ ἠχηροῦ ὀνόματος τοῦ γενικοῦ ἀφοπλισμοῦ, αὐτὴ εἶνε εὐχάριστον πρᾶγμα, αἴ... Βέβαια! Ν’ ἀγαπᾷ τις ὅλον τὸν κόσμον εἶνε εὔκολον! Στοιχίζει αὐτὸ ὀλιγώτερον παρὰ ν’ ἀγαπᾷ τὴν ἑστίαν του, τὴν οἰκογένειάν του, τὴν πατρίδα του!...

Ἡ φωνὴ τοῦ ταγματάρχου εἶχε γείνει ἠχηρά, ἡ δὲ κυρία Ἑρβλαί εἶχε θέσει τὴν μικρὰν της χεῖρα ἐπὶ τοῦ γόνατος τοῦ Βερδιέ, διότι ὁ ὑποψήφιος ἐποίει ἤδη ὅπως ἀνεγερθῇ κίνημα ὀργίλον, τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ παροξύνῃ τὰ πράγματα.

—Ἐπικαλοῦμαι τὴν γνώμην τοῦ κ. Σαρβέ! εἶπεν ὁ Καπποὰ προβλέπων ἤδη τὴν ρῆξιν, ἐνῷ ὁ Γκενώ, βλέπων τὰ ὀργίλα κινήματα τοῦ Βερδιέ, ἐψιθύριζεν: «Ἄ! ἄν θυμώσῃ τώρα ὁ γέρω-παλληκαρᾶς!... »

Αὐτός, ὅστις εἶχε ὑποταχθῆ μᾶλλον ἢ παραδεχθῆ τὴν ὑποψηφιότητα τοῦ Βερδιέ, ἐφρόνει ἐν πεποιθήσει ὅτι ἡ πολιτικὴ δὲν προάγεται μὲ τὰ φιλοπόλεμα αἰσθήματα.

Ὁ κ. Σαρβέ, ἀναγκασθεὶς ν’ ἀναμιχθῇ εὑρέθη κατ’ ἀρχὰς ἐν ἀμηχανίᾳ. Ἐνόει ἕκαστος τὴν θέσιν του. Δὲν ἠδύνατο νὰ ἐκφράσῃ πολὺ φανερά τὴν γνώμην του. Ἡ θέσις του τὸν ὑπεχρέου νὰ μένῃ οὐδέτερος, ἐντελῶς οὐδέτερος. 'Επὶ τέλους ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀντικαταστάσεώς του, περὶ τῆς διαδοχῆς του! Δέν ἀπέκειτο εἰς αὐτὸν νὰ ὑποδείξῃ τὸν διάδοχόν του!.. Κυριάρχος ἦτο ἡ ψῆφος τῶν πολλῶν. Ἀρκετὸν ἦτο, ἦτο πάρα πολύ ἴσως ὅτι εἶχε συνοδεύσει τὴν προτεραίαν τὸν ταγματάρχην εἰς Σαλλύ... Ὁ κ Βερδιὲ ἦτο ὁ ὑποψήφιος μιᾶς ἐπιτροπῆς ἀξιοτίμου, εὐϋπολήπτου, σπουδαίας—καὶ ὁ Σαρβὲ ἐχαιρέτιζε μετ’ ἀξιοπρεπείας τὸν Καπποὰ κατ’ ἀρχὰς καὶ κατόπιν τὸν κτηνίατρον—λογικῶς ὅμως δὲν ἠδύνατο νὰ εἶνε ὑποψήφιος τοῦ γερουσιαστοῦ Σαρβέ... Ἀλλ’ ἐὰν τῷ ἐπετρέπετο ὄχι νὰ ἐκφράσῃ, ἀλλ' ν’ ἀφήσῃ νὰ διαφανῇ ἡ γνώμη του (καὶ ἐτόνιζε τὴν λέξιν διαφανῇ) μάλιστα, ὁ κ. Καπποὰ εἶχε δίκαιον... Δὲν ἔπρεπε νὰ γίνηται λόγος περὶ φιλοπατρίας πρὸς τοὺς χωρικούς. Δὲν ἠγάπων αὐτὰ οἱ χωρικοὶ

—Πατρίς των εἶνε ὁ ἀγρός των. Ὁμιλήσατε πρὸς αὐτούς περὶ τοῦ ἀγροῦ των, ταγματάρχα!

—Ἄλλως τε, εἶπε σοβαρῶς ὁ Σαρβέ, ἐπαναλαμβάνω, δὲν πρόκειται περὶ φιλοπατρίας, ἀλλὰ περὶ ἐκλογῆς.

Καὶ μετὰ τὸ ὡραῖον τοῦτο ρητὸν προσέθηκεν:

—Εἰπέτε ὅτι θὰ ὑποστηρίξητε τὴν γεωργίαν.

—Ἄν δυνηθῶ, βεβαίως! εἶπεν ὁ Βερδιέ.

—Ὅτι θὰ περιορίσητε τὴν στρατιωτικὴν θητείαν...

—Νὰ περιορισθῇ ἡ θητεία;.. Ἀδύνατον!

—Ὑποσχέθητέ το σεῖς ὁπωςδήποτε! εἶπεν ὁ Γκενώ.

Ὁ ταγματάρχης καθίστατο ὠχρός.

—Εἶνε δόλος πολεμικός, τίποτε ἄλλο! ἐξηκολούθει ὁ Γκενώ. Ὑπόσχονται ὅταν πολιορκοῦν... καὶ ἔπειτα ὅταν εἰσέλθουν...

—Φίλτατε Γκενώ, εἶπε διακόπτουσα ἡ κυρία Ἑρβλαί, ἤτις προῃσθάνετο ὅτι ὁ ταγματάρχης ἔμελλε νὰ δυσαρεστηθῇ, δὲν πρέπει νὰ συμβουλεύητε τοιαύτην τακτικὴν εἰς τὸν ταγματάρχης. Καὶ ἐγὼ εἶμαι τῆς γνώμης νὰ εἶνε περιεσκεμμένος περὶ τοὺς λόγους του... νὰ μὴ γράφῃ φράσεις διφορουμένας... ἀναμφιβόλως.. ἀλλὰ μὴ ζητεῖτε τι ἐπὶ πλέον παρ’ αὐτοῦ...

—Ἡ φιλοπατρία εἶνε φράσις διφορουμένη; ἀνέκραξεν ὁ Βερδιὲ κατάπληκτος.

—Θέλω νὰ εἴπω, φίλτατε ταγματάρχα, ὅτι οἱ ἐκλογεῖς τῶν χωρίων ἠδύναντο πραγματικῶς ν’ ἀποδώσωσιν εἰς αὐτὴν τὴν λέξιν σημασίαν πολεμικήν... καὶ κατὰ συνέπειαν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἐπιτυχίαν σας.

—Ὤ, τὴν ἐπιτυχίαν μου!.. τὴν ἐπιτυχίαν μου!. Ὀλίγον ἐνδιαφέρομαι περὶ αὐτῆς ἂν πρόκειται νὰ τὴν ἐξαγοράσω διὰ παλινῳδιῶν.

Καὶ ἐγερθεὶς ἐκούμβωνε μηχανικῶς τὴν ρεδιγκόταν του.

—Ὀλίγον ἐνδιαφέρεσθε σεῖς, εἶπεν ὁ Γκενώ· ἡμεῖς ὅμως ἐνδιαφερόμεθα.

—Πρέπει νὰ νικήσωμεν! εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος Καπποά.

Καὶ βλέπων ὅτι ὁ ταγματάρχης ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ παραιτήσῃ τὰ πάντα, προσέθηκε βιάζων εἰς μειδίαμα τὸ μικρὸν μελάγχρουν πρόσωπόν του, ὅπερ ἐφάνη νευρικῶς συσπώμενον:

—Ἐπίτηδες σᾶς ἐξελέξαμεν, διότι εἶσθε συνειθισμένος εἰς τὴν νίκην.

Ὁ Δυκᾶς ἦτο καταγοητευμένος. Ἡ διπλωματική του καρδία ἔπαλλεν οὐχὶ παραφόρως ὑπὸ τὸν λευκὸν ὑπενδύτην του, ἀλλ’ ἔπαλλε πάντοτε. Μία ἐλπὶς ἐφαίνετο ἀνατέλλουσα δι’ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς συζητήσεως ἐκείνης. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ὁ ταγματάρχης ἦτο πιθανὸν νὰ μὴ ἔχῃ τὴν ὑπομονὴν νὰ ἐξακολουθήσῃ μέχρι τέλους τὸ ἐπίπονον ἐπιχείρημα. Καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἑλκυστικῶν ἀπόψεων διέβλεπεν ὁ νέος Σάταμ ἀναριθμήτους πολιτικὰς ὁμηγύρεις, ὅπου ἀπὸ τοῦ ὕψους μιᾶς ἐξέδρας ἐλάλει καὶ οἱ λόγοι του κατέπιπτον βραδεῖς, μεμετρημένοι, ἐπιτήδειοι, πλήρεις ὑποσχέσεων, μὴ περιέχοντες ἀκατάσχετον καὶ ἀξιοθρήνητον φιλοπατρίαν, τοὺς ὁποίους τὸ πλῆθος ἤκουε καὶ ἐχειροκρότει διότι ἔλεγε πρὸς αὐτὸ ὄχι ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀλλ’ ὅ, τι τὸ πλῆθος ἐπεθύμει ν’ ἀκούσῃ... Ὤ, τί ὡραῖαι ὀπτασίαι πολυτάραχοι!.. Οἱ τοῖχοι τῆς μικρᾶς αἰθούσης τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ κατέρρεον, ἐβυθίζοντο ὡς σκηνογραφία θεάματος καὶ ὁ Αἰμίλιος μετεφέρετο διὰ μιᾶς ἐντὸς ἀπεράντου αἰθούσης, ὅπου οἱ ἐκλογεῖς ἐνθουσιῶντες ἀνεκήρυσσον τὴν ὑποψηφιότητά του!.. Ἡ ὑποψηφιότης τοῦ κ. Δυκᾶ τίθεται εἰς ψηφοφορίαν!... Οἷον ὄνειρον!

Καὶ ὁ ταγματάρχης Βερδιὲ ὡσαύτως εὕρισκε τὴν αἴθουσαν πολύ στενήν. Κατεπνίγετο ἐκ στενοχωρίας. Τοῦ ἤρχετο ἡ ὄρεξις νὰ σχίσῃ τὸ χαρτίον ἐκεῖνο, ὅπερ ἀνεγίνωσκε καὶ νὰ τὸ ρίψῃ ἀπὸ τοῦ παραθύρου διὰ νὰ τὸ παραφέρῃ ὁ ἄνεμος τῆς ἑσπέρας. Ἦτο λοιπὸν ὑπὲρ τὸ δέον φιλόπατρις αὐτός! Ὁ Γκενώ, ὁ πολιτευόμενος αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἐφρόνει ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ πλανήσῃ τοῦς χωρικούς, λαλῶν πρὸς αὐτοὺς περὶ τῶν συνόρων!

Ὁ Καπποὰ ἐν τούτοις ἐπανήγαγεν αὐτὸν νὰ καθήσῃ καὶ ἡ συζήτησις ἐξηκολούθησεν ἐκ νέου ἐπὶ ἀρκετὸν διάστημα, ἐπειδὴ καθεὶς τῶν ἀκροατῶν ἐξήλεγχε πᾶσαν φράσιν τοῦ προγράμματος. Καὶ ὁ Δυκᾶς αὐτὸς προέβαλε παρατηρήσεις τινάς, συνεσταλμένος, ὑπὸ τὸ πρόσχημα συμβουλῶν, ἀλλὰ μὲ ἀρκετὴν ἐπιτηδειότητα ὥστε νὰ θαυμάσωσι τὴν πολιτικήν του μάθησιν ὁ Γκενώ, ὁ Καπποά καὶ ὁ γερουσιαστὴς Σαρβέ.

Ὁ κ. γερουσιαστὴς μάλιστα ἔκυψε μίαν φορὰν καὶ εἶπεν εἰς τὸ οὗς τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ παραφερόμενος ἀπὸ τὴν εἰλικρίνειάν του:

—Αὐτὸς ὁ νέος εἶνε ἐπίτηδες πλασμένος διὰ νὰ γείνῃ πολιτικὸς ἀνήρ!

Εἶτα ἔδηξε τὰ χείλη ἀναμνησθεὶς ὅτι ἡ εὐειδής γυνὴ εἶχεν ἰδιαιτέραν ἀδυναμίαν διὰ τὸν νεαρὸν Αἰμίλιον καὶ παρατηρήσας τὸ μειδίαμα τῆς ἱκανοποιήσεως—μειδίαμα ἀξιεράστου προστάτιδος καὶ γυναικὸς ἐμπείρου ἄμα—ὅπερ ἐκυμαίνετο ἐπὶ τῶν χειλέων τῆς Ἑρρικέττας ὁσάκις ὁ Δυκᾶς ὡμίλει.

Καὶ ὁ κ. Καπποὰ ἐπίσης παρετήρει ὅτι ὁ ἀντιπρόεδρος τοῦ Συλλόγου Μοντεσκιὲ εἶχεν εὐφυΐαν.

Μετ’ ὀλίγας στιγμὰς ὁ Βερδιὲ ἐπεράτωσε τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ προγράμματός του καὶ ἡ ὁμήγυρις εὗρε τὸ ἐπίλοιπον καλόν, παραδεκτόν, ὡς εἶπεν ἡ κυρία Ἑρβλαί. Μόνος ὁ Γκενὼ τὸ ἤθελε πλέον ζωηρόν, πλέον ἔντονον. Τὸ ἰδανικόν του ἦτο ὁ Γκαρούς, ἀλλὰ μετριοπαθής. ’Επόθει «τὰς ἰδέας τοῦ Βερδιέ, ἀλλὰ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Γκαρούς.»

Καὶ πάλιν ὄχι ὅλας τὰς ἰδέας τοῦ Βερδιέ! Ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν ἰδεῶν! Ὁ Γκενὼ ἐσυλλογίζετο ἐπὶ παραδείγματι ὅτι ὁ Βερδιὲ δὲν εἶχε κάμει ἀρκετὸν λόγον εἰς τὸ πρόγραμμά του περὶ τῶν ἐφημερίων. Ἔπρεπε νὰ ὁμιλήσῃ καὶ περὶ τῶν ἐφημερίων. Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ δὲν ἦτο αὐτῆς τῆς γνώμης. Ὁ Σαρβὲ ἠσπάζετο ἐκ περιτροπῆς τὴν γνώμην τοῦ Γκενὼ καὶ τὴν τῆς Ἑρρικέττας.

Νέα συζήτησις συνήφθη καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ συνδιαλέξεων κοινῶν ἐτέθη ἐντὸς τῆς αἰθούσης τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν ὅπως ἐν τῇ Βουλῇ. Ἡ πλειονοψηφία ἐπεδοκίμασε τὸν Βερδιέ!

—Τόσον τὸ χειρότερον! εἶπεν ὁ Γκενώ. Τὸ πρόγραμμά μας θὰ φανῇ πολύ ἄνοστον!.. Ὁ Γκαροὺς θὰ προσφέρῃ πρὸς τοὺς ἐκλογεῖς του φάρμακον τονωτικὸν καὶ ἡμεῖς θὰ τοὺς προσφέρωμεν πτισάνην!

Ἡ πτισάνη, φίλτατέ μου Γκενώ, συνεπέρανεν ὁ Σαρβέ, ἡ πτισάνη εἶνε ὀλιγώτερον φονικὴ ἀπὸ τὴν δυναμίτιδα.

—Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰς περιστάσεις! εἶπεν ὁ κτηνίατρος.

Καὶ ἡ συζήτησις ἔμελλε ν’ ἀρχίσῃ ἐκ νέου, ὅτε ἡ κυρία Ἑρβλαὶ παρετήρησεν ὅτι ἡ ψηφοφορία εἶχεν ἤδη ἀποφασίσει καὶ ὅτι ἄν ἤθελον νὰ στείλωσι τὸ πρόγραμμα εἰς τὸ τυπογραφεῖον ἔπρεπε νὰ σπεύσωσι, διότι ἦτο ἤδη ἀργά.

—Θὰ τὸ ὑπάγω ἐγὼ ὁ ἴδιος, εἶπεν ὁ Καππσὰ λαμβάνων αὐτὸ κατὰ τὸ ἥμισυ σημειωμένον ἐκ διαγραφῶν διὰ μολυβδοκονδύλου ὑπὸ τῆς χειρὸς αὐτῆς τοῦ Βερδιέ.

Τέλος πάντων ἡ συζήτησις ἔληξεν ὁριστικῶς. Ἕκαστος ἐπείγετο νὰ ἴδῃ τιθέμενον ἔν τέρμα εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, οὐδεὶς δέ, ἐκτὸς ἴσως τοῦ νεαροῦ Δυκᾶ, ἔμεινεν ἄγαν ηὐχαριστημένος ἐκ τῆς ἑσπερίδος ἐκείνης. Ὁ Γκενὼ εὕρισκεν ὅτι ὁ ταγματάρχης ἦτο νωθρὸς—ναί, ἦτο νωθρὸς ὁ ὑποψήφιος! Ὁ Καπποά, καίπερ ἧττον αὐστηρὸς δὲν ἦτο ἐν τούτοις πολὺ ἐνθουσιώδης καὶ ὁ Βερδιὲ αὐτὸς ᾐσθάνετο τὴν ἀπογοήτευσιν καταλαμβάνουσαν αὐτὸν μέχρι στενοχωρίας.

Ἐξερχόμενος ἐκ τῆς οἰκίας τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ ὁ Καπποὰ εἶπε μίαν φράσιν ἔξοχον, ὁμιλῶν πρὸς τὸν Καπποά.

—Ποῖος μᾶς τὸν ἔστειλε τέτοιον ὑποψήφιον; εἶπεν. Νόστιμον ἦτο τὸ πρόγραμμά του!.. Μάλιστα!.. Ἄλλο δὲν μᾶς ἔλειπε παρὰ νὰ μᾶς ὁμιλήσῃ περὶ τῆς Ἀλσατίας καὶ Λωρραίνης!

Ὁ Σαρβὲ ἀπῆλθε χωρὶς νὰ ἐκφράσῃ τὴν γνώμην του, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἡ δ’ Ἑρρικέττα Ἑρβλαὶ ἐσκέπτετο, συλλογιζομένη τὸν Δυκᾶν, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ παρῆγεν ἐκλεκτὰ πνεύματα χωρὶς νὰ ἐξαντληθῇ καὶ ὅτι ὁ Αἰμίλιος εἶχε τὰ προσόντα μέλλοντος Βαρνάβα... ὄχι!.. μέλλοντος Βαρβαρού κάλλιον, διότι ὁ Βαρνάβας...

Ὁ Βερδιὲ ἠθέλησε, πρὶν εἰσέλθῃ εἰς τὸ δωμάτιόν του, ν’ ἀναπνεύσῃ ὀλίγον ἀέρα διὰ ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς συμφορήσεως τῆς βαρυνούσης τὸ μέτωπόν του. Ἡ Γιλβέρτη ἔλαβε μικρὸν ἐπώμιον, ἀμφότεροι δὲ ὅπως εἰς τοὺς συνήθεις περιπάτους των ἐξῆλθον καὶ περιεπάτουν εἰς τὴν ὁδόν.

Ἡ νύξ διαυγὴς περιεκάλυπτε τοὺς ἀγροὺς διὰ σκιᾶς εὐχαρίστου, εὐδαίμονος σχεδόν. Αἱ οἰκίαι ὑπὸ τὴν λάμψιν τῶν ἀστέρων ἐφαίνοντο λευκότεραι, ἀποκτῶσαι χροιὰν γαλακτώδη. Μακρὰν δὲ ἐκεῖ πέραν ἐντὸς τοῦ ὑποκυανου φωτὸς τοῦ ὁρίζοντος ἐφαίνοντο βραδέως περῶντα ὡς ἐξολισθαίνοντα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οὐρανοῦ τὰ μελανὰ σχήματα τῶν διαβατῶν. Ὁ ταγματάρχης παρετήρει. Ἐν τῇ βαθείᾳ σιγῇ, τῇ διακοπτομένῃ μόνον παροδικῶς ὑπὸ τοῦ ἀπομεμακρυσμένου κρότον ἀμαξοστοιχίας τινὸς βυθιζομένης εἰς τὴν σκοτίαν, αἱ συνομιλίαι τῶν ἀπομακρυνομένων ἐκείνων ἀνθρώπων ἀντήχουν ὡς ψίθυρος ὑπόκωφος. Ἦσαν θερισταὶ ἐπιστρέφοντες εἰς τὸν οἶκόν των μετὰ ἐπίπονον ἡμέραν ἐργασίας καὶ ὁ στρατιωτικὸς δεικνύων πρὸς τὴν ἐρειδομένην ἐπὶ τοῦ βραχίονός του ἀνεψιάν του τοὺς χωρικοὶ, ὧν αἱ σκιαὶ ἤδη συνεχέοντο· ἐν τῇ σκιαυγείᾳ τῆς νυκτός:

—Ἐσύναξαν τὸν σῖτόν των αὐτοὶ, ἔλεγε, καὶ προητοίμασαν τὸν ἄρτον των ἀντὶ νὰ χάνωνται εἰς χονδρὰ λόγια! Νὰ καλλιεργῇ τις τὸ ἔδαφος ἢ νὰ τὸ ὑπερασπίζῃ, αὐτὸ εἶναι πάντως προτιμότερον παρὰ νὰ ἐμφανίζηται εἰς κοινὸν θέαμα ὡς ἐπὶ της σκηνῆς θεάτρου!.. Θὰ σοῦ φανῇ ἀστεῖον, ἀγαπητή μου Γιλβέρτη, ἀλλὰ τί νὰ σοῦ εἰπῶ; μετὰ τὴν ἡμέραν τὴν ὁποίαν ἔχασα ἀναμιγνυόμενος μὲ τοὺς ἀχρήστους ἐκείνους ἀνθρώπους, μοῦ ἤρχετο ἡ ἐπιθυμία νὰ χαιρετίσω τοὺς πτωχοὺς αὐτούς διαβάτας χωρὶς νά τοὺς γνωρίζω!