Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Τα θύματα της ρεκλάμας

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Τὰ θύματα τῆς ρεκλάμας


ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΡΕΚΛΑΜΑΣ
ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ ΕΚ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ
ΑΛΛΑ ΛΙΑΝ ΚΩΜΙΚΟΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ

[Αἱ παρατιθέμεναι εἰκόνες ὀφείλονται εἰς τὴν κομψὴν καὶ εὐφυᾶ γραφίδα τοῦ νεαροῦ ἐν Ζακύνθῳ ἐρασιτέχνου κ. Στεφ. Δ. Ξενοπούλου ἀδελφοῦ τοῦ γνωστοῦ διηγηματογράφου καὶ ἡμετέρου καλλίστου συνεργάτου κ. Γρηγ. Δ. Ξενοπούλου.]


ΠΡΟΣΩΠΑ
Ἕνας γιατρός - κ’ ἕνας παθὸς
ΣΚΗΝΗ Α′

Τὸν εἶχε ὁ πονόδοντος τρελάνει,
ἐδέρνετο, βογγοῦσε! τί νὰ κάνῃ!
Μὰ ξάφνου ἐκεῖ διαβάζει μιὰ ρεκλάμα
πῶς ἦλθ’ ἕνας γιατρὸς – ποῦ εἶνε πράμμα! –
ποῦ ὡς νὰ ’πῆς, βρὲ μάτια μου κρομμῦδι,
βγάζει τὰ δόντια, τσίκ! μὲ τὸ τσιμπίδι!

ΣΚΗΝΗ Β′

—«Μπρέ! νά, γιατρὸς τῆς προκοπῆς! τὸν βρῆκα!»
Φωνάζει ὁ δόλιος· βάζει τὰ σκουτιά του,
καὶ μ’ ὅλη του τὴν ἄσπρη μαγουλίκα
τρέχει νὰ ’βρῇ τὴν Ἐξοχότητά του.
Ἐδῳ κ’ ἐκεῖ, ζερβὰ - δεξιά, ρωτάει,
βρίσκει τὴν πόρτα, στέκεται, κτυπάει.

ΣΚΗΝΗ Γ

— «Γιατρέ μου, σῶσέ με! τοῦ λέει· εἶδα,
ἐδιάβασα σὲ μιὰ ἐφημερίδα
πῶς ἔχετε μιὰ τέχνη κ’ ἕνα τρόπο
νὰ βγάζετε τὰ δόντια δίχως κόπο!
πῶς πρὶν κανεὶς προφθάσῃ ὤχ! νὰ κράξῃ,
ἐσεῖς τοῦ τὤχετ’ ἔξαφνα πετάξει…»

ΣΚΗΝΗ Δ′

— Ἆ! ἔννοια σου! σ’ ἕνα μινοῦττο μόνο
δυό, τρία δέκα, ὅσα θέλεις ξερριζόνω.»
Κ’ εὐθὺς τὸν κακομοίρη τὸν ἁρπάζει,
σ’ ἕνα σκαμνὶ ἐπάνω τὸν θρονιάζει,
καὶ μιὰ ντανάλια σιδερένια πέρνει
καὶ ὁλάκερη ’ς τὸ στόµα του τὴ φέρνει.

ΣΚΗΝΗ Ε′

Ψάχνει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ νὰ ’βρῇ τὸ δόντι,
μπρέ, τί γιατρὸς περίφημος τῳόντι!
μά… διάολε! τί λάθος! ξερριζόνει
μαζὺ μ’ αὐτὸ καὶ ὅλο τὸ σαγῶνι!
Κ’ ἐκεῖνος σπαρταράει, πέφτει κάτου,
καὶ δίνει μιὰ κλωτσὰ ’ς τὰ πισινά του.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ′

— « Βρὲ σκύλε! βρὲ τ’ εἶν’ τοῦτα ’δῷ τὰ χάλια!»
— «Τί νὰ σοῦ κάμω! παραπῆρε ἡ ντανάλια!
Εἶχες σαγῶνι, βλέπεις, ντελικᾶτο,
καὶ μὲ τὸ δόντι, πάρ’ το ὅλο κάτω!
Μά, ἂν καὶ πέρνω δέκα φράγκα τὄνα,
σὺ δόσε δέκα γιὰ ὅλη τὴ σαγόνα…

ΣΚΗΝΗ Ζ′

Καὶ ὁ καλός σου, χώρια ἀπ’ τὸ σαγῶνι,
καὶ δέκα στρογγυλὰ τοῦ ξερριζόνει!
Καὶ τώρα ἔχει μέραις ’ς τὸ κρεββάτι,
Βογγάει καὶ θυμᾶται τὴ ῥεκλάμα,
Μ’ ἀφοῦ δὲν τοὔβγαλε καὶ κἄνα ’μάτι,
κι’ αὐτὸ καλό! κι’ αὐτό ἦταν μέγα θάμμα.
Ἐν Ἀθήναις, Ἰούλιος τοῦ 1891.

Σατανασ.