Γεωργικά/Β

Από Βικιθήκη
Γεωργικά
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Βιβλίο Β



Τῆς γῆς τὸ δούλεμα ὡς ἐδώ, καὶ τοὐρανοῦ τἀστέρια·
Καὶ τώρα, Βάκχε, ψάλλω ἐσέ, καὶ τὰ βεργὰ τοῦ λόγγου
Ἀντάμα σου, καὶ τῆς ἐληᾶς, ποῦ ἀξαίνει ὀκνά, τὸ σόϊ.
Ἔλα, ὦ Ληναῖε πατέρα, ἐδὼ - ἐδὼ ποὖνε τὰ πάντα
Γιομᾶτα ἀπὸ χαρίσματα δικά σου, ποῦ γιὰ σένα
Ὁ κάμπος, τὸ χινόπωρο σταφύλια φορτωμένος,
Ἀνθεῖ, κι’ ἀφρίζει στοὺς ληνοὺς τοὺς ξέχειλους ὁ τρύγος -
Ἔλα, ὦ Ληναῖε πατέρα, ἐδώ, στὸ νέον τὸ μοῦστο βούτα
Μαζῆ μου τὰ γυμνὰ μηριὰ σὰ βγάλεις τοὺς κοθόρνους.


Τὸ πρῶτο απ’ ὅλα: στὸν πλασμὸ τῶν δέντρων εἶνε ἡ Φύση
Πολύτροπη· τὶ μερικά, χωρὶς νὰ τὰ ἀναγκάζει
Κανένας, ἀπὸ λόγου τους γεννιῶνται, καὶ τοὺς κάμπους
Σκεπάζουν καὶ τὰ φειδωτὰ ποτάμια• σὰ νὰ είποῦμε:
Οἱ τρυφερὲς οἱ παλιουριές, τὰ λιγερὰ τὰ σπάρτα,
Οἱ λεῦκες, κ’ οἱ ἀσπρογάλανες ἰτιές, ποῦ οἱ φυλλωσιές τους
Λαλοῦν. Καὶ πάλι μερικὰ σὰν πέσει σπόρος χάμου
Φυτρόνουν· ὅπως οἱ ψηλὲς οἱ καστανιὲς κι’ ὁ πρίνος,
Ποῦ γιὰ τὸ Δία τῶν ρουμανιῶν φυλλομανᾶ μεγάλος,
Ἢ καὶ τὰ δέντρα ποῦ οἱ Γραικοὶ στοχάζονται μαντεῖα·
Κι’ ἄλλα, καθὼς οἱ κερασιὲς ἢ κι’ ὁ φτεληᾶς, λογγάρι
Πετοῦν ἀπὸ τὴ ρίζα τους πυκνότατο· στὸν ἴσκιο
Τὸν ἁπλωτὸ τῆς μάννας της τραναίνει ἡ δαφνοπούλα.
Ἔδωκε ἡ φύση στην ἀρχὴ τοὺς τρόπους τούτους μόνο
Καὶ πρασινίζει μ’ αὐτουνοὺς κάθε λογῆς ρουμάνι,
Κάθε λογῆς χαμόδεντρο καὶ τἀγιασμένα δάσα.
Εἶνε ἄλλοι ποῦ στὸ δρόμο της τοὺς βρῆκε ἡ ἴδια ἡ πράξη:
Ὁ ἔνας φυτὰ ἀπὸ τἀπαλὸ τὸ σῶμα τῶν μαννάδων
Ξεσκλίζει καὶ ποθόνει τα σ’ αὐλάκια· μὲς στὸ χῶμα
Ὁ ἄλλος μπήγει τοὺς κορμούς, ἢ καὶ τεταρτιασμένα
Παλούκια, κι’ ἀπὸ μυτερὸ σκληρόξυλο πασσάλους.
Καμπόσα δέντρα καρτεροῦν στὸν τόπο τους νὰ κάμουν
Ζωντανεμένες φυταλιές, καὶ τῶν καταβολάδων
Οἱ ζαβωσιὲς μὲ χώματα νὰ πλακωθοῦν καμπόσα
Τὲς ρίζες δὲ χρειάζονται, καὶ ξέγνοιαστα ὁ κλαδοῦχος
Πάλι στὴ γῆς τὰ ξέκλωνα μπιστεύεται· καὶ ρίζα -
Ὢ τὸ παράξενο ἄκουσμα - ληίτσινη ξεπετάζει,
Ὅταν σκιστεῖ ὁ κουρούπαλος, τ’ ἀπόξερο τὸ ξύλο.
Καὶ θένα ἰδοῦμε τὸ συχνὸ τοὺς κλάδους ἑνοῦ δέντρου
Ἀζήμιωτα νὰ γένονται κλαριὰ ἀλλουνοῦ, νὰ βγαίνουν
Στὲς ἀλλαγμένες ἀχλαδιές τὰ κεντρωμένα μῆλα,
Καὶ στὲς κρανιὲς τὲς γουλιερὲς δαμάσκηνα νὰ ὡρμάζουν.


Ἐμπρὸς λοιπόν, ὦ δουλευτές, τὰ ὀργώματα, ποῦ πρέπουν,
Μαθαίνετε κατὰ σειρὰ καὶ τοὺς καρποὺς τοὺς ἄγριους
Μερῶστε τους μὲ τὴ δουλειά· τόποι ἂς μὴ μένουν χέρσοι.
Καλὸ εἶνε νὰ φυτεύεται στὸν Ἴσμαρον ὁ Βάκχος,
Καὶ νὰ ντυθεῖ μὲ τὲς ἐληὲς ὁ Τάβυρνος ὁ μέγας.
Κ’ ἔλα κ’ ἐσύ, ὦ στολίδι μου, σὺ ποῦ δικαὶως εἶσαι
Τὸ πλιὸ μεγάλο μερτικὸ τῆς δόξας μου, Μαικήνα,
Κυβέρνησέ με στ’ ἀνοιχτὸ τὸ πέλαγο πετῶντας,
Κ’ ἐσὺ μαζῆ μου σύντρεχε τοὺς ἀρχισμένους κόπους.
Στοὺς στίχους μου δεν πιθυμῶ τὰ πάντα ν’ ἀγκαλιάσω,
Οὔτε κι’ ἂν εἶχα στόματα ἑκατὸ κ’ ἑκατὸ γλῶσσες
Καὶ σιδερένια τὴ φωνή. Ἔρχου· σιμὰ στὲς πρῶτες
Ἀκρογιαλιὲς ἀρμένιζε· κοντά μας εἶνε ἡ ξέρη·
Ἐδὼ δὲ θένα σὲ κρατῶ μὲ πλανερὸ τραγούδι
Καὶ μὲ μακρολογήματα κι’ ἀτελείωτα προοίμια.


Τὰ δέντρα ποῦ σηκόνονται στὸ φωτεινὸ βασίλειο
Μονάχα, ἀλήθεια εἶν’ ἄκαρπα, μὰ δυνατὰ κι’ ὡραῖα.
Μπόρεσες βέβαια κρούβονται στὴ γῆς· ἀλλὰ καὶ τοῦτα,
Σὰ κεντρωθοῦν ἢ σὰ στηθοῦν σ’ ἀνασκαμμένο λάκκο,
Ἔτσι ἀλλαγμένα, παραιτοῦν τὸ φυσικό τους τ' ἄγριο,
Κι’ ἀμέσως ὑποτάζονται στὲς τέχνες, ποῦ ἐσὺ θέλεις,
Μὲ τὰ συχνά δουλέματα. Καὶ πράζει κι’ ὅλας ἔτσι
Τὸ δέντρο αὐτὸ ποῦ στέρφικο βλασταίνει ἀπὸ τὲς ρίζες
Τὲς πλιὸ βαθειές, σὰ φυτευτεῖ στοὺς ἀνοιχτοὺς τοὺς κάμπους·
Τώρα τῆς μάννας τῆς ψηλῆς ἡ φυλλωσιὰ κ’ οἱ κλάδοι
Τὸ ἰσκιάζουν καὶ τὸ ροδαμὸ τοῦ παίρνουν σὰ θ’ ἀξήσει,
Καὶ σὰ θὰ κάμει τὸν καρπό, τὸ στίζουν. Μὰ τὰ δέντρα,
Ποῦ ἐγίνηκαν ἀπὸ σπορές ριγμένες, σιγοαξαίνουν
Κ’ ἴσκιο στὰ ἀγγόνια τἀργητὰ θὰ κάμουν. Μπασταρδεύουν
Τὰ μῆλα ποῦ τὰ πρῶτα τους ζουμιὰ ξεχνούν· καὶ βγάζουν
Τσαμπὶ τὰ κλήματα ἄσκημο, ποῦ τὰ πουλιὰ τὸ βόσκουν.


Γιὰ κάθε δέντρο φυσικά πολλοὶ θὰ πᾶνε κόποι:
Ὅλα σ' αὐλάκια θὰ στηθοῦν ἀραδιαστὰ καὶ πρέπει
Νὰ μερωθοῦν μὲ περισσὲς τοῦ δουλευτῆ φροντίδες.
Ὅμως οἱ ἐληὲς ἀπὸ κορμοὺς καλήτερα προκόβουν,
Τἀμπέλια ἀπὸ ριγίσματα καὶ ἀπὸ τὸ πλέριο ξύλο
Τῆς Ἀφροδίτης οἱ μυρτιές. Γεννιῶνται ἀπὸ φυτάρια
Κ’ οἱ δυνατὲς λεφτοκαρυές, κ’ οἱ τρισμεγάλοι φράξοι.
’Ώς καὶ τὸ δέντρο τὸ ἰσκερό, ποῦ τοῦ Ἡρακλῆ στεφάνι
Ἔδωκε, κ’ ἡ βαλανιδιὰ τοῦ Χαονικοῦ πατέρα,
Καὶ τέλος ὅμοια γένονται κ’ οἱ φοινικιὲς οἱ ὁλόρθες,
Καὶ οἱ ἔλατοι ποῦ θένα ἰδοῦν στὴ θάλασσα ἀτυχίες.
Μὰ στὴ ροβὴ τὴν κουμαριὰ φελλιάζεται ρουκάνι
Κάρυνο, καὶ φορτόνονται μῆλα γερὰ οἱ πλατάνοι,
Καὶ τὸ τζιροῦνι κάστανα, κι’ ὁ ὄρνος ἀσπρουλιάζει
Μὲ τὸ λουλούδι τὸ λευκὸ τῆς ἀπιδιᾶς, κ’ οἱ χοίροι
Συχνὰ ἀποκάτου ἀπ’ τὸ φτεληᾶ συντρίβουν τὰ βαλάνια.
Μὰ κέντρωμα καὶ μπόλιασμα δὲ γένονται τὸ ἴδιο:
Τὶ ἐκεί ποῦ ξεπετάζονται τὰ μάτια ἀπὸ τὴ μέση
Τῆς φλούδας καὶ τὰ μαλακά ποκάμισα ξεσκίζουν,
Γένεται ἕνα βαθούλωμα στενὸ στὸν ἴδιον κόμπο,
Κι’ αὐτοῦ ἕνα φύτρο κλεῖ κανεὶς παρμένο ἀπ’ ἄλλο δέντρο,
Καὶ τὸ μαθαίνει μὲ τὸ ὁγρὸ σωφλοῦδι νὰ μυξώσει.
Καὶ πάλι ἀρόζιαστοι κορμοὶ θὲ νὰ κοποῦν καὶ δρόμος
Βαθειὰ στὸ πλέριο θ’ ἀνοιχτεῖ μὲ σφῆνες, κ’ ἐκεῖ μέσα
Τὰ καρπερὰ φελλιάσματα θένα μπηχτοῦν συνέχου.
Καὶ δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς καὶ ξεπετιέται δέντρο
Μεγάλο πρὸς τοὺς ουρανούς μὲ χρήσιμα κλωνάρια,
Καὶ τὲς καινούριες φυλλωσιὲς δὲν παύει νὰ θιαμάζει
Μόνο του καὶ τὰ ὀπωρικὰ ποῦ δὲν εἶνε δικά του.


Δὲν εἶνε κι’ ὅλας μιᾶς λογῆς οἱ δυνατοὶ φτεληάδες,
Τῆς Ἴδας ὁ κυπάρισσος, οἱ ἐτιὲς κ’ οἱ φυσαλλίδες,
Κι’ ὅλες οἱ ἐληὲς οἱ λιπαρὲς τὴν ἴδια εἰδὴ δὲν ἔχουν,
Οἱ λιανοληές, οἱ χοντροληὲς ἢ κ’ οἱ πρικὲς μυρτάδες,
Μήτε τὸ κάθε ὀπωρικὸ κ’ οἱ λόγγοι τοῦ Ἀλκινόου·
Δὲν ἔχουν ἀπάραλλαχτο βλαστάρι τοῦ Κρουστούμνου
Τ’ ἀπίδια καὶ τὰ Συριακὰ καὶ τὰ βαρειὰ δροσᾶτα·
Στὰ δέντρα μας δὲν κρέμονται τὰ ἴδια τὰ σταφύλια,
Ποῦ ἡ Λέσβος ἀπὸ τὲς κλαδιὲς τῶν Μήθυμνων τρυγάει.
Εἶνε ἄσπρα Μαρεωτικὰ καὶ Θασιακὰ σταφύλια,
(Ἁρμόζουν κεῖνα στὰ παχειὰ τὰ χώματα καὶ τοῦτα
Στὰ πλιὸ φτωχά) καὶ Ψιθικὰ γιὰ τὸ σταφιδοκράσι
Χρήσιμα, καὶ λιανάρατα λαγωνικά, ποῦ πόδια
Θένα κλονίσουν κάποτε καὶ γλῶσσες θὰ μπερδέψουν,
Καὶ ἅλικα καὶ πρωτόλουγα. Καὶ σὲ μὲ τί τραγοῦδι
Θένα σὲ ψάλλω Ραιτικό; μὰ μὴ φιλονικήσεις
Γι’ αὐτὸ μὲ κρασομάγαζα Φαλερνικά. Καὶ κάνει
Κρασιὰ γερὰ κι’ ἀχάλαστα τ’ Ἀμενειακὸ τὸ κλῆμα,
Ποῦ ὁ Τμωλικὸς τὰ προσκυνᾶ καὶ τῶν Φανῶν ὁ ρῆγας.
Καὶ ὑπάρχει καὶ τὸ μικροστὸ τ’ Ἀργίτικο σταφύλι,
Ποῦ ἀντάμα του δὲ μάχεται κανένα γιὰ νὰ δώσει
Τόσους χυμοὺς καὶ δὲ βαστᾶ τοὺς χρόνους σὰν ἐκεῖνο.
Καὶ σέ, Ροδίτη, ποῦ οἱ θεοὶ καὶ τὰ στερνὰ τραπέζια
Σὲ δέχονται, χαρούμενα, δὲ θὰ σὲ λησμονήσω,
Καὶ μήτε ἐσένα, Ἀγούμαστε, μὲ τὰ παχειὰ τσαμπιά σου.
Μὰ δὲ βολεῖ νὰ μετρηθοῦν πόσες λογὲς ὑπάρχουν,
Καὶ πόσα εἶνε τὰ ὀνόματα· κι’ οὔτε νὰ λογαριάσεις
Τὸν ἀριθμὸ δὲν ὠφελεῖ· κι’ αὐτός, ποῦ θὰ θελήσει
Νὰ τὸν γνωρίσει, ἀποθυμᾶ νὰ ξέρει πόσους ἄμμους
Τῆς θάλασσας τῆς Λιβυκῆς ὁ Ζέφυρος ταράζει.
Ἤ, σύντα τὰ πλεούμενα χτυπάει δεινὸς ὁ Εὖρος.
Πόσα πετιῶνται κύματα στὰ Ἰονικὰ ἀκρογιάλια.


Καὶ δὲ μποροῦν σὲ κάθε γῆς τὰ πάντα νὰ βλασταίνουν:
Στοὺς ποταμοὺς γεννιῶνται οἱ ἰτιές καὶ στοὺς χοντροὺς τοὺς βάλτους
Οἱ σκλῆθροι, κι’ ὁ ὄρνος ὁ ἄκαρπος στὰ πετρερὰ τὰ ὄρη.
Κ’εἶνε οἱ μυρτιῶνες στοὺς γιαλοὺς πασίχαροι· καὶ τέλος
Ὁ Βάκχος τὲς ἀνίσκιωτες ραχούλες ἀγαπάει
Καὶ προτιμοῦν οἱ σμιλακιὲς βορηάδες καὶ κρυάδες.
Ἰδὲς τὴ γῆς ποῦ δουλευτὲς κοσμοακρινοὶ ἡμερόνουν,
Ἰδὲς πρὸς τὴν Ἀνατολή τοὺς τόπους τῶν Ἀράβων,
Ἰδὲς καὶ τοὺς χρωματιστοὺς τοὺς Γελωνούς: τὰ δέντρα
Ἔχουν πατρίδες ξέχωρες. Γεννᾶ μονάχη ἡ Ἰνδία
Τὸν ἀμπανὸ τὸ μελανό, καὶ μοναχὰ οἱ Σαβαῖοι
Ἔχουν τὲς λιβανόβεργες. Γιατὶ νὰ σοῦ ἀναφέρω
Τὲς ρῶγες τοῦ ἀγκαθόδεντρου, ποῦ πάντα πρασινίζει.
Κι’ ἀκόμα καὶ τὰ βάλσαμα, ποῦ ἀπὸ τὸ μυρωμένο
Τὸ ξύλο ἱδρόνουν; καὶ γιατὶ τῆς Αἰθιοπιᾶς τὰ δάση,
Ποῦ γραβανὰ τὰ καταντᾶ τὸ μαλακὸ μαλλί τους;
Καὶ πῶς οἱ Σῆρες τὰ ψιλὰ σπιλίγγια ξεχτενίζουν
Ἀπὸ τὰ φύλλα, ἢ τὶ δρυμὰ φυτρόνουν στην Ἰνδία,
Ποὖνε σιμὰ στὸν Ὠκεανό, κατάνακρο τοῦ κόσμου
Στρογγύλωμα, ποῦ ἐκεῖ ἡ ριξιὰ τῆς σαγιττιᾶς νὰ φτάσει
Δὲ δύναται τὰ πλιὸ ψηλὰ τοῦ ἀνεμισμένου δέντρου,
Ἂν καὶ ὁ λαός της δὲν ἀργεῖ ταρκάσι νὰ φορέσει;
Βγάζει ἡ Μηδία ξυνόζουμα καὶ τὴν πολλήωρη γέψη
Τοῦ βλογημένου μήλου της, ποῦ γλιγωρότερά του,
Σύντα λικάζουν φοβερὲς οἱ μητρυιὲς τὲς κοῦπες
[Καὶ σμίγουν μὲ τὰ βότανα τὰ βλαβερὰ τὰ ξόρκια,]
Τίποτα τόσο δὲ βοηθᾶ καὶ τίποτα δὲ διώχνει
Ἀπὸ τὰ μέλη τ’ ἄρρωστα τὰ σκοτεινὰ φαρμάκια.
Εἶνε τρανὸ τὸ δέντρο αὐτὸ καὶ στὴν εἰδὴ τὴ δάφνη
Μοιάζει πολύ, καὶ θἄτανε κ’ ἐκεῖνο δάφνη, ἀνίσως
Τρογύρου του δὲν ἔρριχτε μιὰν ἄλλη μοσκοβόλια.
Ποτὲ κανένας ἄνεμος δὲν τοῦ ριπίζει φύλλα,
Καὶ τ’ ἄνθια του εἶνε κρατερὰ περσότερο παρὰ ἄλλα·
Τὸ χνῶτο καὶ τὸ στόμα τους, ποῦ ζαίνει, τὰ βαϊλεύουν
Μ’ ἐκεῖνα οἱ Μῆδοι κ’ ἔλεξες γιατρεύουν τῶν γερόντων.


Μὰ ἂς μὴν παλεύει μήτε ἡ γῆς ἡ πάμπλουτη σὲ δάσα
Τῶν Μήδων, μήτε κι’ ὁ ὄμορφος ὁ Γάγγης, μήτε ὁ Ἕρμος,
Ποῦ τρέχει ἀπὸ τὸ μάλαμα θολός, γιὰ τοὺς ἐπαίνους
Τῆς Ἰταλίας, οὔτε κ’ οἱ Ἰνδοί, κι’ οὔτε τὰ Βάκτρα, κι’ ὅλη
Ἡ Παγχαΐα μὲ τοὺς παχειοὺς λιβανοφόρους ἄμμους.
Τούτην τὴ γῆς δὲν ὄργωσαν δαμάλια ποῦ ἐφυσοῦσαν
Φλόγες ἀπὸ τἀρθούνια τους γιὰ νὰ σπαρθοῦν τὰ δόντια
Τἀφύσικου τοῦ χείλυδρα· κοντάρια καὶ μουριόνια
Πυκνὰ ποτὲ δὲν πρόβαλαν σ’ ἀνθρώπινα φυτάρια,
Μὰ τὴ γιομίζουν τὰ ζουμιὰ τὰ Μασσικὰ τοῦ Βάκχου
Καὶ τὰ βαρειὰ τὰ ὀπωρικά, κι’ οἱ ἐληὲς καὶ τὰ κοπάδια
Τὰ πρόσχαρα σκεπάζουν την. Ἐδῶθε τοῦ πολέμου
Τὸ ἄτι στοὺς κάμπους χύθηκε μὲ τὸ λαιμό τἀψήλου·
Ἐδῶθε τὸ τρανώτερο σφαγάρι τὸ δαμάλι,
Κλιτοῦμνε, κ’ οἱ κατάλευκες κοπές, ποῦ στὰ νερά σου
Τἀγιαστικὰ πολλὲς φορὲς λουστῆκαν, ὁδηγοῦσαν
Στῶν ἀθανάτων τοὺς ναοὺς Ρωμαϊκοὺς θριάμβους.
Ἐδὼ εἶνε ἀδιάκοπη ἄνοιξη, κι’ ἀκόμα καλοκαῖρι
Σ’ ἀνάντιους μῆνες, δυὸ φορὲς γεννοῦν οἱ προβατίνες,
Καὶ δυὸ φορὲς μὲ τοὺς καρποὺς μᾶς ὠφελεῖ τὸ δέντρο.
Μὰ λείπει καὶ τὸ τρομερὸ τῶν λιονταριῶν τὸ σόϊ
Κ’ οἱ λυσσασμένοι τίγριδες· ποτὲ τοὺς μαζωχτάδες
Τοὺς ἄτυχους δὲν ἀπατοῦν φαρμακερὰ βοτάνια,
Καὶ δὲ διαβαίνει κατὰ γῆς, γοργά, τεράστιες γῦρες
Μήτε μὲ τόσο σύρσιμο δὲ γένεται κουλούρα
Τὸ φείδι τὸ λεπιδωτό. Καὶ σμίξε κι’ ὅλας τόσες
Χῶρες εὐγενικώτατες, καὶ τὴ δουλειὰ τῶν χτίριων,
Καὶ τόσα κάστρα, ποῦ ἔστησε τὸ χέρι στὰ χαράκια
Τ’ ἀπόγκρεμα, καὶ ποταμούς ποῦ βρέχουν στὰ θεμέλια
Τἀρχαῖα τειχιά. Τὸ πέλαγο νὰ μελετήσω ἐκεῖνο,
Ποῦ ἀπὸ τἀπάνου βρέχει την, ή τἄλλο τἀποκάτου;
Ἢ καὶ τὲς τόσες λίμνες της; Ἐσέ, ὦ μεγάλε Λάριε,
Κ’ ἐσένα ποῦ μὲ κύματα φουσκόνεις, ὦ Βηνάκε,
Καὶ μὲ βοὲς θαλασσινές; Ἢ καὶ νὰ μελετήσω
Τὲς ἔπαρσες ποῦ ἐβάλθηκαν στὸ Λάκκο τὸ Λουκρῖνο,
Καὶ τὰ λιμάνια, καὶ τ’ ἀφριὰ, ποῦ δυνατὰ βροντῶντας,
Ἀγαναχτοῦν σ’ ἐκεῖνο ἐκεῖ τὸ μέρος, ὅπου ἀχάει
Τὴν ἄρμη ξαναχύνοντας τὸ Ἰουλιανὸ τὸ κύμα
Κι’ ὁ σάλος μπαίνει ὁ Τυρρηνὸς στὸ στένωμα τοῦ Ἀόρνου;
Ἐκείνη κι’ ὅλας ἀσημιοῦ κατεβασιὲς μᾶς δείχνει
Στὲς φλέβες της καὶ μέταλλα χαλκοῦ καὶ τὸ χρυσάφι
Πλήθιο στοὺς τράφους της κυλᾶ· κι’ αὐτή τ’ ἀψὺ τὸ σόϊ
Τοὺς Μάρσους, τὴ Σαβινιακὴ τὴ νεολαία, τοὺς Οὐόλσκους
Ποῦ μὲ σουβλὶ ἀρματόνονται, τὸ Λιγυρίτη κι’ ὅλας
Ποῦ θρέφεται μὲ τοὺς καρπούς, ἐγέννησεν, ἐκείνη
Τοὺς Λέκιους, καὶ τοὺς Μάριους, καὶ τοὺς τρανοὺς Καμίλλους,
Καὶ τοὺς σκληροὺς στὸν πόλεμο Σκηπίωνες, καὶ σένα,
Ὦ τρισμεγάλε Καίσαρα, ποῦ νικητὴς πλιὰ τώρα,
Ξεδιώχνεις τὸν ἀπόλεμον Ἰνδὸ μές τῆς Ἀσίας
Τὲς τελευταῖες ἀκρογιαλιὲς ἀπ’τὰ καστριὰ τῆς Ρώμης.
Γειά σου, μεγάλη τῶν καρπῶν μητέρα, ὦ γῆς τοῦ Κρόνου,
Μεγάλη μάννα τῶν ἀντρῶν, γιὰ σένα τώρα ἀρχίζω
Πρᾶμα παλαιόθε ἐπαινετὸ καὶ τέχνης ἔργο, πρῶτος
Τολμῶντας ἄχραντες πηγές ν’ ἀνοίξω, καὶ τραγοῦδι
Ἐγὼ θὰ ψάλλω Ἀσκραϊκὸ στὲς χῶρες τῶν Ρωμαίων.


Καὶ τώρα γιὰ τὰ διώματα τῶν χωραφιῶν θὰ λέω:
Οἱ δύναμες τοῦ καθενοῦ ποιὲς εἶνε, ποιὸ τὸ χρῶμα,
Στὸ φυσικὸ τοῦ καθενοῦ τί πράματα ταιριάζουν.
Καὶ πρῶτο οἱ ράχες οἱ κακὲς καὶ τ’ ἄτσαλα λιβάδια,
Ὅπου λευκάργες ἄκαρπες ὑπάρχουν καὶ στρυνάρι
Στἀγκαθερὰ τὰ γήπεδα, παλλαδικὰ ἐλαιοστάσια
Χαίρονται μακροζώητα· κι’ ἀπόδειξη εἶνε ὁ ληάστρος,
Ποῦ ξεφυτρόνει ἀρίφνητος σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τόπους,
Κ’ οἱ λαγγαδιὲς ποῦ μὲ σπειριὰ λογγίσια εἶνε στρωμένες.
Μὰ τὰ παχειὰ τὰ χώματα, ποῦ ἀπὸ γλυκὲς ἰκμάδες
Γελοῦν: ὁ κάμπος ποῦ γεννᾶ πολὺ πυκνὸ χορτάρι,
Καὶ ποὖνε πλούσιος τὴ σοδειά - καθὼς συχνὰ στοὺς λάκκους
Τοὺς βαθουλοὺς κάθε βουνοῦ τὸν βλέπουμε· ὅπου τρέχουν
Ἀπὸ τοὺς βράχους τοὺς ψηλοὺς οἱ ποταμοὺ ποῦ φέρνουν
Τὲς χούμουλες τὲς καρπερές - αὐτὸς ὁ κάμπος, ποὖνε
Στὸ νότιον ἄνεμο ἀνοιχτὸς καὶ ποῦ τὸ βράχλο βγάζει,
Τὸ μισητὸ ἀπὸ τἄλατρο: - μιὰ μέρα αὐτὸς ἀμπέλι
Θὰ σοῦ χαρίσει δυνατό, ποῦ θένα χύνει πλήθιον
Τὸ Βάκχο, ἐκεῖνος καρπερὸς θένἆνε σὲ σταφύλια,
Αὐτὸς θὰ δίνει τὰ πιοτὰ ποῦ ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια,
Χύνουμε, σὰν ὁ Τυρρηνὸς ὁ σαρκερὸς σημαίνει
Τὸ φίλντισί του, στοὺς βωμοὺς σιμά, καὶ σὲ πινάκια
Ἀδειάζουμε ὁλοστρόγγυλα τὰ σπλάχνα ποῦ καπνίζουν.
Ἀλλὰ ἂ μοσκάρια καὶ κοπές σὺ προτιμᾶς νὰ βόσκεις,
Ἢ καὶ τὲς γέννες τῶν ἀρνιῶν, ἢ γίδια ποῦ ἀφανίζουν
Τὲς μερωσιές, τὰ λογγερὰ βουνὰ καὶ τοῦ Ταράντου
Τὰ ξέμακρα τὰ καρπερὰ θένα ζητᾶς, ἢ βρίνες,
Ὅμοιες μὲ κείνες ποῦ ἔχασεν ἡ δύστυχη Μαντύη,
Ποῦ στὸ χλωρὸ τὸν ποταμὸ χιονάτους κύκνους θρέφει·
Ἐκεῖ οὔτε βρύσες διάφανες οὐδὲ γρασίδια λείπουν
Γιὰ τὰ κοπάδια, κι’ ὅσο τρῶν τὰ βώδια τὲς μεγάλες
Μέρες, σὲ μόνη μιὰ νυχτιὰ μικρὴ τὸ ξανακάνει
Ἡ κρύα δροσιά. Συχνότατα τὸ χῶμα ποὖνε μαῦρο
Καὶ ποὖνε κι’ ὅλας ξυγγερνὸ σὰν τ’ ἄλατρο τὸ σκίζει,
Κ’ εἶνε στὸ βάθος του σαπρό, (ἐμεῖς καλλιεργώντας
Αὐτὸ βέβαια ἀντισκόνουμε), ταιριάζει κάλλιο ἀπ’ ὅλα
Γιὰ στάρια. Ἀπ’ ἄλλο δὲ θὰ ἰδεῖς λιβάδι νὰ γυρίσουν
Πλειότερα ἁμάξια μὲ ὀκνηρὰ δαμάλια σπίτι πάρεξ
Ἐδῶθε, ἢ κι’ ὅθε ὁ ἀλατρευτὴς ὁ ἀράθυμος λογγάρι
Κουβάλησε καὶ τὰ δεντρὰ τἀνέφελα γιὰ χρόνια
Ἔρριξε καὶ μὲ τοὺς κορμοὺς τοὺς χαμηλοὺς τἀρχαῖα
Τὰ σπίτια τῶν πετούμενων ἐγκρέμισε. Τἀψήλου
Ἐκεῖνα τότες τὲς φωληὲς ἀφίνοντας πετάξαν,
Μὰ ὁ ἀδρὺς ὁ κάμπος ἔλαμψε μὲ τὸ γυννὶ σκισμένος.
Τὶ μόλις δεντρολίβανο τῶν μελισσῶν χαρίζει
Καὶ ψωροδάφνες χαμαειδὲς στὰ πλάγια ἡ στρυναρόγης
Ἡ νηστικιά· κι’ ὁ γριτσερὸς ὁ τοῦφος, κ’ ἡ λευκάργα
Ποῦ οἱ χείλυδρες οἱ μελανοί τὴν κατατρῶν, καυκιῶνται
Πῶς ἄλλος κάμπος ὅμοια τους γλυκειὰ θροφῆ δὲ δίνει
Κι’ ἀπόζαβους δὲν προβοδᾶ κρουψιῶνες γιὰ τὰ φείδια.
Κ’ ἡ γῆς ποῦ ἀχνοὺς πετούμενους καὶ σύγνεφο ἀναδίνει
Ψιλό, καὶ πίνει τὸ νερὸ καὶ σὰ θελήσει πάλι
Τὸ ξαναβγάζει μόνη της, ποῦ πάντα μὲ δικό της
Ντύνεται καταπράσινο γρασίδι καὶ δὲ βλάφτει
Μὲ ρόβιασμα τὸ σίδερο καὶ μὲ σκουριὰ χαλάστρα,
Αὐτὴ μιὰ μέρα τὸ φτεληᾶ θενὰ σοῦ περιπλέξει
Μὲ κλήματα χαρούμενα, λαδιάρικη εἶνε ἐκείνη,
Καὶ πῶς αὐτὴ εἶνε βολικιὰ γιὰ πρόβατα θὰ νοιώσεις
Ὀργόνοντας, κ’ ὑπόμονη στ’ ἀγγυστρωτὸ τ’ ἀλέτρι.
Τέτοια ὑννιατίζει χώματα κ’ ἡ πάμπλουτη Καπύη,
Κ’ οἱ τόποι ποῦ τὰ διάσελλα τοῦ Βεσουβίου γγίζουν,
Κι’ ὁ ποταμὸς ποὖν’ ἄδικος στὲς ἔρημες Ἀχέρρες.
Τώρα θὰ εἰπῶ πῶς κάθε γῆς μπορεῖς ν’ ἀναγνωρίζεις:
Ἂν εἶνε ἀνάλαφρη ζητᾶς ἢ ἂν εἶνε πάρα πλέρια; -
Γιατὶ προκόβουν τὰ σπαρτὰ στὴ μιὰ στὴν ἄλλη ὁ Βάκχος,
Στὴν πλέρια κάλλιο ἡ Δήμητρα, στὴν ἀλαφριὰ ὁ Λυαΐος· =
Τὸ πρῶτο μὲ τὰ μάτια σου τὸ μέρος θὰ διαλέξεις,
Καὶ θὰ προστάζεις νὰ σκαφτεῖ στὴν κορασίδα λάκκος,
Καὶ πάλι ὅλα τὰ χώματα θὰ ξαναρρίξεις μέσα
Καὶ μὲ τὰ πόδια στὴν κορφὴ θενὰ τὰ ἰσιοβολήσεις·
Ἀνίσως λείψουν, ἀλαφρὺ τὸ ἡμέρωμα θενἆνε,
Γιὰ πρόβατα πλιὸ ταιριαστὸ καὶ θρεφτικὰ σταφύλια,
Μὰ ἀνίσως καὶ στὸν τόπο τους νὰ ξαναπᾶν δὲ θέλουν,
Καὶ σὰν οἱ μοῦρσες γιομιστοῦν περσέψει ἡ γῆς, χωράφι
Βαρὺ θὰ γένει· λιπαρὲς ἀπανωσιὲς καὶ σβώλους
Κακόβγαλτους περίμεινε, καὶ σκίσε μὲ δαμάλια,
Ἄξια τὴ γῆς. Μὰ τἀρμυρὸ τὸ χώμα, ποῦ τὸ κράζουν
Πρικό, ποὖν’ ἀτυχώτατο γιὰ τοὺς καρπούς (ἐκεῖνο
Μ’ ὄργωμα δὲ μερόνεται, μηδὲ τὸ σόϊ τοῦ Βάκχου
Φυλάει, μηδὲ τοῦ ὀπωρικοῦ τὄνομα) τέτοιο δεῖγμα
θὰ δώκει: - Ἀπὸ τὸ στέγασμα τὸ καπνιστὸ καλάθια
Πυκνόπλεχτα καὶ σταφυλιῶν κατέβασε στραγγίστρες,
Κι’ αὐτοῦ τὸ χῶμα τὸ κακό πιλάχτησε ὡς τὸ χεῖλο
Καί βρυσικὰ γλυκόνερα μαζῆ. Θὲ νὰ ξεφύγει
Τὸ νέρωμα ὅλο θετικὰ καὶ θὰ διαβοῦν μεγάλες
Σταλαγματιὲς ἀνάμεσα στὲς βέργες τὲς πλεγμένες,
Μὰ ἡ γέψη θἆνε φανερὸ γνώρισμα καὶ τὸ στόμα
Τἄχαρο τῶν δοκιμαστῶν πρικάδα θὰ ζαβώσει.
Κι’ ὁμοίως ποιὰ γῆς εἶνε παχειὰ γνωρίζουμε σὲ τοῦτον
Τὸν τρόπο: δὲ σκορπᾶ ποτέ, στὰ χέρια ὅταν τὴν πλάθεις,
Μὰ σοῦ κολλᾶ στὰ δάχτυλα, κρατῶντας την, σὰν πίσσα.
Θρέφει χορτάρια πλιὸ τρανὰ ἡ ὁγρή, καὶ μάλιστα εἶνε
Περσότερο ἀπὸ τὸ σωστὸ καλόρεχτη - ἀχ ἐκείνη
Γιὰ μὲ ἂς μὴν εἶνε καρπερὴ πάρα πολὺ καὶ πάρα
Δυναμωμένη ἂς μὴ δειχτεῖ στὰ πρώτα της ἀστάκια!
Ποιὰ εἶνε βαρειὰ καὶ ποιὰ ἀλαφρυὰ τὸ ἴδιο της τὸ βάρος
Ἀμίλητα τὸ μολογᾶ· κι’ ἀμέσως μὲ τὸ μάτι
Ἡ μαύρη ξεχωρίζεται καὶ κάθε μιᾶς τὸ χρῶμα.
Ἀλλὰ εἶνε δύσκολο νὰ βρεῖς τὴ δολερὴ κρυάδα:
Ὡς τόσο μόνο οἱ σμιλακιές, οἱ βλαβερές, κ’ οἱ πεύκοι,
Κ’οἱ κίσσερες οἱ μελανοὶ τὰ χνάρια της σοῦ δείχνουν.


Ἀφοῦ σὲ τοῦτα ἐπρόσεξες, θυμήσου ν’ ἀναβράσεις
Πολὺ πρωτήτερα τὴ γῆς καὶ νὰ σουδοκοπήσεις
Τὰ τρισμεγάλα τὰ βουνά, καὶ στὸ βορηὰ τοὺς σβώλους
Πρωτήτερα τἀνάσκελα ν’ ἁπλώσεις, πρὶν ριγίσεις
Πρόσχαρο γένος ἀμπελιοῦ. Πολὺ καλοὶ εἶνε οἱ κάμποι
Μὲ τὰ σαπρὰ τὰ χώματα: κι’ αὐτὸ τὸ κατορθόνουν
Οἱ ἀέριδες κ’ οἱ παγερὲς πάχνες κι’ ὁ νευρωμένος
Σκαφτηᾶς ἀνασκαλεύοντας τονιὲς ξεσφαλλισμένες.
Ἀνίσως κι’ ὅλας μερικοὶ δὲν ἀμελοῦν καμίαν
Ἔγνοια, πρωτήτερα ζητοῦν παρόμοιος νἆνε ὁ τόπος,
Ὅπου τὸ πρῶτο τὸ φυτὸ τῶν δέντρων ἑτοιμάζουν,
Μ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὰ δεχτεῖ σὲ λίγο χωρισμένα,
Μήπως τὴ μάννα ποῦ ἄλλαξε δὲ στρέξουν νὰ γνωρίσουν.
Ὡς καὶ τὸ μέρος τοὐρανοῦ στὴ φλοῦδα σημαδεύουν,
Γιὰ νὰ στηθεῖ κάθε δεντρὸ στὸν τρόπο ποῦ ἐστεκότουν,
Μὲ τὸ ἴδιο μέρος νὰ βαστᾶ τὰ κάματα τοῦ Νότου
Μὲ τὸ ἴδιο μέρος νὰ γυρνᾶ τὲς πλάτες του στὸν πόλο·
Τόσο μπορεῖ τὸ μάθημα στὴν τρυφερὴ ἡλικία.
Καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα ρώτησε ποῦ πρέπεται τἀμπέλι
Νὰ φυτευτεῖ· καλήτερα στὲς ράχες ἢ στὸ σιάδι·
Κι’ ἂ λιβαδιοῦ θρεφτάρικου διαλέξεις τὰ χωράφια,
Φύτευε τότες τὲς κλαδιὲς πυκνές· πλιὸ ὀκνὸς ὁ Βάκχος
Δὲ γένεται μὲ τὴν πυκνὴ καρποφορά· κι’ ἂν πάλι
Διαλέξεις ἕνα γήπεδο ροβολητὸ μὲ ράχες
Ἢ καὶ βουνάκια πλαγιαστά, στὰ ὀρδίνια δῶκε χάρη.
Μὰ πάντα οἱ δρόμοι, ποῦ λοξὰ τοὺς κόβουν ἄλλες στράτες,
Θὲ νἆνε τέλεια ταιριαστοὶ στὰ φυτεμένα δέντρα.
Κι’ ὅπως, ὅταν τὲς σπεῖρες της ξεδίπλωσε τοῦ μάκρου
Ἡ λεγεώνα γιὰ τρανὸν ἀγώνα καὶ τἀσκέρι
Ἐστάθηκε στὸν ἀνοιχτὸν τὸν κάμπο κ’ οἱ γραμμές του
Εἶν’ ἴσιες, κι’ ἀπὸ τὸ χαλκὸ ποῦ ἀστράφτει κυματίζει
Μακρόθε ἡ γῆς ὁλάκερη, κ’ οἱ τρομερὲς οἱ μάχες
Ἀκόμα δὲν ἐμάνισαν, μὰ ἀνάμεσα στὰ ὅπλα
Περιπλανιέται δίβουλος ὁ Ἄρης, ἔτσι οἱ δρόμοι,
Ποῦ ὁλοῦθε θἆνε ὁμοίως πλατειοί, θὰ διαχωρίζουν ὅλα.
Κι’ ὄχι γιὰ νἄβρει μοναχὰ στὴν ἀδειανὴ τὴ θέα
Κάποια ξεφάντωση ἡ ψυχή, ἀλλὰ γιατὶ δὲ δίνει
Ἀλλοιῶς τὲς ἴδιες δύναμες ἡ γῆς σὲ κάθε κλῆμα,
Καὶ δὲ θὰ μπόρειαν οἱ κλαδιές ν’ ἁπλώσουν μέσα στἄδεια.


Ἴσως ρωτᾶς τὶ βάθωμα ταὐλάκια πρέπει νἄχουν;
Θὰ τόλμουνα νὰ μπιστευτῶ τὸ κλῆμα σὲ σαϊττάρι
Στενό· τὸ δέντρο μπήγεται βαθύτερα στὰ σπλάχνα
Τῆς γῆς, κι’ ὁ πρῖνος μάλιστα, ποῦ ὅσο μὲ τὴν κορφή του
Στοῦ αἰθέρα ἁπλόνει τὲς πνοές, καὶ μὲ τὴ ρίζα τόσο
Ἔρχεται πρὸς τὰ Τάρταρα· γι’ αὐτὸ μήτε ὁ χειμῶνας,
Μήτε βροχάδες κι’ ἄνεμοι δὲ θὰ τὸν ἀνασπάσουν,
Ἀλλὰ θὰ μείνει ἀσάλευτος καὶ θένα καταβάλει
Στὸ δούρημα πολλότατους ἀπόγονους κ’ αἰῶνες.
Ἀφίνοντας πολλὲς γενιὲς ἀνθρώπων νὰ διαβαίνουν,
Καὶ τότες πέρα ἁπλόνοντας τὰ μπράτσα καὶ τοὺς κλώνους
Τοὺς δυνατούς, ὁλόγυρα τὸν ἀπεικὸ τὸν ἴσκιο
Αὐτὸς στὴ μέση στέκοντας βαστᾶ μὲ τὸν κορμό του.


Τἀμπέλι ἂς μὴ σοῦ προσκυνᾶ τὸν ἥλιο ποῦ καθίζει,
Κι’ ἀνάμεσα στὰ κλήματα λεφτοκαρυὲς μὴ βάλεις,
Καὶ μὴ διαλὲς τὲς πλιὸ ψιλὲς βεργοῦλες καὶ μὴ σπάσεις
Ρίγια ἀπὸ τὰ ψηλότερα τοῦ δέντρου (τόσος εἶνε
Τῆς γῆς ὁ πόθος). Τὰ φυτὰ μὴ βλάφτεις μὲ λεπίδι
Πατσὸ καὶ κλώνους ἀγριλιοῦ στὴ μέση μὴ φυτεύεις,
Τὶ οἱ ξέφρονες οἱ πιστικοὶ συχνὰ νὰ πέσει ἀφίνουν
Φωτιά, ποῦ πρῶτα κλέφτικα στὴ λαδερὴ τὴ φλοῦδα
Κρουμμένη, ἀνάφτει τοὺς κορμοὺς καὶ παίρνοντας τὰ φύλλα
Βροντᾶ ἀπεικὰ στὸν οὐρανὸ κι’ ἀπέκειθε ἀκλουθῶντας
Στοὺς κλάδους καὶ στὲς ὑψηλές κορφάδες βασιλεύει
Νικήτρα, κι’ ὅλο τὸ δεντρὸ τυλίγει μὲ τὲς φλόγες,
Κι’ ἀπὸ τὴν πίσσινη καπνιὰ πυκνό, μελανιασμένο
Γνέφι πελλεῖ στοὺς οὐρανούς, καὶ μάλιστα ἂν φουρτούνα
Πέσει στὰ δάσα ἀπὸ ψηλά, καὶ συμμαζέψει ὁ ἀέρας
Τὲς πυρκαϊὲς καὶ φέρει τες· καὶ σύντα γένει τοῦτο
Ἀπὸ τὴ ρίζα δὲ φελοῦν καὶ νὰ συνέρθουν πάλι
Τὰ κούρβουλα ποῦ ἐκόπηκαν δὲ δύνανται, καὶ μήτε
Ὅμοια καὶ πάλι ἀπὸ τὴ γῆς νὰ πρασινίσουν· μένει
Τἀγρίλι μόνο τἄχαρο μὲ τὰ πρικὰ τὰ φύλλα.


Κανένας συμβουλάτορας ἂς μὴ σὲ καταπείσει,
Ὅσο κι’ ἂν εἶνε γνωστικός, τοὺς κάμπους τοὺς πημένους
Ν’ ἀνασκαλέψεις, σὰ φυσᾶ Βορηᾶς, γιατὶ ὁ χειμῶνας
Τότες μὲ πάγο κατακλεῖ τὴ γῆς καὶ δὲν ἀφίνει
Τὴ ρίζα ποῦ μορφόνεται, σύντα θαφτεῖ τὸ ρίγι.
Μέσα στὸ χῶμα νὰ μπηχτεῖ. Τὴν κοκκινοβαμμένη
Τὴν ἄνοιξη, σὰν ἔρχεται τὸ κάτασπρο λελέκι,
Ποῦ τὸ μισοῦν τὰ μακρουλὰ τὰ φείδια, τότες εἶνε
Ἡ πλιὸ καλήτερη ἐποχὴ γιὰ νὰ φυτέψεις κλῆμα,
Ἢ καὶ μὲ τοῦ χινόπωρου τὲς πρώιμες κρυάδες,
Ὅταν ὁ ἥλιος ὁ γοργὸς δὲ γγίζει ἀκόμα τἄστρα
Τῆς χειμωνιᾶς μὲ τἄλογα. κ’ ἔχουν περάσει οἱ κάψες.
Ἡ ἄνοιξη ξεχωριστὰ στὲς φυλλωσιὲς τῶν δέντρων,
Ἡ ἄνοιξη εἶνε χρήσιμη στὸ λόγγο. Ἡ γῆς φουσκόνει
Τὴν ἄνοιξη κι’ ἀποζητᾶ τοὺς σπόρους ποῦ βλητρόνουν.
Τότες ὁ παντοδύναμος Αιθέρας, ὁ πατέρας,
Στὸν κόρφο τῆς χαιράμενης συμβίας του κατεβαίνει
Μὲ τὲς βροχὲς τὲς καρπερές, καὶ θρέφει κάθε βλάστα,
Ὁ μέγας ποῦ ἀνταμόνεται μὲ τὸ κορμὶ τὸ μέγα.
Καὶ τότες ἀπὸ τὰ πουλιὰ τὰ λάλα ἀχολογᾶνε
Τὰ ξακρισμένα τὰ βεργὰ καὶ τὰ κοπάδια τότες
Τὴν Ἀφροδίτη ἀποζητοῦν στὲς διορισμένες μέρες.
Γεννοβολᾶ τὸ θρεφτικὸ χωράφι, καὶ στὲς αὖρες
Τὲς χλιαρὲς τοῦ Ζέφυρου τὸν κόρφο ἡ γῆς ἀνοίγει.
Χυμὸς καινούριος περισσὸς εἶνε σὲ κάθε δέντρο,
Στὲς νέες λιακάδες ἄφοβα μπιστεύονται τὰ φύτρα,
Δὲν τρέμει τἀμπελόκλαρο μὴν ὁ νοτιᾶς φυσήσει,
Ἡ τὲς βροχάδες ποῦ ὁδηγοῦν στὸν οὐρανὸ βορηάδες
Τρανοί, ἀλλὰ μάτια ξεπετᾶ κι’ ἀνοίγει ὅλα τὰ φύλλα.
Λέγω πῶς δὲν ἀνάφαναν στὴν πρώτη ἀρχὴ τοῦ κόσμου
Ποῦ ἐγένοτουν, ἀλλοιώτικες ἡμέρες καὶ δὲν εἶχαν
Ἄλλη σειρά. Ἦταν ἄνοιξη· τὴν ἄνοιξη ἡ μεγάλη
Σφαῖρα ἐχαιρότουν, τὲς πνοὲς τὲς κρύες ἀντικρατοῦσαν
Οἱ Εὖροι, σὰν ἐρούφηξαν τὸ φῶς τὰ ζᾶ τὰ πρῶτα,
Καὶ τῶν ἀνθρώπων πρόβαλε τὸ χωματένιο γένος
Ἀπὸ τὴ γῆς τὴ χέριση τὴν κεφαλή, καὶ τἆστρα
Στοὺς οὐρανοὺς ἐρρίχτηκαν καὶ τὰ θεριὰ στοὺς λόγγους.
Δὲ θὰ μποροῦσαν τἀπαλὰ φυτάρια νὰ βαστάξουν
Τοὺς κόπους τους τοὺς τωρεινούς, ἂ δὲν ἐρχότουν τόσος
Ἀναπαμὸς ἀνάμεσα στὸ κρύο καὶ στὴν κάψα,
Κ’ ἡ καλωσύνη τοὐρανοῦ τὴ γῆς δὲν περικλειοῦσε·
Μένει καὶ τοῦτο: ὁλόγυρα στὰ ρίγια ποῦ ζουλίζεις
Στοὺς κάμπους, σκόρπα κοπριὲς παχειές, ὅποία κι’ ἂν εἶνε,
Κ’ ἔχε στὸ νοῦ σου μὲ πολλοὺς χωμοὺς νὰ τὰ σκεπάσεις,
Ἢ θάψε πέτρες πιοταριές, ἢ γριτσερὰ κοχύλια,
Τὶ ἀνάμεσό τους τὰ νερὰ ξεφεύγουν, κ’ ἕνα ἀέρι
Μπαίνει ψιλό, καὶ τὰ φυτὰ θυμόνουν, καὶ βρεθῆκαν
Κάμποσοι ποῦ ἀπὸ πάνουθε τὰ πλάκωσαν μὲ γούλους,
Κι’ ἄλλοι μὲ βάρος κουρουπιοῦ πολὺ τρανοῦ· κι’ αὐτὸ εἶνε
Ἀρματωσιά, γιὰ τὲς δαρτὲς βροχές· αυτό, σὰ σκάζει
Τὴ γῆς, ποῦ ἡ δίψα τὴ νικᾶ, ὁ καυτερὸς ὁ Σκῦλος.


Κι’ ἀφοῦ οἱ κλαδιὲς ριγίστηκαν ἀκόμα σοῦ ἀπομένει,
Τὴ γῆς ν’ ἀνοίγεις τὸ συχνὸ τρογύρου στὰ κεφάλια.
Καὶ ν’ ἀναρρίχνεις τὴ σκληρὴ δικέλλα ἢ νὰ δουλεύεις
Βαθειὰ τὸ χῶμα μ’ ἄλατρο, κι’ ἀνάμεσα στὰ ἴδια
Τ’ ἀμπέλια, τὰ καματερά, ποῦ ἀγαναχτοῦν, νὰ στρίφεις·
Νὰ τὲς ταιριάσεις ἔπειτα στ’ ἀνάλαφρα καλάμια
Σὲ βέργινα γδαρτὰ ραβδιά, σὲ φράξινα παλούκια,
Σ’ ἁδρυὰ δικράνια, ποῦ σ’ αὐτῶν τὲς δύναμες θὰ μάθουν
Τὰ κλήματα νὰ στηριχτοῦν καὶ ν’ ἀψηφοῦν ἀνέμους
Καὶ ν’ ἀνεβοῦν πατώματα στοὺς τρίψηλους φτεληάδες.


Κι’ ὅταν τὸ πρῶτο τὸ κλαρὶ μὲ φυλλωσιὰ καινούρια
Ἀξαίνει, πρέπει νὰ φυλᾶς τὲς τρυφερὲς τὲς ἄκρες,
Κι’ ὅταν ὁ πρῶτος ὁ βλαστὸς στὲς αὖρες ἀνεβαίνει
Καὶ ρίχνεται στὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λουριὰ ντωμένα,
Δὲν πρέπει μὲ τοῦ κοπιδιοῦ τὴν κόψη νὰ τές γγίξεις,
Ἀλλὰ κρατῶντας γυριστὰ τὰ χέρια σὰν ἀγκύστρια,
Καμπόσα φύλλα θένα σπᾶς γιὰ νὰ τὰ ξαναρηόνεις·
Καὶ σὰν τὸ κλῆμα ἡλικιωθεῖ καὶ τὸ φτεληᾶ ἀγκαλίασει
Μὲ τὸ χοντρὸ τὸ κούτσουρο, τὰ ξώκλαρά του τότες
Κόβε καὶ τότες σμίκραινε τὲς πλαγεινὲς τσαμπούνες,
(Τὸ ἔσκιαζε πρὶν τὸ σίδερο) κυριάρχησέ το τώρα
Σκληρά, καὶ μάσε τὲς κλαδιὲς ποῦ γένονται μυζῆτες.


Καὶ φράχτες πλέξε ὁλόγυρα, καὶ βάστα κάθε ζῶο
Μακρυά, σὰ μάλιστα ὁ φλαστὸς εἶνε χολὸς ἀκόμα,
Κ’ εἶνε στὰ πάθια ἀμάθητος: τὶ δὲν τὸν περιπαίζουν
Μόνο οἱ χειμῶνες οἱ ἄδικοι κι’ ὁ δυνατὸς ὁ ἥλιος,
Μὰ καὶ λογγίσια ἀγριόβωϊδα καὶ γίδες κυνηγῆτρες,
Βόσκει τον καὶ τὸ πρόβατο κ’ ἡ ἀχόρταγη ἀγελάδα.
Καὶ τόσο δὲν τὸν ἔβλαψαν ποτέ τους οἱ κρυάδες
Μὲ πάχνες ἀσπρουλιάρικες ποῦ πήγουν, μήτε οἱ κάψες
Ποῦ ἀβάσταχτες στ’ ἀπόξερα χαράκια πέφτουν, ὅσο
Κεῖνα τὰ ζᾶ καὶ τοῦ σκληροῦ δοντιοῦ τους τὸ φαρμάκι
Καὶ τὸ σημάδι τῆς πληγῆς στὴ δαγκαμένη δράνα.


Τὸν τράγο σ’ ὅλους τοὺς βωμοὺς δὲ σφάζουν γι’ ἄλλο κρῖμα
Στὸ Βάκχο, καὶ τὰ παλαιὰ δραματικὰ παιγνίδια
Δὲν ἀνεβάζουν στὴ σκηνή. Τὸ γένος τοῦ Θησέα,
Σὲ σταυροδρόμια καὶ χωριά, τὸν ἔδινε βραβεῖο,
Κι’ ἀδειάζοντας χαιράμενο κρασόκουπες πηδοῦσε
Μὲς στὰ λιβάδια τἀπαλὰ σ’ ἀσκιὰ ἀλειμμένα λάδι.
Ἀλλὰ κ’ οἱ Αὐσόνιοι γεωργοί, ποῦ ἀπὸ τὴν Τροία βγῆκαν,
Παίζουν μὲ στίχους ἄτεχνους καὶ γέλοια δίχως μέτρο,
Καὶ προσωπίδια σκιαχτερὰ σὲ φλοῦδες σκαλισμένα
Φοροῦν, καὶ κράζουν, Βάκχε, ἐσὲ μὲ πρόσχαρα τραγούδια,
Κ’ εἴδωλα σειούμενα κρεμοῦν στὸν ὑψηλὸν τὸν πεῦκο.
Γι’ αὐτὸ μὲ πλήθιο κάρπισμα μεστόνει κάθε ἀμπέλι,
Γιομίζουν οἱ γυρτὲς λακκιὲς καὶ τὰ βαθειὰ φαράγγια,
Κι’ ὅθε ὁ θεὸς περίστρεψε τὸ τίμιο τὸ κεφάλι.
Λοιπόν, θὰ λέμε, ὡς πρέπεται, μὲ πατρικὰ τραγούδια
Στὸ Διόνυσο τὲς δόξες του· καὶ πῆτες καὶ πινάκια
θὰ φέρνουμε, καὶ στὸ βωμὸν ὁ τράγος ὁ ἁγιασμένος
θὰ στέκει, ἀπὸ τὸ κέρατο φερμένος, καὶ σὲ σοῦβλες
Λεφτοκαρένιες τὰ παχειὰ θὰ ψένουμε τὰ σπλάχνα.


Γιὰ τὸ συγύριο τοῦ ἀμπελιοῦ δουλειὲς ὑπάρχουν κι’ ἄλλες,
Ποῦ ὁλότελα δὲ σώνονται ποτέ: γιατὶ στὸ χρόνο
Καὶ τρεῖς καὶ τέσσερις φορές θὲ ν’ ἀνοιχτεῖ τὸ χῶμα,
Καὶ μὲ τοὺς σκούλους δικελιοῦ θὲ νὰ τριφτοῦν οἱ σβῶλοι
Πάντα, καὶ θὰ ἀλαφραίνεται τὸ κάθε περιβόλι
Ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ κλαριοῦ. Γυρίζοντας σὲ κύκλο
Οἱ κόποι γιὰ τοὺς δουλευτὲς ξανάρχονται, κι’ ὁ χρόνος
Πάνου στὰ χνάρια του κυλᾶ γύρου στὸν ἐαυτό του.
Καὶ γιὰ καιρὸ ἀφοὺ ἐρείπισε τἀμπέλι τὸ στερνό του
Φύλλο κι’ ὁ κρύος ὁ Βορηᾶς τὸ στόλισμα τοῦ λόγγου
Ἐμάδησε, τὲς φαντασιὲς ὁ ράθυμος χωριάτης
Στὸ χρόνο τὸν ἐρχάμενον ἁπλόνει καὶ ἀπηχάει
Τὰ κλήματα τὰ ὁλόγυμνα μὲ τὸ γυρτὸ τὸ δόντι
Τοῦ Κρόνου καὶ κλαδεύοντας καὶ κόβοντας τὰ σιάζει.
Πρῶτος τὴ γῆς ἀνάσκαφτε, πρῶτος τὰ ξακρισμένα
Κοψίδια κάψε, φύλαγε τοὺς πάλους σπίτι πρῶτος.
Ὕστερος τρύγα. Δυὸ φορὲς στοὺς ἀμπελῶνες ἴσκιοι
Ντρυμόνονται, καὶ δύο φορὲς μὲ τὰ πυκνὰ τἀγκάθια
τὸ χόρτο ντύνει τὲς φυτειές· βαρειὲςδουλειὲς κ’ οἱ δύο·
Τὸ μέγα χτῆμα ἐπαίνεσε, τὸ λίγο καλλιέργα.
Στοὺς λόγγους κι’ ὅλας τὰ τραχειὰ βεργιὰ τοῦ ἀγριομύοτη
Καὶ τὸ καλάμι κόβεται στῶν ποταμῶν τοὺς ὄχτους,
Καὶ γιὰ τὲς ἄγριες ἰτιὲς δὲν ἡσυχάζουν οἱ ἔγνοιες.
Ἐδέθηκε τὸ κλῆμα πλιά, γιὰ τὰ δεντράκια τώρα
Τὸ κλαδευτήρι εἶν’ ἄχρηστο, καὶ τραγουδᾶ ὁ κλαδοῦχος,
Ἀφοῦ τοὺς ὕστερους δομοὺς συγύρισε, στὴν ἄκρη,
Μὰ ἡ γῆς δὲ θέλει ἀναπαμό, καὶ σκόνες θὰ σηκόνεις
Καὶ τὲς βροχὲς θὰ σκιάζεσαι γιὰ τὸ σταφύλι τ’ ὥρμο.


Οἱ ἐληὲς ἀντὶς καλλιεργημὸ κανέναν δὲ χαλεύουν,
Ἀφοῦ κολλήσουν μιὰ φορὰ στὸ χῶμα καὶ στ’ ἀέρι
Μάθουν, δρεπάνι γυριστὸ καὶ δυνατὲς ἀξίνες
Δὲν περιμένουν, μόνη ἡ γῆς χυμὸ ἀρκετὸ τοὺς δίνει,
Σὰν ἀνοιχτεὶ μὲ τὴ ζαβὴ τὴ δίκοπη καὶ πλήθιους
Καρπούς, ἀνίσως μὲ γυννί. Θὰ κουναρεῖς γιὰ τοῦτο
Τὸ λαδερὸ τὸ ἐληόδεντρο, ποῦ ἀρέσει τῆς Εἰρήνης.


Ἔτσι καὶ τὰ καρπούσιμα τὰ δέντρα, σὰ γρικήσουν
Δυναμωμένους τοὺς κορμούς, καὶ μπόρεσες δικές τους
Λάβουν, γοργὰ μὲ δύναμη δική τους πρὸς τἀστέρια
Πετιῶνται καὶ τὸ βόηθειο μας καθόλου δὲ γυρεύουν.
Παρόμοια κι’ ὅλας μὲ καρποὺς κάθε δρυμὸ βαραίνει.
Καὶ κοκκινίζουν χέρισες τῶν ὄρνιων οἱ κουρνιάστρες
Μὲ τὰ αίματένια τὰ σπειριά· κουρεύονται τριφύλλια,
Καὶ τὰ ρουμάνια τὰ ψηλὰ μᾶς προβοδοῦν τὲς δᾶδες,
Ποῦ θρέφουν τῆς νυχτὸς τὲς στιὲς καὶ χύνουν φῶς τρογύρου.
Καὶ νὰ διστάζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ σπέρνουν κ’ ἔγνοιες νἄχουν!
Τὶ τὰ τρανώτερα νὰ εἰπῶ; Τὰ ταπεινὰ τὰ σπάρτα,
Κ’ οἱ ἐτιὲς, στἀρνιὰ τὸ φύλλο τους, ἰσκιὰ στὸν κοπαδιάρη
Χαρίζουν, φράχτες στὰ φυτὰ καὶ βόσκισμα γιὰ μέλι·
Κ’ εἶνε χαρὰ τὸν Κύτωρο, ποῦ κυματοκοπάει
Ἀπ’τὰ πυξάρια, νὰ θωρεῖς, καὶ τὰ δρυμὰ ποῦ βγάζουν
Τὴν πίσσα τὴ Ναρυκιακή· χαρὰ νὰ βλέπεις κάμπους,
Ποῦ δὲ χρειάζονται τσαπιὰ καὶ κανενοῦ φροντίδες.
Οἱ λόγγοι κι’ ὅλας οἱ ἄκαρποι στὸ χτένι τοῦ Καυκάσου,
Ποῦ οἱ Εὖροι πάντα μανιακοὶ τοὺς θραύουν καὶ τοὺς παίρνουν.
Ἢ τὄνα ἢ τἄλλο γέννημα μᾶς δίνουν: δίνουν ξύλο
Χρήσιμο· γιὰ πλεούμενα τοὺς πεύκους· κυπαρίσσια
Καὶ κέδρους γιὰ τὰ σπίτια μας. Τορνεύουν γιὰ τὲς ρόδες
Ἐκεῖθε ἀχτῖδες οἱ γεωργοί, καὶ γι’ ἅμαξες τροχάλια,
Καὶ γιὰ καράβια ἀπόζαβες καρῆνες ἑτοιμάζουν.
Γεννοῦν πλεχτόβεργες οἱ ἐτιές, καὶ φυλλωσιὰ οἱ φτεληάδες,
Ἀπὸ μερτσῖνες γένονται λογῆς κοντάρια, κ’ εἶνε
Καλὲς γιὰ πόλεμο οἱ κρανιές, λεβδίζουν γιὰ δοξάρια
Τῆς Ἰτουραίας οἱ σμιλακιές, καὶ τἀλαφρὸ φλαμοῦρι
Καὶ τὸ πυξάρι, ποῦ λαμπρὸ τὸ κάνει ὁ τόρνος, παίρνουν
Μορφές, ἀφόντις σκαλιστοῦν μ’ ἀκονισμένο ἀτσάλι.
Οἱ σκλῆθροι πλὲν στ’ ὁρμητικὸ τὸ κῦμα, ἀφοῦ ἐρριχτῆκαν
Στὸν Πάδο, τὰ κουβέλια τους οἱ μέλισσες τὰ κρούβουν
Σὲ σάπιους πρινοκούφαλους καὶ κουφωμένες φλοῦδες.
Τὶ ἔφεραν ὅμοια ἀξιόλογο τὰ Βακχικὰ τὰ δῶρα;


Ὁ Βάκχος κι’ ὅλας ἔδωκε τὴν ἀφορμὴ στὸ κρῖμα,
Μὲ θάνατο τοὺς κένταυρους, τὸ Ροῖτο καὶ τὸ Φόλο
Καὶ τὸν Ὑλαῖο κατάβαλε, ποῦ τοῦτος τοὺς Λαπίθες
Φοβέρισε σηκόνοντας τὴ στάμνα τὴ μεγάλη.


Ὦ τρισμακάριστοι οἱ γεωργοὶ σὰν ξέρουν τἀγαθά τους!
Ἡ ἴδια ἡ γῆς δικαιότατη τοὺς χύνει ἀπὸ τὸ χῶμα
Εὔκολη ζήση, μακρυὰ ἀπὸ τὰ διχόγνωμα ὅπλα.
Ψηλὸ παλάτι, μὲ μπασιὲς περήφανες, τὴν κάθε
Αὐγή, ἂ γιὰ κείνους δὲν ξερνᾶ χαιρετιστάδων πλῆθος
Ἀπ’ ὅλες του τὲς κάμαρες, κι’ ὀρθοὺς πλουμιδισμένους
Μὲ ὡραῖο μπαγὰ ἂ δὲ λαχταροῦν, καὶ ντυμασιὲς κλεισμένες
Στὸ μάλαμα, καὶ χάλκωμα τῆς Κόρινθος, κι’ ἂν τἄσπρο
Μαλλὶ δὲ βάφουν πορφυρὸ στ’ Ἀσσυριακὸ φαρμάκι,
Κι’ ἂ μὲ κανέλλα δὲ χαλοῦν τοῦ ἁγνοῦ λαδιοῦ τὴ χρήση,
Μὰ δὲν τοὺς λείπει ἡ ξέγνοιαστη γαλήνη, δὲν τοὺς λείπει
Ζωὴ μὲ πλούτη μπόλικα, ποῦ πλάνες δὲν κατέχει·
Μὰ δὲν τοὺς λείπει ἡ ἀνάπαψη στοὺς διάπλατους τοὺς κάμπους,
Σπηλιές, καὶ λίμνες ζωντανές, τὰ παγερὰ τὰ Τέμπη.
Καὶ τῶν βωδιῶν τὸ μούγγρισμα, καὶ στὲς ἰσκιὲς τῶν δέντρων
Ὕπνοι γλυκοί. Ἐκεῖ βρίσκονται θεριῶν μονιὲς καὶ λόγγοι
Καὶ νεολαία ἐργατικὴ στὸ λίγο μαθημένη·
Ἐκεῖ γιορτάζουν τοὺς θεοὺς καὶ σέβονται τοὺς γέρους,
Καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴ γῆς τὰ τελευταῖα τὰ ζάλα
Ἀνάμεσό τους ἔκαμεν ἡ θεία Δικαιοσύνη.


Ἐγὼ τὸ πρῶτο ἐπιθυμῶ νὰ μὲ δεχτοῦν οἱ Μοῦσες,
Ποῦ πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶνε γλυκὲς καὶ ἰερουργός τους εἶμαι
Ἀπὸ μεγάλον ἔρωτα γιὰ κεῖνες χτυπημένος,
Καὶ νὰ μοῦ μάθουν τοὐρανοῦ τοὺς δρόμους καὶ τἀστέρια,
Τοῦ ἥλιου τὰ σκοτίσματα, τοῦ φεγγαριοῦ τὰ πάθη,
Πῶς γένονται οἱ σεισμοὶ στὴ γῆς, πῶς τὰ βαθειὰ πελάγη
Φουσκόνουν, τὰ προχώματα χαλῶντας, καὶ καθίζουν
Πάλι στὸν τόπο τους, γιατὶ τῆς χειμωνιᾶς οἱ ἥλιοι
Βιάζονται τόσο νὰ σβυστοῦν στὸν Ὠκεανὸ καὶ τέλος
Ποιὰ χασομέρια ἀντικρατεῖ τὲς ἀργητὲς τὲς νύχτες.
Ἀλλὰ ἄ, γιὰ νὰ μὴ δύναμαι νὰ μπῶ σ’ αὐτὰ μέρη
Τῆς φύσης, τὸ αἷμα ἀντισταθεῖ στὰ φυλλοκάρδια κρύο,
Βρύσες ποτίστρες λαγγαδιῶν θὰ χαίρομαι καὶ κάμπους
Καὶ ποταμοὺς ἀδόξαστος θένα ἀγαπάω καὶ λόγγους.
Ὦ ἐσεῖς λιβάδια ποῦ εἴσαστε, καὶ Σπερχειέ, καὶ ποῦ εἶσαι
Ταΰγετε ὅπου οἱ Λάκαινες παρθένες ὀργιάζουν!
Ὦ ποιὸς στοῦ Αἵμου τὲς λακκιὲς τὲς κρύες θὰ μὲ ποθώσει,
Καὶ μὲ ἴσκιους κλώνων ἀπεικοὺς ποιὸς θένα μὲ σκεπάσει;
Χαρά στον ὅπου μπόρεσε νὰ μάθει τὲς αἰτίες
Ἀπ’ ὅλα, καὶ ποῦ ἐπέταξε στὰ πόδια του τὸν κάθε
Φόβο τὴν ἀσυγκίνητη τὴ μοῖρα καὶ τὸν κρότο
Τοῦ Ἀχέροντα. Καλότυχος κ’ ἐκεῖνος ποῦ γνωρίζει
Τοὺς ξεχωρίτες τοὺς θεούς, τὲς ἀδερφάδες Νύμφες,
Τὸν Πᾶνα καὶ τὸ γέροντα Σιλβᾶνο· δὲ λυγίζουν
Ἐκεῖνον οἱ βασιλικὲς πορφύρες, μήτε οἱ βέργες
Τῆς ἐξουσίας τοῦ λαού, μήτε ἡ διχογνωμία
Ποῦ ἀνακατόνει τ’ ἄπιστα τἀδέρφια, μήτε ὁ Δάκας
Σὰν ὀχ τὸν Ἴστρο κατεβεῖ τὸ συνωμότη, μήτε
Τῆς Ρώμης τὰ πολιτικὰ καὶ τὰ πεσμένα κράτη.
Γιὰ πένητα δὲν πόνεσε σπλαχνιούμενος ἐκεῖνος.
Μήτε τὸν πλούσιο ἐφτόνεσε, μὰ τοὺς καρποὺς ποῦ οἱ κλῶνοι
Κ’ οἱ κάμποι δίνουν μόνοι τους, καλόβουλοι, τρυγάει,
Καὶ δὲ γνωρίζει τοῦ λαοῦ τὲς χαρτοθῆκες, μήτε
 Τὴν ἀγορὰ τὴν ἄτσαλη καὶ τὰ σκληρὰ κριτήρια.
Ἄλλοι τὸ κῦμα τὸ τυφλὸ μὲ τὰ κουπιὰ ταράζουν.
Ρίχνονται στ’ ἄρματα, σ’ αὐλὲς ντρυμόνουν καὶ κατώφλια
Βασιλικά· μ’ ἀφανισμὸ τὴ χώρα φοβερίζει
Καὶ τοὺς σπιτίσιους τοὺς θεοὺς τοὺς δύστυχους ἐκεῖνος,
Γιὰ νἄχει στρῶμα Τυριακὴ πορφύρα καὶ νὰ πίνει
Ἀπὸ πετράδι· καὶ στὴ γῆς τὰ πλούτη του ἄλλος κρούβει.
Καὶ σὰν κλωσσῶντας κάθεται τὸ χρῆμα τὸ θαμμένο,
Τοῦτος θαμπόνεται μπροστὰ στὸ βῆμα ξυπασμένος,
Κι’ ἄλλος χειροκροτήματα στὸ θέατρο γρικώντας -
Καὶ πατρικίων καὶ λαοῦ - συνεπαρμένος χάσκει·
Κι’ ἄλλοι ζητοῦν χαρούμενοι, κάτουθε ἀπ’ ἄλλον ἥλιο,
Πατρίδα μὲ αἷμα ἀδερφικὸ βαμμένοι καὶ ξαλλάζουν
Μ’ ἐξορισμὸ τὴν κατοικιὰ καὶ τὸ γλυκὸ τὸ σπίτι.
Τὴ γῆς δουλεύει ὁ γεωργὸς μὲ τὸ γυρτὸ τἀλέτρι,
Ἀπόκει τὸ συνέμπασμα τοῦ χρόνου, κυβερνάει
Ἀπόκει τὴν πατρίδα του καὶ τοὺς μικροὺς Θεούς του,
Καὶ τὲς κοπές του καὶ, καθὼς τοὺς πρέπει, τὰ δαμάλια.
Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀναπαμός: ἢ μὲ καρποὺς ὁ χρόνος
Γιομίζει, ἢ μὲ τῶν κοπαδιῶν τὴ γέννα ἢ μὲ φουφοῦλες
Ἀστάκια Δημητριακά, καὶ μὲ τὸ δόσιμό τους
Φορτώνει τ’ αὐλακώματα καὶ ξέχειλα τ’ ἀμπάρια·
Ἀλέθονται στὰ λητρουβειά, σὰν ἔρχεται ὁ χειμῶνας
Τῆς Σικυώνας τὰ σπειριά, κι’ ἀπὸ τὸ βαλανίδι
Χαρούμενα τὰ μοχτερὰ ξανάρχονται στὸ σπίτι,
Καὶ δίνουν τότε οἱ κουμαριὲς τὰ κούμαρα στοὺς λόγγους.
Προσφέρνει τὸ χινόπωρο λογιῶν καρποὺς καὶ βράζει
Ἥμερος τρύγος στὰ ψηλά, σέ βράχους ἡλιασμένους:
Κι’ ὡς τόσο τέκνα ὁλόγυρα στὸ στόμα τοῦ πατέρα
Γλυκὰ κρεμιῶνται, τὴν τιμὴ φυλάει τὸ ἁγνὸ τὸ σπῖτι,
Τῶν ἀγελάδων τὰ βυζιὰ γαλατερὰ προβάλλουν,
Καὶ τὰ θρεμμένα τὰ τραγιά στὸ πρόσχαρο γρασίδι
Μ’ ἀντικρυσμένα κέρατα παλεύουν σύνατά τους.
Αὐτὸς γιορτάζει τὲς γιορτὲς καὶ πλαγιαστὸς στὸ χόρτο.
Ὅπου τὴ στάμνα οἱ σύντροφοι στολίζουν μὲ στεφάνια
Γύρου στὴ στιὰ καθούμενοι, σὲ κράζει καὶ σοῦ χύνει
Κρασί, Ληναῖε, καὶ στοὺς βοσκοὺς ἀγώνισμα προβάλλει
Νὰ σημαδέψουν τὸ φτεληᾶ μὲ τὸ γοργὸ κοντάρι.
Καὶ γιὰ τὸ ξεχωρίτικο τὸ πάλεμα γυμνόνουν
Τοῦτοι τ’ ἀπόσκληρα κορμιά. Τέτοια ζωή οἱ Σαβῖνοι
Ἀγάπησαν οἱ παλαιοὶ στοὺς περασμένους χρόνους·
Τέτοιον ὁ Ρῆμος κι’ ὁ ἀδερφός, κ’ ἡ δυνατὴ Ἐτρουρία
Σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐτράνωσε· κι’ ἀλήθεια ἀπ’ ὅ,τι ὑπάρχει
Ἐγίνηκε τὸ πλιὸ ὤμορφο σ’αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ρώμη.
Καὶ μὲ τειχιὰ περίκλεισε τὰ ἑφτὰ τὰ κάστρα ἀντάμα.
Καὶ πρίχου πάρει ὁ βασιληᾶς ὁ Κρητικὸς τὸ σκῆπτρο,
Καὶ τὰ σφαχτὰ καματερὰ γευτεῖ τὸ ἀνόσιο γένος,
Στὴ γῆς ὁ Κρόνος ὁ χρυσὸς τέτοια ζωὴ περνοῦσε,
Κι’ ἀκόμα σάλπιγγες κανεὶς δὲν ἄκουε νὰ σημαίνουν,
Καὶ σπάθες νὰ τριζοκοποῦν στὰ σιδερένια ἀμόνια.


Μὰ ἄπειρο σιάδι ἀφήκαμε στὸ δρόμο μας ὀπίσω·
Καιρὸς τοῦ ἀτιοῦ νὰ λύσουμε τὸν τράχηλο ποῦ ἀχνίζει.