Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Η εξ Άδου παραγγελία

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Ἡ ἐξ ᾌδου παραγγελία


Η ΕΞ ᾼΔΟΥ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΩΜΩΔΙΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΙΝ ΜΙΑΝ
Διδαχθεῖσα τὸ πρῶτον ἀπὸ τῆς σκηνῆς τοῦ ἐν Ἀθήναις Δημοτικοῦ Θεάτρου τὴν 15 Ἀπριλίου 1891.

(Τῷ ἀγαπητῷ φίλῳ Ἰωάννῃ Μ. Καζάκῳ.)


ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΔΑΞΑΝΤΕΣ
Ιουλιοσ Δικαιοσ, τελειόφοιτος τῆς νομικῆς πρὸ δεκαετίας. Ε. Βονασέρας
Αντωνιοσ Βαλσαμοσ, φίλος του, δικηγόρος. Π. Λαζαρίδης
Γερασιμοσ Φυκαρησ, ἀπόστρατος ὑπολοχαγός. Ε. Παντόπουλος
Μαριγουλα, ἀνεψιά του. Φ. Δημητροπούλου
Φιλιπποσ Ταβουλαριοσ, συμβολαιογράφος. Χ. Δημητρόπουλος
Ἡ σκηνὴ σύγχρονος ἐν Ἀθήναις.

[Δωμάτιον παρὰ τῷ Δικαίῳ. Εἰς τὸ βάθος θύρα, δεξιᾷ παράθυρον. Ἀριστερᾷ βιβλιοθήκη ἄνευ βιβλίων, παρ’ αὐτῇ τράπεζα ἐφ’ ἧς ὑπάρχουσι τὰ πρὸς γραφήν. Δύο καθέκλαι.]

ΣΚΗΝΗ Α′
ΔΙΚΑΙΟΣ, μόνος.

[Αἰρομένης τῆς αὐλαίας φαίνεται ὁ Δίκαιος καθήμενος εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἔχων τὴν κεφαλήν του ἐντὸς τῶν χειρῶν ἂς ἐπακουμβᾷ ἐπὶ τῆς τραπέζης. Μετὰ στιγμὴν ἐγείρεται].

Δικαιοσ. — Νὰ ζῇ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζῇ, ἰδοὺ τὸ ζήτημα, εἶπεν ὁ Σαιξπῆρος. Κολοκύθια! Ἔχεις τὸν τρόπο σου νὰ ζῆς; πρέπει νὰ ζῆς· δὲν ἔχεις; νὰ μὴ ζῆς, ἰδοὺ τὸ λελυμένον!… Ἐγὼ δὲν ἔχω, ἄρα πρέπει.... ναί, ναί, μάλιστα, πρέπει νὰ μὴ ζῶ! Τετέλεσται! Ἀπεφασίσθη καὶ ὑπεγράφη, θὰ ἀποθάνω! Θὰ ἀποθάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας μου, μόλις τριάκοντα Μαΐους δρέψας.... κι’ αὐτοὺς ὅλους μεταφορικῶς, διότι πράγματι ἕνα μόνον ἔχω δρέψει, κι’ αὐτὸν πέρυσι μὲ τὴν Μαριγοῦλα, ἡ ὁποία, Κύριος οἵδε, πόσους νὰ ἔχη δρέψῃ, ἀφοῦ φέρει ἐπὶ τῆς ράχεώς της τριάκοντα καὶ ἓξ Φεβρουαρίους, ὧν οἱ ἐννέα μόνον, κατ’ εὐτυχίαν της, ἔφερον τὸν σεβαστὸν ἀριθμὸν τῶν εἴκοσιν ἐννέα ἡμερῶν!.... Ἡ καϋμένη κι’ αὐτή! Καλὸ κορίτσι, μὰ φτωχό.... Ἔχει τὸ δικό της, καθὼς λέν’, μὰ πολὺ φτωχό· μόλις ἔχει ἕνδεκα χιλιάδες δραχμαίς, ἐξ ὧν ᾑ ἐννηὰ εἰς κτήματα ’ς τ’ Ἀναφιώτικα! Μιζέριες ! Παλῃόκοσμος! Καλλίτερα λοιπὸν θάνατος νὰ ἡσυχάσω.... Ἀλλὰ ποῖον θάνατον νὰ προτιμήσω; [Σκέπτεται] Τὴν ἀσιτίαν.... Καὶ μήπως δὲν ἤρχισα αὐτοκτονῶν, ἢ μᾶλλον δολοφονούμενος διὰ τοῦ μέσου τούτου; [Σκέπτεται] Τί νὰ κάμω;.... Διάβολε, οὔτε πῶς νὰ σκοτωθῇ δὲν ξεύρει κανείς!.... [Σκεπτόμενος βηματίζει κατὰ πλάτος τῆς σκηνῆς]. Ἆ! εὗρον, εὗρον!.... Θὰ τινάξω τὰ μυαλά μου ’ς τὸν ἀέρα, τοιουτοτρόπως ἀποδεικνύω καὶ εἰς τὴν κοινωνίαν, ὅτι εἶχα μυαλά.... ἀφοῦ τὰ ἐτίναξα!… Εὖγε! Καὶ πρὸ αὑτῆς τῆς πύλης τοῦ ᾍδου εἶναι ἐφευρετικὸς ὁ ἄνθρωπος!… Μόνον πῶς νὰ ζήσω δὲν ἠμπόρεσα νὰ εὕρω.... Ἀλλ’ ἂς εἶναι.... Μία ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Μαριγοῦλα, καὶ μία ἄλλη πρὸς τὴν κοινωνίαν δὲν θὰ ἦτο νομίζω περιττή.... {{fine|[Κάθηται καὶ γράφει] «Πολὺ ἀπέχω ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι τρελός, ὡς θὰ θελήσουν νὰ μὲ χαρακτηρίσουν τινές, λέγω τὴν ἀλήθειαν γυμνήν, ἀδιαφορῶν ἂν θὰ μοὶ ἐπιτραπῇ ἡ ταφὴ ἢ ὄχι· εἶμαι ἐχεφρονέστατος καὶ τίποτε περιπλέον, ἂν δὲν ἤμουν, θὰ ἔζων.... [Κτῦπος εἰς τὴν θύραν] Ποιὸς εἶναι;

Ταβουλαριοσ, ἔξωθεν. — Ὁ κύριος Ἰούλιος Δικαῖος;

Δικαιοσ. — Ἐδῶ.

Ταβουλαριοσ ἔξωθεν. — Ἀνοίξατε, σᾶς παρακαλῶ.

ΔΙΚΑΙΟΣ. — Δὲν εὐκαιρῶ, πρόκειται ν’ ἀποθάνω....

Ταβουλαριοσ ἔξωθεν. — Πολὺ κακὴν στιγμὴν ἐδιαλέξατε… Ἐν τούτοις, σᾶς παρακαλῶ, ἀνοίξατέ μου....

ΔΙΚΑΙΟΣ. — Ἀφοῦ ἐπιμένετε..... [Βαίνει καὶ ἀνοίγει τὴν θύραν τοῦ βάθους]

ΣΚΗΝΗ Β′
ΔΙΚΑΙΟΣ καὶ ΤΑΒΟΥΛΑΡΙΟΣ

Ταβουλαριοσ εἰσερχόμενος. — Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸν κ. Ἰούλιον Δικαῖον;

Δικαιοσ. — Μάλιστα. Μετ’ ὀλίγον μέλλοντα νεκρὸν καί....

Ταβουλαριος. — Σᾶς παρακαλῶ. Εἶμαι ὁ συμβολαιογράφος Ταβ....

Δικαιοσ. — Ἤμουν πεπεισμένος, ὅτι θὰ εἶσθε συμβολαιογράφος, καθότι μέχρι τοῦδε μόνον ἄνθρωποι τοῦ ἐπαγγέλματός σας, δικαστικοὶ κλητῆρες καὶ λοιπά.... [Κατ’ ἰδίαν] παρόμοια ἁρπακτικὰ ζῷα [Ὑψηλοφώνως] μὲ ἐπεσκέφθησαν....

Ταβουλαριοσ. — Μὲ ἀποστολὴν βεβαίως, ὅλως διόλου διάφορον τῆς ἰδικῆς μου....

Δικαιοσ. — Ἐννοῶ. Θὰ ἐμαντεύσατε τὸν σκοπόν μου καὶ ἔρχεσθε διὰ τὴν διαθήκην μου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔχω τίποτε ν’ ἀφήσω, ἐὰν μὴ μερικὰ χρέη καὶ τὸ πτῶμά μου....

Ταβουλαριοσ. — Σᾶς παρακαλῶ, ἀκούσατέ με, διότι εἶμαι κομιστὴς λαμπρῶν εἰδήσεων.

Δικαιοσ. Σᾶς ἀκούω, ἀφοῦ θέλετε.

Ταβουλαριοσ. — Εἴχετε θεῖον, ὀνόματι Δημήτριον Κονδυλοφόρον;

Δικαιοσ. — Νομίζω.

Ταβουλαριοσ. — Ὁ θεῖος αὐτός, κύριέ μου, ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν καθῆκον.

Δικαιοσ. — Ἀμφιβάλλω. Ἦτο πολὺ ἀμελὴς περὶ τὴν ἐκπλήρωσιν οἱανδήποτε καθηκόντων!…

Ταβουλαριοσ. — Καὶ ἐν τούτοις.... ὁ θεῖός σας αὐτὸς λοιπόν, κύριέ μου, λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ἀναγγείλω ὅτι σᾶς ἐγκαθιστᾷ γενικὸν κληρονόμον του τῆς ἐκ τετρακοσίων χιλιάδων δραχμῶν περιουσίας του....

Δικαιοσ πίπτει ἐπὶ τοῦ καθίσµατος. — Π…π…πῶς!…

Ταβουλαριοσ. — Σᾶς βεβαιῶ.

Δικαιοσ. — Κύριε συμβολαιογράφε, προσέξατε.... ἡ ἀστειότης αὐτή....

Ταβουλαριοσ. — Ἡ πραγματικότης, θέλετε νὰ εἰπῆτε....

Δικαιοσ συγκεκινηµένος. — Μά....

Ταβουλαριοσ. — Μήπως δὲν ἀποδέχεσθε τὴν κληρονομίαν;

Δικαιοσ. — Ὄχι δά!… Ἀλλά.... Καὶ δὲν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, εἶναι ὅλα μετρητὰ ἢ καὶ κτήματα;

Ταβουλαριοσ. — Σχεδὸν ὅλα χρήματα!

Δικαιοσ. — Θεὸς σχωρέσοι τον τὸν καϋμένον! Καὶ τὸν εἶχα τώρα τελευταῖα ’βρίσει σὰν σκυλί!…

Ταβουλαριοσ. — Ἔρχομαι δὲ αὐτοπροσώπως νὰ σᾶς ἐγχειρίσω ἀντίγραφον τῆς ἐν τῷ συμβολαιογραφικῷ γραφείῳ μου κατατεθειμένης διαθήκης τοῦ μακαρίτου θείου σας.

Δικαιοσ δυσπιστῶν. — Μά.... μήπως ἀστειεύεσθε;

Ταβουλαριοσ. — Οὐδέποτε συμβολαιογράφος ἀστειεύεται προκειμένου περὶ τοιούτων σοβαρῶν πραγμάτων.... Τὸ ἀντίγραφον τὸ ἔχω ἐδῶ....

Δικαιοσ. — Τὸ ἔχετε ἐδῶ;

Ταβουλαριοσ. — Μάλιστα.... Ἐπιτρέψατέ μοι νὰ σᾶς τὸ ἀναγνώσω ἐγὼ ὁ ἴδιος. [Ἐξάγει ἐκ τοῦ θυλακίου του χαρτίον καὶ ἀναγινώσκει] «Ἐν Ἀθήναις σήμερον τὴν.... κτλ. κτλ.» Οἱ τύποι δὲν σᾶς ἐνδιαφέρουν.

Δικαιοσ. — Ἐννοεῖται.

Ταβουλαριοσ. — Ἂς ἔλθωμεν ἀμέσως εἰς τὸ ἐνδιαφέρον χωρίον. [Ἀναγινώσκει] «Ἐγκαθιστῶ κληρονόμον μου τῆς ἐκ τετρακοσίων χιλιάδων δραχμῶν περιουσίας µου, τὸν ἐξ ἀδελφῆς ἀνεψιόν μου Ἰούλιον Δικαῖον....»

Δικαιοσ. — Ἆ! μὰ τότε.... τότε θὰ ζήσω καὶ θὰ ἀποδείξω, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξωσι καὶ συμβολαιογράφοι....

Ταβουλαριοσ. — Κομίζοντες εἰς τοὺς ἀνεψιοὺς τὴν εὐάρεστον εἴδησιν τοῦ θανάτου τοῦ θείου των....

Δικαιοσ. — Ἔστω.... ὅπως θέλετε.... ἐγὼ ἄλλο ἤθελα νὰ εἰπῶ.

Ταβουλαριοσ. — Ἐν τούτοις πρέπει νὰ ἀκούσητε καὶ τὸ τέλος τῆς διατάξεως.... Λοιπόν.... [Ἀναγινώσκει] «.... τὸν ἐξ ἀδελφῆς ἀνεψιόν µου Ἰούλιον Δικαῖον, ὑπὸ τὸν ὅρον....»

Δικαιοσ. — Πῶς ἔχει καὶ ὄρους;

Ταβουλαριοσ. — Ἕνα μόνον!

Δικαιοσ. — Ἀκούσωμεν.

Ταβουλαριοσ ἀναγινώσκει. — «… ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ φονεύσῃ ἐν μονομαχίᾳ τὸν Γεράσιμον Φυκάρην ἀπόστρατον ὑπολοχαγόν…»

Δικαιοσ. — Ὦ διάβολε! Ὁ ὅρος αὐτὸς μοῦ φαίνεται....

Ταβουλαριοσ. — Ἀκούσατε· ἔχει καὶ τὸ αἴτιον [Ἀναγινώσκει] «… ὅστις ἄλλοτε ποτὲ μὲ ἐρράπισεν ἐνώπιον πολλοῦ κόσμου, χωρὶς τὴν ἐλαχίστην ἔκτοτε νὰ δώσῃ ἱκανοποίησιν. Ἐν περιπτώσει μὴ ἐκπληρώσεως τῆς αἱρέσεως ταύτης, ὑποκαθιστῶ κληρονόμον μου τὸν φίλον Μενέλαον Ρεβέντην… κτλ. κτλ.»

Δικαιοσ. — Κἄπως δύσκολος μοῦ φαίνεται ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ ὅρου, ἐν τούτοις θὰ προσπαθήσω νὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἱερὰν σκιὰν τοῦ προσβληθέντος θείου μου....

Ταβουλαριοσ. — Τὸ καθῆκον τὸ ἀπαιτεῖ.

Δικαιοσ. — Μᾶλλον αἱ τετρακόσιαι χιλιάδες φράγκα.

Ταβουλαριοσ. — Ἡ ἀποστολή μου, κύριε, ἔληξε καὶ λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ὑποβάλω τὰ σέβη μου!

Δικαιοσ. — Προσκυνῶ… ἀπαράμιλλέ μου συμβολαιογράφε!…

[Ὁ συμβολαιογράφος ἀνέρχεται τὴν σκηνὴν ὅπως ἀναχωρήσῃ]

Δικαιοσ. — Ἆ! pardon! pardon!… Ἠμπορεῖτε ἀπέναντι τῶν τετρακοσίων χιλιάδων δραχμῶν νὰ μοῦ δανείσετε καμμιὰ δεκαπενταριὰ φράγκα;… διότι ἐνδεχόμενον πρὶν ἱκανοποιήσω τὴν σεβαστὴν σκιὰν τοῦ μακαρίτου θείου μου, ἡ κατ’ ἀνάγκην μίμησις τῆς τέχνης τοῦ Τάννερ καὶ Σούτση, νὰ μὲ φέρῃ εἰς θέσιν μήτε τὴν σκιὰν νὰ ἱκανοποιήσω μήτε τὴν περιουσίαν ν’ ἀποκτήσω!

Ταβουλαριοσ δίδων τῷ Δικαίῳ χρήματα. — Θὰ τὸ θεωρήσω ὡς ὑποχρέωσίν μου.

Δικαιοσ. — Καὶ ἔννοια σας, τὰ ’βρίσκομε.

Ταβουλαριοσ. — Δοῦλός σας.

Δικαιοσ. — Προσκυνῶ. [Ὁ Ταβουλάριος ἐξέρχεται].

ΣΚΗΝΗ Γ′
ΔΙΚΑΙΟΣ, μόνος.

Δικαιοσ. — Καὶ ἤδη εἶμαι πλούσιος.... καὶ δὲν ἀποθνήσκω! Αὐτὸ μοῦ ἔλειπε μόνον, ν’ ἀποθάνω πρὶν ἢ ζήσω καθὼς πρέπει. Μὰ κι’ αὐτὴ ἡ ἰδέα τοῦ θείου μου τὶ σοῦ λέει! Νὰ φονεύσω ἐν μονομαχίᾳ τὸν Φυκάρην.... πολὺ καλά.... κι’ ἂν μὲ φονεύσῃ αὐτός, ὅπερ εἶναι καὶ ἐνδεχόμενον, τότε αἱ τετρακόσιαι χιλιάδες φράγκα τί γίνονται; Μπερδεμένα πράγματα..... νὰ ἦταν τρόπος νά.... μὰ ἐκείνη ἡ ὑποκατάστασις εἶναι ποῦ μοῦ χαλάει τὸ μυαλό.... Τί τοῦ ἦρθε τοῦ μακαρίτου, νὰ καθήσῃ νὰ συλλογισθῇ τέτοια πράγματα.... ἦταν ἀνάγκη νὰ ὑποκαταστήσῃ ’ς τῇς τετρακόσιαις χιλιάδες.... Ἄϊ!… ὦ! κακοῦργος σύμπτωσις! Ὦ! τύχη δολοφόνος!… Ἡ κληρονομία μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω πῶς ὁ Φυκάρης εἶναι θεῖος τῆς Μαριγούλας.... ὦ τὴν καϋμένη, πῶς τὴν λυποῦμαι.... θὰ χάσῃ κ’ ἐμένα καὶ τὸν θεῖόν της, γιατὶ ἐγὼ ἐννοεῖται μὲ τετρακόσαις χιλιάδαις φράγκα δὲν ἔχω καθόλου ὄρεξιν νὰ ὑπογυναικωθῶ.... Τί εἶναι ὁ κόσμος! Ἐν μιᾷ στιγμῇ καὶ μόνη ἀνετράπησαν τὰ πάντα.... Ἐγὼ πλούσιος, ὁ Φυκάρης ὑποψήφιος σκοτωμένος, ἡ Μαριγοῦλα.... Ἆ! αὐτὴ μόνη θὰ μείνῃ εἰς τὸ status quo… οὐχὶ βεβαίως τῆς ἡλικίας… Τί νὰ τῆς κάνω!… Ἀτυχὴς ἡ κακομοίρα! Ἄμ’ ὁ θεῖός της! Ἔτι ἀτυχέστερος. Ἀνάγκη πᾶσα νὰ σκοτώθῇ.... ἀλλοιῶς δὲν γίνεται.... τί πάει νὰ ’πῇ! Νὰ χάσω τὴν κληρονομίαν.... Ἆ! μπᾶ, δὲν γίνεται.... Μὰ, πῶς διάβολο θὰ τὰ καταφέρω. Ἐγὼ μήτε σπαθὶ ξέρω μήτε πιστόλι.... Ἀδιάφορον! Ἔτσι κ’ ἔτσι ἐγὼ θὰ σκοτονόμουνα.... ἂν τὸν σκοτώσω γίνομαι πλούσιος ἂν μὲ σκοτώσῃ μοῦ εἶναι τὸ ἴδιο!.... Τί; τί; τί λέω; τὸ ἴδιο; Ἆ! μπᾶ, καθόλου! Νὰ σκοτωθῶ μὲ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα! Ἆ! μὰ αὐτὸ εἶναι πολύ.... εἶναι... εἶναι... καὶ ἐγὼ δὲν ξεύρω τὶ εἶναι! Μὰ ἔλα πάλι ποῦ δὲν γίνεται ἀλλοιῶς, ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος!… Δὲν εἶναι νὰ τοὔρθῃ κόλπος νὰ ξεμπερδεύωμε!… Ἄχ! θεῖε! θεῖε! γιὰ ἕνα ράπισμα δὲν εἶναι ἄδικο νὰ σκοτώσω τὸν ἄνθρωπο;… δὲν εἶναι ἁμαρτία;… δὲν εἶναι ἀντευαγγελικόν; δὲν εἶναι.... [Κτῦπος εἰς τὴν θύρα] Ποιὸς εἶναι πάλι;

Φυκαρησ, ἔξωθεν. — Ἀνοίξατε, σᾶς παρακαλῶ.

Δικαιοσ. — Μετὰ τὸν συμβολαιογράφον, ἀφεύκτως κανένας δικαστικὸς κλητῆρας θὰ εἶναι! [Βαίνει καὶ ἀνοίγει τὴν θύραν].

ΣΚΗΝΗ Δ′
ΔΙΚΑΙΟΣ καὶ ΦΥΚΑΡΗΣ

Φυκαρησ, εἰσερχόμενος. — Βεβαίως, δὲν ἔχω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς εἶμαι γνωστός, ἂν καὶ αὐστηρότερον ἐξετάζων τις τὰ πράγματα ἔπρεπε....

Δικαιοσ. — Μήπως εἶσθε συμβολαιογράφος;

Φυκαρησ. — Ὄχι δά!…

Δικαιοσ. — Τότε;

Φυκαρησ. — Λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ παρουσιασθῶ μόνος μου. Εἶμαι ὁ Γεράσιμος Φυκάρης, ἀπόστρατος ὑπολοχαγός....

Δικαιοσ. — Πῶς! πῶς! Εἶσθε ὁ κ. Φυκάρης;

Φυκαρησ. — Ὅλος κι’ ὅλος.

Δικαιοσ. — Ἆ μά, κύριε, σᾶς στέλλει ἡ Τύχη.

Φυκαρησ. — Ὄχι δά!… Ἡ ἀνεψιά μου μὲ στέλλει!…

Δικαιοσ. — Ἡ… ἀνεψιά σας!… [Ἰδίᾳ] Διάβολε! [Ὑψηλοφώνως]. Ἀδιάφορον, κύριε, εἴτε ἡ μία σᾶς στέλλει εἴτε ἡ ἄλλη, πάντα εὐτύχημα εἶναι δι’ ἐμὲ ὅστις ἔχει νὰ σᾶς ἀναγγείλῃ ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νὰ ἐκλέξητε τοὺς μάρτυρας....

Φυκαρησ ἰδίᾳ. — Μὲ προκαταλαμβάνει. Τυχερὴ εἶνε ἡ ἀνεψιά μου [Ὑψηλοφώνως] Ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἦλθον.

Δικαιοσ. — Δι’ αὐτό! [Ἰδίᾳ] Θὰ ἔλαβε φαίνεται γνῶσιν τῆς διαθήκης. [Ὑψηλοφώνως] Καὶ τὸν τόπον.

Φυκαρησ. — Καλὲ τὶ τόπον.... ’ς τὸ σπίτι μου γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά, ἔτσι ἀποφεύγουμε καὶ τὰ περιττὰ ἔξοδα.

Δικαιοσ. — Καλὲ τὶ ἔξοδα!… δύο ἁμάξια χρειάζονται, ἄλλως τε τὰ πληρώνω ἐγώ.

Φυκαρησ. — Ἀφοῦ τὸ θέλετε, ἂς γείνῃ κ’ ἔτσι, ἐμένα δὲν μὲ μέλει.

Δικαιοσ. — Νὰ προσδιορίσωμεν καὶ τὸν χρόνον.

Φυκαρησ. — Ὅσον τὸ δυνατὸν ὀγρηγορώτερα.

Δικαιοσ. — Αὔριον.

Φυκαρησ. — Τόσῳ τὸ καλλίτερον.... [ἰδίᾳ] Πῶς διάβολο ἔλεγεν ἡ ἀνεψιά μου πῶς τὴν ἐλησμόνησε.

Δικαιοσ. — Καὶ τὰ ὅπλα....

Φυκαρησ. — Ὄχι δά! δὲν ἀξίζει, κατηργήθη πλέον αὐτὸ τὸ ἔθιμον.... Εἰς τὴν Μάνην μόνον....

Δικαιοσ, ἰδίᾳ. — Μήπως ἐννοεῖ νὰ μονομαχήσωμεν μὲ τῇς γροθιαῖς! [Ὑψηλοφώνως] Μά, νομίζω ὅτι χωρὶς ὅπλα δὲν γίνεται.

Φυκαρησ. — Τὰ νομίζω ὅλως διόλου περιττὰ καὶ βάρβαρα.

Δικαιοσ, ἰδίᾳ. — Καλὲ αὐτὸς εἶναι ἀγριάνθρωπος! [Ὑψηλοφώνως] Τότε πῶς θέλετε νὰ γίνῃ;

Φυκαρησ. — Ὅπως γίνεται πάντοτε.

Δικαιοσ. — Μὰ ἄνευ ὅπλων δὲν μονομαχοῦν, φίλε μου.

Φυκαρησ. — Δὲν μονομαχοῦν! Καὶ ποιὸς σᾶς εἶπε τὸ ἐναντίον;

Δικαιοσ. — Ἀφοῦ ἀπορρίπτετε τὰ ὅπλα.

Φυκαρησ. — Καὶ νομίζετε ὅτι παντοῦ καὶ πάντοτε εἶναι χρήσιμα;…

Δικαιοσ. — Τοὐλάχιστον εἰς τὰς ἀνθρωπινὰς μονομαχίας…

Φυκαρησ. — Εἰς τὰς μονομαχίας ναί, ἀλλ’ εἰς τοὺς γάμους....

Δικαιοσ. — Εἰς τοὺς γάμους!; Τί θέλετε νὰ εἰπῆτε....

Φυκαρησ. — Θέλω νὰ εἰπῶ ὅτι θὰ κάμωμεν τὸν γάμον χωρὶς ὅπλα....

Δικαιοσ. — Τὸν γάμον; ποιὸν γάμον;

Φυκαρησ. — Καὶ περὶ τίνος ὁμιλοῦμεν τόσην ὥραν;

Δικαιοσ. — Περὶ τίνος; Περὶ τῆς μονομαχίας.

Φυκαρησ. — Τῆς μονομαχίας; Ἀστειεύεσθε;

Δικαιοσ. — Καθόλου, φίλε μου. Ἔχω ἐντολὴν νὰ σᾶς φονεύσω.

Φυκαρησ. — Τ’ ἀστεῖα εἶναι περιττά.

Δικαιοσ. — Δὲν ἀστειεύομαι διόλου καὶ ἐξηγοῦμαι. Ἐγνωρίσατε ποτὲ τὸν κύριον Κονδυλοφόρον;

Φυκαρησ. — Τὸν ἐγνώρισα, μάλιστα. Ἦταν ἕνας πολὺ τιποτένιος.... δειλός....

Δικαιοσ. — Ἀκριβῶς περὶ τοῦ δευτέρου ἐπιθέτου πρόκειται. Τὸν εἴχατε, μοῦ φαίνεται, ραπίσει....

Φυκαρησ. — Καὶ ἐνώπιον πολλοῦ κόσμου.

Δικαιοσ. — Εὖγε! [Δίδων πρὸς τὸν Φυκάρην τὴν χεῖρα του] Σᾶς εὖχαριστῶ πολύ, φίλε μου.

Φυκαρησ. — Πῶς! σᾶς εἶχα προσβάλει καὶ σᾶς;

Δικαιοσ. — Ὄχι!

Φυκαρησ. — Ἀλλά;…

Δικαιοσ. — Ἦτο θεῖος μου!

Φυκαρησ, ἀναπηδῶν. — Θεῖος σας;

Δικαιοσ. — Μάλιστα καὶ ἕνεκα τούτου εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ σᾶς ζητήσω ἱκανοποίησιν διὰ τῶν ὅπλων, καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ νὰ σᾶς φονεύσω!…

Φυκαρησ. — Ἀμφιβάλλω.

Δικαιοσ. — εἶναι δυνατὸν νὰ σᾶς λείψουν αἱ ἀμφιβολίαι, ἐὰν τυχὸν ἔχετε τοιαύτας, καὶ νὰ ἐνδώσητε εὐχαρίστως;… ἄλλως σᾶς βεβαιῶ μὲ καταστρέφετε....

Φυκαρησ. — Σᾶς καταστρέφω! Ἆ! τώρα ἀρχίζω νὰ ἀμφιβάλλω καὶ περὶ τῆς διανοητικῆς καταστάσεώς σας.

Δικαιοσ. — Περὶ αὐτῆς ἀμφιβάλλετε ὅσον θέλετε, δὲν μ’ ἐνδιαφέρει καθόλου! Ἡ μονομαχία ἀρκεῖ νὰ γίνῃ καί....

Φυκαρησ. — Μὰ ὁ κύριος αὐτὸς νομίζω ὅτι ἀπέθανε....

Δικαιοσ. — Ἴσα-ἴσα δι’ αὐτὸ πρέπει νά σᾶς φονεύσω.... Βλέπετε ἡ εὐγνωμοσύνη μοὶ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον ν’ ἀποδώσω τὴν τελευταίαν αὐτὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὴν προσβληθεῖσαν σκιὰν τοῦ κεκοιμημένου θείου μου.

Φυκαρησ. — Καλέ! δὲν ἀφίνετε τώρα τὴν σκιὰν τοῦ μακαρίτου σὲ ἡσυχία! Τί τῆς ὑπενθυμίζετε τέτοια πράγματα.

Δικαιοσ. — Ἀπ’ ἐναντίας αὐτὴ εἶναι ποῦ μοῦ ὑπενθυμίζει.... Εἶναι βλέπετε ἐκδικητικὴ σκιά, διψᾶ αἷμα....

Φυκαρησ. — Καὶ τί μὲ μέλει ἐμένα;

Δικαιοσ. — Μὲ μέλλει ἐμένα ὅμως.... Ἐὰν δὲν σᾶς φονεύσω, χάνω τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα ποῦ κληρονομῶ.... Ἐλᾶτε τώρα, μὴν εἶσθε τόσον ἀπάνθρωπος!

Φυκαρησ. — Ἴσα-ἴσα ἐπειδὴ εἶμαι φιλάνθρωπος καὶ πρῶτα-πρῶτα ἀγαπῶ τὸν ἑαυτό μου, δι’ αὐτὸ δὲν μονομαχῶ....

Δικαιοσ. — Δὲν γίνεται! Θὰ μονομαχήσετε, ὁ θάνατός σας μοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος.

Φυκαρησ. — Ἄμε ’ς τὸ καλό, χριστιανέ μου.... ἄλλως τε δὲν μονομαχῶ μὲ ξένους.... ἃς ἔλθῃ ὁ ἴδιος.

Δικαιοσ. — Εἶναι ἀδύνατον.... Ἰδοὺ ἐγὼ ἀντ’ αὐτοῦ!....

Φυκαρησ. — Δι’ ἐπιτρόπου δὲν μονομαχοῦν.

Δικαιοσ. — Οἱ δειλοὶ ναί, ἀλλ’ οἱ ἔχοντες κἄπως καρδίαν....

Φυκαρησ. — Πῶς! Μὲ ὑβρίζετε;

Δικαιοσ. — Δὲν ἠξεύρω, ὅπως θέλετε ἐκλάβετέ το, μοῦ εἶναι ἀδιάφορον!

Φυκαρησ. — Μ’ αὐτὸ εἶναι πρόκλησις.

Δικαιοσ. — Βεβαίως!

Φυκαρησ. — Πρόκλησις ἐκ μέρους σας....

Δικαιοσ. — Ὄχι! ἐκ μέρους τῆς ὑβρισθείσης σκιᾶς τοῦ μακαρίτου θείου μου....

Φυκαρησ, μετὰ θυμοῦ. — Ὄχι, εἶναι ἰδική, σας!

Δικαιοσ. — Ὄχι. Τῆς σκιᾶς!

Φυκαρησ. — Ἰδική σας, σᾶς λέγω!

Δικαιοσ. — Μὰ τὶ διάβολο!… Δὲν ’ξεύρω ’γὼ τώρα τίνος εἶναι!

Φυκαρησ. — Ψεύδεσαι!

Δικαιοσ. — Πῶς! Ὑβρίζετε κ’ ἐμὲ τώρα! Ἆ! μ’ αὐτὸ εἶναι πολύ. Κύριε, μετὰ τὴν μετὰ τῆς σκιᾶς μονομαχίαν σᾶς προκαλῶ καὶ ἐγώ.

Φυκαρησ. — Ὅπως καὶ ὅπου καὶ ὅταν θέλετε!…

Δικαιοσ. — Σήμερον.

Φυκαρησ. — Σήμερον. Ἐκλέξατε τὰ ὅπλα!

Δικαιοσ. — Σᾶς ἀφίνω τὴν ἐκλογήν.

Φυκαρησ. — Ἔστω. Τὸ ξῖφος.

Δικαιοσ. — Τὸ ξῖφος, πολὺ καλά.

Φυκαρησ, θυμωμένος. — Δοῦλος σας.... [Ἀνέρχεται τὴν σκηνὴν ὅπως ἀναχωρήσῃ].

Δικαιοσ. — Κύριε, Κύριε....

Φυκαρησ, ἐπιστρέφων. — Τὶ ἀγαπᾶτε;

Δικαιοσ. — Μὴ λησμονήσετε ὅτι μὲ τὴν σκιὰν θὰ μονομαχήσετε πρῶτα!

Φυκαρησ, ἀναχωρῶν. — Καὶ μὲ σκιαῖς καὶ μὲ φαντάσματα μονομαχῶ τώρα! [Ἐξέρχεται].

ΣΚΗΝΗ Ε′
ΔΙΚΑΙΟΣ, μόνος.

Δικαιοσ. — Πάει κι’ αὐτό, ἐτέλειωσε! Τώρα εἶμαι πλούσιος.... Ἔχω τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα.... θὰ ζήσω τέλος πάντων.... θὰ ζήσω καὶ θὰ ἀποδείξω εἰς τοὺς μοχθηροὺς ὅλους ὅτι μόνον τὸ χρῆμα.... Ὦ! διάβολε! Ἐλησμόνησα τὴν μονομαχίαν!… Καὶ ἂν μὲ ξεβγάλῃ αὐτός;!… ἂν μὲ μεταβάλῃ εἰς σκιὰν καὶ μὲ στείλῃ εἰς ἀντάμωσιν τοῦ ἀφ’ ἡμῶν μεταστάντος θείου μου;!… Τότε; Ἡ κληρονομία;… ᾑ τετρακόσαις χιλιάδες φράγκα!… Ὦ! Καὶ εἶναι πλέον βέβαιον ὅτι αὐτὸς θὰ μὲ ξεβγάλῃ.... Ἐγὼ ποτέ μου δὲν ἔπιασα σπαθί!… τί λέγω! σπαθί; Οὔτε σουγιὰ κολοκοτρώνη!… Ἆ! χωρὶς ἄλλο εἶμαι ξεβγαλμένος.... ἐπέπρωτο τέλος πάντων νὰ μή ζήσω πλούσιος.... Ὦ! τύχη, τύχη ἄστατος! Τυφλή.... Στραβή!… Ἀπὸ τὴν Σκύλλαν μὲ ρίπτεις εἰς τὴν Χάρυβδιν, ἀπὸ τὴν αὐτοκτονίαν εἰς τὸν διὰ μονομαχίας θάνατον!… Ὦ! καὶ τώρα δὲν μοῦ μένει πλέον ἄλλο παρὰ νὰ ἀποπερατώσω τὴν ἐπιστολήν μου καὶ νὰ δώσω τέρμα εἰς τὸ ἀχρεῖον αὐτὸ δίλημμα!.... Θ’ αὐτοκτονήσω!… τετέλεσται!… Ἐρρίφθη ὁ κῦβος.... ἂς γράψω.... Ἆ! ὄχι! Ἴσως μὲ ἐμποδίσῃ κανεὶς πάλιν.... Ἃς αὐτοκτονήσω πρῶτον.... καὶ ὕστερα γράφω ἂν εὐκαιρήσω!… [Σύρει τὴν συρτοθήκην τῆς τραπέζης καὶ ἐκβάλλει περίστροφον].

ΣΚΗΝΗ ΣΤ′
ΔΙΚΑΙΟΣ καὶ ΒΑΛΣΑΜΟΣ

Βαλσαμοσ εἰσερχόμενος. — Ἰούλιε, τὶ κατάστασις εἶν’ αὐτή;

Δικαιοσ. — Αὐτή; Εἶναι κατάστασις δι’ ὑποκατάστασιν!…

Βαλσαμοσ. — Ἐγὼ δὲν βλέπω εἰμὴ ἀκαταστασίαν!…

Δικαιοσ. — Ἄκουσε, φίλε μου. Ἔτυχε μίαν φορὰν καὶ εἰς ἐμὲ νὰ μειδιάσῃ....

Βαλσαμοσ. — Ἡ Μαριγοῦλα;

Δικαιοσ. — Οὔφ! ἀδελφὲ καὶ σύ, ποιὰ Μαριγοῦλα;… ἡ Τύχη!

Βαλσαμοσ. — Αἴ;

Δικαιοσ. — Ἀλλὰ φαίνεται τὸ μειδίαμά της ἦτον εἰρωνεία....

Βαλσαμοσ. — Δὲν σὲ καταλαμβάνω.... Ὑποκατάστασις, Μαριγοῦλα, εἰρωνεία, μειδίαμα, Τύχη.... τ’ εἶν’ αὐτά!

Δικαιοσ. — Ἔχεις δίκαιον! Εἶχα τὸ ἀτύχημα, ποῦ λές, φίλε μου, νὰ κληρονομήσω τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα....

Βαλσαμοσ. — Δυστυχία σου!… Βρὲ τί λές! ἄϊντε ἀπὸ ’δῶ!

Δικαιοσ. — Μά!… ἄκουσε.... Ἐκληρονόμησα, τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα, ὑπὸ τὸν ὅρον....

Βαλσαμοσ. — Ὅ,τι δήποτε κι’ ἂν εἶναι αὐτὸς ὄρος, πάντα τετρακόσαις χιλιάδες φράγκα εἶν’ αὐτά.... μὲ τὴν διαφορὰν ποῦ σὲ μένα δὲν περνοῦν αὐτά!… Βρὲ τὶ λές! Καὶ πενῆντα δραχμαὶς ἂν κληρονομοῦσες σύ, θὰ ἤσουν τώρα ’ς τὸ Φρενοκομεῖον....

Δικαιοσ. — Θέλεις πίστεψε, θέλεις μὴ πιστεύεις.... Σοῦ λέγω μόνον ὅτι ὁ θεῖος μου ὁ Κονδυλοφόρος σοῦ ἄφησε χρόνους…

Βαλσαμοσ. — Μόνον;… Καλλίτερα νὰ μοῦ ἄφηνε τὴ σκούφια του!.... Ὥστε λοιπὸν κληρονομεῖς;

Δικαιοσ. — Καὶ ναὶ καὶ ὄχι καὶ ὄχι καὶ ναί!…

Βαλσαμοσ. — Δηλαδή;

Δικαιοσ. — Κληρονομῶ ὑπὸ ὄρους ἢ μᾶλλον δὲν κληρονομῶ διότι ὑπάρχουν ὅροι!

Βαλσαμοσ. — Ἀρχίζω νὰ σὲ πιστεύω ἀφοῦ παραμιλεῖς....

Δικαιοσ. — Τὰ βλέπεις;

Βαλσαμοσ. — Μὰ πῶς γίνεται νὰ κληρονομῇς καὶ νὰ μὴ κληρονομῇς;

Δικαιοσ. — Ἰδού. Κληρονομῶ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ φονεύσω ἐν μονομαχίᾳ τὸν ὑπολοχαγὸν Γεράσιμον Φυκάρην....

Βαλσαμοσ. — Τί λές, ἀδελφέ!… Αὐτὰ δὲν γίνονται!…

Δικαιοσ. — Ἴσα ἴσα ἐπειδὴ δὲν γίνονται γι’ αὐτὸ δὲν κληρονομῶ κ’ ἐγώ!…

Βαλσαμοσ. — Πῶς;

Δικαιοσ. — Νά! δὲν κληρονομῶ!… καὶ διὰ τοῦτο θὰ τινάξω τὰ μυαλά μου!…

Βαλσαμοσ. — Γι’ αὐτὸ ’πῆρες τὸ ρεβόλβερ μου; Μὰ καὶ γιατί παρακαλῶ δὲν κληρονομεῖς;

Δικαιοσ. — Μπορῶ ἐγὼ νὰ σκοτώσω ἄνθρωπον καὶ μάλιστα ὑπολοχαγόν;

Βαλσαμοσ. — Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος;

Δικαιοσ. — Ἀμμέ;

Βαλσαμοσ. — Ὦ! βλᾶκα!… Ὦ μποῦφο!… ἢ μᾶλλον ἀμαθέστατε!… Βρὲ δὲν ξέρεις… ἀλλὰ ποῦ νὰ ξέρῃς, σὺ δὲν ἄνοιξες ἀκόμη βιβλίον.... Βρὲ δὲν ξέρεις ὅτι ὁ ὄρος τοῦ φόνου τοῦ Φυκάρη εἶναι αἵρεσις ἀνήθικος καὶ ἑπομένως θεωρεῖται ὡς μὴ γεγραμμένη καὶ κληρονομεῖς;…

Δικαιοσ. — Ἀστειεύεσαι;

Βαλσαμοσ. — Ἄμ! δὲν ἀνοίγεις τὸ τυχὸν κληρονομικὸν δίκαιον νὰ ἰδῆς!

Δικαιοσ. — Ἄ! μὰ τότε!....

Βαλσαμοσ. — Τότε εἶσαι πλούσιος φιλαράκο μου!

Δικαιοσ. — Στάσου, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ φιλήσω. [Ὁρμᾷ καὶ τὸν ἀσπάζεται]. Σὺ εἶσαι καλλίτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς συμβολαιογράφους τῆς περιφερείας μας! Ἔλα ἄλλη μιὰ φορὰ!.... [Τὸν ἀσπάζεται]. Καὶ ἄλλη μία!… Κι’ ἄλλη!…

Βαλσαμοσ. — Μὰ φθάνει, ἀδελφέ, φθάνει!....

Δικαιοσ. — Ὄχι, ὄχι, δὲν φθάνει! Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχω καιρόν! Τὰ βρίσκοµε! Τώρα, τρέχω, πετῶ ’ς τοῦ Φυκάρη.... διότι ξέρεις τὸν προσεκάλεσα εἰς μονομαχίαν!… [Λαμβάνει τὸν πῖλον καὶ φεύγει δρομαίως]. Ἆ! τέλος πάντων εἶμαι πλούσιος!… [Ἐξέρχεται].


Μεταλλαγὴ τῆς σκηνῆς
Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ κ. Φυκάρη
Ἡ σκηνὴ παριστᾷ αἴθουσαν φιλοκάλως διεσκευασμένην. Εἰς τὸ βάθος θῦρα ἄνωθεν τῆς ὁποίας ὡρολόγιον.
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ, μόνη.

Μαριγουλα παρατηροῦσα τὸ ὡρολόγιον. — Ἄχ! πόσον ἀργεῖ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα!… Κι’ αὐτὸς ὁ ὡροδείκτης εἶναι νωθρὸς σὰν ὑπάλληλος ὑπουργείου!… Τί νὰ κάμω.... Ἄχ! τί πλῆξις!… Νὰ τὸν εὗρεν ἆρα ὁ θεῖος μου;… Καὶ ἂν τὸν εὗρε, νὰ ἐπέτυχε; Ἄχ! πῶς μὲ φοβίζει ἡ ἀποτυχία!… Ἀνησηχῶ ὡς ὑποψήφιος βουλευτὴς κατὰ τὴν ὥραν τῆς διαλογῆς!.... θὰ κερδήσω ἆρα! Θὰ ἐπιτύχω!.... Θεέ μου! τι ἀνησυχία!… Μὰ, διατί ἀργεῖ;… Μὴ φοβεῖται νὰ μοὶ φέρῃ τὴν ἀπάντησιν;.... μὴ συνέβη τίποτε ἀπευκταῖον;.... Καὶ εἶναι τόσον ὀξύθυμος ὁ θεῖος μου!… Δὲν τὸ ἔχει τίποτε νὰ μπατσίσῃ ὁλόκληρον λόχον διὰ τὸ τίποτε!… Νὰ ἐνέδωκεν ἆρα ὁ Ἰούλιος;… Νὰ εἶπε τὸ ναί;… Τότε διατὶ δὲν ἔρχεται;… Διατί ἀργεῖ τόσον;… Διατί;…

ΣΚΗΝΗ Β′
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ καὶ ΦΥΚΑΡΗΣ

[Ὁ Φυκάρης ἔρχεται ἐσπευσμένως καὶ κατέρυθρος ἐξ ὀργῆς. Βηματίζει μεγάλοις βήμασι κατὰ πλᾶτος τῆς σκηνῆς.]

Μαριγουλα. — Λοιπόν, θεῖέ μου;

Φυκαρησ. — Ἀνεψιά μου, εἶσαι ἄτυχη!…

Μαριγουλα ἔντρομος. — Τί λέτε;

Φυκαρησ ἐξακολουθῶν νὰ βηματίζῃ. — Λέω πῶς τὸν ἔχασες καὶ ἴσως ἴσως χάσεις καὶ ἐμένα!…

Μαριγουλα — Καλὲ θεῖέ μου!…

Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέω!… Καὶ ἔπρεπε νὰ μὴν ἦταν πεθαμμένος νὰ τοῦ δείξω ’γώ!…

Μαριγουλα ἔντρομος. — Πῶς! ἀπέθανε;.... Ἄχ! [πίπτει ἐπὶ καθίσματος].

Φυκαρησ. — Πῆγε ’ς τὸ διάβολο!… ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ’κεῖ ἀκόμα δὲν ἡσυχάζει, στέλλει παραγγελίαις ’ς τοὺς ἀνεψιούς του, ποῦ νὰ πάρη ὁ διάβολος καὶ τοὺς ἀνεψιοὺς καὶ τῇς ἀνεψιαῖς!....

Μαριγουλα. — Μὰ θεῖε μου....

Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Μὰ καὶ ξεμὰ δὲν ἔχει… Μιὰ ἐσύ, ἕνας ἐκεῖνος… Ἄμ! ὁ θεῖος;… Ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος καὶ τοὺς θείους καὶ τῇς θείαις ἀκόμα!

Μαριγουλα. — Μά, θεῖέ μου, τί ἔχετε; τί σᾶς ἔκαμεν;…

Φυκαρησ. — Μ’ ἐπροκάλεσεν ὁ ἄνανδρος! Μὲ ἐπροκάλεσεν ἀλλὰ δι’ ἄλλου!....

Μαριγουλα. — Ποιός;

Φυκαρησ. — Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ πεθαμμένος!

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Δυστυχία μου! παραμιλεῖ.... Κύριος οἵδε τί νὰ ἔχη!…

Φυκαρησ. — Ἄ! ἔπρεπε νὰ ἦταν ζωντανὸς νὰ τοῦ ἔβγαινα τὸ καρύδι, μὰ τί νὰ σοῦ κάμω, πρόφθασε καὶ πῆγε ’ς τὸ διάβολο μόνος του!....

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Θεέ μου!… Τὶ νὰ κάμω;.... Παραφρονεῖ!… [Ὑψηλοφώνως]. Τὸν εἴδατε, θεῖε μου, τὸν Ἰούλιον;

Φυκαρησ. — Τὸν εἶδα, μάλιστα. Καὶ ἴσως τὸν ξαναϊδῶ διὰ τελευταίαν φοράν!

Μαριγουλα. — Μὰ τότε ποιὸς ἀπέθανε;

Φυκαρησ. — Πάλιν τὰ ἴδια! Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ θεῖος του!…

Μαριγουλα. — Καὶ τὸ εἴχατε γιὰ νέον αὐτό; Αὐτὸς ἀπέθανε πρὸ ὀχτὼ ἡμερῶν.

Φυκαρησ. — Ἄχ! Νὰ μὴ τὸν προφθάσω!…

Μαριγουλα. — Αἴ! τί νὰ γίνῃ! Μὴ κάνετε ἔτσι… κι’ ἄλλοι χάνουν τοὺς φίλους των, μὰ δὲν κάνουν ἔτσι....

Φυκαρησ. — Φίλος μου! Ποῦ ’στὸ διάβολο ’βρέθηκε φίλος μου, ἀφοῦ καὶ πεθαμμένος ζητᾷ νὰ μὲ ξεβγάλῃ!…

Μαριγουλα. — Μὰ δὲν ’μπορῶ νὰ σᾶς καταλάβω, θεῖε μου.

Φυκαρησ. — Ἄ! βέβαια πῶς δὲν ’μπορεῖς! Εἶναι πράγματα αὐτά, νὰ ’μιλοῦν κ’ οἱ πεθαμμένοι.

Μαριγουλα. — Μά....

Φυκαρησ. — ’Μιλοῦν, σοῦ λέω!.... Ζητοῦν μάλιστα καὶ ἐκδίκησιν!… Μὰ ἔννοια σου, καὶ σοῦ τὸν φτειάνω ’γώ!…

Μαριγουλα. — Μ’ ἀφοῦ ’πέθανε;

Φυκαρησ παραφερόμενος. — Θὰ τὸν σκοτώσω!…

Μαριγουλα. — Πεθαμμένον ἄνθρωπον!…

Φυκαρησ ὡς ἄνω — Πεθαμμένον ξεπεθαμμένον δὲν ἔχει!.... Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ πεθάνῃ!… Γι’ ἄκουσε ’δῶ.... Τὰ σπαθιά μου ποῦ εἶναι;…

Μαριγουλα ἀνησυχοῦσα. — Μά, θεῖε μου, δὲν κάθεστε νὰ πάρετε τίποτα, νὰ πάρετε ἕνα ποτῆρι νερό!… [Ἰδίᾳ]. Θεέ μου! τί θὰ γείνω!…

Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Τὰ σπαθιά μου, σοῦ λέω!…

Μαριγουλα μειλιχίως. — Μὰ εἶσθε κουρασμένος… δὲν κάθεσθε ’λίγο…

Φυκαρησ. — Θὰ μὲ ἀκούσῃς ἢ ὄχι!…

Μαριγουλα. — Δὲν μὲ λυπᾶσθε, τὴν κακομοῖρα!… Τί θέλετε νὰ κάμετε… ἡσυχᾶστε… Πάρετε μιὰ λεμονάδα, ἕνα καφέ, ἕνα κονιάκ, τέλος πάντων κἄτι τι…

Φυκαρησ. — Μὰ γιὰ τρελλὸν μὲ παίρνεις; Ἐννοεῖς ἢ δὲν ἐννοεῖς ὅτι μὲ προσέβαλαν;

Μαριγουλα. — Σᾶς προσέβαλλαν; Ποιός;

Φυκαρησ. — Ποιός; Σὲ ποιὸν μ’ ἔστειλες;

Μαριγουλα. — Ὁ Ἰούλιος;…

Φυκαρησ παραφερόμενος. — Ναὶ, αὐτὸς ὁ κύριος Ἰούλιος… ὁ Αὔγουστος… ὁ Σεπτέμβριος… ἀλλ’ ἔννοια σου καὶ ηὗρε τὸν δάσκαλόν του…

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ὦ ἀτυχία! Θεέ μου!… [Ὑψηλοφώνως]. Καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ αἰτία;…

Φυκαρησ. — Οὔφ! χριστιανή μου, δὲν ’νοιώθεις! Αἰτία σοῦ εἶπα εἶναι ὁ θεῖος του, ὁ βρυκόλακας, ὁ καλικάντζαρος!.... Αὐτὸς εἶναι ποῦ μὲ προκαλεῖ....

Μαριγουλα. — Μ’ ἀφοῦ ’πέθανε;

Φυκαρησ. — Καὶ πεθαμμένος στέλλει παραγγελίαις ἀπὸ τὸν ᾅδη νὰ μέ....

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Παραλογίζεται!… Δυστυχία!…

[Κτῦπος εἰς τὴν θύραν]
ΣΚΗΝΗ Γ′
ΔΙΚΑΙΟΣ καὶ οἱ ἀνωτέρω

Μαριγουλα. — Ἐμπρός!

Δικαιοσ εἰσερχόμενος. — Συγγνώμην ἂν σᾶς ἐνοχλῶ....

Μαριγουλα ἔκπληκτος ἰδίᾳ. — Ὁ Ἰούλιος!…

Δικαιοσ χαιρετῶν. — Δεσποινίς… [Τῷ Φυκάρῃ]. Κύριε Φυκάρη, χαίρω πολὺ ποῦ σᾶς εὑρίσκω…

Φυκαρησ ἀποτόμως. — Καὶ ἐγὼ ἐπίσης…

Μαριγουλα τῷ Δικαίῳ ἰδιαιτέρως. — Εἶδες σήμερον τὸν θεῖόν μου;

Δικαιοσ τῇ Μαριγούλᾳ ἰδιαιτέρως. — Σὲ παρακαλῶ μιὰ στιγμή!… [Τῳ Φυκάρῃ]. Κύριε Φυκάρη, πρὸ ὀλίγου, ἐν τῇ ἐξάψει μου, ἐν τῇ παραφορᾷ μου σᾶς προεκάλεσα εἰς μονομαχίαν ἐξ ὀνόματος τοῦ θείου μου....

Φυκαρησ ἀποτόμως. — Σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι μὲ σένα θὰ μονομαχήσω!…

Δικαιοσ. — Σᾶς παρακαλῶ! Σᾶς εἶπον ὅτι ἐν τῇ ἐξάψει μου, σᾶς προεκάλεσα, ἀδιάφορον πλέον ἐκ μέρους τίνος…

Φυκαρησ. — Ὄχι, καθόλου! Δὲν εἶναι ἀδιάφορον!… Διαφέρει πολύ!…

Μαριγουλα τῷ Φυκάρῃ. — Μά, θεῖέ μου, σταθῆτε ν’ ἀκούσετε τὸν κύριον…

Φυκαρησ. — Τί ἄλλο κάνω παρὰ νὰ τὸν ἀκούω!…

Δικαιοσ. — Λοιπόν, ἔλεγον ὅτι ἡ παραφορά μου, ἡ ἄκαιρος, τὸ ὁμολογῶ, μὲ ἠνάγκασε νὰ φερθῶ πρὸς ἡμᾶς διὰ τρόπου, κἄπως ἀποτόμου....

Φυκαρησ. — Ἀποτομωτάτου, κύριε!…

Δικαιοσ. — Ἔστω, ὅπως θέλετε.

Φυκαρησ. — Καὶ τώρα, τί ζητεῖτε;

Δικαιοσ. — Νὰ μὴ γίνῃ πλέον λόγος περὶ μονομαχίας....

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ἄχ! τὶ καλά! Ὁ καϋμένος τί συμβιβαστικὸς ποῦ εἶναι!

Φυκαρησ. — Ἆ! δειλιᾶτε, αἴ;… Ὄχι, κύριε… Μὲ ἐπροκαλέσατε καὶ ὀφείλετε νὰ κτυπηθῆτε!…

Μαριγουλα. — Θεῖέ μου…

Φυκαρησ ὀργίλως. — Σιώπα, σύ!…

Δικαιοσ. — Μ’ ἀφοῦ ἔρχομαι νὰ κανονίσωμεν τὰ πράγματα ἄλλως;

Φυκαρησ. — Δηλαδή, πῶς ἐννοεῖτε;…

Δικαιοσ. — Ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι παρεφέρθην…

Φυκαρησ. — Ἀφοῦ τὸ ὁμολογεῖτε, πρέπει νὰ μονομαχήσωμεν!

Μαριγουλα ἰδίᾳ. Τί ἄγριος ποῦ εἶναι σήμερα ὁ θεῖός μου!…

Δικαιοσ. — Καὶ ἂν σᾶς ἐζήτουν συγγνώμην;

Φυκαρησ. — Δὲν ’μπορῶ! Πρέπει νὰ κτυπηθῶ. Εἶμαι στρατιωτικός....

Δικαιοσ. — Μὰ ἡ σκιὰ τοῦ μακαρίτου καὶ πολυκλαύστου θείου μου θεωρεῖ ἑαυτὴν ἱκανοποιημένην…

Φυκαρησ. — Δὲν ἔχω, σᾶς εἶπα, νὰ κάμω μὲ τὴν σκιάν μὲ σᾶς θὰ κτυπηθῶ!…

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Τί θέλουν ’ς τὴ μέση ᾑ σκιαῖς δὲν ’μπορῶ νὰ καταλάβω!

Δικαιοσ. — Μὰ ἐγὼ ἂν παρεφέρθην, παρεφέρθην ἐξ αἰτίας ἐκείνης, ὥστε ἀφοῦ ἱκανοποιήθη ἤδη, πᾶσα μεταξύ μας διαφορὰ παύει.

Φυκαρησ. — Δὲν παύει καθόλου! Μὲ ὑβρίσατε καὶ ὀφείλετε νὰ κτυπηθῆτε.

Δικαιοσ ἰδίᾳ. — Δὲν τὄχω σκοπὸ ὕστερα ἀπὸ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα ποῦ ἔχω!

Μαριγουλα τῷ Φυκάρῃ. — Μὰ ἀφοῦ ὁ κύριος σᾶς ζητεῖ συγγνώμην.

Φυκαρησ. — Δὲν τ’ ἀκούω ’γὼ αὐτά!

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Δὲν τ’ ἀκούει αὐτὸς αὐτά, μὰ ’γὼ τὸν χάνω κ’ ὕστερα; [Τῷ Φυκάρῃ ἰδιαιτέρως]. Ἡ ἐπιμονή σας αὐτή, θεῖε μου, θὰ μὲ καταστρέψῃ.... τώρα εἶναι περίστασις νὰ τελειώσῃ ἡ ὑπόθεσις ἐκείνη.

Φυκαρησ ἀφοῦ σκεφθῇ ἐπ’ ὀλίγον. Ἰδίᾳ. — Νὰ σοῦ ’πῶ δὲν ἔχει καὶ ἄδικο!… Ἂν τὤφερεν ἡ τύχη νὰ τὴν ξεφορτωθῶ… γι’ ἃς ἰδοῦμε!.... [Τῷ Δικαίῳ]. Σᾶς εἶπα ὅτι εἶμαι στρατιωτικός.... ἀλλ’ ἀπόστρατος καὶ τὰ πράγματα συμβιβάζονται, ὑπὸ ἕνα ὅμως ὅρον.

Δικαιοσ. — Πάλιν ὄρους ἔχομε! [Ἰδίᾳ].

Φυκαρησ. — Τὰς μετὰ τῆς ἀνεψιᾶς σχέσεις σας τὰς γνωρίζω. Καιρός, μοῦ φαίνεται, εἶναι πλέον νὰ παύσουν…

Δικαιοσ λαμβάνων τὸν πῖλον του ὅπως ἀναχωρήση. — Εὐχαρίστως, ἀφοῦ τὸ θέλετε, οὔτε θὰ τῆς ξαναμιλήσω.... [κινεῖται νὰ φύγῃ].

Φυκαρησ. — Πῶς!....

Μαριγουλα. — Πῶς!....

Δικαιοσ. — Δὲν θέλετε, εἴπατε, νὰ παύσουν αἱ μεταξύ μας σχέσεις;

Φυκαρησ. — Ναὶ… ἀλλά…

Δικαιοσ. — Ἀλλά;…

Φυκαρησ. — Διά… Διὰ τοῦ γάμου…

Δικαιοσ ἀναπηδῶν. — Πῶς!… Μὰ ’ξέρετε… [Ἰδίᾳ]. Μὲ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα νὰ ὑπογυναικωθῶ δὲν πάει…

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Διστάζει ὁ ἄπιστος!…

Φυκαρησ. — Λοιπόν;…

Δικαιοσ. — Μά…

Φυκαρησ. — Μὰ καὶ ξεμὰ δὲν ἔχει… ἢ τὴν παίρνετε ἢ μονομαχοῦμεν!…

Δικαιοσ. — Μ’ αὐτὸ εἶναι βία… τὸ ξέρετε…

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ἰδέτε τὸν ἄθλιον… Μ’ ἀπαρνεῖται… Ὦ οἱ ἄνδρες…

Φυκαρησ. — Ὅπως θέλετε πάρετέ το, μοῦ εἶναι ἀδιάφορον!… Μὲ προσεβάλατε καὶ ὀφείλετε νὰ μὲ ἱκανοποιήσετε ἢ διὰ τοῦ ἑνὸς τρόπου ἢ διὰ τοῦ ἄλλου.

Δικαιοσ ἰδίᾳ. — Τί διάβολο νὰ κάμω! Καὶ τὸ ἕνα κακὸ καὶ τὸ ἄλλο χειρότερο!… [Ὑψηλοφώνως]. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβιβασθῶσι τὰ πράγματα ἀλλέως πως;

Μαριγουλα τῷ Φυκάρῃ ἰδιαιτέρως. — Ὄχι, θεῖε μου νὰ ἐπιμείνετε.

Φυκαρησ. — Ἀδύνατον! Ἢ ὁ γάμος ἢ ἡ μονομαχία!… Σκεφθῆτε!…

Δικαιοσ. — Ξέρετε ὁ γάμος… ἀπαιτεῖ…

Φυκαρησ. — Ἄνδρα καὶ γυναῖκα… αὐτὰ τὰ ἔχομεν… τί ἄλλο....

Δικαιοσ. — Ἤθελα νὰ εἰπῶ… [Ἰδίᾳ]. Νὰ ἦταν τρόπος νὰ τὄκοβα ἀπὸ ’δῶ μέσα!

Φυκαρησ. — Περιμένω.

Δικαιοσ. — Ἐάν μοῦ ἐδίδατε καιρὸν νὰ σκεφθῶ. Ἐάν…

Φυκαρησ. … Νὰ σκεφθῆτε;

Μαριγουλα τῷ Φυκάρῃ ἰδιαιτέρως. — Ὄχι, θεῖε μου… δὲν χρειάζεται σκέψις…

Δικαιοσ. — Βεβαίως. Ζήτημα ὡς τὸ τοῦ γάμου, ἀπαιτεῖ σκέψιν… [Ἰδίᾳ]. Καὶ φευγάλαν!…

Φυκαρησ. — Ἐκατάλαβα! Θὰ μονομαχήσωμεν!

Δικαιοσ. — Σὲ παρακαλῶ!…

ΣΚΗΝΗ Δ
ΒΑΛΣΑΜΟΣ καὶ οἱ προλαβόντες

Βαλσαμοσ εἰσέρχεται δρομαίως. — Συγγνώμην!… Μὲ συγχωρεῖτε… ὁ Ἰούλιος ἐδῶ εἶναι;… [Ἰδὼν τὸν Δικαῖον]. Ἆ! νάτος!… Φίλε μου, εἶσαι ἀτυχής, ἀτυχέστατος!

Δικαιοσ. — Τί; τί; Τί συμβαίνει;

Φυκαρησ ἰδίᾳ. — Καμμία συμπαιγνία θὰ εἶναι!…

Βαλσαμοσ — Ὁ θεῖος σου ἤλλαξε γνώμην!…

Φυκαρησ ἰδίᾳ. — Τὸν μασκαρᾶ! Δὲν ’συχάζει!… Καὶ ’ς τὸν τάφον ἀκόμη ἀλλάζει γνώμας!…

Δικαιοσ ἀδημονῶν. — Λέγε… λέγε, τὶ συμβαίνει;

Βαλσαμοσ. — Μὲ ηὗρεν ὁ συμβολαιογράφος καταφουρκισμένος καὶ μοῦ ἀνήγγειλεν ὅτι εὑρέθη νεωτέρα διαθήκη τοῦ θείου σου, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἀποκληρόνει, διότι τὸν ἔχεις βρίσει κἄποτε σκαιῶς!…

Δικαιοσ πίπτει ἐπὶ καθίσματος. — Ὦ κεραμίδι!… [Συνερχόμενος] Μὰ μήπως…

Φυκαρησ ἰδίᾳ. — Μὰ δὲν ἔλϋωσεν ἀκόμη ὁ βρυκόλακας!

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ὁ καϋμένος!....

Δικαιοσ. — Μά μήπως δὲν ἐνόησες καλά;

Βαλσαμοσ. — Τί λὲς ἀδελφέ… Νά! μοῦ ’δωσε καὶ τὸ ἀντίγραφον… [Ἐξάγει ἐκ τοῦ θυλακίου τον χάρτην].

Δικαιοσ. — Ὦ! ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος κι’ αὐτὸν καὶ τ’ ἀντίγραφά του!… Τὸν μασκαρᾶ!… Αὐτὰ τ’ ἀντίγραφα καὶ τὰ ἀπόγραφα εἶναι ποῦ μὲ φάγανε… ἀλλ’ αὐτὴν τὴν φορὰν τελείωσε!… Τὸ ἤθελε φαίνεται ἡ Τύχη μου ν’ αὐτοκτονήσω… Μία, δύο, τὴν ἐγλύτωσα ἀλλά… τὴν τρίτην…

Βαλσαμοσ. — Αὐτὰ εἶνε ἐκδίκησις… φρόντισε μόνον νὰ ἐπιστρέψῃς τὰ λιανὰ ποῦ σοῦ δάνεισεν ὁ συμβολαιογράφος γιατ’ εἶναι μανιώδης ἐναντίον σου…

Δικαιοσ. — Ἆ! αὐτοὶ οἱ συμβολαιογράφοι!… Τοὺς ἤξερα τὶ πράγματα εἶναι!… [Τῷ Βαλσάμῳ]. Ἀντώνη, συγχώρα με καὶ ὁ Θεὸς σχωρέσοι!…

Βαλσαμοσ. — Τί; τὶ;.... τί σοῦ ἦρθε;

Δικαιοσ. — Εἶπα ὅτι θὰ αὐτοκτονήσω καὶ τώρα μάλιστα.... [Τῷ Φυκάρῃ]. Κύριε Φυκάρη, λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ζητήσω τὴν χεῖρα τῆς ἀνεψιᾶς σας!…

Φυκαρησ. — Ἐπὶ τέλους!.... Ἦλθες ’ς τὰ λογικά σου…

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Ἐσώθην!....

Βαλσαμοσ ἀναχωρῶν. — Τρέχω ν’ ἀναγγείλω τὴν αὐτοκτονίαν σου!…

[Ὁ Δικαῖος καὶ ἡ Μαριγοῦλα δίδουσι τὰς χεῖρας]

Ν. Λασκαρησ