Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεωργικά/Γ

Από Βικιθήκη
Γεωργικά
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Βιβλίο Γ



Μεγάλη Πάλης ὡς κ' ἐσέ, καὶ σὲ βοσκὲ τοῦ Ἀμφρύσου,
Περίφημε, καὶ σᾶς δρυμὰ τοῦ Λύκαιου καὶ ποτάμια,
Σᾶς ψάλλω. Τἆλλα ποῦ τὸ νοῦ τὸν εὔκαιρο σκλαβόνουν
Μὲ τὸ τραγοῦδι, εἶνε κοινά. Ποιὸς τὸ σκληρὸ Εὐρυσθέα,
Ἤ τοὺς βωμοὺς τοῦ ἀνέπαινου τοῦ Βούσιρι δὲν ξέρει;
Τὸν Ὕλα ποιὸς δὲ μελετᾶ, καὶ τὴ Λητῷα Δῆλο,
Ἢ καὶ τὴν Ἱπποδάμεια καὶ τὸ δεινὸ ἀλογάρη
Τὸν Πέλοπα, τὸν προφαντὸν ἀπὸ τὸ φιλντισένιο
Τὸ νῶμο; Πρέπει νὰ ριχτῶ σὲ δρόμο, ὅπου κι'ὁ ἴδιος
Θένα μπορέσω ἀπὸ τὴ γῆς νὰ σηκωθῶ παράνου
Καὶ νικητὴς νὰ πέτομαι στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων.
Ἐγὼ πρῶτος στὸν τόπο μου μαζῆ μου θὰ ὁδηγὴσω,
Ὅταν ἀπὸ τὸ ψήλωμα τῆς Ἀονίας ξανάρθω,
Ἀνίσως ζήσω μοναχά, τὲς Μοῦσες, κ' ἐγὼ πρῶτος
Θὲ νὰ σοῦ φέρω τὲς βαγιὲς τῆς Ἰδουμαίας, Μαντύη,
Κ' ἕνα ναὸ στὸν πράσινο τὸν κάμπο μαρμαρένιον
Θὰ στήσω δίπλα στὸ νερό, κεῖ ποῦ πλανιέται ὁ Μίγκιος,
Μέγας, μὲ γῦρες σιγαλές, μὲ τὸ χολὸ καλάμι
Τοὺς ὄχτους του πλουμίζοντας. Στὴ μέση θὰ μοῦ στέκει
Ὁ Καίσαρας καὶ τὸ ναὸ θὰ πιάνει· καὶ γιὰ κεῖνον,
Σὰ νικητής, περίλαμπρος στὴν Τυριακὴ πορφύρα,
Ἅμαξες τεσσεράλογες ἐγὼ ἑκατὸ θὰ βάλω
Νὰ τρέξουν στ' ἀκροπόταμα· κι’ ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα
Ἀφίνοντας τὸν Ἀλφειὸ γιὰ ἐμὲ καὶ τοῦ Μολόρχου
Τὰ περιβόλια, μὲ ἄργαστο πετσὶ καὶ στὴν τρεχάλα
Θὰ ἀγωνιστεῖ. Κ’ ἐγὼ μὲ ἐληᾶς ζαΐδα μουτεμένην
Στεφανωμένος, χάρισμα θυσιαστικὸ θὰ φέρω·
Τώρα πομπὲς ἐπίσημες, ὢ τί χαρά! στρατεύω
Πρὸς τὰ ἁγιαστήρια καὶ θωρῶ σφαμένα τὰ δαμάλια.
Βλέπω νὰ ἀλλάζεται ἡ σκηνὴ γυρνῶντας, κ’ οἱ ὑφαμένοι
Οἱ Βρεταννοὶ τὴν πορφυρὴν αὐλαία νὰ σηκόνουν.
Μὲ μάλαμα καὶ φίλντισι σκληρὸ τῶν Γαγγαρίδων
Τὸν πόλεμο καὶ τέρματα τοῦ νικητῆ Κυρίνου
Θένα εἰκονίσω στὲς μπασιές. Ἐκεῖ τὸ Νεῖλο κι’ ὅλας.
Ποῦ κυματᾶ ἀπὸ τὲς μαλιὲς καὶ ποῦ μεγάλος ρέει,
Καὶ τὲς κολῶννες πὤβγαλε τὸ χάλκωμα τῶν πλοίων.
Τὲς χῶρες, ποῦ ὑποτάχτηκαν, θὰ σμίξω τῆς Ἀσίας
Καὶ τὸ Νιφάτη ποῦ ἔπεσε, τὸν Πάρθο ποῦ στὸ φύγι
Μπιστεύεται κι' ἀνάστροφα τὲς σαγιττιές του ρίχνει,
Τὰ δυὸ τὰ τρόπαια ποῦ ἀπὸ ὀχτροὺς ξεχωριστοὺς παρθῆκαν
Καὶ σὲ θριάμβους δυὸ βολὲς τῶν δυὸ γιαλῶν τὸν κόσμο.
Κι’ ὀρθὰ θὰ στέκουν στὸ ναὸ τὰ Παριακὰ ληθάρια,
Ἀγάλματα ποῦ τὴν πνοὴ θὲ νάχουν : τοῦ Ἀσσαράκου
Τὸ γεννοβόλι κ’ ἡ σειρὰ ποῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ Δία,
Κι’ ὁ πρῶτος Τρώας κι’ ὁ Κυνθιακὸς θεμελιωτὴς τῆς Τροίας.
Ἄχαρος θένα σκιάζεται τὲς Ἐριννύες ὁ φτόνος
Καὶ τὸ νερὸ τοῦ Κοκυτοῦ τἀψύ, καὶ τὰ στριμμένα
Σερνάμενα τοῦ Ἰξίονα καὶ τὴν τεράστια ρόδα
Καὶ τὸν ἀκατανίκητο τὸ βράχο. Ὡς τόσο τώρα
Ἄς ἀκλουθήσω τ’ ἄχραντα ρουμάνια τῶν Δρυάδων
Καὶ τὰ φαράγγια, τὲς βαρειές, Μαικήνα, προσταγές σου.
Δίχως ἐσὲ δὲν ἀρχινᾶ τρανὸ κανένα ὁ νοῦς μου·
Ἔλα λοιπὸν τὴν ἄνεργη τὴ χασομέρια πάψε·
Μ’ ἕνα μεγάλο χουγιατὸ μὲ κράζει ὁ Κιθαιρῶνας,
Κ’ οἱ σκῦλοι τοῦ Ταΰγετου κ’ ἡ Ἐπίδαυρο, ποῦ στρώννει
Τ' ἄτια· κι’ ἀπ’ τὸν ἀντίλαλο τῶν λόγγων διπλωμένο
Ἀντιβογγάει τὸ φωνατό. Μὰ γλίγωρα θὲ νἆμαι
Ἀρματωμένος γιὰ νὰ εἱπῶ τὲς φλογερὲς ἀμάχες
Τοῦ Καίσαρα· κι’ ὅσες χρονιὲς τὸν Καίσαρα χωρίζουν
Ἀπὸ τὴν πρώτη τὴν ἀρχὴ τοῦ Τιθωνοῦ ἄλλες τόσες
Στὴν οικουμένη ἡ δόξα του θ' ἁπλώνει τὄνομά του.


Ὅποιος βαγιᾶς Ὁλυμπιακῆς θιαμάζει τὰ βραβεῖα
Καὶ ταληγάρια κουναρεῖ, κι’ ὅποιος γιὰ τὸ ζευγάρι
Τὰ δυνατὰ καματερά, τὸ πρῶτο τῶν μαννάδων
Θένα διαλέξει τὰ κορμιά. Τῆς πλιὸ καλῆς δαμάλας
Εἶνε τὸ βλέμμα ἀνάποδο, καὶ κακοειδὴ ἡ κεφάλα
Καὶ πλήθιο εἶνε τὸ σνίχι της καὶ κρέμεται ἡ μαντύλα
Ἀπ' τὸ πηγοῦνι στὰ μεριά· κι'ἀπέκει δίχως μέτρο
Εἶν’ ἀπλωμένη ἡ πλαγαριά· κ’ εἶνε ὅλα της μεγάλα
Ὡς κ’ ἡ ποδάρα· καὶ ταὐτιὰ κάτου ἀπὸ τὰ στριμμένα
Τὰ κέρατα εἶνε τριχωτά. Δὲ μὲ κακοφανίζει
Ἂν εἶνε μὲ μπαλώματα καὶ μ’ ἄσπρο σημειωμένη,
Ἢ ἂν τὸ ζυγὸ δὲ δέχεται, κι’ ἂν κάποτε ξαμόνει
Μὲ τἄρματο, κι’ ἂ δαμαλιοῦ προσμοίαζει στὸ μεισῆδι,
Ἢ ἐκείνη ποῦνε ὁλάκερη ψηλή, ποῦ περπατῶντας
Τὲς πατουμιὲς της φρουκαλεῖ μὲ τῆς ὀρᾶς τὴν ἄκρη.
Κ’ ἔπειτα ἀπὸ τοὺς τέσσερους καὶ πρὶν τοὺς δέκα χρόνους
Εἶνε γιὰ τὴν Εἰλήθυια καὶ γιὰ τοὺς Ὑμεναίους
Σωστὴ ἡλικία· τὰ ἐπίλοιπα τὰ χρόνια δὲν ἀχρίζουν
Γιὰ γέννες κι’ οὔτε δύναμη γιὰ τ' ἄλατρο δὲν ἔχουν.
Ὡς τόσο σύντα τὲς κοπὲς ἡ νειότη πλημμυράει
Πασίχαρη, ξαπόλυσε τ’ ἀρσενικὰ κι’ ἀπ’ ὅλους
Πρῶτος ἐσὺ παράδωκε τὰ ζᾶ τῆς Ἀφροδίτης,
Κι’ ἀπὸ τὸ γεννοβόλι τους ξανάνειονε τὸ σόϊ.
Φεύγουν μπροστὰ γιὰ τ’ ἄτυχα τὰ θανατογραμμένα
Ὅλες οἱ πλιὸ καλήτερες ἡμέρες τῆς ζωῆς τους·
Ἔρχονται ἀρρώστειες κι’ ἄχαρα γεράματα, κ’ οἱ κόποι
Καὶ ἡ ἀπονιὰ τοῦ ἀλύγιστου θανάτου τὰ ξεκάνουν.
Κάποια, ποῦ τὰ κουφάρια τους θὲ νἄθελες ν’ ἀλλάξεις,
ὑπάρχουν πάντα· πάντοτε γιὰ τοῦτο πόλλαινέ τα,
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποζητᾶς τὰ ψόφια, θὰ προλάβεις
Καὶ θὰ διαλὲς γιὰ τὲς κοπὲς μοσκάρια κάθε χρόνο.


Κ’ ἔχει παρόμοιο διάλεγμα κ’ ἡ φάρα τῶν ἀλόγων.
Ἐκεῖνα ποῦ ἀποφάσισες ἐσὺ ν’ ἀναλικώσεις
Ἐλπίζοντας νὰ γενειαστεῖς τὸ σόϊ, θὰ τὰ φροντίζεις
Ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ μικρὰ περίσσια. Τὸ πουλάρι
Τοῦ εὐγενικοῦ τοῦ ζωντανοῦ περήφανα στοὺς κάμπους
Βαδίζει εὐτὺς καὶ τ’ ἀπαλὰ μεριά του τἀνεμίζει.
Νὰ τρέχει πρῶτο ἀποκοτᾶ στὸ δρόμο καὶ νὰ μπαίνει
Σ’ ἀγροικωμένους ποταμοὺς καὶ σ’ ἄγνωρο γιοφύρι
Μπιστεύεται καὶ περιττοὺς δὲ σκιάζεται σαλάγους.
Κ’ ἔχει τὸν τράχηλον ὀρθό, καὶ νόστιμο κεφάλι,
Μικρὴ κοιλιὰ καὶ παχουλὰ καπούλια, καὶ τὸ στῆθι
Τὸ ψυχερὸ ἀπὸ μούσκουλα τριοντίζει. (Προτιμιῶνται
Τὰ καστανὰ καὶ τὰ ψαριά, τὸ μούρτζινο καὶ τἆσπρα
Εἶνε τὰ πλιὸ χειρότερα στὸ χρῶμα.) Κι’ ἂ σημάνουν
Κάπως μακρόθε τἄρματα νὰ στέκεται δὲν ξέρει
Στὸν τόπο του· καὶ τράζονται τὰ μέλη του καὶ σειοῦνται
Ταὐτιά του, καὶ φρουμάζοντας τὴ συναγμένη φλόγα
Κυλᾶ ἀπὸ τὰ ρουθούνια του· κ’ ἔχει πυκνὴ τὴ χήτη
Ποῦ πέφτει ἀπάνου στὸ δεξιὸ τὸν ὧμο του ριγμένη,
Κι’ ἀπὸ τὰ ἀπάκια του περνᾶ διχαλωτὴ ἡ καρήνα,
Καὶ σκάφτει μὲ τὸ πόδι του τὴ γῆς καὶ τοῦ νυχιοῦ του
Βαρειὰ τὸ στέριο κέρατο σημαίνει. Τέτοιος ἦταν
Ὁ Κύλλαρος ποῦ τὰ λουριὰ τὸν στρῶσαν τοῦ Ἀμυκλαίου
Τοῦ Πολυδεύκη καὶ τὰ δυὸ τὰ ταληγάρια τοῦ Ἄρη,
Ποῦ οἱ ποιητὲς οἱ Ἔλληνες συχνὰ τὰ μνημονεύουν,
Καὶ τὰ ἁμαξάδικα φαριὰ τοῦ ξακουστοῦ Ἀχιλλέα.
Τέτοιος κι’ ὁ Κρονος ὁ γοργὸς περίχυσε τὴ χήτη
Στὸν τράχηλο, καὶ φεύγοντας, σὰ φάνηκε ἡ συμβία,
Ἐγιόμισε χρημητισμοὺς ψιλοὺς τὸ μέγα Πήλιο.


Ἀλλὰ ὡς κ’ ἐκεῖνο ἀφοῦ βαρὺ τὸ καταντήσει ἡ ἀρρώστεια,
Ἢ καὶ τὰ χρόνια πλιὸ νωθρό, κροῦβε το γιὰ τὸ σπῖτι,
Κι’ ἀνασκοπὴ γιὰ τ’ ἄσκημα γεράματα μὴν ἔχεις.
Εἶνε στὸ ταίριασμα ψυχρὸ τὸ γερασμένο τ’ ἄτι,
Καὶ κόπους ἀνεπρόκοπους ἀδίκως ὑποφέρνει,
Κι’ ἀνίσως κάποτε βρεθεῖ σὲ πόλεμο, τοῦκάκου
Μανίζει σὰ στὰ φλίκουρα καμιὰ φορὰ ἡ μεγάλη
Στιά, ποῦ δὲν ἔχει δύναμες. Γιὰ τοῦτο θὰ σημειόνεις
Μὲ προσοχὴ τοῦ ζωντανοῦ τὸ θάρρος καὶ τὰ χρόνια,
Κι’ ἀπέκει τἄλλα διώματα καὶ τῶν γονιῶν τὸ γένος,
Καὶ ποιὸς ἐστάθη ὁ πόνος του σὰ βγῆκε νικημένο.
Καὶ πόσες δόξες ἔλαβε σὲ νίκες. Μὴ δὲ βλέπεις
Πῶς, σὰν τἀμάξια ρίχνονται γιὰ ἀγῶνα γλιγωράδας
Στὸν κάμπο καὶ μ’ ὁρμὴ χυμοῦν ἀπὸ τὸ κλεῖσμα, οἱ νέοι
Σαστίζουν ἀπὸ ἀπαντοχές, κ’ ἡ σκιάξη τὴν καρδιά τους.
Ποῦ ἀναπηδᾶ σπαράζοντας, λιγόνει; Τὸ φραγγέλι
Ἀνεμισμένο αὐτοὶ κρατοῦν, καὶ τὰ φαριά τους βιάζουν.
Καὶ σκύφτοντας ἀπολυτὰ τὰ χαληνάρια ἀφίνουν
Κι’ ἀπὸ τὴ δυνάμη πετᾶ τὸ πυρωμένο ἀξόνι.
Πότε τοὺς βλέπεις χαμηλά, καὶ πότε ἀνεβασμένοι
Στὸν ἄδειο ἀέρα πιλαλοῦν ψηλὰ καὶ πρὸς τὲς αὖρες
Σηκόνονται, κι’ ἀνάπαψη μηδὲ ἡσυχία δὲν έχουν·
Μὰ ἀπὸ τὸν ἄμμο τὸν ξανθὸ σύγνεφο ἀναπελλιέται,
Καὶ τ’ ἄλογα ποῦ ἀκολουθοῦν μ’ ἀφριὰ κι’ ἀχνοὺς τοὺς βρέχουν.
Τόσο ἀγαποῦν τὸν ἔπαινο, τόσο ποθοῦν τὴ νίκη.
Ἐτόλμησε ὁ Ἑριχθόνιος στὴν ἅμαξα νὰ ζέψει
Πρῶτος τὰ τέσσερα ἄλογα, κι’ ὀρθὸς νὰ σταματήσει
Πάνου σὲ ρόδες νικητὴς γοργός. Στὸ Πελεθρώνιο
Τοὺς γύρους καὶ τοὺς χαλινοὺς εὑρῆκαν οἱ Λαπίθες,
Ποῦ αὐτοὶ καβάλλα ἀνέβηκαν, κ’ ἐδεῖξαν τοῦ ἀλογάρη
Ν’ ἀναπηδᾶ μὲ τ' ἄρματα στὸν κάμπο πιλαλῶντας
Καὶ μ’ ἀνοιχτὰ πατήματα περήφανα νὰ τρέχει.
Ὅμοιοι εἶνε κόποι καὶ τὰ δυό· κι’ ὁ μερωτὴς χαλεύει
Πάντα του τ’ ἄλογο τὸ νιό, πὤχει φωτιὰ στὰ σπλάχνα
Καὶ ποὖνε ἀψὺ στὸ τρέξιμο· κι’ ἂς ἔχει κυνηγήσει
Συχνὰ σ' ἀμάχες τοὺς ὀχτρούς, ποῦ ἐφεῦγαν, κι’ ἂς καυκιέται
Πῶς ἔχει γιὰ πατρίδα του τὲς δυνατὲς Μυκῆνες,
Ἢ ἀκόμα καὶ τὴν Ἤπειρο, καὶ τὴν καταγωγή του
Στοῦ Ποσειδῶνα τὴν ἀρχὴ τὴν ἴδια ἂς ἀνεβάζει.

Ἀφοῦ σὲ τοῦτα ἐπρόσεξες, εὐτὺς σὰν ἔρθει ἡ ὥρα
Πᾶσα φροντίδα ξόδιασε γιὰ νὰ γιομίσει ξύγγι
Πηχτὸ τὸ ζῶ ποῦ βατευτὴ τὸ λὲς καὶ πρωτοστάτη
Τὸ διάλεξες • καὶ κόβε του τὸ χόρτο τ’ ἀνθισμένο,
Καὶ χόρταινέ το αἰγίλοπα καὶ φέρνε το στὸ ρέμα
Γιὰ νὰ βαστάξει στὴ γλυκειὰ δουλειὰ καὶ νὰ μὴ δείξουν
Τἀδύναμα γεννήματα τὲς νήστειες τοῦ πατέρα.
Μὰ τὲς κοπὲς ἐπίτηδες ἂς τὲς λιγνέψει ἡ φτώση,
Κι’ ἅμα ζευγάρωμα ἡ γνωστὴ γλυκάδα ἀποζητήσει,
Κράτει τους τότες τὸ κλαρὶ κι’ ἀρνήσου τους τὲς βρύσες.
Καὶ μερικοὶ πολλὲς φορὲς στὸν ἥλιο τὲς μουδιαίνουν
Καὶ τὲς κουράζουν μὲ τρεξιές, σύντα βαρειὰ στενάζει
Τἀλῶνι ἀπὸ τὸ δάρτισμα καὶ τ’ ἄχαλα τὰ κούφια
Μὲ τοῦ Ζεφύρου τὲς πνοὲς πετιῶνται στὸν ἀέρα.
Κι’ αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μὴ μικρύνει τὸ χωράφι
Τῆς γέννας τὰ δοσίματα μὲ τὸ πολὺ τὸ πάχυ,
Καὶ χουμουλώσουν τ’ ἄνεργα ταὐλάκια, μὰ ρουφῶντας
Σὰ διψασμένο τὲς σπορές, ἐντός του νὰ τὲς κρούβει.


Καὶ τότες πάλι οἱ ἀφαντασιὲς γιὰ τοὺς πατέρες παύουν.
Καὶ γιὰ τὲς μάννες ἀκλουθοῦν. Ἀφοῦ σωθοῦν οἱ μῆνες.
Καὶ βαρεμένες περπατοῦν, κανεὶς δὲν τὲς ἀφίνει
Τὲς φορτωμένες ἅμαξες μὲ τοὺς ζυγοὺς νὰ σέρνουν.
Καὶ μήτε μὲ πηδήματα τοὺς δρόμους νὰ διαβαίνουν,
Μήτε στοὺς κάμπους μὲ γοργὰ τρεξίματα νὰ φεύγουν,
Καὶ νὰ περνοῦν τὰ ὁρμητικὰ ποτάμια κολυμπῶντας.
Ἀλλὰ θὰ βόσκουν σ’ ἀνοιχτὰ φαράγγια καὶ στὸ πλάγι
Ξεχειλισμένου ποταμοῦ ποῦ οἱ ὀχτιές του πρασινίζουν
Ἀπὸ γρασίδι κι’ ὄμηρο, κ’ ἐκεῖ θένα τὲς σκέπουν
Τὰ σπήλαια καὶ θ’ ἀπλόνονται τὰ ἰσκιώματα τοῦ βράχου.
Ὕπάρχουν γύρου στ’ Ἄλβουρνο, ποῦ οἱ πρῖνοι τὸ χλωραίνουν.
Κι’ ὁλογυρα στοῦ Σίλαρου τὰ περιβόλια πλῆθος
Πετούμενα ποῦ τἄκραξαν ἀσίλους οἱ Ρωμαῖοι,
Καὶ οἱ Ἕλληνες στὴ γλῶσσα τους οἰστριοὺς τὰ μεταφράσαν.
Κακά, μὲ λάλημα ἄτσαλο, καὶ ποῦ οἱ κοπὲς τὰ φεύγουν
Ὅλες καὶ μέσα στὸ λογγὸ σκορπιῶνται τρομαγμένες.
Βροντοκοπᾶ ἀπὸ μουγγρισμοὺς ὁ αἰθέρας ταραγμένος,
Κ’ οἱ λόγγοι κ’ οἱ ἀκροποταμιές τ’ ἀπόξερου Τανάγρου.
Μὲ αὐτὸ τὸ τέρας κάποτες ἡ Ἥρα τὴν ὀργή της
Τὴ φοβερὴ ξεθύμανε τὴ χάση μελετῶντας
Τῆς ἀγελάδας τοῦ Ἴναχου· καὶ σὺ ἀπὸ αυτὸ τὸ ἴδιο,
Γιατὶ ἀγροικότερο πετᾶ στὴν ἄναψη τῆς κάψας,
Τὰ βαρεμένα ζωντανὰ πρέπει νὰ προφυλάξεις,
Καὶ θένα βόσκεις τὲς κοπὲς συνέχου μὲ τὸ βγάλμα
Τοῦ ἥλιου, ἢ μὲ τἆστρα ποῦ ὁδηγοῦν στὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα.


Ἀφοῦ γεννήσουν, στρέφεται κάθε ἔγνοια στὰ μοσκάρια:
Καὶ θὰ βουλώσεις παρευτὺς μὲ σίδερο ἀναμμένο,
Τυπόνοντας γνωρίσματα καὶ τὄνομα τῆς φάρας.
Ἐκεῖνα ποῦ ἐπροτίμησες ν' ἀναλικώσεις γιὰ ἔχας,
Ὅσα φυλᾶς γιὰ τοὺς βωμοὺς ἀφιερωμένα, κι’ ὅσα
Τὴ γῆς θὰ σκίσουν κάποτε καὶ θὲνα διβολήσουν
Τοὺς κάμπους ποῦ θὰ σπαρταροῦν ἀπ’ τοὺς τραμένους σβώλους,
Κι’ ἂς βόσκουν τ' ἀποδέλοιπα στὸ πράσινο χορτάρι.
Μὰ ὅσα γυμνάζεις γιὰ δουλειὰ καὶ γιὰ καμπίσιες τέχνες,
Ἐνῶ εἶνε ἀκόμα μικροστὰ δαμάλια, θάρρευέ τα,
Κι’ ἀρχίνησε τοῦ ἡμερωμοῦ τὸ δρόμο, ὅσο οἱ ψυχές τους
Οἱ νέες μαλάζονται εὔκολα στὴν τρυφερὴ ἡλικία.
Καὶ πρῶτα δένε ὁλόγυρα στὸ σνίχι τους κουλοῦρες
Ντωτὲς ἀπὸ λιανὴν ἀγνιά, κι’ ἀφοῦ ὁ λαιμός τους μάθει
Ἐλεύτερα στὸ σκλάβωμα, ζευγάρι τὰ μοσκάρια
Σ’ ἀληθινὰ ζυγόξυλα ζεμένα ἀντάμωσέ τα,
Καὶ ταιριασμένα ἀνάγκασ’ τα νὰ προβατοῦν μὲ βῆμα.
Κι’ ἂς συχνοφέρνουν ἔπειτα στοὺς κάμπους ἄδεια ἁμάξια,
Κι’ ἂς σημαδεύουν μὲ συρσιὲς τὴ σκόνη ἀπάνου ἀπάνου·
Κι’ ἀπέκειθε λεβδίζοντας τὸ τζιρουνένιο ἀξόνι
Ἄς στρίξει ἀπὸ τὸ δυνατὸ τὸ βάρος κι’ ἂς τραβήξει
Τὲς ρόδες τὲς ζευγαρωτὲς ὁ παφυλένιος σύρτης.
Κι’ ὡς τόσο γιὰ τ’ ἀγύμναγα κοπέλλια θένα κόφτεις
Ὄχι γρασίδι μοναχὰ καὶ λήμερη τοῦ βάλτου
Καὶ τῆς ἰτιᾶς τὸ παγανὸ κλαρί, μὰ καὶ σιτάρι
Σπαρμένο, μὲ τὸ χέρι σου· καὶ δὲ θένα γιομίζουν
Γιὰ σένα, κατὰ τὸ παληὸ τὸ σύστημα, δαμάλες
Βυζανταριὲς τὰ κάτασπρα βεδούρια, ἀλλὰ θὰ στίφουν
Τελειωτικὰ τἀγαπητὰ παιδιά τους τὰ μαστάρια.


Ἀλλὰ ἂ ζηλεύεις πόλεμους κι’ ἀντρειωμένες σκάθρες
Καβαλλαρέων ἢ σιμὰ στῆς Πίσας τὸ ποτάμι
Τὸν Ἀλφειό, μὲ τοὺς τροχοὺς νὰ τρέχεις καὶ τ’ ἁμάξι
Τὸ πεταχτὸ νὰ κυβερνᾶς στοῦ Δία τὸ ρουμάνι,
Ἡ πρώτη ἀπ’ ὅλες τὲς δουλειὲς γιὰ τἄλογο θὲ νἆνε
Τῶν πολεμάρχων τὸ θυμὸ καὶ τἄρματα νὰ βλέπει,
Καὶ νὰ βαστᾶ στὲς σάλπιγγες, καὶ ν’ ἀψηφᾶ τὴ ρόδα
Ποῦ στρίζει ἀπὸ τὸ τράβηγμα καὶ ν’ ἀγρικᾶ στὸ σταῦλο
Τὰ σαλιβάρια ποῦ λαλοῦν, ν’ ἀναγαλλιάζει ἀπέκει
Στοῦ ἀφέντη ὅλο περσότερο τοὺς ἀρεστοὺς ἐπαίνους
Καὶ στὸ λαιμό του ν’ ἀγαπᾶ τοῦ κανακιοῦ τοὺς χτύπους.
Καὶ τοῦτα ἀμέσως ἂς χαρεῖ σὰν ἀπὸ τὸ βυζί της
Ἡ μάννα τὸ πρωτόδιωξε κι’ ἀνάμεσα στὰ χάδια
Ἂς χώνει τὸ μουσούδι του στὸ μαλακὸ καπίστρι,
Ὅταν ἀκόμα ἀδύναμο τρεκλίζει κ’ εἶνε ἀκόμα
Ἀνήξερο τῆς νειότης του. Μὰ σὰ σωθεῖ τὸ τρίτο
Τὸ καλοκαίρι καὶ πατεῖ στὸ τέταρτο, ἂς ἀρχίσει
Γύρους νὰ κάνει παρευτὺς καὶ νὰ ποδοβολάει
Μὲ μετρημένα βήματα καὶ ξαλλαχτὰ τὰ πόδια
Ἂς καμαρόνει στοὺς ἀρμοὺς κι’ ἂς μοιάζει μουδιασμένου,
Καὶ σὲ τρεχάλες ἂς καλεῖ τὲς αὖρες καὶ πετῶντας,
Σὰ νὰ μὴν εἶχε χαλινό, στοὺς ἀνοιχτοὺς τοὺς κάμπους
Στὴν ὄψη τοῦ άμμου μεταβιᾶς τὰ ζάλα του ἂς τυπόνει,
Σὰν τὸ Βορηᾶ, ὅταν ἄπαυτος ἀπ’ τὰ ὑπερβόρεια μέρη
Πέφτει καὶ σύγνεφα ἄβροχα καὶ Σκυθικὲς κρυάδες
Σκορπᾶ· καὶ τότες τὰ ψηλὰ γεννήματα κ’ οἱ κάμποι,
Ποῦ κυματᾶν, μὲ τὲς γλυκὲς πνοὲς ἀναγριτσιάζουν,
Καὶ στῶν βουνών τὲς κορυφὲς ἀχολογοῦν οἱ λόγγοι,
Καὶ κύματα κατάμακρα πλακόνουν στ’ ἀκρογιάλια·
Μὰ αὐτὸς πετᾶ καὶ στὸ φευγιὸ σαρόνει κάμπους κι’ ἅρμη.
Καὶ ἡ στὰ νυσσάνια ἀπέκειθε καὶ στ’ ἀνοιχτὰ τὰ σιάδια
Τοῦ Ὀλυμπιακοῦ τοῦ λιβαδιοῦ θὰ ἱδρώσει ἐκεῖνο τἆτι
Καὶ θἄχει ἀφροὺς αἱματεροὺς στὸ στόμα, ἢ κι’ ὁ λαιμός του
Κάλλιο θὰ σέρνει ὁ λυγερὸς τὸ Βελγικὸ τ’ ἁμάξι.
Κ’ ἔπειτα μόνον ἄφησε τῶν μερωμένων ζώων
Μὲ θρεφτικὸν πολύσπορο ν’ ἀξήσει τὸ μεγάλο
Κορμί, τὶ πρίχου μερωθοῦν ἀνάβει ὁ ἀψὺς θυμός τους
Καὶ σὰν πιαστοῦν δὲ δέχονται τὸ λυγερὸ φραγγέλι
Καὶ στὸ σκληρὸ δὲν πείθονται δοντᾶτο σαλιβάρι.


Μὰ ἔγνοια καμμία τὴ δύναμη τῶν ζώων δὲ στερεόνει
Τόσο, ὅσο τὸ νὰ τὰ φυλᾶς ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη
Κι’ ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς τυφλῆς ἀγάπης, εἴτε θέλεις
Τὰ βώδια νὰ πιχειριστεῖς ἢ τἄλογα, ἂ σοῦ ἀρέσει.
Γιὰ τοῦτο κι’ ὅλας μακρυὰ ξορίζουν τὰ βαρβᾶτα
Σὲ βόσκηστρα μοναχικὰ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ αντίκρυ
Βουνὸ καὶ πέρα ἀπ’ τὰ πλατειὰ ποτάμια ἢ καὶ κλεισμένα
Στὸ σπῖτι τὰ κρατοῦν σιμὰ στὸ ξέχειλο παχνί τους·
Τὶ ἀληθινὰ σιγὰ σιγὰ τἀρσενικὸ φλογίζει
Ἡ θηλυκιὰ μὲ τὲς ματιές, καὶ δύναμες τοῦ παίρνει,
Καὶ δὲν τὸ ἀφίνει νὰ σκεφτεῖ τὸ λόγγο καὶ τὸ χόρτο,
Μὲ τὰ γλυκά της μάλιστα μαυλίσματα, καὶ βιάζει
Συχνὰ τοὺς ὑπερήφανους ρωτάριδες ἀντάμα
Μὲ τἄρματα νὰ τσακωθοῦν. Ἡ ὡραία δαμάλα βόσκει
Στὴ Σίλα τὴν ἀπέραντη. Ξαλλάζοντας, στὸν τράκο
Πιάνονται αὐτοὶ μὲ δύναμη πολλὴ κ’εἶνε οἱ πληγές τους
Πυκνές· τὸ αἷμα μελανὸ μοσκεύει τὸ κορμί τους,
Καὶ γυρισμένα ἀνάποδα τὰ κέρατα στιβάζουν,
Μὲ μουγγρισμοὺς τρανώτατους, τοὺς ἀντιστηλωμένους,
Καὶ τὰ ρουμάνια ἀντιβογγοῦν, κι’ ὁ διάπλατος αἰθέρας.
Κ’ οἱ ἀντίπαλοι δὲ συνειθοῦν νὰ μπαίνουν σ’ ἕνα σταῦλο,
Μὰ ἐκεῖνος ποῦ νικήθηκε μισεύει καὶ σὲ μέρη
Ἄγνωρα ξεμπουρίζεται, μακρυά, κι’ ὅλο στενάζει
Γιὰ τὴ ντροπὴ καὶ τὲς πληγές, ποῦ ἀπὸ τὸ νικητή του
Τὸν ὑπερήφανο ἔλαβε, γιὰ τὲς ἀγάπες κι’ ὅλας
Πὤχασεν ἀνεγδίκητος· κι’ ἀπὸ τὸ πατρικό του
Βασίλειο φεύγει τὰ μαντριὰ θωρῶντας. Μὰ γιὰ τοῦτο
Μ’ὅλη τὴν ἐπιμέλεια του τὲς δύναμες γυμνάζει
Καὶ μὲς τὲς πέτρες τὲς σκληρὲς καὶ σ’ ἄστρωτο κρεββάτι
Καρτερικὸς ξαπλόνεται καὶ γεύεται μονάχα
Ἀγκαθερὰ χλωρόκλαρα καὶ μυτερὲς βουρλίδες,
Κι’ ἁτός του δοκιμάζεται καὶ στὸν κορμὸ ἑνοῦ δέντρου
Ἀκκουμπημένος συνειθᾶ στὰ κέρατα νὰ ρίχνει
Τὴν ὅργητα, κι’ ἀντροκαλεῖ κουτρῶντας τοὺς ἀνέμους.
Καὶ προοιμιάζει πάλεμα τὰ χώματα σκορπῶντας.
Κι’ ἀπέκει, ἀφοῦ ἐδυνάμωσε κι’ ἀνάλαβε τὸ θάρρος,
Σηκόνει τὲς σημαῖες του κι’ ὁρμητικὸς πετιέται
Πάνου στὸν ξέγνοιαστον ὀχτρό, σὰν κῦμα ποῦ στὴ μέση
Τῆς θάλασσας ἀσπρολογᾶ κι’ ἀπὸ βαθειὰ μακρόθε
Φουσκόνει καί, κυλιουμένο πρὸς τὴν ξηρά, σβουρίζει
Μέσα στοὺς βράχους τρομερὰ καὶ σὰ βουνὸ μεγάλο
Χύνεται καὶ τὰ τρίσβαθα νερὰ ἀπὸ τὲς κορφές του
Ξεβράζει κι’ ἄμμους μελανοὺς ἀναπελλεῖ τἀψήλου.


Ἔτσι καὶ κάθε σόϊ στὴ γῆς, τ’ ἀνθρώπινο καὶ τ’ ἄγριο,
Τὸ γένος τὸ θαλασσινό, τὰ ὡρηόπλουμα πουλάκια
Καὶ τὰ ἥμερα σὲ μάνητες καὶ σὲ καΰλες πέφτουν.
Εἶνε ἕνας γιὰ ὅλους ὁ Ἔρωτας. Σ’ ἄλλον καιρὸ ποτέ της,
ξεχνῶντας τὰ κουλούκια της στοὺς κάμπους, δὲν πλανιέται
Σκληρότερη ἡ λιοντάρισσα, κ’ οἱ κακοειδὲς ἀρκοῦδες
Δημόσια τόσα φονικὰ ποτέ τους δὲν ἐκάμαν,
Ποτὲ καὶ τόσους σκοτωμοὺς στοὺς λόγους. Κ΄ εἶνε τότες
Κι’ ὁ κάπρος ὁ ἄγριος τρομερὸς καὶ κάκιστος ὁ τίγρης.
Τότες ἀλοίμονο σ’ αὐτὸν ποῦ κακοπαραδέρνει
Στὴ Λιβυκὴ τὴν ἔρημο. Δὲ βλέπεις πῶς ἀδράζει
Ὅλο τἀλόγου τὸ κορμὶ τρεμούλα, σὰν τοῦ φέρει
Τοὺς γνωρισμένους τοὺς ἀχνοὺς ἡ μυρωδιὰ μονάχα;
Καὶ τότες δὲν τὸ ἀντικρατοῦν ἀνθρώπων χαλινάρια
Μήτε φραγγέλια φοβερὰ καὶ σπηλιωτὰ χαράκια
Καὶ βράχοι, μήτε ποταμοί ποῦ κόβουν του τὸ δρόμο,
Ὡς κι΄ ἂν κυλᾶ τὸ κῦμα τους βουνὰ ξερριζωμένα.
Μανίζει κι΄ ὁ Σαβινικὸς ὁ κάπρος κι΄ ἀκονίζει
Τὰ δόντια καὶ τὸ πόδι του τὴ γῆς ἀνασκαλεύει,
Καὶ τρίβει τὰ παγίδια του στὸ δέντρο καὶ τραχαίνει,
Γιὰ τὲς πληγές, κι΄ ἀπόδωθε κι’ ἀπόκειθε τὲς πλάτες.
Γιατὶ μανίζει ὁ νιὸς ὁποῦ τρανὴ φωτιὰ τοῦ χύνει
Στὰ κόκκαλα ὁ Ἔρωτας σκληρός; ναί, κολυμπάει τὴ νύχτα
Ἀργά, σ’ ἄφεγγα κύματα ποῦ ὁρμητικὲς φουρτοῦνες
Δέρνουν τα· κι’ ἀποπάνου του βροντᾶ ἡ τεράστια πόρτα
Τῶν οὐρανῶν, κι’ ἀντιβογγοῦν οἱ θάλασσες στὲς ξέρες
Βαρῶντας. Καὶ δὲ δύνονται νὰ τὸν καλέσουν πίσω
Μήτε οἱ γονηοί του οἱ δύστυχοι, μήτε κ’ ἡ κορασίδα,
Ποῦ χάρος πάνου στ’ ἄψυχο κορμί του τὴν προσμένει.
Γιατὶ κ’ οἱ ρῆσοι οἱ παρδαλοὶ τοῦ Βάκχου γαυριάζουν,
Γιατὶ τὸ γένος τ΄ ἄτσαλο τῶν σκύλων καὶ τῶν λύκων,
Γιατί, καὶ τί τσακώματα τ’ ἄμαχα ἐλάφια κάνουν;
Μὰ ἐπίσημη εἶνε μάλιστα τῶν ζωντηριῶν ἡ ζήτια:
Ἡ ἴδια Ἀφροδίτη τὸ θυμὸν ἐχάρισέ τους, ὅταν
Τὰ Ποτνιακὰ τετράζυγα ξεσκίσαν τὸ κουφάρι
Τοῦ Γλαύκου μὲ τὲς σιαγωνιές. Ὁ πόθος τὰ ὁδηγάει
Παρέκει ἀπὸ τὸ βροντερὸν Ἀσκάνιο καὶ παρέκει
Ἀπὸ τὰ Γάργαρα· βουνὰ καὶ ποταμοὺς διαβαίνουν.
Ἀμέσως σὰν ἀνάψει ἡ στιὰ στἀχόρταγο μηδοῦλλι,
(Καὶ μάλιστα τὴν ἄνοιξη τὶ τότες ξαναμπαίνει
Τὸ ζέσταμα στὰ κόκκαλα) στέκουν οἱ ἀλόγες ὅλες
Ἀνεβασμένες σὲ ψηλὰ χαράκια μὲ τὸ στόμα
Γυρμένο πρὸς τὸ ζέφυρο καὶ δέχονται τὲς αὖρες
Τὲς ἀλαφρές. Καὶ τὸ συχνὸ μὲ δίχως ταίριασμα ἄλλο -
Ὢ τὸ παράξενο ἄκουσμα! - μὲ τὸν ἀέρα μόνο
Γκαστρόνονται, καὶ πιλαλοῦν σὲ πέτρες καὶ σὲ βράχους
Καὶ σὲ λαγγάδια βαθουλά, κατὰ τὸ βγάλμα σου ὄχι,
Εὖρε, καὶ μήτε πρὸς τοῦ Ἡλιοῦ, μὰ κατὰ τὸν Ἀργέστη
Καὶ τὸ Βορηᾶ, καὶ πρὸς αὐτό τὸ μέρος ὅθε ὁ Νότος
Γεννιέται καὶ καταλυπᾶ μὲ βροχερνὲς κρυάδες
Ὁλόμαυρος τὸν οὐρανό. Καὶ κεῖ στὸ τέλος στάζει
Φαρμάκι ἀπὸ τὴ φύση τους πηχτό, ποῦ τὸ ὀνομάζουν
Ἀλογομάνισμα οἱ βοσκοὶ μὲ δίκηο, κ’ εἶνε ἐκεῖνο
Ποῦ οἱ μητρυιὲς κακόβουλες συχνὰ τὸ συμαζεύουν
Καὶ βλαβερὰ ξορκίσματα τοῦ σμίγουν καὶ βοτάνια.


Ἀλλὰ ξεφεύγει ἀγύριστος, φεύγει ὁ καιρὸς ὡς τόσο,
Ἐνῶ τοῦ πόθου σκλάβοι ἐμεῖς περιγυρνᾶμε ἕνα ἕνα.
Εἶπα ἀρκετὰ γιὰ τὲς κοπὲς καὶ τώρα τἄλλο μέρος
Τῆς ἕγνοιας μου ἀπολείπεται: κοπάδια μαλλοφόρα
Νὰ ξεκινήσω στὲς βοσκὲς κι’ ἀναμαλλιάρες γίδες.


Ἐδὼ ἡ δουλειά εἶνε· δυνατοὶ ξωμάχοι ἀπόδω ἐλπίστε
Τὸν ἔπαινο, καὶ θετικὸς ἐγὼ εἶμαι στὴν ψυχή μου
Πῶς θὰ νικήσει ὁ στίχος μου, κι’ ἂς εἶνε τὸ έργο μέγα.
Καὶ τοῦτα, καὶ σὲ πράματα μικρὰ τιμὴ θὰ σμίξω.
Ἀλλὰ μία ἀγάπη τρυφερὴ στοῦ Παρνασσοῦ μὲ παίρνει
Τοὺς ἔρημους ἀνήφορους· χαιράμενος διαβαίνω
Βουνοκορφές, ποῦ στὸ γλυκὸ τὸ πλάγι τους κανένας
Δρόμος παληὸς δὲ ροβολᾶ κατὰ τὴν Κασταλία.
Ἂς τραγουδήσω βροντερά, σεβάσμια Πάλης, τώρα.


Ἀρχίζοντας, τὰ πρόβατα, διορίζω, τὸ σανό τους
Μέσα σὲ σταύλους ἥσυχους νὰ τρῶν, ὡς νὰ ξανάρθει
Σὲ λίγο τὸ πολύκλαρο τὸ καλοκαῖρι πάλι,
Καὶ χάμου στὴ σκληρὴ τὴ γῆς δεματιασμένα βράχλα
Νὰ στρώννονται κι’ ἀχύρατα πολλὰ γιὰ νὰ μὴ βλάψει
Ὁ πάγος ὁ κρυαδερὸς τὰ τρυφερὰ τὰ ζῶα,
Καὶ φέρει τους τὲς ἄσκημες ποδάγρες καὶ τὴν ψώρα.
Καὶ προχωρῶντας ἀπὸ δώ, στερνότερα προστάζω
Μὲ κουμαριᾶς χλωρόκλαρα νὰ οἰκονομιῶνται οἱ γίδες,
Καὶ νἄρχονται σὲ ρεματιὲς ὁλόδροσες νὰ πίνουν,
Καὶ οἱ μάντρες τους ἀπέναντι στὸ χειμωνιάτικο ἥλιο
Κι’ ἀπάνεμες νὰ στέκονται γυρμένες πρὸς τὸ Νότο,
Ὣς ποῦ νὰ δύσουν τὰ ψυχρὰ τἀστέρια τοῦ Ὑδροχόου,
Δροσίζοντας τὰ χώματα, σύντα τελειόνει ὁ χρόνος.
Μὲ ὅμοιες φροντίδες ὡς κι’ αὐτὲς νὰ τὲς φυλᾶμε πρέπει,
Καὶ τὄφελος λιγώτερο δὲ θἆνε, κι’ ἂς στοιχίζουν
Περσότερο τὰ δέρματα τῆς Μίλητος σὰ βράσουν
Σὲ κοκκινάδες Τυριακές. Μικρὰ γεννοῦν οἱ γίδες
Συχνώτερα καὶ μπόλικα τὰ γάλατά τους εἶνε.
Ὅσο τοὺς στύφεις τὸ βυζὶ καὶ πλιότερο οἱ γαβάθες
Ἀφρίζουν, τόσο ποταμοὶ πλιὸ πλούσιοι θ’ ἀναβλύσουν
Μέσα ἀπὸ τὰ μαστάρια τους, σὰν τὲς ἀρμέξεις πάλι.
Κι’ ὡς τόσο καὶ τὸ μαλακό, τοῦ Κινυφιώτη τράγου,
Τἀστάκι, τἀσπρουλιάρικο πηγοῦνι καὶ τὰ γένεια
Κουρεύονται γιὰ τοῦ στρατοῦ τὲς χρείες, κι΄ ἀπὸ τοῦτα
Γένονται τὰ σκεπάσματα τοῦ θλιβεροῦ τοῦ ναύτη.
Λόγγους αὐτὲς καὶ τὲς κορφὲς τοῦ Λύκαιου βόσκουν· βάτους
Ἀγκαθεροὺς καὶ κλαρικὰ ποῦ τὰ γκρεμὰ ἀγαπᾶνε·
Κ’ οἱ ἴδιες θυμοῦνται σπῖτι τους νὰ γέρνουν ὁδηγῶντας
Τὰ τέκνα τους, καὶ μεταβιᾶς δὲ γγίζουν τὸ κατώφλι
Τὰ φορτωμένα τους βυζιά· καὶ σὺ λοιπὸν γιὰ τοῦτο,
Ὅσο χρειάζονται γι’ αὐτὲς λιγώτερες φροντίδες,
Τόσο προσεχτικώτερα φύλαχ’ τες ἀπὸ πάγους,
Κι’ ἀπὸ χιονιάδες καὶ Ταγὴ κουβάλιε τους κλαρένια
Χαιράμενος καὶ μὴν τοὺς κλεῖς μὲ τὲς κρυάδες πάντα
Τοὺς ἀχυρῶνες. Ἀλλὰ ἀφοῦ γλυκὸ τὸ καλοκαῖρι
Τὰ δυὸ κοπάδια στὲς βοσκὲς καὶ στὰ ρουμάνια στείλει,
Τόμου τὰ κράξει ὁ Ζέφυρος, ἂς πάρουμε τοὺς κάμπους
Τοὺς κρύους μὲ τὸ πρωτόβγαλμα τ’ Αὐγερινοῦ, σὰν εἶνε
Ἀσπρέλλικες οἱ πρωϊμιές, κ’ ἡ Αὐγούλα ἀκόμα νέα,
Κ’ εἶνε πολυαρεσούμενη στὰ ζωντανὰ ἡ δροσούλα
Πάνου στὸ χορτο τὸ χολό. Κι’ ἀπέκει, σὰν ξυπνήσει
Ἡ τέταρτη ώρα τοὐρανοῦ τὴ δίψα, κ’ οἱ τζιτζίροι
Σκίζουν μὲ τὸ τραγοῦδι τους κλαψιάριδες τὰ δέντρα,
Ὁδήγα τὰ κοπάδια σου πρὸς τὲς βαθειὲς τὲς λοῦμπες
Καὶ στὰ πηγάδια γιὰ νὰ πιοῦν τ’ ἀνάβρυσμα ποῦ ρέει
Ἀπὸ σωλῆνες πρίνινους· μὰ στὴν καρδιὰ τῆς ζέστας
Ζήτα λαγγάδες ἰσκιερές, ἀνίσως κάπου ἀνοίγει
Τοὺς κλώνους του τοὺς ἀπεικοὺς ἰδρὺ τοῦ Δία μεγάλο
Μὲ ἀρχαῖον κορμὸ κι΄ ἂ μελανὸ ρουμάνι ἀπὸ πρινάρια
Ἀρίφνητα τὸν ἴσκιο του τὸν ἁγιασμένο ἁπλόνει.
Κ’ ἔπειτα πάλι γάργαρα νερὰ ξανάδωσέ τους
Καὶ στρώννυσέ τα στὴ βοσκή, σὰ βασηλέψει ἡ μέρα,
Σὰν τὸν ἀέρα τὸν ψυχρὸ τὸ βράδυ ἀποκρυόνει,
Καὶ τὰ δρυμὰ τὸ δροσερνὸ φεγγάρι ζωντανεύει,
Κι’ ἀλκυῶνα στὸ γιαλὸ λαλεῖ καὶ στὰ τσαλιὰ γαρδέλλι.


Τοὺς πιστικοὺς τῆς Ἀφρικῆς, τὰ χειμαδιά, τοὺς τσάρκους
Ποῦ κατοικοῦν καὶ ποὖνε ἀρηὰ στοὺς κάμπους σκορπισμένες
Οἱ στέγες τους, στοὺς στίχους μου γιατί νὰ σοῦ ἱστορήσω;
 Ἐκεῖ συχνὰ τὰ ζωντανὰ νύχτα καὶ μέρα βόσκουν,
Ἢ κ’ ἕνα μῆνα ἀδιάκοπα, καί, δίχως νἄχουν σταύλους,
Σ’ ἐρμιὲς μεγάλες προβατοῦν, τόσο πολλοὶ εἶνε οἱ κάμποι.
Μαζῆ του φέρνει ὁ Ἀφρικανὸς ό κοπαδιάρης ὅλα:
Τὴ σκέπη, τὸ σπιτίσιο του θεὸ καί τἄρματά του.
Κ’ ἕνα ζαγάρι Ἀμυκλιακὸ καὶ Κρητικὸ ταρκάσι.
Ὅμοιος μὲ τὸν ἀράθυμο Ρωμαῖο, ποῦ φορῶντας
Τὴν πατρική του ἀρματωσιὰ στὸ δρόμο του βαδίζει
Μὲ φόρτωμα ἀπεικό, καὶ πρίν ἀπ’ ὅτι, τὸν προσμένει
Ὁ όχτρός του, καί ἐλημέριασε, καὶ στὴν ἀράδα στέκει.
Μὰ ἔτσι δὲν εἶνε ἐκεῖ ποῦ ζοῦν οἱ Σκυθικὲς οἱ φάρες,
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τὰ Μαιωτικὰ τὰ κύματα χτυπιῶνται.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ ἀμμοῦδες κίτρινες θολὸς ὁ Ἴστρος σέρνει,
Κι’ ὅπου ἡ Ροδόπη ἁπλόνεται φτάνοντας ὡς τὸν πόλο.
Αὐτοῦ κρατοῦν τὰ ζᾶ κλειστὰ σὲ σταύλους, καὶ στοὺς κάμπους
Χόρτο δὲ φανερόνεται μηδὲ κλαρὶ στὰ δέντρα.
Μὰ ἀπὸ τὸν πάγο τὸ βαθὺ κι’ ἀπὸ τὰ σωριασμένα
Τὰ χιόνια ἡ γῆς ἀμόρφωτη κοίτεται πέρα πέρα,
Καὶ πῆχες ἡ ὄψη της ἑφτὰ ψηλότερα ἀνεβαίνει.
Πάντα χειμῶνας, πάντοτε ψυχροὶ φυσοῦν οἱ Ἀργέστες,
Καὶ δὲ σκορπᾶ τότες ποτὲ τοὺς ἀχνοὺς ἴσκιους ὁ ἥλιος,
Οὔτε ὅταν βγαίνει καὶ ψηλὰ μὲ τἄλογα πετιέται
Πρὸς τὸν αἰθέρα, οὔτε ὅταν δυεῖ καὶ στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ὄψη
Τὴν πορφυρή τ’ ἁμάξι του, ποῦ ροβολᾶ, θὰ λούσει.
Ἄξαφνα στὰ τρεχούμενα ποτάμια κροῦστες πήγουν,
Καὶ μὲ τὴ ράχη του τροχοὺς σιδεροτορκωμένους
Βαστᾶ τὸ κῦμα, κ’ ἐνῶ πρὶν τὰ πλοῖα φιλοξενοῦσε
Δέχεται τώρα τὰ βαρειὰ τὰ κάρρα· καὶ μονάχα
Σκάζουν τ’ ἀγγειὰ τὰ χάλκινα καὶ τὰ σκουτιὰ τσιρόνουν
Πάνου στὸ σῶμα, τὰ κρασιὰ τὰ νερουλὰ πελέκια
Τὰ κόβουν, πάγος στερεὸς ὁ βάλτος ἔχει γίνει
Κι’ ἄτσαλα γένεια τὲς ψυχρὲς παγοσταλιὲς σκληραίνουν.
Κι’ ὡς τόσο μὲ ὅμοια δύναμη χιονίζει ὁ ἀέρας ὅλος·
Τ’ ἀρνιὰ πεθαίνουν, τὰ κορμιὰ τῶν ταύρων τὰ μεγάλα
Τὰ βρέχει ἡ πάχνη ὁλόγυρα, καὶ μαζωμένα ἀσκέρι
Τὰ ἐλάφια νέα κουλουμωσιὰ χιονιοῦ τἀποκορόνει,
Καὶ τῶν κεράτων μεταβιᾶς οἱ κορυφὲς προβάλλουν.
Τὰ δειλιασμένα ζωντανὰ δὲν τὰ ταράζουν τώρα
Οἱ σκύλοι ποῦ τὰ κυνηγοῦν, μηδὲ κανένα δίχτυ,
Μηδὲ τὰ κοκκινόφτερα τὰ σκιάχτρα, μὰ ἐνῶ σπρώχνουν
Τ’ ἀντιστεκάμενο βουνὸ τοῦ κάκου μὲ τὸ στῆθι,
Τὰ πετσοκόβουν κυνηγοὶ μὲ τὲς σκληρές λεπίδες
Ἀπὸ σιμά, κ’ ἐνῶ βαρειὰ στενάζουν τὰ σκοτόνουν,
Καὶ σπίτι τους μὲ φωνατὰ χαιράμενοι τὰ φέρνουν.
Αὐτοὶ σκολάζουν ξέγνοιαστοι σὲ σπήλια ἀνασκαμμένα
Βαθειὰ ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὴ γῆς κυλῶντας στὲς ὀγνῆστρες
Τὰ στιβασμένα ἱδρόξυλα, κι’ ὁλάκερους φτεληάδες
Στὲς φλόγες παραδίνοντας· κι’ αὐτοῦ περνοῦν τὸ βράδυ
Παίζοντας, καὶ μὲ τὲς μαγιὲς καὶ τὰ ξυνὰ τὰ σοῦρβα
Τὸ σταφυλένιο τὸ πιοτὸ χαιράμενοι ἀντιφκιάνουν.
Ἔτσι τὸ γένος τ’ ἄνομο, ποῦ κάτου ἀπ’ τὴν Ἀρκούδα
Τὴν ὑπερβόρεια κατοικεῖ χτυπιέται ἀπὸ τὸν Εὖρο,
Καὶ ντύνει μὲ γουναρικά κοκκινωπὰ τὸ σῶμα.


Ἂ γνοιάζεσαι γιὰ τὸ μαλλί, θὰ λείπουν πρῶτα ἀπ’ ὅλα
Ἡ κολλητσίδα, ὁ κάρδωνας, τἀγκαθερὰ ρουμάνια·
Φεῦγε τὲς πρόσχαρες βοσκές, καὶ πάντα σου κοπάδια
Διάλεγε μὲ ἄσπρα μαλακὰ σκουλούδια· κι’ ὡς κ’ ἐκεῖνο
Τὸ κριάρι, πὤχει μοναχά, κι’ ἂς εἶνε σὰν τὸ χιόνι,
Τὴ γλῶσσα κάτου ἀπ’ τὸν ὁγρὸ τὸν οὐρανίσκο μαύρη,
 Ἀπόβγαλέ το γιὰ νὰ μὴ μαυρίσουν τ’ ἀρνοπόκια
Μὲ λάγικα μπαλώματα, καὶ κοίταξε τρογύρου
Στὸν κάμπο τὸν ὁλογιομο κριάρι νἄβρεις ἄλλο.
Μὲ τέτοια ἀσπράδα τῶν μαλλιῶν, ἂν πιστευτό εἶνε, ὁ Πᾶνας,
Σελήνη, ποῦ ἐθαμπώθηκες σ’ ἀπάτησε, σὲ δάση
Βαθειὰ καλῶντας σε, καὶ σὺ τὸν κράχτη δὲν ἀρνήθης.


Μὰ ὅπου τὰ γάλατα ἀγαπᾶ, μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι
Συχνὰ θὰ φέρνει στὰ παχνιὰ τριφύλλι καὶ νυχάκι
Κι’ ἀλατισμένα βότανα· κ’ ἔτσι στὰ ζᾶ θ’ ἀρέσουν
Οἱ ρεματιὲς περσότερο, καὶ θένα πρίσκονται ἔτσι
Οἱ ἀράτες τους περσότερο, καὶ θὰνε μὲς στὸ γάλα
Κρουμμένη ἡ γέψη τοῦ ἀλατιοῦ. Καμπόσοι τὰ κατσίκια,
Ἀμέσως ἅμα χωριστοῦν τὲς μάννες, τ’ ἀποκόβουν,
Καὶ τοὺς φοροῦν σιδερωτὰ καπίστρια στὸ μουσοῦδι·
Κι’ ὅσο ἀρμεχτεῖ τἀποταχυὰ κι’ ὅσο ὅλην τὴν ἡμέρα,
Τὴ νύχτα πηττακόνουν το· κι’ ὅσο μὲ τὸ σκοτάδι,
Ἢ καὶ τὸ σούρουπο, ὁ βοσκὸς μὲ τὰ γαλατερά του,
Κινῶντας τὰ χαράματα, τὸ κουβαλεῖ στὴ χώρα,
Ἢ κι’ ὅλας λίγο τ’ ἀλατᾶ καὶ τὄχει τὸ χειμῶνα.


Καὶ οἱ ἔγνοιες σου γιὰ τὰ σκυλιὰ δὲ θἄνε οἱ τελευταῖες.
Μὰ θρέφε μὲ παχὺν ὀρρὸ καὶ τὰ γοργὰ κουλούκια
Τῆς Σπάρτης, καὶ τὸ φοβερὸ τὸ Μολοσσό, κι’ ἂν ἔχεις
Τέτοιους φυλάχτορες, ποτὲ μὴ φοβηθεῖς στοὺς σταύλους
Τὸ νυχτοκλέφτη, οὔτε ποτὲ τῶν λύκων τὸ γιουροῦσι,
Οὔτε Ἴβηρες ἀνήμερους ποτὲ πισώπλατά σου.
Καὶ θὰ ξατρέξεις τὸ συχνὸ καὶ τοὺς δειλοὺς ὀνάγρους,
Καὶ μὲ τοὺς σκύλους τὸ λαγό, μὲ σκύλους τὰ πλατώνια
Θὰ κυνηγήσεις καὶ συχνὰ μὲ τοὺς ἀληχτισμούς τους
Θένα ἀνταριάζεις τὰ καπριὰ μὲς τοὺς λογγίσιους βάλτους
Ζητῶντας τα, καὶ μὲ φωνὲς καὶ τὸ ἀπεικὸ τὸ ἐλάφι,
Διαβαίνοντας ψηλὰ βουνά, στὰ δίχτυα θὰ τὸ ἀμπώνεις.


Καὶ μάθε κι’ ὅλας στὰ μαντριὰ ν’ ἀνάφτεις μυρωδᾶτα
Κεδρόξυλα καὶ τοὺς κακοὺς τοὺς χείλυδρες νὰ διώχνεις
Μὲ τοὺς ἀχνοὺς τοῦ χαλβανιοῦ. Πολλὲς φορὲς μουλόνει
Ὁ ὄχεντρας ὁ βλαβερὸς στὸ γγίξιμο ἀποκάτου
Ἀπὸ τἀσάλευτο παχνί, τὸν οὐρανὸ σκιασμένος
Φεύγοντας· κ’ ἡ δεντρογαλιά ποῦ συνειθᾶ νὰ μπαίνει
Σὲ ἴσκιους καὶ σπίτια, τῶν βωδιῶν θανατερῆ σκορδούλα,
Μὲ τὸ φαρμάκι της τἀρνιὰ ραντίζοντας, μονιάζει
Στὴ γῆς. Βοσκέ, στὸ χέρι σου πάρε ληθάρια, πάρε
Παλούκια, ρίχτα ἀπάνου της, ἐνῶ σὲ φοβερίζει
Κ’ ἐνῶ φουσκόνει τὸ λαιμὸ σφυρίζοντας· στὰ βάθη
Ἔχωσε κι’ ὅλας τὸ δειλὸ κεφάλι της στὸ φύγι,
Ἐνῶ νεκρόνουν τῆς ὀρᾶς οἱ τελευταῖες οἱ γῦρες
Κ’ οἱ κλείδωσες οἱ μεσινὲς καὶ κάνει νὰ κυλιῶνται
Τὸ στρίψιμό της τὸ στερνὸ σιγὰ σιγὰ οἱ κουλοῦρες.
Καὶ στὰ ρουμάνια μάλιστα τῆς Καλαβρίας ὑπάρχει
Αὐτὸ τὸ φεῖδι τὸ κακό, ποῦ ὀρθονοντας τὸ στῆθι,
Τὴ ράχη τὴ λεπιδωτή τυλίγει καὶ μεγάλα
Μπαλώματα τὴ μακρουλὴ κοιλιά του πλημουδίζουν.
Κι’ ὅσον καιρὸ ἀπὸ τὲς πηγὲς ἀκόμα πέφτουν τράφοι
Κι’ ὅσο κρατοῦν τὴ γῆς λειψὴ τῆς άνοιξης οἱ ὁγράδες
Κι’ ὁ Νότος ὁ βροχάρικος, αὐτὸ στὲς λίμνες στέκει
Καὶ κατοικῶντας στὲς όχτιὲς μὲ ψάρια καὶ βαθράκους
Λάλους γιομίζει λαίμαργα τὸ μαῦρον καταπιῶνα·
Μὰ σὰ στεγνώσουν τὰ βαρκὰ κ’ ἡ γῆς ἀπὸ τὴ λαύρα
Σκάσει, στὴν ξέρη ἀναπηδᾶ, στριφογυρνᾶ τὸ βλέμμα
Τὸ φλογερό, καὶ στοὺς ἀγρούς, τρομάζοντας τὴν κάψα
Κι’ ἀπὸ τὴ δίψα του τραχύ, λυσσομανᾶ· καὶ τότες
Νὰ παίρνω δὲ θὰ μ’ ἄρεσε στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα
Ὕπνους γλυκοὺς καὶ στοῦ βουνοῦ τὴ δασωμένη ράχη
Στὰ χόρτα νὰ ξαπλόνομαι, σὰν τὸ ποκάμισό του
Βγάζει κι’ ὁλόρθο στρίφεται λαμπρό, καὶ πάλι νέο
Κατὰ τὸν ἥλιο, στὴ σμουλιὰ ταὐγὰ ἢ καὶ τὰ παιδιά του
Ἀφίνοντας, καὶ σπαρταροῦν τριπλὲς στὸ στόμα οἱ γλῶσσες.


Καὶ τί σημάδια κι’ ἀφορμὲς ἔχουν οἱ ἀρρώστιες κι’ ὅλας
Θὰ σοῦ διδάξω: - Βρωμερὴ ψώρα τἀρνιὰ πειράζει,
Σὰ σταματᾶ ψυχρὴ βροχὴ καὶ τοῦ σταχτιοῦ τοῦ πάγου
Ἀνατριχιάστρα μαργωσιὰ στ’ ἀπαρθενὸ τὸ κρέας,
Ἢ κι’ ὅταν ἵδρος ἄλουστος κολλᾶ στὰ κουρεμένα
Τὰ ζᾶ, καὶ σκίζουν τὰ τραχειὰ τ’ ἀγκάθια τὸ κορμί τους.
Γιὰ τοῦτο σὲ γλυκὰ νερὰ τὰ πρόβατά τους ὅλα
Οἱ τσέλιγκες τὰ κολυμποῦν, γιὰ τοῦτο σὲ ρουφῆχτρες
Μὲ τὴν προβειά του τὴν ὁγρὴ βουτιέται τὸ κριάρι,
Ποῦ σὰ ριχτεῖ στὸν ποταμὸ κατὰ τὸ ρέμα πλέει,
Ἢ καὶ τοῦ βάφουν τὸ κορμί, σὰν εἶνε κουρεμένο,
Μ’ ἄχαρη μούργα καὶ μ’ αύτὴν ἀνακατεύουν θειάφι
Καθάριο, κι’ ἀσημόχωμα, καὶ πίσσα ἀπὸ τὴν Ἴδα,
Καὶ ξυγγερνὸ κηράλειμμα, καὶ σκάρφη ἀψιά, κι’ ἀσκέλλα,
Ὡς καὶ κατράμι μελανό. Μὰ μὲ κανέναν τρόπο
Δὲν πολεμᾶ πλιὸ σύντομα κανεὶς αὐτὸ τὸ πάθος,
Πάρεξ ὁπὤχει τὴν καρδιὰ μὲ σίδερο ν’ ἀνοίξει
Τοῦ διάσονα τὸ κορφινὸ κουκοῦδι· κουναριέται
Καὶ ζωντανεύει τὸ κακὸ σὰ μένει σκεπασμένο,
Ἐνῶ νὰ βάλει στὲς πληγὲς δὲ στρέγει ὁ κοπαδιάρης
Γιὰ γιατρειὰ τὸ χέρι του, καὶ κάθεται ζητῶντας
Κάθε καλὸ ἀπὸ τοὺς θεούς. Σὰ μάλιστα θυμόνει
Ὁ πόνος μπαίνοντας βαθειὰ στὰ κόκκαλα τοῦ ζώου
Καὶ λυώνει ἡ θέρμη καυτερὴ τὰ μέλη του, καλό εἶνε
Νὰ διώξεις τ’ ἄναμμα τ’ ἀψὺ ἀνοίγοντας τὴ φλέβα
Ποῦ στὸ ποδάρι χαμηλὰ λαγγεύει ἀπὸ τὸ αἷμα.
Καὶ τέτοιο εἶνε τὸ σύστημα ποῦ ἀκολουθᾶ ὁ Βισάλτης
Κι’ ὁ τρομερὸς ὁ Γελωνός, σὰ φεύγει στὴ Ροδόπη
Καὶ στῶν Γετῶν τὲς ἐρημιὲς κ’ αἷμα ἀλογίσιο πίνει
Μαζῆ μὲ τὸ πηχτόγαλα. Κι’ ἀνίσως ἀπὸ ἀλάργα
Ἰδεῖς ἀρνὶ στὸ δροσερὸ τὸν ἴσκιο νὰ πηγαίνει
Συχνώτερα κι’ ἀνόρεχτα τοῦ χόρτου τὴν κορφάδα
Νὰ κόφτει καὶ ν’ ἀκολουθᾶ τὸ ζῶο τὸ τελευταῖο,
Ἢ καὶ στὸν κάμπο καταγῆς νὰ πέφτει ἐκεῖ ποῦ βόσκει
Κι’ ἀργὰ τὴ νύχτα μοναχὸ νὰ γέρνει σπῖτι, ἀμέσως
Μὲ τὸ μαχαῖρι τὸ κακὸ σταμάτα πρίχου ἁπλώσει
Κρουφὰ δεινὸ τὸ μόλεμα στὸ ξέγνοιαστο τὸ πλῆθος.
Τόσο συχνὰ στῆς θάλασσας τὴν ὄψη δὲ μανίζουν
Οἱ ἀνεμοζάλες φέρνοντας φουρτοῦνες, ὅσες εἶνε
Οἱ ἀρρώστειες ποῦ τὰ ζωντανὰ θερίζουν· καὶ δὲν παίρνουν
Οἱ ψόφοι μόνο μερικὰ κεφάλια, μὰ μὲ μίας
Τὴ στάνη ὁλάκερη· μαζῆ κ’ ἐλπίδα καὶ κοπάδι,
Κι’ ἀπὸ τὴν πρώτη τὴν ἀρχὴ τελειωτικὰ τὴ φάρα.
Αὐτὸ τὸ ξέρει θετικὰ κανεὶς ἅμα κοιτάξει,
Καὶ τώρα ἀκομα ἀφοῦ καιρὸς ἔχει περάσει τόσος,
Τὲς Ἄλπες τὲς ἀνάερες, τὰ Νωρικὰ καστέλλια
Στὲς ράχες, τοὺς Ἰαπυδικοὺς τοὺς κάμπους τοῦ Τιμάβου,
Τὲς περιοχὲς τῶν πιστικῶν τὲς ἀπορημαγμένες,
Καὶ τὰ ρουμάνια τὰ ἀδειανὰ τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου.


Ἐβγῆκε ἐκεῖ ἀπὸ τούρανοῦ τἀστένισμα μιὰν ὥρα
Βαρὺς καιρός, ἐλεεινός, ποῦ τὸν ἀνάβαν ὅλες
Οἱ λαῦρες τοῦ χινόπωρου καὶ ποὔδωκε τοῦ χάρου
Ὅλα τὰ γένη τὰ ἥμερα καὶ τἄγρια, καὶ τὲς λίμνες
Ἐβρώμεψε κ’ ἐμόλεψε τὰ χόρτα μὲ σαποῦρες.
Κι’ ἁπλὸ δὲν ἦταν τὸ στρατὶ τοῦ πεθαμοῦ: μὰ ἡ δίψα
Ἐχύνοτουν φλεγάμενη σ’ ὅλες τὲς φλέβες πρῶτα
Τὰ μέλη κουβαριάζοντας, κι’ ἀπέκει ξεχειλοῦσε
Πάλι τὸ εμπυο νερουλὸ κ’ ἐβγαῖναν μὲ τὴν ὕλη
Κομμάτια ὅλα τὰ κόκκαλα ποῦ τὰ χαλοῦσε ἡ ἀρρώστεια.
Συχνὰ τὸ θῦμα, ποῦ ἔστεκε σιμὰ στὸ θυσιαστῆρι,
Μὲς στῶν θεῶν τὸ δόξασμα, κ’ ἐνῶ ἐπεριδενότουν
Στὸ μάλλινο τὸ γιάδεμα τἀσπρόχιονο γαϊτάνι,
Ἀνάμεσα στοὺς ἱερουργοὺς ποῦ ἀργοποροῦσαν ἔτσι,
Ἔπεφτε ἑτοιμοθάνατο· κι’ ἂν ἔσφαζε κανένα
Ὁ θυσιαστὴς πρωτήτερα μὲ σίδερο, ἀπ’ τὰ νεῦρα
Ποῦ ἀπιθονόνταν στοὺς βωμοὺς δὲν ἐπετιῶνταν φλόγες,
Νὰ δίνει δὲν ἐδύνοτουν ὁ ρωτημένος μάντης
Ἀπόκρισες καὶ μεταβιᾶς τἀναποδογυρμένα
Μαχαίρια ἐβάφαν τὰ αἵματα καὶ μόνο ἀπάνου ἀπάνου
Ἐμαύριζαν συναίματα πολὺ φτωχὰ τὸ χῶμα.
Κι’ ἀπέκειθε παντοῦ ψοφοῦν στὸ γελαστὸ χορτάρι
Τὰ μοσκαράκια καὶ σιμὰ στ’ ὁλόγιομο παχνί τους
Βγαίνει ἡ γλυκιά τους ἡ ψυχή· καὶ πιάνει ἀπέκει ἡ λύσσα
Τοὺς σκύλους τοὺς γαλίφικους καὶ πνιχτερὸς ὁ βῆχας
Τἀρρωστημένα μοχτερὰ τραντάζει καὶ στρεβλό νει
Τὴν καταπόθρα τὴν παχειά. Καὶ τ’ ἄτι ποῦ ἐνικοῦσε
Σ’ ἀγῶνες τώρα κοντυλᾶ κ’ οἱ μάθησες τὸ θλίβουν,
Καὶ τὸ χορτάρι λησμονᾶ κι’ ὀχτρεύεται τὲς βρύσες,
Καὶ μὲ τὸ πόδι του συχνὰ χτυπᾶ τὴ γῆς· τ’ αὐτιά του
Κρεμιῶνται κ’ ἵδρωτας ψιλὸς τὰ ὁγραίνει, μὰ καὶ κεῖνος
Ψυχρὸς ἀπάνου στὰ κορμιὰ τὰ θανατογραμμένα,
Κ’ εἶνε φρυμένο τὸ πετσί, ποῦ ὅταν κανεὶς τὸ γγίξει
Στὸ δάχτυλο ἀντιστέκεται σκληρό. Τὲς πρῶτες μέρες
Τέτοια σημάδια φαίνονται πριχοῦ τὸ τέλος ἔρθει.
Μὰ σὰν ἡ ἀρρώστεια προχωρεῖ κι’ ἀρχίζει ν’ ἀγριεύει,
Τότες τὰ μάτια φλέγονται καὶ παίρνει τὴν πνοή του
Ἀπὸ βαθειὰ καὶ κάποτε βαρυστενάζει κι’ ὅλας,
Μακρὺ λυγκιὸ τὰ ταπεινὰ λαγγόνια του τεντόνει,
Καὶ βγάζουν αἷμα μελανὸ τἀρθούνια του καὶ σφίγγει
Τὸ φουντωμένο λάρυγγα ἡ ἀπόξερή του ἡ γλῶσσα.
Ἀλάφρωση ἦταν τὸ ζουμὶ τοῦ Βάκχου, ἂν του ἐχυνότουν,
Στὸ στόμα μ’ ἕνα κέρατο· κι’ αὐτὸ πιστεύει ὁ κόσμος
Εἶνε τῶν ἑτοιμόψοφων ὁ λυτρωμὸς ὁ μόνος.
Μὰ γλίγωρα ἔφερνε ὡς κι’ αὐτὸ τὸ χαλασμό· ἡ μανία
Ἄναβε ὅσα ἐδυνάμοναν καὶ στ’ ἀγκομάχημά τους -
(Θεοί, στοὺς εὐλαβητικοὺς καλήτερα χαρίστε,
Καὶ τοῦτο τὸ ξεφρένιασμα στοὺς διάδικούς σας δώστε)
Κομμάτιαζαν τὸ κρέας τους μὲ τὰ γυμνά τους δόντια.
Καὶ νά! ἀποκάτου ἀπ’ τὸ σκληρὸ γυννὶ τὸ ρῶδι κι’ ὅλας
Ξαχνίζοντας σωριάζεται, κ’ αἷμα ἀνακατωμένο
Μ’ ἀφροὺς τὸ στόμα του ξερνᾶ καὶ βγάζει τὸ στερνό του
Τὸ στέναγμα. Βαρύθυμος πηγαίνει ὁ ζευγουλάτης
Καὶ τὸ δαμάλι ποῦ πονεῖ γιὰ τἀδερφοῦ τὸ τέλος
Λυεῖ καὶ στὴ μέση τῆς δουλειᾶς μπηχτὸ τ’ ἀλέτρι ἀφίνει.
Μὰ οὔτε τῶν δέντρων τῶν ψηλῶν ἡ σκιάδα μὲς τὰ δάση,
Οὔτε λιβάδια μαλακά, κι’ οὐδὲ τὸ ποταμάκι,
Ποῦ κι’ ἀπὸ ἀσημομάλαμα πλιὸ ξάστερο κυλάει
Μέσα στοὺς βράχους κ’ ἔπειτα στὸ σιάδι κατεβαίνει,
Δὲν ἔχουν πλιὰ τὴ δύναμη νὰ φχαριστήσουν τἄλλο.
Μὰ οἱ πλαγαριές του κρέμονται λυωμένες καὶ θαμπούρα
Τὰ μάτια του τὰ ἄσάλευτα κυριεύει, καὶ σκευρόνει
Τὸ σνίχι του ποῦ τὸ τραβᾶ τὸ βάρος πρὸς τὰ κάτου.
Τί τοὺς φελοῦν τὰ κόπια τους καὶ τὰ καλά τους ἔργα;
Τί τοὺς φελᾶ ποῦ τὰ βαρειὰ τὰ χώματα ὑννιατίζαν;
Κι’ ὅμως αὐτὰ δὲν τἄβλαψαν τὰ Μασσικὰ τὰ δῶρα
Τοῦ Βάκχου, μήτε τὰ φαητὰ ποῦ πλήθια συχνοερχόνταν,
Κλαρὶ μονάχα καὶ τ’ ἁπλὸ χορτάρι εἶν' ἡ θροφή τους,
Κ’ εἶνε πιοτό τους τὸ νερὸ στὲς γάργαρες τὲς βρύσες,
Καὶ σὲ ποτάμια ποῦ ἄκοπα τὸ ρέμα τὰ μουδιαίνει,
Καὶ δὲν τοὺς κόβουν τὸ γερὸ τὸν ὕπνον οἱ φροντίδες.
Στὰ μέρη τοῦτα, λέγεται, γιὰ τὲς γιορτὲς τῆς Ἥρας
Τοῦ κάκου ἐκεῖνον τὸν καιρὸ δαμάλες ἐζητιῶνταν,
Καὶ στὰ ἁγιαστήρια τὰ ψηλὰ τὲς ἅμαξες ἐφέραν
Παράταιρα ἀγριόβωιδα. Κοπιαστικά γιὰ τοῦτο
Κ’ οἱ χερομάχοι ἀνάσκαφταν τὴ γῆς μὲ τὴν ἀξίνα,
Κ’ ἔχωναν μὲ τὰ νύχια τους τὸ σπόρο μὲς στὸ χῶμα,
Καὶ πὰνου στὰ ψηλὰ βουνὰ τὰ κάρρα τους ποῦ ἐτρίζαν.
Τεντόνοντας τὸν τράχηλο, μονάχοι τους τραβοῦσαν.
Ὁ λύκος δὲ σκαρφίζεται γύρου στὴ στάνη δόλους,
Κι’ οὔτε δὲν περιφέρνεται σιμὰ στἀρνιὰ τὴ νύχτα,
Τὸν καταβάλλουν πλιὸ βαρειὲς ἀφαντασιές. Καὶ τώρα
Τὰ λάφια τὰ φευγάδικα καὶ τὰ δειλὰ ζουλάπια
Μέσα στοὺς σκύλους περπατοῦν κι’ ὁλόγυρα στὰ σπίτια·
Κι’ ὅλα τὰ ζᾶ ποῦ στ’ ἄπειρο τὸ πέλαγο γεννιῶνται,
Κάθε λογῆς πλεούμενα, μὲς τοῦ γιαλοῦ τὸ φρύδι
Ρίχτει, σὰ νἆταν λείψανα καραβοτσακισμένα,
Τὸ κῦμα· καὶ παράξενα στοὺς τράφους φῶκες φεύγουν.
Ψοφᾶ ἡ ὀχιά, ποῦ σὲ μονιὲς ἀπόζαβες τοῦ κάκου
Φυλάεται, ὡς καὶ τοῦ νεροῦ τὰ φείδια ποῦ σαστίζουν,
Σηκόνοντας τὰ λέπια τους, κι’ ἀνάντιος εἶνε ὁ ἀέρας
Καὶ στὰ πουλιά, ποῦ στὰ ψηλὰ κάτουθε ἀπὸ ἕνα γνέφι,
Ἀφίνοντας τὴ ζήση τους, γκρεμίζονται στὸ χῶμα.
Καὶ τώρα πλιὰ δὲν ὡφελεῖς τὰ ζωντανὰ καθόλου
Οὔτε ἂν ξαλλάζεις τὲς βοσκὲς κ’ οἱ σπάνιες τέχνες βλάφτουν,
Κι’ ἀποτραβιώνται τῶν βοσκῶν οἱ προεστοί : ὁ Μελάμπους,
Ὁποῦ ἦταν τοῦ Ἀμυθάωνα παιδί, κι’ ὁ Φιλλυρἱδης
Ὁ Νείρωνας, καὶ κάταχνη μανίζει ἡ Τισιφόνη
Στὸ φῶς σταλμένη ἀπ’ τ’ ἄφεγγα τῆς Στύγας καὶ μπροστά της
Ἐκείνη τὰ Θανατικὰ κεντᾶ καὶ τὴν Τρομάρα·
Καὶ κάθε μέρα πλιὸ ψηλὰ προβάλλει καὶ σηκόνει
Τ’ ἀχόρταγο κεφάλι της· κι’ ἀπ’ τῶν ἀρνιῶν τὸ βλιάσμα
Καὶ τοὺς πολλοὺς τοὺς μουγγρισμοὺς ἀντιλαλοῦν οἱ τράφοι
Καὶ τὰ ξερὰ τὰ φρύδια τους κ’ οἱ πλαγιαστὲς ραχοῦλες.
Καὶ τώρα πλιὰ κοπαδιαστὰ τὸ θάνατο σκορπάει,
Καὶ ψόφια ζᾶ, ποῦ βρωμερὸ τὸ σάπισμα τὰ λυώνει,
Σωριάζει ὡς καὶ στοὺς σταύλους τους· ὡς ποῦ μαθαίνει ὁ κόσμος
Νὰ τὰ κουπόνει μὲ τὴ γῆς καὶ νὰ τὰ κλεῖ σὲ λάκκους.
Γιατὶ σὲ τίποτα καλὲς δὲν ἦταν οἱ προβειές τους,
Κι’ οὔτε κανεὶς μὲ τὸ νερὸ δὲ μπόρειε νὰ καθάρει
Τὸ κρέας καὶ δὲν τὸ ἁπάλαιναν οἱ φλόγες μὲ τὴ βράση.
Καὶ τὸ μαλλὶ ποῦ οἱ ἀπαστριὲς κ’ οἱ ἄρρώστιες τὄχαν φάει
Δὲν ἦταν τώρα βολετὸ κανεὶς νὰ τὸ κουρέψει,
Κι’ ἀνίσως τὸ κατάφερνε, τὰ σάπια τὰ στημόνια
Νὰ γγίξει δὲν ἐδύνοτουν· ἀλλὰ κι’ ἂν ὑφαινόνταν
Καὶ τὰ σκουτιὰ τ’ ἀζήλευτα δοκίμαζε κανένας.
Τὰ μέλη του, ποῦ ἐβρώμεζαν, φλογιστικοὺς φουσκάλους
Ἐγιόμιζαν κι’ ἀκάθαρτους ἱδρῶτες, καὶ σὲ λίγο
Κατάτρωε τἄγιο πύρωμα τὸ μολεμένο σῶμα.