Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Κολοκοτρώνικα

Από Βικιθήκη
Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Κολοκοτρώνικα


ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΙΚΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Οὗτος ὁ ἄξιος νὰ διοικῇ καὶ ἐπιτήδειος νὰ προβλέπῃ τὰ μέσα τοῦ πολέμου κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Λιμποβίσι τῆς Καρύταινας.

Ἐπανελθὼν δὲ ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον κατὰ τὸν μῆνα Ἰανουάριον τοῦ 1821, ἔχων μαζύ του τρεῖς συντρόφους ὑπῆγεν εἰς τὴν Μάνην, εἰς τὸν φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον ἢ Τρουπάκην, καὶ ἐκεῖθεν ἐνήργει τὰ τῆς ἐπαναστάσεως.

Κατὰ δὲ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Μάνην ὅλοι οἱ Μανιᾶται καπεταναῖοι, ὁ Μαυρομιχάλης, ὁ Μούρτσινος, οἱ Καπετανάκιδες, οἱ Κουμουνδουράκιδες, ὁ Βοϊδῆς, ὁ Κύβελος καὶ οἱ ἄλλοι, ὡς καὶ οἱ Ἀναγνωσταρᾶς Παπαγεωργίου, Γρηγόριος Δικαῖος Φλέσας καὶ οἱ λοιποὶ καπεταναῖοι τῆς Μεσσηνίας, καὶ ἐξεστράτευσαν εἰς τὰς Καλάμας ἦτο καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἐκεῖ. Ἀφοῦ δὲ ἐκυρίευσαν τοὺς Τούρκους τῶν Καλαμῶν, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἐπῆρε στρατιώτας ἀπὸ τὸν φίλον του Παν. Μούρτσινον, ἀπὸ τὸν Π. Μαυρομιχάλην καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Μανιάτας διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Πελοποννήσου καὶ διαδώσῃ τὴν ἐπανάστασιν. Εἶχε δὲ γράψει παντοῦ παρακινῶν ἅπαντας νὰ λάβουν τὰ ὅπλα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Εἰς τὸν δρόμον δὲ καὶ κατὰ τὸ χωρίον Σκάλα ἔμαθεν, ὅτι οἱ Φαναρῖται Τοῦρκοι ἑτοιμάσθησαν νὰ ὑπάγωσιν ὅλοι μὲ τὰς οἰκογενείας των εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Μαθὼν δὲ τοῦτο, ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δικαῖον Φλέσαν καὶ τοὺς λοιποὺς, καὶ ἐβγῆκεν ἐμπρὸς κατὰ τὴν θέσιν τὴν λεγομένην Ἀντώνη Μύλον, καὶ κατὰ τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον καὶ τὸ Παλῃότσαμον, ὅπου συνήντησεν ἐρχομένους τοὺς Φαναρίτας Τούρκους, τοὺς ὁποίους ἐπολέμησεν, ἐσκότωσε πολλοὺς ἐξ αὐτῶν, καὶ δὲν τοὺς ἀφῆκε νὰ περάσουν τὸν δημόσιον δρόμον, ἀλλ’ ἔπεσαν κατὰ τὸ πέραμα τοῦ ποταμοῦ Ῥοφιὰ κατὰ τὴν θέσιν Χαλούλαγα, ὅπου ἐπνίγησαν πολλὰ γυναικόπαιδα καὶ ζῶα φορτωμένα, οἱ δὲ λοιποὶ ὑπῆγον εἰς τὸ παλῃόκαστρον τῆς Καρύταινας, ὅπου οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι ἦσαν πολιωρκημένοι. Μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθε βοήθεια ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν Τούρκων πεζῶν καὶ καβαλαραίων, οἱ ὁποῖοι διεσκόρπισαν τοὺς πολιορκητὰς Ἕλληνας, καὶ ἐπῆραν τοὺς ἀδελφούς των καὶ μαζὺ ὑπῆγον εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν.

Ὁ δὲ Θ. Κολοκοτρώνης ὕστερον ὑπῆγεν εἰς τὴν Στεμνίτσαν μετὰ πολλῶν καπεταναίων, καὶ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὸ Χρυσοβίτσι, ὅπου ἔμεινε μόνος ἕως νὰ εὕρῃ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τοὺς συνεπαρχιώτας του. Μετὰ ταῦτα ὑπῆγεν εἰς τὴν Πιάναν ὅπου ἄρχισαν νὰ συναθροίζωνται στρατιῶται, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦλθον ἐκεῖ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν διὰ νὰ τοὺς πολεμήσουν, ἐσκορπίσθησαν καὶ κατέφυγον εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅπου ὁ Κολοκοτρώνης ἀντάμωσε μὲ τὸν Κανέλον Δεληγιάννην καὶ τὸν Νικόλαον Ταμπακόπουλον, καὶ ὅλοι ὁμοῦ ἐτουφέκισαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἠνάγκασαν νὰ ὀπισθοδρομήσωσιν. Ἀπὸ δὲ τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅλοι ὑπῆγον εἰς τὸν κάμπον τῆς Καρύταινας, εἰς τοῦ Πάπαρι καὶ εἰς τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἀνήμερα δὲ τὴν λαμπρὴν, οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν νύκτα ὑπῆγον εἰς τὸ χωρίον Κερασιὰ, ἔπιασαν ὅλην τὴν βάρδιαν, καὶ ἐσκόρπισαν τὸ ἐκεῖ στρατόπεδον τῶν Ἑλλήνων, φονεύσαντες τὸν Νικολόπουλον καί τινας ἄλλους.

Ἀπὸ δὲ τοῦ Πάπαρι καὶ τὸν κάμπον τῆς Καρύταινας ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ λοιποὶ ὑπῆγον εἰς τὸ Βαλτέτσι, ὅπου εἶχον συγκεντρωθῆ πολλαὶ δυνάμεις, καὶ ὑπὸ διαφόρους καπεταναίους. Οἱ δὲ Τοῦρκοι μαθόντες, ὅτι γίνεται καὶ ἄλλο στρατόπεδον εἰς τὸ Λεβίδι, ἐξελθόντες, τῆς Τριπολιτσᾶς ὑπῆγον νὰ τὸ διαλύσουν, ὅτε οἱ εὑρεθέντες, ὡς εἴρηται, εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας καὶ εἰς τὴν Βυτίναν, ἔτρεξαν καὶ ἔδοσαν βοήθειαν εἰς τοὺς κλεισθέντας καὶ πολεμοῦντας εἰς τὸ Λεβίδιον Ἕλληνας.

Μετὰ δὲ τὴν μάχην τοῦ Λεβιδίου, οἱ Τοῦρκοι ἐξεστράτευσαν εἰς τὸ Βαλτέτσι, καὶ οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες ἐπολέμησαν μὲ αὐτοὺς, τὴν δὲ ἑπομένην ἡμέραν τῆς μικρᾶς ταύτης μάχης οἱ Ἕλληνες ἐσκορπίσθησαν ἐκεῖθεν. Μετὰ τοῦτο ὁ Κολοκοτρώνης ὑπῆγεν εἰς τοῦ Δούκα τὴν Σίκαλιν λεγομένην, εἰς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ εἰς τὴν Πιάναν, ὅπου πάλιν εὗρε τὸν Κανέλον Δεληγιάννην, τὸν Δημήτριον Πλαπούταν καὶ τοὺς ἄλλους καπεταναίους. Ὁ δὲ Κανέλος Δεληγιάννης τότε, ὁρμώμενος ἀπὸ αἴσθημα ἀγαθὸν καὶ ἄκρατον φιλοπατρίαν παρέδωκε πρὸς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην τὴν διοίκησιν τῶν ὅπλων ὅλης τῆς ἐπαρχίας Καρύταινας. Μετὰ τοῦτο ὁ Κολοκοτρώνης διώρισε τὸν Δ. Πλαπούταν, ἢ Κολιόπουλον, νὰ διοικῇ τὸ στρατιωτικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον ἦτον εἰς τὴν Πιάνα, τὸν δὲ διορισμὸν τοῦτον ἠθέλησε καὶ ὁ Κανέλος Δεληγιάννης, διότι τότε ἦτο καινούργιος ὁ ἐνθουσιασμός, καὶ παλαιὸς ὁ φόβος, καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἦσαν ὡσὰν ἀδελφοί. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀμέσως συνεννοήθη μὲ τοὺς λοιποὺς καπεταναίους Λεονταρίτας, Μεσσηνίους καὶ Μανιάτας διὰ νὰ ἔλθουν. Ἀπὸ δὲ τὴν Πιάνα ἔστειλε τὸν Διον. Εὐμορφόπουλον τὸν γνωστὸν ὡς ἀρχηγὸν τῶν ἐκτὸς τοῦ Ἰσθμοῦ Δερβενοχωριτῶν διὰ νὰ τοποθετηθῇ κατὰ τὰ Μεγάλα Δερβένια. Τότε ἐπίσης ἔγεινε καὶ ἡ Ἐφορεία τοῦ στρατοπέδου τῆς Καρύταινας ἀπὸ τὸν Κανέλον Δεληγιάννην καὶ τοὺς λοιπούς. Ἔπειτα ὁ Κολοκοτρώνης διώρισε νὰ κάμνουν καὶ τοὺς καπνοὺς ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν τῆς Ἐπάνω Χρέπας, καὶ τοὺς Πουρναραίους διὰ ν’ ἀνάπτωσιν αὐτούς.

Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπῆγεν εἰς τὸ Βαλτέτσι, ὅπου ἀπεφασίσθη νὰ γείνωσι τὰ ἐκεῖ ταμπούρια, τὰ ὁποῖα καὶ ἔγειναν, καὶ ὕστερον ἔγεινεν ἡ περίφημος μάχη τοῦ Βαλτετσίου, τὴν ὁποίαν διηγοῦμαι εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα. Ἐκεῖθεν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης ὑπῆγεν εἰς τὴν Ζαράκοβαν, ἀνέβη εἰς τὰ πρῶτα Τρίκορφα, ὅπου ἔκαμε ταμπούρια, καὶ δεύτερα πάλιν ταμπούρια εἰς τὰ αὐτὰ Τρίκορφα. Ἐκεῖθεν κατέβη εἰς τὸν Ἅγιον Βλάσην. Ἕως ἐδῶ ἦλθε μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ κόπον διὰ νὰ φέρῃ τὴν πολιορκίαν εἰς ἀποτέλεσμα. Τότε ἦλθεν ὁ πρίγκηψ Δημήτριος Ὑψηλάντης, καὶ ὁ Κολοκοτρώνης μετὰ τῶν ἄλλων ὑπῆγεν εἰς τὸ Ἄστρος καὶ τὸν ὑπεδέχθη, καὶ ἀνέβηκαν ὁμοῦ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Ὁ Δ. Ὑψηλάντης ἔλαβε τὴν διοίκησιν τῶν ὅπλων ἐν γένει τῆς Πελοποννήσου, καὶ ἰδίως τῆς πολιορκίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο παρὼν, ἐτακτοποίησε τὰ πράγματα αὐτῆς καλλίτερα, καὶ οἱ στρατιωτικοὶ ἤκουον τὰς διαταγάς του. Ἀλλ’ ὁ Κολοκοτρώνης ἐξεῖχε τῶν ἄλλων καπεταναίων, ἐγνωμοδότει εἰς ὅλα, διότι εἶχε περισσοτέραν δύναμιν καὶ ὑπεροχὴν διὰ τὴν Ἐφορείαν τοῦ Κανέλου, διότι εἶχε τὰς τροφὰς καὶ τὰ πολεμοφόδια, ἐπλήρωνε μισθοὺς εἰς τοὺς Μανιάτας ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρύταινας, τῆς ὁποίας, ὡς εἴπομεν, εἶχε τὰ ὅπλα, ὡς καὶ τῆς ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς καὶ ἐκείνης τοῦ Φαναρίου, τὰ ὁποῖα ἐδιοικοῦσεν ἀποκλειστικῶς κατὰ τὴν πολιορκίαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Βλάσην, Γράναν καὶ Καπνίστραν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Στενόν· ἡ δὲ δύναμις αὕτη ἦτον ὑπὲρ τὰς 6000 στρατιῶται, ἐκτὸς τῶν σωμάτων τῶν λοιπῶν καπεταναίων, τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ, Φλέσα, Παπατσώνη, τοῦ Π. Μαυρομιχάλη, Παναγ. Γιατράκου καὶ τοῦ ἰδίου Ὑψηλάντη. Καὶ ἐφαίνετο μὲν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὅλου στρατοῦ ὁ Ὑψηλάντης, ἀλλ’ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἦτον ὁ πράγματι ἀρχηγὸς εἰς τὰ τοῦ πολέμου.

Ὁ Κολοκοτρώνης τυχαίως ὑπῆγεν εἰς τὰς θέσεις Μύτικα καὶ Λουκᾶν διὰ νὰ ἐξετάσῃ τὰ ἐκεῖ στρατιωτικὰ σώματα, καὶ ἀφοῦ ὑπῆγεν, ἀμέσως ἐπενόησε νὰ σκαφῇ ἡ Γράνα. Ἐκεῖθεν πάλιν ὑπῆγεν εἰς τὸ Στενόν, ἐκατέβασε τὸν Ζαφειρόπουλον μὲ τοὺς στρατιώτας του, ὡς καὶ τοὺς Κοντάκιδες καὶ λοιποὺς Ἁγιοπετρίτας καὶ τοὺς Τριπολιτσιώτας, οἱ ὁποῖοι ἔπιασαν τὸ χωρίον Ἅγιον Σώστην.

Τότε ἔκαμε καὶ τὴν συμφωνίαν μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους, ὡς ἔλεγον, τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὴν Ῥούμελην, καὶ ἦσαν ὁ Χρηστάκης Στάϊκος καὶ οἱ λοιποί. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔγεινεν ὁ πόλεμος τῆς Γράνας, καὶ κατόπιν ἔστειλε στρατὸν καὶ ἔπιασαν τὸν Μαντσαγρᾶν, ἔφερε δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σώστην εἰς τὴν ῥάχιν τῆς Βολιμῆς, ὅπου καὶ ἐταμπουρώθησαν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔγεινεν ὁ ἀρχίσας συμβιβασμὸς μὲ τοὺς ἐντοπίους Τούρκους τῆς Τριπολιτσᾶς, ἔκαμε τὴν ἰδιαιτέραν συμφωνίαν μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς, ἐδέχθη εἰς τὴν καλύβην του τὰ πολύτιμα πράγματά των, τὰ ὁποῖα μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως τὰ ἔδωκεν ὀπίσω, τοὺς ἐξεπροβόδησε διὰ τὴν Βοστίτσαν, ὅπου ἔφθασαν, καὶ ἐκεῖθεν ἐπέρασαν εἰς τὴν Ῥούμελην.

Μετὰ ταῦτα, ἁλωθείσης τῆς Τριπολιτσᾶς, ἠθέλησε νὰ ἐκστρατεύσῃ εἰς τὰς Πάτρας, ἀλλὰ προηγουμένως ὑπῆγεν εἰς τὰ Μαγούλιανα καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὰ Λαγκάδια διὰ νὰ παρηγορήσῃ τοὺς Δεληγιανναίους, καὶ ἰδίως τὴν χήραν Θεοδωράκαιναν διὰ τὸν θάνατον τοῦ μακαρίτου ἀνδρός της Θ. Δεληγιάννη. Ἐκεῖ ἔμαθεν καὶ περὶ τῶν γραμμάτων, τὰ ὁποῖα οἱ Πατραῖοι ἔγραφον, ἤτοι ὀ μητροπολίτης Γερμανός, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι προὔχοντες καὶ πολιορκηταὶ τοῦ φρουρίου, οἱ ὁποῖοι ἔγραφον, ὅτι δὲν ἤθελον νὰ ὑπάγῃ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης νὰ πάρῃ τὰς Πάτρας, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς ἐσιχάθη.

Κατόπιν τούτων ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ ἐβουλεύθη μετὰ τοῦ πρίγκηπος Ὑψηλάντη νὰ καλέσουν τοὺς πληρεξουσίους τῆς Πελοποννήσου, καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας νὰ κάμουν Συνέλευσιν. Ὕστερον κατέβησαν ὁμοῦ εἰς τὴν Ἀργολίδα, ὅτε ἀπέτυχε καὶ ἡ ἔφοδος τοῦ Ναυπλίου, καὶ ὅτε τὸν Κολοκοτρώνην ἔρριψε τὸ ἄλογόν του, οἱ δὲ Τοῦρκοι τοῦ Ναυπλίου ἔμαθον, ὅτι ἀπέθανεν ἀπὸ τὸ πέσημον τοῦτο. Τότε δὲ ἐσκότωσαν καὶ τὸν Ἀντώνιον Οἰκονόμου τὸν Ὑδραῖον εἰς τὸ Κουτσοπόδι. Ἀφοῦ δὲ διελύθη ἡ συρροὴ τοῦ Ἄργους, οἱ μὲν πολιτικοὶ ὑπῆγον εἰς τὴν Πιάδα διὰ νὰ συγκροτήσουν τὴν πρώτην Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, ὁ δὲ Κολοκοτρώνης ὑπῆγεν εἰς τὴν Κόρινθον, καὶ ἔπειτα ἦλθε προσωρινῶς καὶ εἰς τὴν Συνέλευσιν. Κατόπιν δὲ παρεδόθη εἰς αὐτὸν τὸ φρούριον τῆς Κορίνθου, καὶ τὸ παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας τῆς νεοσυσταθείσης Κυβερνήσεως.

Μετὰ τοῦτο ὁ Κολοκοτρώνης διετάχθη νὰ πολιορκήσῃ τὰς Πάτρας, ἔφθασεν ἐκεῖ, ἐσύστησε τὴν πολιορκίαν μὲ δυνατὸν στρατόπεδον, ἐπολέμησε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἐνίκησε, καὶ ὕστερον ὑπῆγεν εἰς τὴν Κόρινθον νὰ ἴδῃ τὴν Κυβέρνησιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπελπίσθη. Ἐκεῖθεν ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν ὅπου εἶδε καὶ τὴν Γερουσίαν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπῆγεν πάλιν εἰς τὰς Πάτρας. Ἐκεῖ δὲ ἦλθεν ὁ Ἠλίας Χρυσοσπάθης, ἀπεσταλμένος ἀπὸ πολλοὺς, ὡς ἔλεγε, καὶ ὡμολόγησε τὰ σχέδια τῶν ἐν Κορίνθῳ πολιτικῶν, καὶ συνάμα, ὅτι ὑπῆγον εἰς τὸ Ἄργος διὰ νὰ πάρουν τὸ Ναύπλιον μὲ συνθήκην. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Κολοκοτρώνης ἔλυσε τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, καὶ ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν ὅπου ἐβεβαιώθη τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράμαλη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων του, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν διαβατηρίων των. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ Κολοκοτρώνης ἀμέσως ἔστειλε τὸν Πλαπούταν μὲ ὅλα τὰ στρατεύματα εἰς τὴν Κόρινθον, καὶ τοῦ εἶπε νὰ ταχύνῃ τὸν πηγαιμόν του διὰ νὰ δώσῃ βοήθειαν εἰς τὸ φρούριον. Τότε ἔγραψεν εἰς τὴν αὐτὴν διαταγήν του τὴν ὁποίαν ἐσφράγισε καὶ μὲ τὴν σφραγῖδά του. Τοῦτο δὲ ἐτεχνάσθη παρ’ αὐτοῦ διὰ νὰ ἴδουν καὶ μάθουν οἱ Πελοποννήσιοι, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι φίλος τῆς Γερουσίας, καὶ νὰ δέχωνται τὰ διαταχθέντα, διότι ἡ φήμη πρὸ τοῦ Δράμαλη ἦτο, καὶ μάλιστα εἶχε διακωδονισθῇ, ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο σύμφωνος εἰς τὰς πράξεις τῶν πολιτικῶν. Κατόπιν τούτων, ἐτράβηξε διὰ τὸν Ἀχλαδόκαμπον, καὶ φθάσας ἐκεῖ, συνηντήθη μὲ τοὺς σκορπισθέντας ἀπὸ τὴν ἐμπροσθοφυλακὴν τοῦ Δράμαλη καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἄργος. Ἐκεῖ πολλὰ ἐλέχθησαν μὲ τοὺς ἐλθόντας ἀπὸ τοὺς Ἀφεντικοὺς Μύλους καὶ ἀπὸ τὸ Ἄργος Π. Μαυρομιχάλην, Ἀρχιμανδρίτην Φλέσαν, Κρεββατᾶν, Ὑψηλάντην καὶ λοιπούς· τότε ἐπρωτοεῖδε τὸν κόντε Ἀνδρέαν Μεταξᾶν, σταλέντα ἐκεῖ ἀπὸ τὴν λιποτακτήσασαν Κυβέρνησιν, δηλαδὴ τὸν Θάνον Κανακάρην καὶ λοιπούς. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης τοὺς ἐνεθάρρυνε, καὶ τοιουτρόπως οὗτοι ὑπῆγον πάλιν ὀπίσω εἰς τὴν Ἀργολίδα. Μετὰ δὲ ταῦτα, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸ παλῃόκαστρον τοῦ Ἄργους. Ἐκοιμήθη δὲ ἐκείνην τὴν ἡμέραν εἰς τὰ Βρυσούλια, καὶ τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν ἐτράβηξε διὰ τὸ Τουρνίκι, ἔπειτα εἰς τῇς Πόρταις καὶ εἰς τὸ Νεοχωράκι, ὅπου εὗρε τοὺς Τριπολιτσιώτας στρατιώτας καὶ τοὺς ἔστειλεν ὑπὸ τὸν Πλαπούταν. Πηγαίνων δὲ κατὰ τὸν Ἅγιον Γεώργιον, συνεπλάκη μὲ ὀλίγους Τούρκους εἰς τὸ χωρίον Μαλανδρίνον, τοὺς ἐπολέμησε καὶ τοὺς ἔκαψε μέσα εἰς ἕνα σπίτι. Φθάσας δὲ εἰς τὴν κωμόπολιν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐσύστησεν ἐκεῖ τὸ φροντιστήριον τῶν τροφῶν, καὶ συγχρόνως ἔστειλε καὶ ἔκαμαν τὸ ταμποῦρι εἰς τὸ Δερβενάκι εἰς τὸ Ἀγριλόβουνον. Ἀπὸ ἐκεῖ ὑπῆγεν εἰς τὸ Κεφαλάρι τοῦ Ἄργους καὶ εἰς τοὺς Ἀφεντικοὺς Μύλους, καὶ κατόπιν ἐμβῆκεν εἰς τὰ πλοῖα, ὅπου ἀντάμωσε τὰ μέλη τῆς λιποτακτησάσης Κυβερνήσεως, καὶ ἐκεῖθεν πάλιν ἀνέβη εἰς τὸ Κεφαλάρι. Ἐνταῦθα διὰ τῆς δημηγορίας, τὴν ὁποίαν ἔκαμε ἐνθουσίασε τὰ εὑρεθέντα τότε στρατεύματα. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔβγαλε τοὺς κλεισμένους ἀπὸ τὸ παλῃόκαστρον τοῦ Ἄργους. Ἔπειτα δὲν ἐσυμβιβάσθη μὲ τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς διὰ τὰς θέσεις τὰς στρατηγικὰς, τὰς ὁποίας ἔπρεπε νὰ καταλάβουν, καὶ μάλιστα μὲ τὸν Π. Μαυρομιχάλην, ὁ δὲ Δ. Ὑψηλάντης ἑτοιμάσθη νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὰ Μεγάλα Δερβένια, διότι ὁ Ὀδυσσεὺς Ἀνδρούτσου ἐζήτει βοήθειαν. Ἦτον ἡ 25 Ἰουλίου 1822, ὅτε ὁ Κολοκοτρώνης ἔφυγε βιαίως ἐκεῖθεν, καὶ ἦλθεν πάλιν νύκτα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, ὅπου εὑρίσκει τοὺς στρατιώτας χορεύοντας καὶ τραγῳδοῦντας διότι εἶχον εὕρει ἐκεῖ πολλὰ κρασιά. Ταῦτα ἰδὼν, ἀναβαίνει εἰς τὴν σκέπην ἑνὸς σπιτιοῦ, ὁμιλεῖ τῶν στρατιωτῶν, τοὺς ἐνθυμίζει ποῦ εὑρίσκονται, καὶ διὰ τί εἶναι ἐκεῖ φερμένοι, καὶ ἄλλα πολλὰ φρόνιμα λόγια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἡμέραν τὸ πρωῒ μανθάνει, ὅτι ὁ Δράμαλης ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα εἰς τὴν Κόρινθον, ἀνεβαίνει πάλιν εἰς τὴν σκέπην τοῦ σπιτιοῦ, ὁμιλεῖ εἰς τοὺς στρατιώτας τοὺς ἐνθουσιάζει, τοὺς ἑτοιμάζει, καὶ ξεκινοῦν διὰ τὸ Δερβενάκι. Κατόπιν γράφει εἰς τοὺς γύρωθεν τοποθετημένους καπεταναίους Πλαπούταν, Νικήταν καὶ λοιποὺς, τοὺς ἀναγγέλλει τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ Δράμαλη εἰς τὴν Κόρινθον, πηγαίνει μόνος του εἰς τὰ Δερβενάκια καὶ διαθέτει τὸν στρατόν του πρὸς πόλεμον, κάμνει τὴν ἔνδοξον ἐκείνην μάχην, ἕνεκα τῆς ὁποίας οἱ Τοῦρκοι ἐσχίσθησαν εἰς δύω, καὶ οἱ Πασάδες μὲ τὸν περισσότερον στρατὸν δὲν ἐδυνήθησαν νὰ περάσουν ἐκεῖθεν καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ ἐπιστρέψουν πάλιν εἰς Ναύπλιον καὶ ἔμειναν κατὰ τὴν θέσιν Γλυκιάν. Μετὰ δύω δὲ ἡμέρας οἱ αὐτοὶ Πασάδες ἐπανῆλθον διὰ νὰ περάσουν, καὶ εἰς τὸ Ἁγιονόρι τοὺς πολεμεῖ ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Νικήτας, ὁ Φλέσας καὶ οἱ λοιποί.

Μετὰ ταῦτα ὁ Κολοκοτρώνης ἐσύστησε τὸ στρατόπεδόν του εἰς τὸ Σοῦλι τῆς Κορίνθου, καὶ εἰς τὸ χωρίον Στιμάγκα τὸ φροντιστήριόν του. Ἐσύστησε δὲ καὶ ἄλλο στρατόπεδον ἀπὸ τὴν Κλένιαν ἕως εἰς τὸν Ἅγιον Σώστην. Ἀκολούθως ἔλαβε τὸ δίπλωμα τῆς ἀρχιστρατηγίας ἀπὸ τὴν Γερουσίαν. Ἔπειτα ὑπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, ὅπου τοῦ ἔγινε μεγάλη ὑποδοχὴ ἀπὸ τὴν Γερουσίαν Ὕστερον ἠσθένησε καὶ ἔγεινε καλὰ, καὶ κατέβη πάλιν διὰ τῶν Ἀφεντικῶν Μύλων εἰς τὰ Δερβενάκια. Τότε ἔστειλεν εἰς τὸ Μποῦρτσι τοὺς Ζακυνθίους, ἔπειτα ἔγραψε γράμμα εἰς τὸ Ναύπλιον, τὸ ὁποῖον ἔλεγεν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ παραδοθοῦν. Ἐσύστησε τὴν πολιορκίαν τῆς Κορίνθου καὶ τῆς Ναυπλίας μόνος του, καὶ ἔκτοτε δὲν ἐδυνήθησαν οἱ Τοῦρκοι τῆς Κορίνθου νὰ μεταφέρωσι πλέον τροφὰς εἰς τὸ Ναύπλιον, ἂν καὶ ἦλθον δύω φορὰς μὲ ὅλην των τὴν δύναμιν περὶ τὰς 15,000 ἕως τὴν Κουρτέσαν, ἐπολέμησαν, καὶ ἐσκότωσαν τὸν Παπᾶ Ἀρσένην Κρέστην, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ περάσουν.

Ὁ Κολοκοτρώνης ἔγραψεν πάλιν καὶ δεύτερον γράμμα ἀπὸ τὸ Δερβενάκι πρὸς τοὺς Ναυπλιώτας Τούρκους περὶ παραδόσεως. Ὕστερον δὲ ὅτε ὁ Στάϊκος ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ Παλαμῆδι, ὁ Κολοκοτρώνης ἀμέσως εὑρέθη ἐκεῖ, ἐσυνθηκολόγησε μὲ τοὺς Τούρκους, τοὺς ἐμβαρκάρισε διὰ τὴν Ἀσίαν, κατὰ τὴν συνθήκην, ἀφῆκε τὸν Πλαπούταν φρούραρχον εἰς τὸ Ναύπλιον, καὶ μετὰ ταῦτα ἀνέβη εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Ἐκεῖθεν δὲ ὑπῆγεν εἰς τὰς Καλάμας πρὸς βοήθειαν τοῦ φίλου του Μούρτσινου, ὁ ὁποῖος ἐμάλωνε μὲ τὸν Μαυρομιχάλην, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐσυμβίβασεν ἀνεχώρησε καὶ ἀνέβη εἰς τὴν Δημιτσάναν. Τότε ἦλθεν ἐκεῖ ὁ Ὀδυσσεὺς Ἀνδρούτσου ἀπὸ τὴν Ῥούμελην καὶ ἀνταμώθησαν, κατόπιν κατέβη εἰς τὴν Τρίπολιν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Ναύπλιον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέρασεν εἰς τὴν Συνέλευσιν τοῦ Ἄστρους. Εἰς δὲ τὴν Συνέλευσιν ταύτην, εἶχε τὸ ἐναντίον μέρος τῶν ἀρχόντων μετὰ τοῦ πρίγκηπος Ὑψηλάντου καὶ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου. Ἐμπόδισαν τὴν ἐκποίησιν τῶν Ἐθνικῶν γαιῶν καὶ τῶν φθαρτῶν κτημάτων. Μετὰ τὴν Συνέλευσιν ταύτην ὑπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ ἐκεῖθεν ἐβγῆκεν εἰς τὴν Σιλήμναν θυμωμένος κατὰ τῶν ἀρχόντων, οἵτινες τὸν ἀπάτησαν, τὸν ἔβαλαν μέσα εἰς τὸ σακὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, καὶ τὸν ἔκαμαν ἀντιπρόεδρον· τότε προσέτι τὸν ἄφησαν καὶ οἱ περισσότεροι συγγενεῖς του, διότι ἔκαμε τὸ συμπεθεριὸ καὶ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ μικρότερου υἱοῦ του Κωνσταντίνου μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ στρατηγοῦ Κανέλου Δεληγιάννη.

Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπῆγεν εἰς τὸ Κλημεντοκαίσαρι τῆς Κορίνθου, ὡς ἀντιπρόεδρος μὲ τὰ λοιπὰ μέλη τῆς Κυβερνήσεως τὸν Πετρόμπεη καὶ τὸν Ἀνδρ. Μεταξᾶν διὰ τὴν ἐκστρατείαν τῆς Ῥούμελης. Ἀλλ’ ἐκεῖθεν πάλιν ἐπέστρεψεν εἰς Τριπολιτσᾶν, καὶ ἔσβυσε τὴν ῥῆξιν τῶν Ἀρκαδινῶν καὶ Μιστριωτῶν, οἱ ὁποῖοι τότε ἐπιάσθησαν ἐκεῖ καὶ ἐσκοτώνοντο. Ἔπειτα ὑπῆγεν εἰς τὰς Καλάμας διὰ νὰ συνάξῃ τὸν ἔρανον. Ἐκεῖ ἀρρώστησεν αὐτὸς καὶ ὁ Κανέλος Δεληγιάννης. Ἀνέβη πάλιν ἀπὸ τὰς Καλάμας καὶ κατέβη εἰς τὸ Ναύπλιον ὅπου ἦλθε καὶ τὸ Ἐκτελεστικόν, τὸ ὁποῖον τὸν ἔστειλε νὰ παραλάβῃ τὴν Κόρινθον, διότι ὁ φρούραρχος τῆς Κορίνθου Ἀβδουλάμπης τὸν Κολοκοτρώνην ἐζήτησε νὰ τοῦ παραδώσῃ τὸ φρούριον. Ἐκεῖθεν πάλιν ἀνέβη εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Κατόπιν δὲ ἀφοῦ ἦλθε τὸ δάνειον τὸ Ἀγγλικόν, καὶ ἔγεινεν ἡ πολιτικὴ διαίρεσις, ἡ ὁποία ἐφάνη συναθροισθεῖσα εἰς τὸ Κρανίδι ἐπὶ κεφαλῆς ἔχουσα τὸν Γεώργιον Κουντουργιώτην, τὸν ἐκυνήγησαν, τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν, τοῦ ἐπῆραν τὸ Ναύπλιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ υἱός του Πάνος, καὶ ἔπειτα τὸν περιώρισαν εἰς τὰ βουνὰ τῆς Καρύταινας καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο. Τότε ἡ Κυβέρνησις τοῦ Κουντουργιώτη, διώρισε τὰ παιδία του νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Κολοκοτρώνης ἠθέλησε ν᾿ ἀποστατήσῃ κατὰ τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Κουντουργιώτη, καὶ ἔξαφνα ἐκτύπησε τὰ στρατεύματά της, τὰ ἐνίκησε καὶ τὰ περιώρισεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Ἀκολούθως ἐκινήθη κατὰ τῆς Κυβερνήσεως μὲ τοὺς συντρόφους του τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς· ἐλύθη ἡ πολιορκία τῶν Πατρῶν, καὶ τὰ παιδιά του ἦλθον ἐκεῖθεν νὰ τὸν βοηθήσουν, καὶ ἐξεστράτευσαν ἀπὸ τὸν κάμπον τῆς Καρύταινας κατὰ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Φλέσα, τὸν ὁποῖον ἐπολέμησαν, τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὸν κάμπον τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸν κάμπον τῆς Τριπολιτσᾶς ὅπου ἐσκοτώθη τὸ παιδί του ὁ Πάνος, κατόπιν ἔκλεισαν τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ δὲν τὸν ἐδέχθησαν μέσα, καὶ ἕνεκα τούτου ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν κωμόπολιν Καρύταινας νικημένος. Κατόπιν ὁ Πλαπούτας τὸν παρεκίνησε νὰ καταβῇ εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὴν Κυβέρνησιν. Ἐπείσθη καὶ κατέβη, καὶ δι’ ἀπάτης τὸ σύστημα τοῦ Κουντουργιώτη τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὴν Ὕδραν. Πολλοὶ δὲ τῶν συγγενῶν του συνεννοήθησαν μυστικῶς μετὰ τοῦ Κουντουργιώτη, καὶ τοῦτο τὸ εἶπον τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλ’ οὗτος δὲν τὸ ἐπίστευσε. Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὴν Μεθώνην, καὶ ἡ Κυβέρνησις τοῦ Κουντουργιώτη ἐξεστράτευσε κατ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐνικήθη καὶ ἀπεφάσισεν, ἔπειτα ἀπὸ ἑκατὸν τριάντα ἡμερῶν φυλάκισιν, νὰ ἀπελευθερώσῃ τὸν Κολοκοτρώνην, τὸν ὁποῖον καὶ γενικὸν ἀρχηγόν του διώρισε διὰ τὴν ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ Ἰμβραήμ. Ἔκτοτε πλέον ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε τὴν προσοχήν του εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ὅθεν ἤλπιζε, καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶχεν ἀλληλογραφίαν μὲ διάφορα ἐπίσημα πρόσωπα.

Τὸν Ἰμβραὴμ πασᾶν δὲν ἐπρόφθασε νὰ τὸν κρατήσῃ εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ὅστις ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν Σορόκαν, καὶ ἦλθεν εἰς μάχην κατὰ τὴν θέσιν Τραμπάλαν, ὅπου ἐνίκησε καὶ ἐσκόρπισε τὸν στρατὸν τοῦ Κολοκοτρώνη, τὸν ὁποῖον πάλιν ἐνίκησεν ὁ Ἰμβραὴμ κατὰ τὸν Ἀχλαδόκαμπον. Κατόπιν τούτων ἔρχονται εἰς γενικωτέραν μάχην εἰς τὰ Τρίκορφα, τὴν χάνει καὶ αὐτὴν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ λοιποί.

Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἰμβραὴμ γίνεται κύριος τῆς Πελοποννήσου, ἐμφωλεύει εἰς τὸ κέντρον αὐτῆς τὴν Τριπολιτσᾶν. Ἔκτοτε ὁ Κολοκοτρώνης δὲν ἔδωκε μάχην πρὸς τὸν Ἰμβραὴμ κατὰ πρόσωπον, ἀλλ’ ἀπεφάσισε καὶ διέταξε τῇς χωσιαῖς, μικραὶς καὶ μεγάλαις, καὶ οὕτως ἔδωκε τὴν ἄδειαν εἰς ὅλους νὰ κτυποῦν τοὺς Ἄραβας νύκτα καὶ ἡμέραν ὅπως καὶ ὅπου τοὺς ἤρχετο βολικά. Ἔπειτα δὲ ἀπεφάσισε νὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν καὶ ἀπέτυχεν ἡ ἑτοιμασθεῖσα ἔφοδος. Ἐν τούτοις ἐζάλισε τὸν στρατὸν τοῦ Ἰμβραὴμ μὲ τῇς χωσιαῖς, διότι οἱ Ἕλληνες διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἐσκότωσαν περισσοτέρους Τούρκους, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ εἰς πολλὰ μέρη κτυποῦντες αὐτούς. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Κολοκοτρώνης ἔκαμε χωσιαῖς εἰς Παλούμπα, Δαβιὰ καὶ Πιάνα. Ἔπειτα ἐκεῖθεν τὸν ἐκυνήγησεν ὁ Ἰμβραὴμ, καὶ φεύγων ὑπῆγεν εἰς Μαγούλιανα καὶ Λαγκάδια, ὅθεν ἔκαμεν ἔγγραφον καὶ ἐζήτησε τὴν Ἀγγλικὴν προστασίαν. Ἐκεῖθεν πάλιν ἀνεχώρησε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὰ Βέρβαινα, ὅπου εὗρε τὸν Δ. Ὑψηλάντην μὲ πολὺν στρατόν. Οἱ δὲ Τοῦρκοι τοὺς ἐπολέμησαν καὶ τοὺς ἐσκόρπισαν πάλιν ἐκεῖθεν, καὶ ὑπῆγον εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης ἀπεφάσισε τότε νὰ κάμῃ χωσιαῖς εἰς τῇς Ῥίζαις, ἔχων τὰς δύω καβαλαρίας, τὴν τακτικὴν καὶ τὴν ἄτακτον, ἐπέτυχε καὶ ἐσκότωσεν 600 Τούρκους, ἐπῆρε τὰς σημαίας καὶ τὰ ταμποῦρλα τῶν τακτικῶν Τούρκων. Μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ ἔφυγεν ὁ Ἀλμέϊδας μὲ τὴν τακτικὴν καβαλαρίαν ἕως 150, καὶ ἔμεινε μὲ τὸν Χατσῆ Μιχάλην, ἔχοντα καὶ τοῦτον περὶ τοὺς 150. Ἐκεῖθεν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης κατέβη εἰς τὸ Ἄστρος, ὅπου εὗρε τὴν ἐπιτροπὴν τῆς Κυβερνήσεως, ἡ ὁποία εἶχε χρήματα διὰ νὰ πληρώσῃ τοὺς στρατιώτας του, καὶ πάλιν ἐκεῖθεν ἐνεχώρησεν εἰς τὰ βουνὰ τῆς Καρύταινας.

Μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθεν ὁ Καραϊσκάκης εἰς τὸ Ἄργος καὶ ἐζήτησε τὸν Κολοκοτρώνην, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἐκεῖ καὶ ὡμίλησαν, καὶ τοῦ ἐζήτησε βοήθειαν στρατιωτικὴν καὶ χρηματικὴν διὰ νὰ ἐπαναστατήσῃ ἐκ νέου τὴν Ῥούμελην, καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἔδωκε τὸν Νικήταν καὶ τοὺς λοιπούς. Ἀναχωρήσας ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Ἄργος ἀφῆκε κοντὰ εἰς τὸν Κολοκοτρώνην τὸν Γεώργιον Βαλτινόν, διὰ νὰ εἰσακούεται μὲ τὸν Κολοκοτρώνην διὰ τῆς ἀλληλογραφίας.

Κατόπιν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης ἐσυγκρότησε τὴν περίφημον Συνέλευσιν, ἥτις κατ’ ἀρχὰς ἔμελλε νὰ γείνῃ εἰς τὸ Καστρὶ, καὶ ἔπειτα ἐγένετο εἰς τοῦ Δαμαλᾶ τῆς Τροιζῆνος. Ἐκεῖ ἔγεινε τὸ λαμπρότατον πολίτευμα τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Συνέλευσις αὐτὴ ἔφερε τὸν Καποδίστριαν, διώρισε τὸν Τσοὺρτς ἀρχιστράτηγον καὶ τὸν Κόχραν ναύαρχον.

Μετὰ ταῦτα ἐξεστράτευσεν εἰς τὰ Καλάβρυτα, καὶ διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κόρινθον, εὗρεν εἰς τὴν Βόχαν δύω μοναχοὺς, τοὺς ὁποίους οἱ πατέρες τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου εἶχον στείλει νὰ τοῦ ζητήσουν τὴν βοήθειάν του κατὰ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ, καὶ ἀμέσως ἔστειλεν εἰς τὴν Μονὴν τὸν ὑπασπιστήν του καὶ τὸν Ν. Πετιμεζᾶν μὲ στρατιώτας, καὶ ἐδυνάμωσε τοιουτρόπως αὐτήν. Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰμβραὴμ προσέβαλε τὸ Σπήλαιον καὶ δὲν κατώρθωσε τίποτε, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης ὑπῆγεν ἔπειτα εἰς τοὺς Πετσάκους, Κυρίτσοβα καὶ Κερπινὴν, καὶ ἐκεῖθεν ἔγραψε πρὸς τὸν Νενέκον καὶ λοιποὺς τουρκοπροσκυνημένους νὰ ἐπιστρέψουν ὀπίσω εἰς τὴν χριστιανοσύνην των, καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἤκουσαν ἔστειλεν εἰς Καρύταιναν καὶ ἦλθεν ὁ Πλαπούτας, καὶ ὁ Γενναῖος μὲ 4000 στρατιώτας, καὶ τότε ἐφάνη μεγάλος ὁ Κολοκοτρώνης, διότι ἐμπόδισε τὴν διάδοσιν τοῦ προσκυνήματος.

Μετὰ δὲ ταῦτα ἐλθόντος τοῦ Κυβερνήτου, ὁ Ἰμβραὴμ ἐγκατέλιπε τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ τὰ λοιπὰ φρούρια. Ἦλθον τὰ Γαλλικὰ στρατεύματα καὶ ἐκυρίευσαν τὰ φρούρια τῶν Πατρῶν, καὶ τοιουτοτρόπως ἐλευθερώθη ἡ Πελοπόννησος.

Ὕστερον δὲ ἀφοῦ ἐσκότωσαν τὸν Κυβερνήτην, ὁ Κολοκοτρώνης ἔγεινε μέλος τῆς τότε Κυβερνήσεως, τὴν ὁποίαν κατόπιν οἱ λεγόμενοι συνταγματικοὶ τῶν Μεγάρων διέλυσαν, αὐτὸν δὲ περιώρισαν ἐντὸς τοῦ Φρουρίου του εἰς τὴν Καρύταιναν. Τότε δὲ διεμαρτυρήθη πρὸς τοὺς ἀντιπρέσβεις τῶν Τριῶν Δυνάμεων διὰ τὰς γινομένας καταχρήσεις ἀπὸ τοὺς συνταγματικοὺς εἰς τὴν Πελοπόννησον, τὴν δὲ διαμαρτύρησιν τοῦ Κολοκοτρώνη ὁ ἀναγνώστης βλέπει κατωτέρω, καὶ ὕστερα κατ’ αἴτησιν τῶν Πελοποννησίων πάλιν ἀπεστάτησε διὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς καταχρήσεις τῶν στρατευμάτων τῶν λεγομένων Κυβερνητικῶν, ἐκυρίευσε τὴν Τριπολιτσᾶν, κατέβη εἰς τὸ Ἄργος μετὰ τῶν συντρόφων του, καὶ οὕτως ἡ Πελοπόννησος ἔλαβεν ἀναψυχὴν ἀπὸ τὰς καταχρήσεις τῶν Μεγαροσυνταγματικῶν. Ἔκτοτε ἐκάθητο εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν.

Μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθεν ἡ Ἀντιβασιλεία, ἡ ὁποία ἔφερε τὸν ἀνήλικον βασιλέα Ὄθωνα. Τότε ὁ Κολοκοτρώνης κατέβη εἰς τὸ Ἄργος καὶ ὑπῆγεν εἰς Ναύπλιον καὶ ὑπεδέχθη τὸν Βασιλέα καὶ τὴν Μητρυιὰν του τὴν Ἀντιβασιλείαν, ἥτις κατόπιν ἐφυλάκισεν αὐτόν, τὸν Πλαπούταν καὶ τοὺς λοιποὺς καπεταναίους, τοὺς ὁποίους ἐδίκασε καὶ μὲ ψεύματα τοὺς κατεδίκασεν εἰς θάνατον· ἀλλ’ ὁ Βασιλεὺς ἐμπόδισε τὸ κόψιμον τῆς κεφαλῆς του. Ὕστερον δὲ ἀφοῦ ὁ Ὄθων ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον, ἔβγαλε τὸν Κολοκοτρώνην ἀπὸ τὰς φυλακὰς τοῦ Παλαμηδίου, τὸν διώρισε σύμβουλον τῆς Ἐπικρατίας καὶ τοῦ ἀπέδωκε καὶ ἄλλας τιμάς. Ἀπέθανε κατὰ τὸ 1843 Φεβρουαρίου 4, καὶ ὁ ἐνταφιασμός του ἔγεινεν εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν Ἀθηνῶν.

Πρὸς τοὺς ἐξοχωτάτους Κυρίους Ἀντιπρέσβεις τῶν Σ. Συμμάχων Δυνάμεων Ἀγγλίας, Γαλλίας καὶ Ῥωσσίας.
Κυριοι,

Πρὶν ἢ προσκαλέσω τὴν προσοχήν σας, Κύριοι, εἰς ὅσα ἐν συνόψει θέλω ἐκθέσει διὰ τῆς παρούσης μου, τὴν ὁποίαν λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ βάλω ὑπ’ ὄψιν σας, ἐνόμισα χρέος μου νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μοῦ συγχωρήσετε τὴν τόλμην, τὴν ὁποίαν αἱ πρὸς τὰ τῆς Ἑλλάδος σπουδαῖαι μέριμναι τῆς ὑψηλῆς Συμμαχίας μὲ δίδουν τὸ θάῤῥος νὰ λάβω.

Δὲν ἀγνοεῖτε, Κύριοι, τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν τὸ πολυπαθὲς Ἔθνος τῆς Ἑλλάδος εὑρέθη διὰ μιᾶς μετὰ τὴν παραίτησιν τοῦ Κυβερνήτου Ἰ. Α. Καποδίστρια· τὴν γλυκύτητα καὶ ἀμεροληψίαν τὴν ὁποίαν τὸ πρωτόκολον τῆς 7 Ἰανουαρίου ἐπιτάττει, καὶ αἱ περιστάσεις αὐταὶ ὑπαγορεύουσι, διεδέχθη τὸ ἐκδικητικόν, πνεῦμα αἱ βίαι, καὶ αἱ καταχρήσεις.

Ἐντεῦθεν ὅσοι μὲν ἐφύλαξαν τὴν ἱερότητα τῶν ὅρκων των πρὸς τὴν Πατρίδα, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς προλαβούσης Κυβερνήσεως κατεφρονήθησαν ἄνευ διαστολῆς πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί.

Ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὕπαρξις τοῦ Πελοποννησίου εὑρέθησαν εἰς τὴν διάκρισιν ἀτόμου τινός, διακεκριμένου δι’ ὅσα ἐπροξένησεν ἄλλοτε εἰς αὐτὴν δυστυχήματα· καὶ εἶσθε αὐτόπται μάρτυρες, κύριοι τῶν ἐσχάτως συμβάντων εἰς αὐτὴν τὴν καθέδραν τῆς Κυβερνήσεως…. Ἱκανὸν δὲ μέρος τῆς Πελοποννήσου ἀφοῦ ἔλαβε τὴν κακὴν τύχην νὰ γείνῃ θέατρον τῶν δεινοτέρων δυστυχιῶν, καταπατεῖται ἤδη μὲ τὴν μεγαλητέραν ἀγανάκτησιν τοῦ Ἕλληνος, ἀπὸ τουρκικὰ σώματα, φέροντα αὐτὴν τὴν σημαίαν τῆς ἡμισελήνου.

Τούτων οὕτως ἐχόντων δικαίῳ τῷ λόγῳ ὤφειλε καθεὶς νὰ προνοήσῃ ὑπὲρ τῆς ἀτομικῆς του ὑπάρξεως, καθὸ ἡ ζωὴ καὶ ἀσφάλεια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προστατευθῶσιν ἀπὸ τὰ καθεστῶτα· καὶ τὰ διατρέξαντα πρὸ ὀλίγου εἰς Ναύπλιον βεβαιοῦσι τοὺς λόγους μου.

Διδόμενα διάφορα ἐρεθίζοντα τὰς φιλοτιμίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ πληροφορίαι τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ γράμματα διαφόρων, ἅτινα ἔπεσαν εἰς χεῖρας μου, μὲ ἐπληροφόρησαν ὅσα καὶ κατὰ τοῦ ἀτόμου μου μελετῶνται δολίως· διὸ ἔλαβον τὸ μέτρον χωρὶς νὰ ἐνοχλῶ κατάτι τὸν πλησίον μου, νὰ ἡσυχάσω εἰς τὰ ἴδιά μου, ἀλλὰ διὰ νὰ ματαιώσω καθ’ ὅσον δυνηθῶ τὰς δικαίας ὑποψίας μου, ἔλαβον μετ’ ἐμαυτοῦ ἔνοπλον τινὰ δύναμιν τὴν ὁποίαν θέλω κρατεῖ, ἐν ὅσῳ ἡ αἴσιος ἄφιξις τοῦ Ἡγεμόνος Κυριάρχου τῆς Ἑλλάδος ἀσφαλίσει τὰ προσφιλέστερα τοῦ Ἕλληνος.

Οἱ γενόμενοι νεωτερισμοὶ ὀρεγόμενοι νὰ χρωματίζωσι κατ’ ἀρέσκειαν τὰ πράγματα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον δὲν θέλει πηγάσωσι καλὰ ἀποτελέσματα, καὶ παραμορφώνοντες ὡς καὶ αὐτὴν τὴν ἀθώαν ἀλλ’ ὡς ἐκ τῶν ῥηθεισῶν αἰτιῶν ὑπαγορευομένην διαγωγήν μου, δὲν παύουσι νὰ διασπείρωσι πολυειδῶς ζιζάνια ἐκδικήσεως κατὰ τοῦ ἀτόμου μου μὲν, ἀλλὰ ὑποθάλποντα ἀφορμὰς ταραχῶν καὶ ἐμφυλίων πολέμων ἐπαπειλούντων τὸν τέλειον ὄλεθρον τῆς Πελοποννήσου· ὅταν ἐμβλέψετε, κύριοι, τὴν ἰδιαιτέραν κατάστασιν αὐτοῦ τοῦ τόπου, θέλετε πιστεύσει εἰς τὰς παρατηρήσεις μου.

Μακρὰν τοῦ νὰ πιστεύσω, ὅτι ἡ καθεστῶσα ἐξουσία, ἤθελεν ἐνδώσει εἰς τὰς τοιαύτας φήμας, ἔχουσα ἀπὸ τὸ προλαβὸν πραγματικὰ δείγματα τῆς διαγωγῆς ἑκάστου, λυποῦμαι, διότι στερουμένη ἴσως τὴν ἀνάλογον φυσικὴν καὶ ἠθικὴν δύναμιν δύναται νὰ βιασθῆ ἀπὸ τὰς ὀρέξεις τῶν ἀγόντων καὶ φερόντων αὐτὴν νὰ προσφύγῃ εἰς κινήματα ἐναντία τῆς κοινῆς ἡσυχίας, τὴν ὁποίαν ἀγαπᾷ ἐξαιρέτως ὁ Πελοποννήσιος, καὶ τῆς ἐπιθυμίας τῆς ὑψηλῆς Συμμαχίας.

Ἐστοχάσθην ὅθεν δίκαιον νὰ κοινοποιήσω πρὸς ὑμᾶς, κύριοι Ἀντιπρέσβεις, ὡς τοὺς μόνους εἰς τοὺς ὁποίους ἀφιερώνει ὁ Ἕλλην τὴν συντήρησιν τῶν δικαίων του, τὸ ἀνωτέρω μέτρον, παρακαλῶν θερμῶς νὰ ἀναγνώσετε μὲ προσοχὴν τὴν εἰλικρινῆ ταύτην ἔκθεσίν μου, καὶ διὰ τῆς βαθείας φρονήσεώς σας, καὶ τῆς ἀμεροληψίας σας, νὰ ἐπινοήσετε τὴν ἀναχαίτησιν τῶν ἀλόγων ὁρμῶν τῆς μερικῆς ἐκδικήσεως ἄχρις οὗ ἡ ταχεῖα ἔλευσις τοῦ Ἡγεμόνος τὴν ὁποίαν εὔχονται ἀπὸ καρδίας ὅλοι, ἀπαλλάξει τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰς ὀλεθρίας συνεπείας τῶν παθῶν καὶ τῆς ἰδιοτέλειας.

Ἐν τούτοις δύναμαι νὰ σᾶς διαβεβαιώσω παῤῥησίᾳ, κύριοι, ὅτι ἡ ἥσυχος καὶ φρονίμη διαγωγὴ ὅλων τῶν στρατιωτικῶν τῆς Πελοποννήσου, δικαιώνει τὴν πρὸς τὰ ὑποκείμενά των ὑπόληψιν τοῦ λαοῦ, καὶ παρακαλῶν νὰ δεχθῆτε τὰς διαμαρτυρήσεις τοῦ πρὸς ὑμᾶς βαθυτάτου σεβασμοῦ μου ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὀνομάζωμαι

Τὴν 27 Μαΐου ε.π. 1832 ἐν Καρυταίνῃ

Ταπεινότατος δοῦλος σας

Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς Πελοποννήσου
Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ


ΠΑΝΟΣ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Ἐπανελθὼν μετὰ τὸν πατέρα του ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1821 εἰς τὸν Πύργον τῆς Ἡλείας, εὑρέθη τότε ἐκεῖ, ὅτε ἦλθον οἱ Λαλαῖοι Τοῦρκοι καὶ ἐπολέμησαν μετὰ τῶν ἐντοπίων Ἑλλήνων, ἀρχηγοῦντος τοῦ περιφήμου Χαραλάμπους Βιλαέτη. Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέβη εἰς τοῦ Πάπαρι καὶ εἰς Βαλτέτσι ἔχων μαζύ του καὶ τὸν ἀδελφόν του Ἰωάννην τὸν ἐπονομασθέντα ὕστερον Γενναῖον. Κατόπιν ὁ πατέρας του διώρισεν αὐτὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρύταινας διὰ νὰ ἐβγάζῃ τοὺς στρατιώτας ἐν γένει καὶ κατ’ ἀναλογίαν, καὶ νὰ προβλέπῃ τὰ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ἀπὸ τοὺς κατοίκους· εἰς τὸν διορισμόν του τοῦτον ἐδόθη διαταγὴ εἰς τὸν Πάνον, ὥστε ὅστις ἀντιτείνει καὶ δὲν ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμον, ἢ δὲν συνεισφέρει τὴν ἀναλογίαν του, νὰ σκοτώνεται, νὰ καίεται τὸ σπίτι του καὶ νὰ δημεύωνται τὰ πράγματά του πρὸς ὄφελος τοῦ στρατοπέδου. Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς τὰ Τρίκορφα, συστημένος εἰς τὴν τακτικὴν ἐφορείαν τοῦ στρατηγοῦ Κανέλου Δεληγιάννη καὶ τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Καρύταινας. Ἐκεῖ μένων ἐπολέμει πολλάκις εἰς τοὺς γενομένους ἀκροβολισμοὺς κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἐλθόντος δὲ τοῦ πρίγκηπος Ὑψηλάντη εἰς τὸ Ἄστρος, ὁ μὲν πατέρας του ὑπῆγε μετὰ τῶν ἄλλων πρὸς ὑποδοχὴν αὐτοῦ, ὁ δὲ Πάνος ἔμεινεν εἰς τὸν στρατὸν τῆς πολιορκίας ὡς ἀντιπρόσωπός του. Τότε δὲ μάλιστα μάχης γενομένης μεταξὺ τῶν πολιορκητῶν καὶ τῶν πολιορκουμένων, ὁ Πάνος καλῶς ἐδιοίκησε, διότι ἐτόλμησε καὶ κατέβασε τοὺς Ἕλληνας εἰς τὸν κάμπον, ὅπου κατὰ πρῶτον ἐπολέμησαν οὗτοι μὲ τὴν καβαλαρίαν τῶν Τούρκων κατὰ τὸ Μαρκοβούνι καὶ τὸν Μύτικα. Ἔπειτα δὲ διωρίσθη καὶ ὑπῆγεν εἰς τὰ Μεγάλα Δερβένια μὲ σῶμα στρατιωτῶν, καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους καπεταναίους διὰ ν’ ἀσφαλίσουν τὸν Ἰσθμόν. Ἐκεῖθεν πάλιν ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν, καὶ κατόπιν συνώδευσε τὸν Δ. Ὑψηλάντην εἰς τὰ παράλια τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου. Μαθὼν δὲ κατόπιν τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἦλθεν τρεχάτος εἰς τὴν πόλιν, καὶ ὁ πατέρας του τὸν διώρισε πολιτάρχην διὰ τὴν εὐταξίαν κατ’ αἴτησιν τῶν κατοίκων, καὶ ὕστερον ἀφοῦ ἐγένετο ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία, αὐτὴ ἐπίσης τὸν διώρισε πολιτάρχην της, καὶ τὸν ὠνόμασε χιλίαρχον, ἀλλ’ ἔκαμνε χρέη πολιτικὰ, καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἐν ἐνεργείᾳ στρατιωτικοὶ τὸν ἐπερίπαιζαν, διότι ὁ πόλεμος ἦτον ἀνοικτός, καὶ δὲν εἶχον ἀξίαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο μὲ τοὺς κοινῶς τότε λεγομένους καλαμαράδες, ἤγουν τοὺς γραμματισμένους καὶ καταγινομένους εἰς τὰ πολιτικά. Ὕστερον δὲ ἐστάλη εἰς τὴν Ἀργολίδα, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Γερουσίας, διὰ τὴν παραλαβὴν τοῦ Ναυπλίου, διότι εἶχε στείλει ἡ Γερουσία ἐπιτροπὴν ἐκ τῶν μελῶν της διὰ νὰ παρευρεθοῦν καὶ συμπράξουν μετὰ τοῦ ἐκτελεστικοῦ εἰς τὴν συνθήκην τῆς παραδόσεως τοῦ φρουρίου. Ἐπειδὴ ὅμως διὰ τὴν τότε εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη εἰς τὴν Πελοπόννησον ἡ συνθήκη ἐκείνη ἐχάλασεν, ὁ Πάνος ἔκτοτε ἐπῆρε τὰ ὅπλα καὶ ἐπολέμει ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ Παλαιοκάστρου τοῦ Ἄργους. Κατὰ δὲ τὰς μάχας ἐκείνας ὁ Πάνος ἐδείχθη παληκάρι καὶ μάλιστα πολὺ ἐχρησίμευσε τότε, διότι εἶχε πενθερὰν τὴν γενναίαν Λασκαρίναν Μπουμπουλίναν, καὶ ἕνεκα τούτου ὅλοι οἱ Σπετσιῶται μὲ τὰ εὑρεθέντα εἰς τοὺς Μύλους πλοῖά των ἐφιλοτιμοῦντο καὶ ἐπρομήθευον εἰς αὐτὸν τὰ μέσα διὰ τὸν ἐκεῖ στρατόν του.

Μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν ἀνέβη εἰς τὸ χρέος του πλησίον τῆς Γερουσίας, τὴν ὁποίαν ἐφρούρει. Ὕστερον δὲ διετάχθη πάλιν ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον πατέρα του νὰ καταβῇ εἰς τὰ Δερβενάκια καὶ συστήσῃ τὴν πολιορκίαν τῶν δύω φρουρίων διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν συγκοινωνίαν τῶν Τούρκων καὶ τὰς τροφὰς τὰς ὁποίας τυχὸν οἱ Τοῦρκοι τῆς Κορίνθου ἤθελον στείλει εἰς τοὺς ἐν Ναυπλίῳ. Μετὰ τοῦτο ἀνέβη πάλιν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του πλησίον τῆς Γερουσίας, ἡ ὁποία τὸν ἔστειλε τότε εἰς τὸ Λεωνίδιον διὰ νὰ εἰσπράξῃ τὸν κοινῶς λεγόμενον ἔρανον πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐκεῖ Ἑλληνικοῦ στόλου, ὅστις ἔμελλε νὰ προσβάλῃ τὸν ἐρχόμενον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν Τουρκικὸν καὶ φοβερίζοντα τὴν καταστροφὴν τῶν ναυτικῶν νήσων, ὅπως ἐμβάσῃ τροφὰς εἰς τὸ Ναύπλιον. Οἱ δὲ πρόκριτοι τῶν Σπετσῶν ἐπροσκάλεσαν τὸν Πάνον διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ τοὺς ὑπερασπισθῇ, καὶ λαβὼν περὶ τοὺς 350 στρατιώτας τῇ συνδρομῇ τῶν κατοίκων Λεωνιδίου ἐπέρασεν εἰς τὴν νῆσον.

Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσε τὰς ἐργασίας της ἡ Συνέλευσις τοῦ Ἄστρους, ἡ νέα Κυβέρνησις διώρισε τὸν Πάνον φρούραρχον Ναυπλίου, κατόπιν δὲ ὅταν ἦλθεν ἡ ἐσωτερικὴ ἀνωμαλία τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον διὰ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ πατρός του, ὅστις παρέδωκε τότε τὸ φρούριον εἰς τοὺς δύω Ἀνδρέαν Ζαΐμην καὶ Λόντον. Ἔπειτα ἡ Κυβέρνησις τοῦ Κουντουργιώτη, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν ὁ Πάνος καὶ ὄχι ὁ πατέρας του, τὸν διώρισε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Γενναίου, ὡς καὶ τοὺς δύω Ἀνδρέας.

Μετὰ δὲ ταῦτα ἀφοῦ τὰ Πελοποννησιακὰ πράγματα ἀνεκατώθησαν κατὰ τοῦ πατρός του, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὰς Πάτρας καὶ ὑπῆγεν πρὸς βοήθειαν αὐτοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας του, ἡ ὁποία ἦτον ἐντὸς τῆς Τριπολιτσᾶς. Τότε ἡ ἀντιπολίτευσις ἐκινήθη κατὰ τῆς Κυβερνήσεως καὶ τὰ στρατεύματά της ἦλθον νὰ πολιορκήσουν τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ ἐπολέμησαν ἔξωθεν αὐτῆς τὰ κυβερνητικὰ στρατεύματα. Ὁ δὲ Πάνος τότε μαθὼν παρὰ τοῦ Ι. Πετροπούλου, ὅτι ὁ Στάϊκος Σταϊκόπουλος πολεμεῖ μὲ τὰ στρατεύματα τῆς Κυβερνήσεως κατὰ τὸ χωρίον Ἅγιον Σώστην, καὶ ὅτι ᾐχμαλωτίσθη, ὑπῆγεν εἰς βοήθειάν του, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ, καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Σιλήμναν ἔφιππος, ὅπου ἦτο ὁ πατήρ του, μετὰ τριῶν ἄλλων ἐπίσης καβαλαραίων οἰκείων του, τοῦ Θ. Ρηγοπούλου, Ἰ. Βανικιώτου καὶ Ἀνάστου Σαμαράνη· ἐνῷ δὲ ἐπορεύετο ἀργὰ εἰς Σιλήμαν, αἰφνιδίως τότε ἀπὸ τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ ἦλθε βόλι τουφεκίου, τὸν εὗρε εἰς τὸν κρόταφον, πρὸς τὰ ἀριστερὰ τοῦ ἰνίου, καὶ οὕτως ἔπεσεν ἄφωνος ὁ Πάνος, καὶ ἐχάθη πολύτιμος καὶ πεπαιδευμένος στρατιωτικός, διότι ἐσπούδασεν εἰς τὴν ἀκαδημίαν τῆς Κερκύρας, ἐγνώριζεν ἐντελῶς τὴν παλαιὰν γλῶσσάν μας τὴν Ἑλληνικὴν, ἦτο μαθηματικὸς ἄριστος, ἐγνώριζε προσέτι καλῶς τὴν Ἰταλικὴν γλῶσσαν καὶ ὀλίγον τὴν Γαλλικὴν, καὶ ἐν ὀλίγοις ἦτον ὁ δεύτερος τοῦ πολυμαθεστάτου Γ. Σέκερη, διότι τότε ἡ Πελοπόννησος δὲν εἶχεν ἄλλους τοιούτους. Τὸ δὲ κρανίον του σώζεται εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ἰατροῦ Ἰ. Πύρλα.


ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Ο ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΘΕΙΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ

Οὗτος ἐπανελθὼν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Πάνου κατὰ τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1821 ἐβγῆκεν κατὰ πρῶτον εἰς τὸν Πύργον τῆς Ἠλείας. Ἦτο δὲ νέος πολὺ, ὄχι μεγαλείτερος τῶν 17 ἐτῶν. Ἔτυχε τότε νὰ γίνεται πόλεμος μὲ τοὺς Λαλαίους Τούρκους πρὸς τοὺς κατοίκους τοῦ Πύργου, ἀρχηγοῦντος τοῦ Χαραλάμπους Βιλαέτου, καὶ ὁ Γενναῖος ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν, καὶ ἐπολέμησεν ὡσὰν παιδὶ ὅπου ἦτον. Ἐκεῖθεν ἀνεχώρησε καὶ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Πάνου ἀνέβη εἰς τὸ Βαλτέτσι, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Κατ’ ἀρχὰς ἐπήγαινε πότε εἰς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ τὴν Πιάναν, καὶ πότε παρηκολούθει τὸν ἐξάδελφόν του Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἤθελεν ἐπήγαινεν. Ἦτον ἀκούραστος, καὶ ἔτρεχεν ἐπάνω κάτω, ἐσυντρόφευεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸ μολύβι ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἀναλόγως τῆς ἡλικίας του ἔδειχνε ζῆλον καὶ προθυμίαν μεγάλην. Ἀνακατεύετο δὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκροβολισμοὺς τοὺς γενομένους κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπῆγεν εἰς τὸν Κορινθιακὸν κόλπον μετὰ τοῦ πρίγκηπος Ὑψηλάντου. Ἐκεῖθεν δὲ ὕστερον μαθὼν τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ἔτρεξε μαζὺ μὲ τοὺς συγγενεῖς του τὸν αὐτάδελφόν του Πάνον, καὶ τὸν Ἀποστόλην Κολοκοτρώνην καὶ ἔφθασαν εἰς Τριπολιτσᾶν. Ἔπειτα δὲ παρηκολούθησε τὸν πατέρα του εἰς τὸ Ἄργος. Μετὰ δὲ ταῦτα εὑρέθη μὲ σῶμα μικρὸν στρατιωτῶν εἰς τὴν πρώτην πτῶσιν τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου.

Ὕστερον δὲ ἀφοῦ ὁ πατέρας του διετάχθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, διέταξε τὸν Γενναῖον ὡς σωματάρχην νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν ἐπολέμησε διότι εὗρε Τούρκους ἔξωθεν τῶν Πατρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐξέλθει καὶ ἐλαφυραγώγουν τὸν τόπον. Τούτους τοὺς Τούρκους ἐκτύπησεν ὁμοῦ μὲ τὸν Πλαπούταν, Ἀποστόλην Κολοκοτρώνην, Ἀναγνώστην Παπασταθόπουλον, Ἰωάννην Πέταν Ζακύνθιον καὶ λοιποὺς, καὶ εἰς τὴν μάχην ταύτην ἐδείχθη παληκάρι.

Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ μὲν πατέρας του ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὸ Σαραβάλι χωρίον μικρὸν τῶν Πατρῶν, αὐτὸς δὲ, ὡς σωματάρχης ἔπιασεν ἄλλην θέσιν, καὶ ἔκτοτε ἄρχισαν νὰ τὸν λέγουν καπετάνιον. Κατὰ δὲ τὴν μάχην τῆς 2 Μαρτίου τὴν γενομένην μὲ τοὺς Τούρκους τῶν Πατρῶν ὁ Γενναῖος ἀνδραγάθησεν. Ὅταν δὲ ἔγεινεν ἡ ἄλλη μάχη τῆς 9 Μαρτίου ἡ περίφημος, ἐκλείσθη εἰς τὸν ληνὸν τοῦ Σαΐταγα μὲ τὸν Γεώργιον Σέκερην, ὅπου εὑρέθησαν ὁ Νικόλαος Μπούκουρας, ὁ Προκόπιος Παπαδημητρακόπουλος ἀπὸ τὸ Ζυγοβίστι καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι Καρυτινοὶ καὶ Τριπολιτσιῶται, καὶ κατὰ τὴν μάχην πάλιν αὐτὴν ἐδείχθη ἔτι περισσότερον παληκάρι.

Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν Ρούμελην πέραν τοῦ Μεσολογγίου. Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἐπιστρέψας εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τὴν μεγάλην μάχην τοῦ πατρός του εἰς τὰ Δερβενάκια, ἔλαβε καὶ ὁ Γενναῖος μέρος εἰς τὰς ἄλλας μάχας, τὰς ὕστερον γενομένας μὲ τὸν στρατὸν τοῦ Δράμαλη, καὶ μάλιστα εἰς ἐκείνην τῶν Βασιλικῶν τῆς Κορίνθου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔδειξε περισσότερον ζῆλον καὶ στρατιωτικὴν φρόνησιν. Τότε δὲ μάλιστα εἶχε καὶ τὸν περίφημον Γάτσον Μακεδόνα, ἔχοντα ὑπὲρ τοὺς 100 στρατιώτας ἐπίσης Μακεδόνας. Ὁ Γενναῖος κατόπιν ἠκολούθησε τὸν ἀδελφόν του Πάνον διὰ νὰ συστήσουν τὸ στρατόπεδόν των εἰς τὰ Δερβενάκια διὰ νὰ κόψουν τὴν συγκοινωνίαν τῶν δύω φρουρίων Κορίνθου καὶ Ναυπλίου, ἡ δὲ θέσις τοῦ στρατοπέδου μαρτυρεῖται καὶ προσέτι φαίνεται εἰς τὸ τοπογράφημα τῶν ἐκδοθέντων κατὰ τὸ 1858 ἀπομνημονευμάτων μου. Εἰς δὲ τὴν θέσιν ταύτην ἐπολέμησαν ἄριστα ἕως οὗ ἔπεσε τὸ Ναύπλιον.

Μετὰ δὲ ταῦτα ἡ Κυβέρνησις διέταξε τὸν Γενναῖον νὰ πολιορκήσῃ τὸ φρούριον τῆς Κορίνθου, καὶ τοιουτοτρόπως εὑρέθη πάλιν καὶ εἰς τὴν δευτέραν παράδοσίν του τὴν γενομένην πρὸς τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸν φρούραρχον Ἀβδουλάχμπεην.

Γενομένου δὲ ὕστερον τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ Γενναῖος εὑρισκόμενος εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, καὶ μαθὼν ὅτι ἀνακατώθησαν τὰ πολιτικὰ πράγματα, καὶ οἱ περὶ τὸν Κουντουργιώτην ἐκινήθησαν κατὰ τοῦ πατρός του, ἔφυγεν ἀπὸ τὴν πολιορκίαν, καὶ ὑπῆγε πρὸς ὑπεράσπισίν του. Κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἐσκοτώθη ὁ ἀδελφός του Πάνος ἔξωθεν τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ ὁ Γενναῖος ἔμεινε μόνος του. Ἐπειδὴ δὲ τὰ στρατεύματα τῆς φατριαστικῆς Κυβερνήσεως τοῦ Κουντουργιώτη ὑπερίσχυσαν καὶ εἰσέβαλον εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν ἔγδυσαν, ὁ μὲν πατέρας του ἐφυλακίσθη εἰς τὴν Ὕδραν, αὐτὸς δὲ ἦτον εἰς τὴν καταδρομὴν τῆς Κυβερνήσεως, ἀλλὰ δὲν παρεδόθη εἰς αὐτήν. Ὕστερον δὲ ἀφοῦ ὁ πατέρας του ἀπεφυλακίσθη διέταξεν αὐτὸν νὰ ἐκστρατεύσῃ κατὰ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ. Ἐπὶ δὲ τοῦ Ἰμβραὴμ ὁ Γενναῖος ἔγεινε πλέον στρατηγὸς, ἔχων ὑπὸ τὰς διαταγάς του πολλὰς χιλιάδας Ἑλλήνων. Ἔκτοτε δὲ εὑρέθη εἰς πολλὰς μάχας, ἐπολέμησε κατὰ τὴν θέσιν Τραμπάλαν τῆς Πολιανῆς, ὡς καὶ εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον πάλιν ἐπολέμησεν, ἐπιστρέφοντος τοῦ Ἰμβραὴμ ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Τότε ἐβάστα τὸ Παρθένιον ὄρος, ἐφύλαξε τὴν θέσιν του, καὶ ἔσωσε τὸν στρατὸν ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητον προσβολὴν τῶν Ἀράβων. Μετὰ τοῦτο ἐπολέμησε κατὰ τὴν δυστυχῆ μάχην τῶν Τρικόρφων, ὅπου καὶ ἡττήθη. Εὑρέθη ἐπίσης καὶ εἰς τὴν ἀτυχῆ μάχην τῆς ἐφόδου τῆς Τριπολιτσᾶς. Κατόπιν ὁ Γενναῖος ἐπενόησε τὴν ἀνέγερσιν τοῦ παλαιοῦ φρουρίου τῆς Καρύταινας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔσωσε τὰς ἐπαρχίας Καρύταινας, Λεονταρίου καὶ Φαναρίου, καὶ σχεδὸν ὅλον τὸ κέντρον τῆς Πελοποννήσου ἐφυλάχθη ἀπὸ αὐτὸ τὸ φρούριον.

Ἐπὶ δὲ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Καραϊσκάκη ἐξεστράτευσε καὶ ὁ Γενναῖος μὲ Πελοποννησίους πρὸς βοήθειαν τοῦ κινδυνεύοντος φρουρίου τῶν Ἀθηνῶν. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη, τὴν διάλυσιν τῶν ἐκεῖ στρατευμάτων καὶ τὴν πτῶσιν τοῦ φρουρίου εἰς χεῖρας τοῦ πολιορκητοῦ, ὁ Γενναῖος ἐπανελθὼν εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐξηκολούθησε πολεμῶν πρὸς τὸν Ἰμβραὴμ, καὶ βοηθῶν τὸν πατέρα του εἰς τὴν μὴ διάδοσιν τοῦ προσκυνήματος ὑπὸ τοῦ προδότου Νενέκου. Μέχρι δὲ τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰμβραὴμ κατὰ τὰς περιστάσεις ἔκαμε πολλοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ εἰς πολλὰς θέσεις. Ὁ Γενναῖος ἦτον ὁ μόνος στρατηγὸς ὅπου ἔμπαινεν εἰς τὸ ῥουθοῦνι τῶν Ἀράβων, ἐζάλισε κατὰ τοῦτο τὸν Ἰμβραὴμ, καὶ τὸ μαρτυρεῖ ὅλη ἡ Πελοπόννησος. Ἐτίμησε τὸν πατέρα του καὶ ἐφάνη γνήσιος υἱός του.


ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Εὑρεθεὶς εἰς τὴν Βλαχίαν μετὰ τοῦ πατρός του ἔλαβε μέρος εἰς τὴν ἐκεῖ γενομένην ὑπὸ τοῦ πρίγκηπος Ἀλεξ. Ὑψηλάντου ἐπανάστασιν. Αἱ δὲ ἐκεῖ ἐκδουλεύσεις του εἰς ἐμὲ εἶναι ἄγνωστοι. Τοῦτο δὲ μόνον γνωρίζω, ὅτι αὐτός, ὁ πατέρας του καὶ οἱ περὶ αὐτοὺς εὑρέθησαν ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ ἡγεμόνος Μιχαὴλ Σούτσου, ἐβοήθησαν τὸν ἡγεμόνα τοῦτον διὰ νὰ ἐνεργήσῃ τὰ τῆς ἐπαναστάσεως καὶ νὰ παραιτήσῃ τὴν ἡγεμονίαν, θυσιάσαντα καὶ τὴν περιουσίαν του χάριν τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς ἐπαναστάσεώς μας.

Διαλυθείσης τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Βλαχίας, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Αὐγούστου 1821, καὶ εὑρέθη εἰς τὴν περίφημον μάχην τῆς Γράνας ὅπου ἐκινδύνευσε μαχόμενος. Μετὰ δὲ ταῦτα ἠκολούθησε τὸν πρίγκηπα Ὑψηλάντην, ὅστις ὑπῆγεν εἰς τὰ παράλια τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν εἰσβολὴν Τούρκων εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐκ τοῦ στόλου, ὁ ὁποῖος τότε ἦτον ἐκεῖ. Ὕστερον δὲ, μαθὼν τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐπέστρεψεν ὀπίσω, καὶ κατόπιν κατέβη εἰς Ἄργος μετὰ τοῦ θείου του Κολοκοτρώνη, μετὰ δὲ τὴν ἀποτυχίαν τῆς ἐφόδου τοῦ Ναυπλίου ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Κόρινθον· κατόπιν δὲ τῆς πτώσεως τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου διετάχθη καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου μετ’ ἄλλων ἐκτύπησε τοὺς ἐξελθόντας Τούρκους ἐκ τῶν Πατρῶν διὰ λάφυρα. Ἔμεινε δὲ μέχρι τέλους τῆς πολιορκίας μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας. Μάλιστα δὲ κατὰ τὴν περίφημον μάχην τῆς 9 Μαρτίου, ὁ Ἀποστόλης εὑρέθη εἰς τὴν πλέον δεινὴν θέσιν, καὶ ὅμως ἐπολέμησε μὲ πολλὴν γενναιότητα. Διαλυθείσης δὲ τῆς πολιορκίας ὑπῆγεν κατὰ τοῦ Δράμαλη, καὶ ἐπολέμησεν εἰς διαφόρους μάχας καὶ ἀκροβολισμοὺς ἕως ὅτου τὸ Ναύπλιον ἔπεσεν. Ἐπολέμησε δὲ καὶ κατὰ τοῦ Ἰμβραὴμ μέχρι τῆς φυγῆς του ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Η ΝΤΑΣΚΟΥΛΗΣ

Ὁ καπετάνιος οὗτος, ἐλθὼν ἀπὸ τὸ Τριέστι μετὰ τὴν ἐπανάστασιν, ἐπῆρε μέρος εἰς τοὺς πολέμους, εὑρισκόμενος μετὰ τοῦ θείου του Θ. Κολοκοτρώνη, τοῦ ἐξαδέλφου του Γενναίου καὶ τοῦ ἄλλου θείου του Δ. Πλαπούτα. Καθ’ ὅλους δὲ τοὺς πολέμους, εἰς τοὺς ὁποίους εὑρέθη διεκρίθη, διὰ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν τόλμην του, διότι πάντοτε ἐμάχετο ὁρμητικῶς καὶ ἦτο γνωστὸς κατὰ τοῦτο.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Οὗτος εἶναι ὁ κλέφτης, ὅστις ἐσώθη ἀπὸ τὸν καιρὸν τὸν ὁποῖον κατετρέχοντο οἱ κλέφται ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τὴν Τουρκικὴν, διότι ἀφοῦ ὅλοι ἐκυνηγήθησαν καὶ ἐσκοτώθησαν, καὶ ἄλλος δὲν ἔμεινεν ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου, οἱ Τοῦρκοι ἐβαργιέστησαν πλέον καὶ τὸν ἐλησμόνησαν, καὶ ἔκτοτε δὲν ἐφάνη πλέον εἰς τὸ φῶς. Κατὰ δὲ τὴν 25 Μαρτίου 1821 ἡμέραν τῆς ἐπαναστάσεως, ἔκαμε τὸν σταυρόν του, ἐπῆρε τὸ τουφέκι του, καὶ εἶπε· «δόξα σοι ὁ Θεός! Τώρα ἔχω συντρόφους ὅλον μου τὸ Ἔθνος, καὶ νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Θεὸς νὰ πάρω τὸ αἷμα τῶν συντρόφων μου, καὶ τῶν συγγενῶν μου· νὰ ἴδῃ ὁ ἥλιος ὅλον μου τὸ κορμὶ, ὅπου τὸ ἔκρυβα ἀπὸ τρύπαν εἰς τρύπαν». Αὐτὰ εἶπεν. Εἰς δὲ τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, εἰς τὴν ὁποίαν ἔμεινε μέχρι τέλους, ἔκαμε πολλαῖς παληκαριαῖς, καὶ χωσιαῖς πολλαῖς· ἔδιδεν αἰτίαν καὶ τότε εἰς τοὺς πολιορκουμένους Τούρκους νὰ ἐβγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ πολεμῇ. Τὰ δὲ στρατιωτικά του ἐπιχειρήματα καὶ κατορθώματα κατὰ τῶν Τούρκων ἄφησαν μνήμην. Διαρκούσης τῆς πολιορκίας τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐστάλη μετ’ ἄλλων εἰς τὰ Μεγάλα Δερβένια, καὶ πέραν εἰς τὴν Ῥούμελην, διὰ νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Τούρκους νὰ μὴν ἔλθουν εἰς τὴν Πελοπόννησον. Κατὰ δὲ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη ἦτον εἰς τὸν Ἁγιώργι τῆς Κορίνθου, καὶ ἐκεῖθεν διετάχθη ἀπὸ τὸν στρατηγὸν Θ. Κολοκοτρώνην νὰ ὑπάγῃ, καὶ ὀχυρωθῇ καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἐπίσημον ταμποῦρι τοῦ Ἀγριλοβουνοῦ. Κατὰ δὲ τὴν μεγάλην μάχην τοῦ Δερβενακίου κατὰ τοῦ Δράμαλη, μετὰ τὸν πρῶτον τουφεκισμόν, ἐκόλλησε τὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ, τοῦ ὀνομαζομένου Πανάγου, ἐμποδίζων ἐκεῖθεν τοὺς Τούρκους νὰ μὴν πέσουν κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν τοῦ βουνοῦ τούτου, καὶ πιάσουν τὸν δημόσιον δρόμον, ὁ ὁποῖος πηγαίνει εἰς τὴν Κουρτέσαν καὶ τὴν Κόρινθον, ἀλλὰ τοὺς ἐπήγαινε πάντοτε ἀνακέφαλα διὰ νὰ τοὺς ἐβγάλῃ εἰς τὸν Ἅγιον Σώστην, ἔχων πολλοὺς συμπατριώτας του στρατιώτας, τοὺς σωματοφύλακας τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ ὅλους τοὺς Ἀρκουδορεματίτας. Ἐκεῖ ἔπεσαν πολεμοῦντες τρεῖς συγγενεῖς τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακάς του, καὶ μετ’ αὐτῶν ὁ περίφημος Κώστας Οἰκονομόπουλος ἀπὸ τὸ Ἀρκουδόρευμα· ὁ δὲ θάνατος αὐτοῦ τοῦ παληκαριοῦ μᾶς ἐλύπησεν ὅλους καὶ ξεχωριστὰ τὸν συγγενῆ του Θ. Κολοκοτρώνην. Εἰς δὲ τὸ ἴδιον βουνὸν τοῦ Πανάγου κατὰ Διάσελον, ἀντικρὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀρχαίου κτιρίου, τοῦ σωζομένου ἐντὸς ἑνὸς βράχου, καὶ ἐντὸς τῆς περιφερείας αὐτῆς σκεπασμένης ἀπὸ διάφορα χαμόκλαδα καὶ χωματοβουνάκια, καὶ ὅπου ἀρχίζει νὰ σώνεται τὸ βουνὸν ὁ Πανάγος, ἐκεῖ ἔγεινεν ἡ μάχη μεταξὺ τοῦ Ἀντώνη Κολοκοτρώνη καὶ τῶν Τούρκων, καὶ εἰς ταύτην τὴν θέσιν ἔγεινε τῶν Τούρκων πολὺς σκοτωμὸς πρὶν ἀκόμη ἔλθῃ ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος καὶ οἱ λοιποί. Ἐλθόντος δὲ κατόπιν τοῦ Νικήτα, ἤλλαξαν θέσιν καὶ οἱ δύω, Τοῦρκοι, καὶ Ἕλληνες. Καὶ ἐνταῦθα κατὰ τὸν ῥόβολον τοῦ στενοῦ δρομίσκου ὅπου εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σώστη, ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ μέρους ἔγεινε πάλιν πολὺς σκοτωμὸς εἰς τοὺς Τούρκους, διότι τοὺς ἐπολέμουν, ὁ μὲν Νικήτας ἀπὸ τὰ δεξιὰ, καὶ ἄνωθεν τῆς ἐκκλησίας τοῦ βράχου, ὁ δὲ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἀπὸ τὸ ἀντικρὺ τοῦ βράχου βουνὸν τοῦ Πανάγου. Αὐτοῦ οἱ Τοῦρκοι ἐτσακίσθησαν καὶ ἐγκρεμίσθησαν κάτω εἰς τὸν βράχον καὶ ἀπὸ τὰ δύω μέρη πολεμούμενοι, καὶ αὐτοῦ ἔγεινεν ἡ μεγαλειτέρα φθορὰ αὐτῶν. Εἰς αὐτὴν δὲ τὴν ῥευματιὰν πλησίον, καὶ ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ἐνυκτέρευσεν ἕνας ἐκ τῶν πασάδων. Τὸ βουνὸν δὲ ὁ Πανάγος ἐξακολουθεῖ διὰ νὰ τελειώσῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Σώστη, ἐκεῖ ὅπου ἔχει πολλοὺς μικροὺς βράχους καὶ δάσος. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ μέρος ἐμπέρδευσαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐσκοτώθησαν μόνοι των τὴν νύκτα.


ΜΑΡΚΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Οὗτος ἔμεινεν εἰς τὴν πατρίδα του τὸ Λυμποβίσι, διότι δὲν ἐκυνηγήθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἅμα δὲ ἐπλησίασεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐπαναστάσεως, ἐπῆρε τὰ ὅπλα του μὲ ὅλον του τὸ γῆρας καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά του, καὶ ἐβγῆκε νὰ πολεμήσῃ. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἔσωσε τὸν Νικολῆν Ταμπακόπουλον μὲ τὸν Σεϊδῆ Λαλιώτην ἀπὸ τὴν συνοδίαν των εἰς τοῦ Φονιά. Εὑρέθη εἰς ὅλας τὰς μάχας τὰς γενομένας πρὶν πέσῃ ἡ Τριπολιτσᾶ. Ἐλθόντος δὲ τοῦ Δράμαλη, ἔλαβε μέρος εἰς τὰς κατ’ αὐτοῦ μάχας μὲ ὅλους τοὺς στρατιώτας τοῦ χωρίου του καὶ ἄλλους. Αὐτὸν ὁ Θ. Κολοκοτρώνης, πρὶν ὑπάγῃ εἰς τὸν Ἁγιώργι, ἔστειλεν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐκεῖ ὑπαρχόντων στρατιωτῶν. Εἶδε τὴν μεγάλην μάχην τοῦ Δερβενακίου, καὶ ἐπολέμησεν εἰς αὐτὴν ὡσὰν δεκαοκτὼ χρόνων παληκάρι, καὶ ἔμεινε μαχόμενος μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ Δράμαλη.


ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ Μ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Υἱὸς τοῦ ἀνωτέρω Μ. Κολοκοτρώνη. Ὁ καπετάνιος οὗτος παρηκολούθει τὸν θεῖόν του Θ. Κολοκοτρώνην παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὑπῆρξεν εἷς τῶν σωματοφυλάκων του, καὶ ἐκ τῶν σταλέντων καβαλαραίων ἐν καιρῷ τῆς μάχης τοῦ Δερβενακίου, ὁμοῦ μὲ τοὺς ὑπασπιστάς του νὰ ὑπάγῃ γυρεύοντα τοὺς πασάδες καὶ τὰς καμήλους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχον φανῆ νὰ περάσουν μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους κατὰ τὸν Ἅγιον Σώστην. Ἐνῷ δὲ ἐπήγαινε μὲ τοὺς ἄλλους κατὰ τὸν δρόμον τοῦ Ἄργους διὰ νὰ ἔβγῃ εἰς τὸ χωρίον Χαρβάτι, εἶδε τοὺς Πασάδες ἐρχομένους, τοὺς ἐτουφέκισαν ὅλοι ὁμοῦ, καὶ τοὺς ἔτρεψαν εἰς φυγὴν, ἀφήσαντας τοὺς ἀρρώστους, τὰς σφαίρας τῶν κανονιῶν, καὶ πολλὰ φορτώματα τροφῶν καὶ ἄλλων πραγμάτων, καὶ φθάσαντας ἔξωθεν τοῦ Ναυπλίου εἰς τὴν θέσιν Γλυκειάν.


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΑΤΣΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ

Ὅταν ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Ῥούμελην, καὶ μετὰ τὸν μεγάλον πόλεμον τοῦ Δερβενακίου ἔφθασεν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ πατέρα του, εἶχε μαζύ του καὶ τὸν καπετὰν Γάτσον τὸν Μακεδόνα, ἔχοντα καὶ τὸν μεγαλείτερον υἱόν του τὸν ὀνομαζόμενον Μήτσιον. Οὗτος ὁ περίφημος καπετάνιος ἦτον εἰς τὰ ὅπλα ἐκ γενετῆς, καὶ σύντροφος ἀχώριστος τοῦ βουνοῦ τοῦ Ὀλύμπου. Εὑρεθεὶς εἰς τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη ἐπολέμησεν εἰς μερικὰς μάχας μὲ τοὺς Πελοποννησίους κατὰ τὰ Βασιλικὰ καὶ τὸ Δερβενάκι, ὅπου ἦτο καὶ ὁ Γενναῖος ὁ φίλος του, μὲ τὸν ὁποῖον πάντοτε ἦτο μαζὺ, καὶ ὁμοῦ ἔβγαινεν εἰς τοὺς πολέμους ὅσον χρόνον ἔμεινεν ἐκεῖ, ὁδηγῶν τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν στρατιώτας καὶ συμπατριώτας του Μακεδόνας. Ὁ Γάτσος καὶ οἱ στρατιῶταί του ἐπολέμησαν γενναίως, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι εὐχαριστήθησαν, διότι εἶδον ἄνδρας ἔχοντας ζῆλον καὶ ἐθνισμὸν μέγαν καὶ ἐπεθύμουν νὰ εἶχον τοιούτους συντρόφους.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὴν Στεμνίτσαν. Ἐπανῆλθε δὲ ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸν καὶ τὴν Χίον ὅπου ἔκαμε τὰς σπουδάς του. Ὅταν ἦτον εἰς Ὀδησσὸν ἔμενεν πλησίον τοῦ Ἠλία Μάνεση Τσάκωνα, ἐπισήμου ἀνδρὸς εἰς τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνας, καὶ ἐνεργοῦντος τὰ τῆς Ἑταιρίας μετὰ τοῦ Ἰωάννου Ἀμβροσίου ἐκ τοῦ χωρίου Δροβολοβοῦ τῶν Καλαβρύτων. Οὗτοι δὲ οἱ δύω εἶχον καὶ ἀλληλογραφίαν μὲ τὸν Ἰωάννην Καποδίστριαν καὶ ὕστερον μὲ τὸν πρίγκηπα Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην.

Ὁ καπετάνιος οὗτος ὀλίγον ἔμεινεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἔπειτα ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα πρὸς τοὺς ἐκεῖ καπεταναίους Γκούραν καὶ Καραϊσκάκην, μετὰ τῶν ὁποίων ἔκαμε τὴν στρατιωτικὴν δούλευσίν του. Ἐπειδὴ δὲ πολλὰ πράγματα ἐγνώριζε πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως γενόμενα, καταχωρίζομεν κατωτέρω ἔκθεσίν του περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Κυριακοῦ Καμαρινοῦ Πελοποννησίου ἐκ Καλαμῶν, καὶ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἑταιρίας ἐβιάσθησαν νὰ καταφύγουν εἰς τὴν τοιαύτην πρᾶξιν, τὴν ὁποίαν μερικοὶ ἔλαβον ὡς ἐπιχείρημα καὶ ἔγραψαν, ὅτι ὁ Καποδίστριας δὲν ἤθελε τὴν ἐπανάστασιν, ἐνῷ ἀπόδειξις τοῦ ἐναντίου εἶναι, ὅτι ὅταν οὗτος ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του Κέρκυραν κατὰ τὸ ἔτος 1819, ἐμάζωξεν ὅλους τοὺς εὑρισκομένους τότε ἐκεῖ καπεταναίους Σουλιώτας, καὶ ἄλλους καὶ τὸν Θ. Κολοκοτρώνην καὶ ἔγειναν ὅλοι ἀδελφοποιτοὶ (βλάμηδες) κατὰ τὸ τότε ἔθιμον. Ἴσως ὁ Καποδίστριας ἐνεθάρρυνε τοὺς εἰρημένους καπεταναίους καὶ τοὺς ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ μεσιτεύσῃ πλησίον τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Ῥωσσίας διὰ νὰ πληρωθῶσιν οἱ μισθοί των, τοὺς ὁποίους ἐχρεώστει εἰς αὐτοὺς, ὅταν οἱ Ρῶσσοι κατεῖχον τὴν Ἑπτάνησον, καὶ διὰ τοῦτο πολλοὶ ἐκ τῶν καπεταναίων τούτων ὑπῆγον εἰς τὴν Ῥωσσίαν καὶ ἔκαμον τὸν ἀπόστολον. Διὰ ποῖον δὲ ἄλλον σκοπὸν ἐγίνοντο ταῦτα, εἰμὴ διὰ τὴν ἐπανάστασιν; Ἐν τούτοις ὅλα ταῦτα ἀφίνομεν νὰ τὰ καθαρίσουν οἱ μνημονεύομενοι εἰς τὰς διηγήσεις μου, καὶ κατ’ ἐξοχὴν ὁ συνταγματάρχης Γ. Λασάνης, ὅστις ἕνεκα τῆς θέσεως, τὴν ὁποίαν εἶχε παρὰ τῷ πρίγκηπι Ἀλεξάνδρῳ Ὑψηλάντῃ γνωρίζει πολλά. Πόσα ὅμως ἔγειναν διὰ τοῦτον τὸν σκοτωμὸν τοῦ Καμαρινοῦ, τὸν εὔλογον καὶ δίκαιον κατὰ τὸν ὀργανισμὸν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας!

Ἰδοὺ ἡ ἔκθεσις τοῦ Κ. Παπαθανασοπούλου.

«Ὁ κ. Σ. Τρικούπης γράφει καὶ πιστεύει, ὅτι εἰς τὸν φονευθέντα Καμαρινὸν εὑρέθησαν καὶ ἐπιστολαὶ τοῦ Ἰ. Καποδίστρια πρὸς τὸν Π. Μαυρομιχάλην, αἱ ὁποῖαι ἔλεγον νὰ μὴ γείνῃ ἡ ἐπανάστασις κλπ. Ἀλλ’ ἀπατᾶται κι’ ἐδῶ ἀναμφιβόλως ἀπὸ ἄγνοιαν, διότι ἔδωκε πίστιν εἰς τοὺς μὴ ἀξιοπίστους, καὶ ἐξιστόρησεν εἴς τινα χωρία τοῦ συγγράμματός του γεγονότα ὅλως ἀνύπαρκτα, καὶ εἰς ἄλλα πάλιν πολὺ παραμορφωμένην ἔχοντα τὴν ἀλήθειαν, ὥστε ὅσοι ἐπιζῶσιν εἰσέτι ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐχρημάτισαν αὐτόπται καὶ μάλιστα ἐνεργοὶ τῶν τοιούτων ἀναγινώσκουσι τοὺς μύθους του καὶ γελοῦν.

Ὁ Ἰ. Καποδίστριας, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του, ἔβλεπε περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον Ἕλληνα τὴν τῆς τότε ἐποχῆς γενικὴν πολιτικὴν τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς τὸ νὰ ὑποστηρίξωσι καὶ νὰ κραταιώσωσι τὴν Τουρκίαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐφοβεῖτο πολὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴν ἐπιτυχίαν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, καὶ διὰ τοῦτο ἔλεγε καὶ ἔγραφεν εἰς τὰς ἐπιστολάς του ἐν Ἑλλάδι ὤν, ὅτι «διὰ θαυμάτων ἐσώθη ἡ Ἑλλάς». Ἀφ’ ἑτέρου ἡ καταφλεγομένη καρδία του ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸν ἐθνισμὸν καὶ ἀπὸ τὸν ὑπὲρ ἐλευθερίας ἔρωτα τὸν ἔσπρωξαν εἰς τὸ κίνημα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Ἔθνους του, καὶ ἔλαβε τὸ οὐσιωδέστερον μέρος εἰς τὰς πράξεις τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας. Καὶ τίς ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπον τὰς πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως πράξεις του καὶ τὰ κινήματά του, καὶ ἀνεγίνωσκε τὰς πρὸς τοὺς ἐν Βουκουρεστίῳ, Ἰασίῳ καὶ ἀλλαχοῦ ἐπισημοτέρους ὁμογενεῖς μας ἐπιστολάς του δύναται ν’ ἀμφιβάλλῃ περὶ τούτου; Ὅτι ὅμως ὁ Καποδίστριας μήτε ἐξετίθετο, μήτε εὐκόλως ἐφανεροῦτο εἰς ἀργυρολόγους τινὰς, φανατικοὺς καὶ ἄλλους ἀκολάστους ἑταίρους, ἐμπορευομένους τὰ τῆς Ἑταιρίας, ἀνιδέους δὲ πάσης πολιτικῆς, τοῦτο εἶναι βέβαιον, καθόσον ἐγνώριζεν, ὅτι ἤθελε βλάψει τὴν ἐπανάστασιν καιρίως ἂν ἄλλως ἔπραττεν.

Ἐκεῖνο δὲ, τὸ ὁποῖον ὁ Καποδίστριας πάρα πολὺ ἐφοβεῖτο, ἦτο μήπως ἡ φιλότουρκος τότε πολιτικὴ τῆς Εὐρώπης παραμορφώσῃ τὴν ἀλήθειαν, καὶ κάμῃ τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν ὡς κίνημα Ῥωσσικόν, καὶ διὰ τοῦ ἐπιχειρήματος τούτου κατασβέσωσιν αὐτὴν διὰ τῶν ὅπλων ἅμα ἐκραγεῖσαν· ἀλλ’ εἰς τοιοῦτον τρόπον ἀπέδειξεν εἰς τὴν τότε ἐν Γερμανίᾳ γενομένην σύνοδον τῶν βασιλέων καὶ ἐβεβαίωσε τὸν κόσμον, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις ἦτον ἁπλῆ ἁγνὴ καὶ ὅλως διόλου Ἑλληνικὴ, ὥστε δὲν ἄφησε τὴν ἐλαχίστην λαβὴν, εἴτε πρόφασιν, ἢ ἀμφιβολίαν εἴς τινα περὶ τούτου, καὶ ἀφοῦ κατώρθωσε τοῦτο, ἐδόθη ἔπειτα καταγινόμενος ἀνενδότως εἰς πλείστας ἄλλας ἐργασίας πρὸς εὐόδοσιν τοῦ σκοποῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνος.

Ὁ δὲ ῥηθεὶς Καμαρινὸς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἐπορεύθη εἰς Ῥωσσίαν τῷ 1819, καὶ αὐτοπροσώπως εἴδομεν αὐτὸν εἰς Ὀδησσόν, κατοικοῦντα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ μεγαλεμπόρου Ἠλία Μάνεση Πελοποννησίου· ὁ δὲ σκοπὸς ὅλος τοῦ ταξειδίου του ἦτο νὰ δοθῶσιν εἰς αὐτὸν χρήματα νὰ πληρωθοῦν, ὡς ἔλεγε, μισθοὶ εἰς τοὺς Μανιάτας νὰ πολεμήσωσι τοὺς Τούρκους, καὶ ν’ ἀγορασθῶσι τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τὸν πόλεμον. Ἡ δὲ Φιλικὴ Ἑταιρία, ἡ ὁποία δὲν εἶχε τίποτε παραλείψει εἰς τὸ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς πάντας πρὸς τὸν μελετώμενον σκοπόν, εἶχε σὺν τοῖς ἄλλοις κηρύξει καὶ τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἀρχὴ, ἤγουν ἡ Βασιλεία τῆς Ἑταιρίας, ἦτον μὲν εἰς ὀλίγα πρόσωπα γνωστὴ, ἀλλ’ αὕτη εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους ἐσύμφερε νὰ ᾖναι ἄγνωστος μέχρι τῆς ὥρας καθ’ ἣν θέλει λάβει τὴν κυβέρνησιν τῶν πραγμάτων τῆς Ἑλλάδος. Ἑπομένως ὁ ῥηθεὶς Καμαρινὸς ἐπίστευεν, ὅτι ἡ ἄγνωστος αὕτη ἀρχὴ εἶναι εἰς τὴν Ῥωσσίαν, καὶ ὅτι αὕτη ἤθελε δώσει πρὸς αὐτὸν τὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον ἐζήτει. Ὁ δὲ πολλὰ ἔμφρων καὶ πολλὰ ἐνθουσιασμένος ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἔθνους Ἠλίας Μάνεσης ἀρκετὰ συναναστραφεὶς καὶ γνωρίσας ἐν αὐτῇ τῇ οἰκίᾳ του τὸν Καμαρινόν, ἠθέλησε νὰ τὸν ἀποτρέψῃ διὰ νὰ μὴν πορευθῇ εἰς Πετρούπολιν, ἀλλὰ νὰ δώσῃ πρὸς αὐτὸν ὀλίγα χρήματα καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ, καὶ τοῦτο ἔπραττεν, ἐπειδὴ ἔβλεπεν, ὅτι τοιοῦτος ὢν ὁ Καμαρινός, ἤθελε βλάψει πολυειδῶς τὰ πράγματα τῆς Ἑταιρίας, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸ κατορθώσῃ, καὶ τοῦτο τὸ γνωρίζει καὶ ὁ συγκατοικήσας τότε μετὰ τοῦ Καμαρινοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἠλία Μάνεση ταγματάρχης Κ. Παπαθανασίου.

Ὁ δὲ Καμαρινὸς ἀναχωρήσας ἐκ τῆς Ὀδησσοῦ, καὶ φθάσας εἰς Πετρούπολιν ἐγένετο δεκτὸς πολλὰ φιλοφρόνως ἀπὸ τὸν Καποδίστριαν, ὁ ὁποῖος καὶ χρήματα πολλάκις ἔδωκε πρὸς αὐτόν, καὶ καθ’ ἑκάστην σχεδὸν τὸν ἐδέχετο καὶ συνωμίλει μετ’ αὐτοῦ, καὶ τοῦτο τὸ γνωρίζει καὶ ὁ ταγματάρχης Γ. Μαλάμος, ὅστις εὑρίσκετο τότε ἐν Πετρουπόλει παρὰ τῷ Καποδίστριᾳ. Δὲν τοῦ ἔδωκεν ὅμως οὗτος καὶ τὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον ἐζήτησε καθόσον εἶδε καὶ αὐτὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν σπατάλην του καὶ τὴν λοιπὴν διαγωγήν του. Εἶναι δὲ πολὺ πιθανὸν νὰ εἶχε καὶ γράμμά τι τοῦ Π. Μαυρομιχάλη πρὸς τὸν Καποδίστριαν, ἀλλ’ οὗτος μήτε γράμματα ἔδωκεν εἰς τὸν Καμαρινὸν μήτε σπουδαῖόν τι ἐξεμυστηρεύθη πρὸς αὐτόν. Τοῦτο εἶναι βεβαιότατον, καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι οἱ ὁμογενεῖς μας, οἱ εὑρεθέντες τότε ἐν Πετροπόλει, καὶ οἱ ὄντες παρὰ τῷ Καποδίστριᾳ, διότι ὁ Καμαρινὸς καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Πετρουπόλει διὰ νὰ βιάσῃ, ὡς ἐνόμιζε, τὸν Καποδίτριαν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν θησαυρόν, τὸν ἐφοβέριζεν, ὅτι θέλει ἐπιστρέψει νὰ ματαιώσῃ τὴν ἐπανάστασιν, ἐπειδὴ ἐννόησεν, ὅτι ἦτο ψευδής, καὶ ὅτι δὲν εἶχεν ἀρχηγὸν τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Ῥωσσίας, ὁ ὁποῖος ἤθελε δώσει εἰς αὐτὸν τὸν ὁποῖον ἤλπιζε νὰ λάβῃ θησαυρόν. Οὕτω μετὰ τὰς τοιαύτας ἀπειλὰς ὁ Καμαρινὸς ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Πετρούπολιν, καὶ καθ᾿ ὁδὸν ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς ἑταίρους τῆς ἑταιρίας».

Ὁ ἀναγνώστης βλέπει καὶ ἐδῶ πόσον εἶναι παραμορφωμένη ἡ ἀλήθεια ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ κ. Σ. Τρικούπη.


Ο ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΣ

Κατήγετο ἀπὸ τὴν Δημιτσάναν. Κατὰ δὲ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως μὴ δυνάμενος νὰ φέρῃ ὅπλα, διότι ἦτον ἀδυνάτου σώματος καμπούρης καὶ στραβοπόδης, οὗτος ὁ πυγμαῖος, ἂν καὶ τοῦ ἔλειπαν ὅλα, εἶχεν ὅμως μεγάλον τὸν Ἑλληνικὸν αἴσθημα κατὰ τῶν τυράννων, διότι ἔτρεχεν εἰς τὰ στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων, καὶ εἰς τὰς πολιορκίας, ἐνθουσιάζων τοὺς στρατιώτας, καὶ γράφων καὶ στίχους ἐπαινετικοὺς εἰς τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς καπεταναίους· ἦτον ὁ νέος ποιητὴς τῆς ἐπαναστάσεως. Ἀγαποῦσε πολὺ νὰ βλέπῃ τὸν στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἐπήγαινε καὶ ἐστέκετο τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔκαμνε τοὺς ἀνεγίνωσκε πρῶτον τοῦ Νικήτα, καὶ ἔπειτα ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἔψαλλεν. Εὑρεθεὶς δὲ εἰς μίαν μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ στρατηγὸς Νικήτας ἐνίκησεν, καὶ οἱ στρατιῶταί του ἐπῆραν πολλὰ λάφυρα καὶ ζῶα, ἔλαβεν ἕνα ἄλογον, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐχάρισεν ὁ Νικήτας διὰ νὰ περιπατῇ καβάλα· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἔξοδα νὰ τὸ θρέψῃ, ἔκαμεν ἕνα γράμμα τοῦ Νικηταρᾶ, οὕτως τότε ἔλεγον, καὶ τοῦ ἔγραφε·

«Τὸ δῶρό σου Νικηταρᾶ, ἄλογο χωρὶς νουρὰ,
ἢ μοῦ στέλλεις καὶ κριθάρι, ἢ σοῦ στέλνω τὸ τομάρι».

Ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία τοῦ ἔδιδε τὰ ἔξοδά του. Ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς Δημιτσάναν τὴν πατρίδα του καβάλα μὲ τὸ νέον ἀποκτηθὲν ἄλογον, εἰς δὲ τὸν δρόμον ὅπου ἐπήγαινεν εὑρῆκε δένδρα ὀνομαζόμενα κορομηλιαῖς, αἱ ὁποῖαι εἶχον τοὺς καρποὺς, τὰ κορόμηλα, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ εἶδε, ἐστάθη καβάλα ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρον, καὶ ἐπειδὴ ἔφθανεν εὔκολα τοὺς καρποὺς, ἔφαγε πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς, καὶ τοῦ ἔφερον τὸν θάνατον. Τοιουτοτρόπως ἐχάθη ὁ πτωχός. Ἀφοῦ ἡ φύσις τὸν ἐστέρησε τὸ σῶμα, τοῦ ἔδωκε μὲν πνεῦμα πολὺ, ἀλλὰ κοιλίαν μικρὴν καὶ ἀδύνατον καὶ διὰ τοῦτο μὴ δυνάμενος νὰ χωνεύσῃ τὰ κορόμηλα ἀπέθανεν.