Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Στεμνίτσα
←Ἡ μητρόπολις Καρύταινα | Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν Συγγραφέας: Στεμνίτσα |
Κολοκοτρώνικα→ |
Ἡ κωμόπολις Στεμνίτσα εἶχε πολιτικοὺς ἄνδρας τὸν Καλόγερον Ῥοϊλόν, Λάμπρον Ῥοϊλόν, τὸν Σ. Θεαγένην, τὸν Κωνσταντῖνον Ἀλεξανδρόπουλον καὶ ἄλλους πολλούς.
Ἡ οἰκογένεια μάλιστα τῶν Ῥοϊλῶν εἶχε καὶ στρατιωτικοὺς τὸν Βασίλειον, τὸν Γεώργιον καὶ τὸν Δημήτριον, οἵτινες ὡς τοιοῦτοι ὑπηρέτησαν καθ’ ὅλον τὸν ἀγῶνα. Ὁ δὲ Κωνστ. Ὑψηλάντης, ὁ μετονομασθεὶς Ἀλεξανδρόπουλος, μετὰ τῶν δύω υἱῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ἰωάννου, ὅταν ἐπανῆλθεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, βοηθούμενος ἀπὸ αὐτοὺς, ἔλαβον τὰ ὅπλα καὶ ἐπολέμησαν ὅλοι παρευρεθέντες εἰς ὅλας τὰς ἐπισήμους μάχας, ὡς εἰς τὴν μάχην τοῦ Βαλτετσίου, τῶν Δολιανῶν, τῆς Γράνας καὶ εἰς ἐκείνην τοῦ Δερβενακίου ἐπὶ τοῦ Δράμαλη. Σώζονται δὲ ἔγγραφά τινα τῶν τότε ἀρχηγῶν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ Ἠλία Μαυρομιχάλη, τὰ ὁποῖα θὰ καταχωρισθοῦν εἰς τὸν οἰκεῖον τόπον, καὶ τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν τὰς ἐκδουλεύσεις των. Ἤδη δὲ ἐν τέλει καταχωρίζομεν τὸ ἔγγραφον, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ συμπατριῶταί του διώρισαν τὸν Κ. Ἀλεξανδρόπουλον ἀρχιστράτηγόν των. Ἐκ τούτων ὁ Ἰωάννης εὑρεθεὶς εἰς τὴν ἀτυχῆ μάχην τῶν Τρικόρφων ἐπὶ Ἰμβραὴμ πασᾶ, ἐπειδὴ τὸ πόδι του ἐτσακίσθη ἀπὸ σφαίραν τουφεκίου, καὶ δὲν ἐδύνατο νὰ ἀποσυρθῇ, διὰ νὰ μὴν παραδοθῇ ζωντανὸς εἰς τοὺς ἀπίστους, ἔβαλεν ὁ ἴδιος τὴν πιστόλαν εἰς τὸ ζερβί του βυζὶ καὶ ἐσκοτώθη μόνος του, εἰπὼν προηγουμένως εἰς τοὺς παρόντας τότε γείτονάς του νὰ πάρουν τὰ ὅπλα του καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸ αἷμά του. Ἰδοὺ καὶ τὸ μνησθὲν ἔγγραφον.
Διὰ τοῦ παρόντος ἡμῶν ἰδιοχείρου μας γράμματος, ὑποσχόμεθα μεθ’ ὅρκου τῆς ἁγιωτάτης καὶ ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ τρομεροῦ ὅρκου ὅπου αὐτοπροαιρέτως διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ γένους μας ἐκάμαμεν, ὅτι νὰ φυλάξωμεν τὰς ἀγγελίας τῆς Σεβαστῆς Ἀρχῆς, καὶ ἀρχιστρατήγων τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοπέδου. Ὁ Κύριος λοιπὸν καὶ καθολικός μας σκοπὸς δὲν ἀποβλέπει, οὔτε γίνεται δι’ ἄλλό τι, εἰμὴ μόνον διὰ τὴν κοινὴν τῆς πατρίδος ὠφέλειαν. Τούτου ἔνεκα ἐκλέγομεν ἡμεῖς κοινῶς τὸν ἀδελφὸν Κύριον Κωνσταντῖνον Ὑψηλάντην, ὡς γνωστὸν εἰς ὅλον τὸ γένος σχεδὸν διὰ τοὺς πολυχρονίους καὶ ἀκουράστους ἀγῶνας του ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, πρὸς τὸ ὁποῖον δίδομεν ὅλην τὴν πληρεξουσιότητα τῆς χώρας μας, νὰ διατάξῃ καὶ νὰ διορίζῃ κάθε ὑποθέσεις γενικὰς, καὶ μερικὰς, καὶ διὰ νὰ παρουσιάζῃ τὰ τῆς πατρίδος μας περιστατικὰ ὅπου ὁ ἴδιος γνωρίζει ἀναγκαῖον τε καὶ συμφέρον, διὰ τὴν σωτηρίαν ἡμῶν καὶ κοινὴν τοῦ γένους ὠφέλειαν. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐγνώρισε καὶ τὰ καθ’ ἡμᾶς ἅπαντα, διὰ τοῦτο μένει νὰ τὰ ἐξετάζῃ ἡ εὐγενεία του ἅπαντα, ὡς ἀρχιστράτηγος τῆς πατρίδος μας· ἡμεῖς δὲ θέλωμεν ὑπακούει πάντοτε εἰς τοὺς ἱεροὺς νόμους τῆς πατρίδος καὶ θέλομεν προσέχει ἀκριβῶς εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ ἀρχηγοῦ πατριώτου μας κυρίου Κωνσταντίνου, χωρὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσωμεν, ἀλλὰ μᾶλλον θέλομεν καταγινόμεθα εἰς τὴν ὑπεράσπισίν του μεθ’ οἵους τρόπους δυνηθῶμεν. Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς θερμῶς, ἀφ’ οὗ δόσετε ὅλην τὴν πίστην εἰς τοὺς λόγους μας, ἄνευ τινος δισταγμοῦ, νὰ μὴν ἀμελήσετε διὰ μέσου τοῦ ἰδίου, ἵνα βάλλετε εἰς ἐνέργειαν καὶ τὴν σωτηριώδη ἡμῶν χρείαν. Διὸ δίδομεν τὸ παρόν μας ἐπικεκυρωμένον μὲ τὰς ἰδίας μας ὑπογραφὰς εἰς χεῖρας τοῦ ῥηθέντος κ. Κωνσταντίνου, τὸ ὁποῖον θέλει ἔχει τὴν πίστην καὶ δύναμιν εἰς ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ ἀρχιστρατήγους ὁμογενεῖς Ἕλληνας.
- Κατὰ τὸ «α´ ἔτος τῆς ἐλευθερίας» ͵αωκα: ἀπριλίου κε´: Στεμνίτσα.
Ἀσημάκης Ἱερεὺς καὶ Οἰκονόμος | βεβαιόνω. |
Βασίλειος Ἱερεὺς, Πρωτοπαππᾶς | »
|
Δημήτριος Ἱερεὺς | »
|
Παππᾶ Κωνσταντῆς Λ | »
|
Στέφανος Ἱερεὺς | »
|
Παππᾶ Ἰωάννης | »
|
Παππᾶ Ἰωάννης ὁ Σακελ. | »
|
Καλόγηρος Ῥοϊλὸς | »
|
Ἀναγνώστης Κουβαρᾶς | »
|
Ἀθανάσιος Οἰκονομόπουλος | »
|
Παναγιώτης Νικολέτος | »
|
Ἰωάννης Καλαφρέντσος | »
|
Ἀθανάσης Μοῦτσος | »
|
Ἀναγνώστης Βελονόπουλος | »
|
Ἀλέξανδρος | »
|
Σπύρος Μοῦτσος | »
|
Ἀναγνώστης Ἀνδρούτσου | »
|
Χαρήτος Τρεμπέλας | »
|
Γεωργάκης Καραντσιᾶς | »
|
Γεώργης Παππᾶ Γεωργακόπουλος | »
|
Κωσταντὴς Παπαηλιόπουλος | »
|
Ἀργύρης Κουτσαβήτης | »
|
Γιάννης Κουντούρης | »
|
Καλόγηρος Κουσουρέλης | »
|
Λάμπρος Καϊάφας | »
|
Κωνσταντὴς Φουσιάνης | »
|
Κωνσταντὴς Νικολέτος | »
|
Διαμαντὴς Ψωμᾶς | »
|
Διαμαντὴς Φατοῦρος | »
|
Κωνσταντὴς Χαροκόπος | »
|
Παναγιώτης Καβελαρόπουλος | »
|
Κωνσταντὴς Κάντσιας | »
|
Γιάννης Πατρινὸς | »
|
Κωνσταντὴς Παππᾶ Γεωργακόπουλος | »
|
Κωνσταντὴς Δεληγιάννης | »
|
Νικολάκης Μοῦτσος | »
|
Ἀναγνώστης Μπογιαντσῆς | »
|
Βασίλης Φοραδᾶς | »
|
Κωνσταντὴς Λάλας | »
|
Λινάρδος Μυτάτος | »
|
Παναγιώτης Κασάνος | »
|
Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὴν Στεμνίτσαν. Ὑπῆρξεν ἀπόστολος τῆς Ἑταιρίας τῶν Φιλικῶν ἀρχαῖος, κατηχήσας πολλοὺς τὰ μυστήρια, καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὰς Πάτρας κατήχησε τὸν ἀοίδιμον μητροπολίτην Γερμανόν, καὶ πολλοὺς ἄλλους τῶν Πελοποννησίων ἐπισήμων ἀνδρῶν. Ἔπειτα δὲ ἐστάλη εἰς Ἀλεξάνδρειαν ὅπου καὶ κατήχησε πολλοὺς, καὶ ἔφερεν ἐκεῖθεν πλοῖα φορτωμένα πολεμοφόδια καὶ τροφὰς ἐκ τῶν ἐκεῖθεν ἀδελφῶν στελλομένας, ὡσαύτως ὑπῆγε καὶ εἰς πολλὰς νήσους. Ὁ ἀποστολικός του βίος ἐστάθη ἐπίσημος παντοῦ ὅπου καὶ ἂν ὑπῆγεν. Ἔπειτα δὲ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἠγωνίσθη στρατιωτικῶς καθ’ ὅλην τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐνεργῶν καὶ παρακινῶν πάντας εἰς τὸν πόλεμον. Ἀπέθανεν ὅμως εἰς τὴν μεγαλειτέραν ἔνδειαν, ὥστε ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε οὔτε τὰ ἔξοδα τῆς ταφῆς του.
Ὁ ἄριστος οὗτος καπετάνιος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ζάτουναν, ὑπηρέτησε δὲ τὴν πατρίδα μὲ πολὺν ζῆλον καὶ προθυμίαν. Εὑρέθη εἰς ὅλας τὰς μάχας μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας, καὶ ἦτον ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Γέρω Κολοκοτρώνη καὶ Δ. Πλαπούτα παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἐσυνείθιζε δὲ νὰ συμβουλεύῃ τοὺς στρατιώτας νὰ πολεμοῦν ἥσυχα καὶ προσεκτικὰ διὰ νὰ μὴ πέφτουν τὰ βόλια εἰς τὴν γῆν καὶ χάνονται. Ἔλεγε δὲ εἰς τοὺς στρατιώτας, ὅτι τὰ τουφέκια δὲν τὰ ἔφτιασαν διὰ νὰ βροντοῦν εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ διὰ νὰ τρυποῦν τὰ βόλια τὰ κορμιὰ τῶν Τούρκων, διότι ἔχομεν ὀλίγα, καὶ πᾶνε χαϊμένα. Ὁ τρόπος του αὐτὸς ἔβανε τοὺς στρατιώτας εἰς φιλοτιμίαν ποῖος νὰ σκοτώσῃ περισσοτέρους Τούρκους.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Ζάτουναν καὶ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἐκατοίκει εἰς τὴν Ὕδραν. Πρῶτος αὐτὸς ἐφάνη πολιορκητὴς τοῦ Ναυπλίου καὶ σύγχρονος τῆς Μπουμπουλίνας. Ἐγένετο δὲ σύντροφος τοῦ Νικολῆ Σπηλιωτοπούλου διὰ τὴν κατ᾿ ἀρχὰς σύστασιν τῆς Καγκελαρίας τοῦ Ἄργους. Ὕστερον δὲ ὅταν ἦλθεν ὁ Παπᾶ Ἀρσένης καὶ οἱ λοιποὶ Κρανιδιῶται εἰς τὴν πολιορκίαν καὶ ἔμεναν οὗτοι ἐκεῖ σταθεροὶ, ὁ Στάϊκος ἔκαμνεν ἐκδρομὰς μὲ τοὺς στρατιώτας του ἕως εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον καὶ τὸ Παρθένι, καὶ πλησίον ἀκόμη τῆς Τριπολιτσᾶς, ἡ ὁποία ἐπολιορκεῖτο, ἐφαίνετο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μεταβατικός, καὶ πάλιν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Ναυπλίου. Αἱ ἐκδουλεύσεις τοῦ στρατηγοῦ τούτου εἶναι γνωσταί. Αὐτὸς ἠνδραγάθησεν εἰς ὅσους πολέμους εὑρέθη, αὐτὸς ἐπῆρε καὶ τὸ Παλαμήδιον. Πολλοὶ ἐφάνησαν πολιορκηταὶ τοῦ Ναυπλίου ἐκ διαλειμμάτων, αὐτὸς ὅμως ὑπῆρξε διαρκής, καὶ διὰ τῆς ἱκανότητός του πρῶτος τῶν ἄλλων ἐμβῆκεν εἰς τὸ Παλαμήδιον. Μετὰ δὲ ταῦτα εὑρέθη καὶ εἰς τὴν τελευταίαν πολιορκίαν τῆς Κορίνθου μέχρις ὅτου παρεδόθη καὶ τὸ φρούριον τοῦτο πρὸς τὸν Κολοκοτρώνην.
Οὗτος ὑπηρέτησε πολιτικῶς παρακολουθῶν τὸν στρατηγὸν Πλαπούταν καὶ γράφων. Ὡσαύτως καὶ οἱ ἀδελφοὶ Κωνστ. καὶ Ἰωάννης Σταθόπουλοι ὑπηρέτησαν ἐντὸς τοῦ τόπου. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Λεοναρδόπουλοι Σαράντης καὶ Λεονάρδος ἐπρομήθευον τὰ ἀναγκαῖα εἰς τὸ στρατόπεδον.
Κατήγοντο ἀπὸ τὸ Ζυγοβίστι καὶ ὑπηρέτησαν στρατιωτικῶς. Ὁ Θεοδόσιος ἠκολούθησε τὸν Κολοκοτρώνην εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς μὲ τοὺς γείτονάς του καὶ ἔμεινε καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα εἰς αὐτήν. Ἐπίσης παρευρέθησαν εἰς τὰς μάχας τοῦ Βαλτετσίου καὶ τῆς Γράνας. Οἱ στρατιῶται τοῦ Ζυγοβιστίου ὅλοι σχεδὸν ἦσαν σωματοφύλακες τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ πολὺ τὸν ἐβοήθησαν.
Ἦτο καὶ οὗτος ἀπὸ τὸ Ζυγοβίστι, καὶ ὑπῆρξεν εἷς τῶν γνωρίμων τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Ἐπανελθὼν δὲ κατόπιν τούτου εἰς Πελοπόννησον ὑπηρέτησε πλησίον του μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ εὑρεθεὶς εἰς ὅλας τὰς μάχας ἔδειξε πολλὴν γενναιότητα καὶ προθυμίαν.
Ὁ καπετάνιος οὗτος κατήγετο ἐκ Ζατούνης, καὶ πρὸ πολλῶν χρόνων κατῴκει εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν. Κατ’ ἀρχὰς ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα ἐξοδεύων ἐξ ἰδίων του εἰς τὰς διαφόρους ἀνάγκας. Ἐξῆλθε πρότερον ἔξω τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐνεργῶν καὶ ἑτοιμάζων τὰ τοῦ πολέμου σύμφωνα μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν πόλεων Βυτίνας καὶ Μαγουλιάνων, καὶ ὁμοῦ μὲ τὸν Κωνσταντῖνον Παπαζαφειρόπουλον ἀπὸ τὴν Λάσταν. Ἐτιμᾶτο δὲ καὶ ἠγαπᾶτο ἀπὸ ὅλους.
Κατήγετο ἐκ τοῦ χωρίου Σέρβου. Παρακολουθῶν δὲ τὸν στρατηγὸν Δ. Πλαπούταν ἐχρησίμευσε καὶ ὡς γραμματικός του καὶ ὡς στρατιωτικός. Οἱ συγγενεῖς του καὶ συγχώριοί του ἦσαν πάντοτε μαζύ του εἰς τοὺς πολέμους· ἡ δὲ οἰκογένειά του ἐστάθη χρήσιμος ἐν ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἦτον ἀπὸ τὴν Ζάτουναν. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως εὑρεθεὶς εἰς Κωνσταντινούπολιν παρηκολούθησε τὸν Μιχαὴλ Σοῦτσον, ὅταν οὗτος ἔγεινε Βλάχμπεης. Παρευρέθη καὶ εἰς τὴν ἐπανάστασιν τῆς Βλαχίας, ἀλλὰ τί ἔκαμεν ἐκεῖ μοῦ εἶναι ἄγνωστον. Μετὰ δὲ ταῦτα ἐπανελθὼν εἰς Πελοπόννησον ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς πλησίον τοῦ στρατηγοῦ Βασιλείου Πετιμεζᾶ γράφων καὶ πολεμῶν. Μετὰ δὲ τὴν κατάπαυσιν τοῦ πολέμου ὑπηρέτησεν εἰς πολιτικὰς ὑπηρεσίας.
Οὗτος ὁ φιλοπόλεμος στρατηγὸς κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Μαλούμπα τῆς Λιοδώρας. Ἐν ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἔγεινεν ἀρχηγὸς ἑνὸς τμήματος (σέμπτι) τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τοῦ λεγομένου τῆς Λιοδώρας. Αἱ ἐκδουλεύσεις του εἶναι ἐπίσημοι καὶ γνωσταί. Κατ’ ἀρχὰς εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην μάχην, τὴν ὁποίαν ὁ Κολοκοτρώνης ἔκαμε μὲ τοὺς Φαναρίτας Τούρκους, καὶ ἦλθε κατόπιν των εἰς Καρύταιναν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὅταν ἐσυναθροίζοντο οἱ στρατιῶται εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅπου ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Πλαπούτας εὑρέθη εἰς Βυτίναν, καὶ ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς Λεβίδι, ὅπου ἔλαβε μέρος καὶ εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον. Ὕστερον δὲ εἰς τὸ συσταθὲν στρατόπεδον εἰς Πιάναν ἦτον ὡς ἀρχηγὸς ἀντὶ τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη ἐφόρου ὄντος. Κατόπιν ὑπῆγε μὲ τοὺς στρατιώτας του εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ κατὰ τὴν μάχην ἐκείνην ἀνδραγάθησε καὶ ἐφάνη ἡ παληκαριά του. Ὅταν δὲ εἴμεθα εἰς τὰ Τρίκορφα, αὐτὸς ὑπῆγεν εἰς τοῦ Λάλα διὰ νὰ σταθῇ εἰς τὸ σῶμα ἐκεῖνο τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργάκη, ὅστις ἐφονεύθη εἰς Λάλα. Ἐκεῖ δὲ ἔμεινεν ὀλίγας ἡμέρας, καὶ μετὰ τὴν μάχην τὴν γενομένην εἰς τοῦ Ποῦσι, ὅτε οἱ Λαλαῖοι Τοῦρκοι ἔφυγον εἰς Πάτρας, ὁ Πλαπούτας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Τρικόρφων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ κατόπιν ἐσυντρόφευσε τοὺς Ἀλβανοὺς εἰς τὴν Βοστίτσαν διὰ νὰ περάσουν εἰς τὴν Στερεὰν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν πατρίδα των κατὰ τὰ συμφωνηθέντα. Μετὰ δὲ ταῦτα παρηκολούθησε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην εἰς Ἄργος καὶ Κόρινθον, ἔχων ἴδιον σῶμα στρατιωτῶν, καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου, διετάχθη ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνην νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου κατὰ τὴν περίφημον μάχην τῆς 9 Μαρτίου ἀνδραγάθησεν. Κατόπιν ἀντιπροσώπευσε τὸν Κολοκοτρώνην κατὰ τὴν πολιορκίαν ταύτην, ἀναχωρήσαντα εἰς Κόρινθον μέχρι τῆς ἐκεῖθεν ἐπιστροφῆς του. Πρὶν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης λύσῃ τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὁ Πλαπούτας εἶχεν ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν εἰς Καρύταιναν. Καὶ εἰς ἄλλας ἀκόμη ἐποχὰς τοῦ ἐδόθη ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Γενικοῦ ἀρχηγοῦ παρὰ τοῦ Κολοκοτρώνη.
Μετὰ δὲ ταῦτα κατὰ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη εἰς Πελοπόννησον ὁ Πλαπούτας ἔγεινεν ἔτι ἐπισημότερος στρατηγὸς, διότι πρῶτος αὐτὸς ἐκτύπησε κατὰ τὸ χωρίον Χαρβάτι καὶ Φίχτια τὸν στρατὸν ἐκείνου, ὅτε ἔμπλεξε μέ τινας Τούρκους, ἦλθεν εἰς μονομαχίαν μὲ ἕνα ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐκινδύνευσε, διότι ὁ Τοῦρκος, ὅταν ἦλθον εἰς θέσιν νὰ μεταχειρισθοῦν τὰ σπαθιά των, ἐκτύπησε καὶ ἐτσάκισε τὸ σπαθὶ τοῦ Πλαπούτα, ἀλλ’ οὗτος εὐτυχῶς τὸν ἐσκότωσε. Κατόπιν ἐσύστησε τὸ φροντιστήριον εἰς τὸ Σχοινοχῶρι, καὶ ἐκεῖθεν ἐστρατοπέδευσεν ὄπισθεν τοῦ Παλαιοκάστρου Ἄργους κατὰ τὴν θέσιν Ἄκοβα, ὅπου συνεκέντρωσε στρατὸν ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας μετὰ τῆς Ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς, καὶ τῶν Φαναριτῶν ἀρχομένων ἀπὸ τὸν Τσανέτον Χρηστόπουλον, τοῦ δὲ ὅλου στρατοπέδου ἀρχηγὸς ἦτον ὁ ἴδιος Πλαπούτας. Ἐκεῖθεν ἐπολέμει ἀδιακόπως μέχρι τέλους τοῦ Δράμαλη, καὶ ὕστερον μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ναυπλίου διωρίσθη φρούραρχος αὐτοῦ ἕως ὅτου τὸν ἀντικατέστησεν ὁ Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης.
Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ προσκυνήματος καὶ τοῦ προδότου Νενέκου πολὺ ὠφέλησεν, βοηθῶν τὸν Κολοκοτρώνην, καὶ ἐμποδίσας οὕτω τὸ κακὸν καὶ δὲν ἐπροώδευσεν. Παρευρέθη δὲ καὶ εἰς ἄλλας μάχας ἐπὶ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ καὶ πρὸ πάντων εἰς ἐκείνην τῆς Καυκαριᾶς.
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Πλαπούτα εἶχεν ἐπισημότητα καὶ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, διότι ὁ πατέρας του ὁ Γέρω Κόλιας ὑπῆρξε στρατιωτικὸς (κάπος) καὶ ἀρματωλός, καὶ εἶχε τρομάξει τοὺς Λαλαίους Τούρκους, καὶ δὲν ἐπατοῦσαν τὰ ὅρια τῆς Καρύταινας ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ Ἀλφειοῦ (Ῥοφιά). Ὑπερασπίζετο ὅμως τοῦτον ὁ Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καὶ τοῦτον πάλιν ἐπίσης εἰς τὰς καταδρομάς του ἀπὸ τοὺς Πασάδες ὑπερασπίζετο ὁ Γέρω Κόλιας, διότι ἔβγαινε μὲ στρατιώτας καὶ ἐφύλαττε τοὺς Δεληγιανναίους. Διὰ τοῦτο ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία τοῦ ἔκαψε τὰ σπίτια του πολλαῖς φοραῖς, καὶ ἡ ἐπαρχία τοῦ ἔκαμνε βοήθειαν. Ὁ Γέρων Δεληγιάννης, ὡς ἀρχηγὸς πολιτικὸς τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τὸν ἐβοήθει, καὶ οὕτω τὸν εἶχεν εἰς τὰς καταδρομάς του, καὶ μάλιστα ὅταν ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία ἀπεστρέφετο τὸν Δεληγιάννην, ὁ Γέρω Κόλιας μὲ τὰ παιδιά του ἐπήγαινεν εἰς τὰ Λαγκάδια καὶ ἔπαιρνε τὴν οἰκογένειάν του ὅλην καὶ τὴν ἐφύλαττε διὰ τῶν ὅπλων, ὅπως τότε εἶχον τὰ μέσα τῆς προφυλάξεως.
Ἐκτὸς τούτου καὶ οἱ ἀδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καὶ Παρασκευᾶς, περὶ τῶν ὁποίων κατωτέρω θὰ εἴπωμεν, συνετέλεσαν ὡς στρατιωτικοί. Ἀλλ’ ἐκ τούτων ὁ Γεωργάκης ἐπρωτοχάθη εἴς τινα μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι Λαλαῖοι ἐνίκησαν τοὺς Ἕλληνας, πρὶν γείνῃ ὁ πόλεμος εἰς τὸ Ποῦσι, ὅπου εὑρέθησαν οἱ Κεφαλλῆνες ὅλοι περὶ τοὺς 300, ἔχοντες καὶ κανόνια, καὶ ὅπου ἔδειξαν ὅλην τὴν παληκαριάν των, καὶ τοὺς ὁποίους ἐφοβήθησαν οἱ Λαλαῖοι καὶ ἀπεφάσισαν τὴν φυγήν των ἀπὸ τοῦ Λάλα. Εἰς δὲ τὴν μάχην ταύτην τοῦ Πουσιοῦ ἐλαβώθη καὶ ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς.
Οἱ μὲν πρῶτοι ἦσαν ἀδελφοὶ τοῦ προηγουμένου Δ. Κολιοπούλου, ὀνομαζόμενοι Παρασκευᾶς καὶ Θανάσης, καὶ οἱ τρεῖς δὲ κατήγοντο ἀπὸ τοῦ Παλούμπα. Ἦσαν δὲ πάντοτε ἀχώριστοι καὶ παρηκολούθουν τὸν στρατηγὸν Πλαπούταν. Εὑρέθησαν δὲ εἰς ὅλας τὰς μάχας ὅπου καὶ ὁ ἀρχηγός των. Κατὰ δὲ τὴν μάχην τῶν Πατρῶν τῆς 9 Μαρτίου τούτους ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸ χορηγοκάμινον εἴς τινα ἐκεῖ θέσιν, ὡς φαίνεται εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα, καὶ οὗτοι ἔφερον τὴν νίκην τῆς μάχης ἐκείνης.
Ἐκτὸς δὲ τούτων, καὶ ὁ εἰρημένος Πανουργιᾶς ἀπὸ τοῦ Παλούμπα ἐπίσης ἐφάνη περίφημον παληκάρι εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἔχει τὰς αὐτὰς μὲ τοὺς ἀνωτέρω ἐκδουλεύσεις.
Οὗτος κατήγετο ἐκ τοῦ χωρίου Κοκορᾶ τῆς Λιοδώρας, καὶ ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως ἠκολούθησε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, τοῦ ὁποίου ἦτο σωματοφύλαξ καὶ πολὺ ἐμπιστευμένος του. Ὁ καπετάνιος αὐτός, καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ στρατιῶται, εὑρέθησαν εἰς ὅλας τὰς μάχας ὅπου καὶ ὁ στρατηγός των. Μάλιστα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του εἶχε τὸ ἥμισυ τῶν σωματοφυλάκων τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ αὐτὸς εἶχε τὴν φροντίδα ταύτην. Ἔχαιρε δὲ πολλὴν ὑπόληψιν διὰ τὴν τιμιότητα, καὶ τὴν παληκαριάν του.
Κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἁλωνίσταιναν, καὶ ὑπηρέτησε πολιτικῶς κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως, ἐξοδεύων δὲ καὶ ἐξ ἰδίων εἰς τὴν ἑτοιμασίαν τῶν τροφῶν καὶ τῶν πολεμοφοδίων. Ἡ οἰκογένεια αὕτη ἔβγαλε καὶ στρατιωτικοὺς τὸν Σταῦρον Δημητρακόπουλον ἐπίσημον καπετάνιον, καὶ τὸν Γεώργιον Π. Δημητρακόπουλον, ὅστις κατ’ ἀρχὰς ἐγένετο μέλος τῆς ἐφορείας τοῦ στρατοπέδου τῶν Τρικόρφων, μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ἐπῆρε τὰ ὅπλα καὶ εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην πτῶσιν τῆς Κορίνθου. Μετὰ δὲ ταῦτα κατὰ τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν ἐπὶ τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη ἠρίστευσεν εἰς τὴν μάχην τῆς 9 Μαρτίου. Κατὰ δὲ τὰ Δραμαλικὰ εἰς τὸ Δερβενάκι, ἐκστρατεύσας μὲ τοὺς συμπατριώτας του, ὑπῆρξε μεταξὺ τῶν πρώτων τῆς μάχης ἐκείνης, τὰ δὲ ταμπούρια του εἶναι εἰς τὸ Ἀγριλόβουνον· μάλιστα αὐτοὶ ἐπῆραν τοὺς θησαυροὺς τοῦ Δράμαλη καὶ ἐμοίρασαν τὰ φλωριὰ μὲ τῇς σκούφιαις των. Ἔπεσε δὲ ὁ Γεώργιος Δημητρακόπουλος μαχόμενος κατὰ τὴν ἀτυχῆ μάχην τῶν Τρικόρφων μετὰ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ, γενομένην κατὰ τὰς 24 Ἰουνίου 1825.
Οὗτος ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς. Εἰς τὴν Πιάναν δὲ κατ’ ἀρχὰς πρὶν σκορπισθῶμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἐβουλήθη νὰ κάμῃ τοὺς σωματοφύλακάς του, καὶ διώρισε τοῦτον δεύτερον διοικητὴν 150 στρατιωτῶν ἐκ τῶν σωματοφυλάκων του. Ὁ σκοπὸς οὗτος τοῦ Κολοκοτρώνη ἐπέτυχε, διότι αὐτὸς ὁ ἱερὸς λόχος συνδεθεὶς πρὸς ἑαυτὸν πολὺ ἔπειτα εἰς τοὺς πολέμους ὠφέλησεν. Κατόπιν δὲ ὁ Β. Δημητρακόπουλος διωρίσθη ἐπὶ τῆς στρατολογίας καθ’ ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρύταινας, βουνὰ καὶ κάμπον, καὶ τὴν ἐπαρχίαν Φαναρίου καὶ πολὺ πρὸς τοῦτο ἐχρησίμευσε, συνετέλεσε δὲ καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν τροφῶν.
Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ἐστάλη ὡς ἐνέχυρον μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς εἰς τὴν Βοστίτσαν. Ἐπὶ τέλους ἐβοήθησε τὸν Γενναῖον Κολοκοτρώνην εἰς τὴν ἀνέγερσιν τοῦ παλαιοῦ φρουρίου τῆς Καρύταινας τοῦ ὁποίου καὶ φρούραρχος ἐγένετο, ἔμεινε δὲ μέχρι τέλους τοῦ ἀγῶνος πιστὸς καὶ ἀχώριστος τοῦ Κολοκοτρώνη.
Κατήγετο ἐκ Λαγκαδίων, ἔμεινεν εἰς τὴν Ὕδραν καὶ ἐπῆρε μέρος εἰς τὴν ἐκεῖ γενομένην στάσιν τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόμου κατὰ τῶν ἀρχόντων. Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, ὅπου ἐπολέμησε καὶ ἐθυσίασεν. Ὕστερον κατὰ τὰ Δραμαλικὰ ἔγεινεν ὑπασπιστὴς τοῦ Δημητρίου Πλαπούτα.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸν Βαλτεσινίκον, καὶ ἐγένετο ἐπίσημος καπετάνιος διὰ τὴν παλαιὰν καταγωγήν του, διότι ἦτο κλέφτης ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ὑπηρέτησε παντοῦ καὶ εἰς ὅλας τὰς μάχας, ἕως ὅτου ἔπεσε μαχόμενος εἰς τὴν μάχην τῶν Τρικόρφων ἐπὶ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ.
Κατήγετο ἐκ Δημιτσάνης. Ἐπανελθόντα δὲ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὰ Βέρβαινα, καὶ ἐκεῖθεν μεταβάντα εἰς Βαλτέτσι πρὶν τοῦ πρώτου πολέμου, ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἔστειλεν εἰς τὰ στρατιωτικὰ σώματα κατὰ τὰς θέσεις Δούκα Σίκαλι καὶ Χρυσοβίτσι, διὰ νὰ προσέχῃ νὰ μὴ φεύγουν οἱ στρατιῶται ἀπὸ τὸ στρατόπεδον. Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο τὸ ἀστυνομικὸν ὑπηρέτησε μὲ πολλὴν ἐπιτυχίαν. Κατόπιν δὲ ἐνόσῳ τὸ στρατόπεδον ἦτον εἰς τὸ Χρυσοβίτσι ἔκαμνε χρέη προσωρινὰ ὑπασπιστοῦ, ἐμέτρα τοὺς στρατιώτας, ἔβγαζε τῇς βάρδιαις καὶ ἐπρόσεχε νὰ μὴν κοιμῶνται. Μετὰ δὲ τὴν μάχην τοῦ Βαλτετσίου ὁ Κολοκοτρώνης τὸν διώρισεν ὁδηγὸν εἰς τοὺς καμπίσους Καρυτινοὺς, καὶ ἀπέδειξε πολὺν ζῆλον. Διαρκούσης δὲ τῆς πολιορκίας τῆς Τριπολιτσᾶς ἐστάλη, ὡς καὶ ἄλλοι τότε, εἰς τὰ Μεγάλα Δερβένια μὲ τὴν ἀναλογίαν τῶν καμπίσων στρατιωτῶν πρὸς φύλαξιν διὰ νὰ μὴν εἰσβάλουν Τοῦρκοι ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου.
Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνην καὶ προσεκολλήθη πρὸς τὸν Κανέλον Δεληγιάννην, καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ὑπηρετῇ στρατιωτικῶς. Γενομένης δὲ τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας διωρίσθη φροντιστὴς πολιτικὸς εἰς Μύλους Ναυπλίου μοιράζων μερίδας εἰς τοὺς στρατιώτας. Ἐλθόντος δὲ τοῦ Δράμαλη, ἔφυγεν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν του.
Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Βερβίτσα. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἐνεργοῦσεν ὑπὲρ αὐτῆς, καὶ μετὰ ταῦτα ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς, εὑρεθεὶς κατ’ ἀρχὰς εἰς τὰς μάχας τοῦ Λάλα, καὶ κατόπιν ἀφοῦ ἐσκορπίσθησαν ἐκεῖθεν καὶ οἱ Λαλαῖοι ἔφυγον εἰς Πάτρας, ἦλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας ὅπου ἔμεινε μέχρι τῆς ἁλώσεώς της. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ στρατηγὸς Κανέλος Δεληγιάννης τὸν διώρισεν ὑπασπιστήν του. Ἐπὶ δὲ τῆς πολιορκίας τῶν Πατρῶν καὶ κατὰ τὴν μάχην τῆς 9 Μαρτίου παρευρέθη καὶ αὐτός, καὶ μετὰ ταῦτα, ὅταν ὁ στρατηγὸς Κανέλος ἐπέρασεν εἰς Μεσολόγγιον πρὸς βοήθειαν τῶν ἀδελφῶν Μεσολογγιτῶν, παρηκολούθησε τὸν στρατηγόν του τοῦτον, τὸν ὁποῖον δὲν ἀφῆκε μέχρι τέλους τοῦ ἀγῶνος.
Οὗτοι οἱ δύω ἀδελφοὶ, Γιαννάκης καὶ Ἀνάστος ὀνομαζόμενοι, κατήγοντο ἀπὸ τὸ χωρίον Βιζύτσι, καθ’ ὅλον δὲ τὸν ἀγῶνα ὑπηρέτησαν στρατιωτικῶς.
Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Βελημάχι. Ὑπῆρξε δὲ καπετάνιος ἐπίσημος, παρευρεθεὶς εἰς τὴν μάχην τοῦ Λάλα, ἔπειτα εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, κατὰ δὲ τὴν μάχην τῆς Γράνας ἐκλείσθη μὲ τὸν Δημητράκην Δεληγιάννην εἰς τοῦ Μαντσαγρᾶ. Κατὰ δὲ τὴν μάχην τῆς 9 Μαρτίου ἔξωθεν τῶν Πατρῶν ἐλαβώθη ἐλαφρά. Συνεστράτευε πάντοτε μετὰ τοῦ Κανέλλου καὶ Δημητρίου Δεληγιάννη. Παρευρέθη καὶ εἰς τὰς κατὰ τοῦ Δράμαλη μάχας, καὶ κατόπιν εἰς τὰς κατὰ τοῦ Ἰμβραὴμ Πασᾶ.
Οὗτοι οἱ δύω ἀδελφοὶ, Γιαννάκης καὶ Χρυσανθάκης ὀνομαζόμενοι, ἦσαν Βελημαχῖται, καὶ ὑπηρέτησαν στρατιωτικῶς, παρευρεθέντες εἰς τὰς μάχας τοῦ Λάλα, Τριπολιτσᾶς, Γράνας καὶ τῶν Πατρῶν. Ἐπέρασαν δὲ καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον μὲ τὸν στρατηγὸν Κανέλον Δεληγιάννην ὑπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ὑπηρέτησαν.
Οὗτος ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα στρατιωτικῶς, παρευρεθεὶς εἰς πολλὰς μάχας, καὶ διαβὰς μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Κανέλου Δεληγιάννη καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον. Ἔπεσε δὲ μαχόμενος εἰς τὴν μάχην τῶν Τρικόρφων.
Ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Κανέλου Δεληγιάννη, μετὰ τοῦ ὁποίου ὑπῆγε καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον.
Καὶ οὗτος, ὡς καὶ ὁ ἀνωτέρω, παρηκολούθει τὸν Κανέλον Δεληγιάννην ὑπηρετήσας στρατιωτικῶς.
Ὁ καπετάνιος οὗτος κατήγετο ἀπὸ τῇς Ῥάχαις, ἠκολούθει δὲ ἐπίσης τὸν στρατηγὸν Κανέλον, καὶ παρευρέθη εἰς ὅλας τὰς μάχας, περάσας καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον μετὰ τοῦ Δεληγιάννη. Ἐσκοτώθη δὲ μαχόμενος εἰς τὰ Τρίκορφα ἐπὶ τοῦ Ἰμβραήμ.
Καὶ οὗτος ὁ στρατιωτικὸς ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα, πολεμήσας εἰς τὴν μάχην τῆς 9 Μαρτίου ἔξωθεν τῶν Πατρῶν ἀρχηγοῦντος τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη. Ὑπῆγε καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον μετὰ τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸ Μοναστηράκι. Ὑπηρέτησε δὲ στρατιωτικῶς, λαβὼν μέρος εἰς πολλὰς μάχας. Ὑπῆγε δὲ καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας μὲ τὸν στρατηγὸν Γενναῖον ἀρχηγοῦντος τοῦ Καραϊσκάκη.
Κατήγετο ἀπὸ τὴν Δίβριτσαν. Ὑπηρέτησε πάντοτε ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Ἀνδρέα Ζαΐμη, παρευρεθεὶς εἰς πολλὰς μάχας.
Ἦτον ἀπὸ τὰ Μαγούλιανα. Ἐπανελθὼν δὲ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς. Ὑπῆρξε δὲ ἕνας τῶν νοημονεστέρων καὶ γενναιοτέρων Μαγουλιανιτῶν, ὁ δὲ στρατηγὸς Θ. Κολοκοτρώνης τὸν ἠγάπα διὰ τὴν εἰς τὰς μάχας ἐπιτηδειότητά του, τὸν ἤθελε καὶ τὸν εἶχε πάντοτε μαζύ του. Ἔλαβε δὲ μέρος καὶ εἰς τὰς δύο μάχας τοῦ Βαλτετσίου, πρώτην καὶ δευτέραν, καὶ ὑπηρέτησε καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ ἀλλοῦ. Τοῦτον ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλε νὰ ὑπάγῃ γυρεύοντας νὰ εὕρῃ Τούρκους τοῦ Δράμαλη, διότι δὲν ἐπίστευε τὴν φήμην ὑποστεύων, ὅτι ἐπίτηδες διαδίδονται τὰ τοιαῦτα, ὅτι ἔρχονται δηλ. Τοῦρκοι, διὰ νὰ ῥαδιουργηθοῦν τὰ στρατεύματά του, καὶ διασκορπισθῶσιν. Ἡ ἀποστολή του αὕτη φαίνεται ἀπὸ τὸ διαβατήριόν του. Ἐπολέμησε δὲ κατὰ τοῦ Δράμαλη ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Μετὰ δὲ τὴν φυλάκισιν τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη εἰς Ὕδραν, ἐξεστράτευσε καὶ αὐτὸς κατὰ τῶν Ἀράβων τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ, καὶ ἔπεσε μαχόμενος εἰς τὴν μάχην τοῦ Κρεμυδίου.
Οὗτος κατήγετο ἐκ Δημιτσάνης. Πρὶν τῆς ἐπαναστάσεως εὑρεθεὶς εἰς τὴν Μολδοβλαχίαν ἔπραττεν ὑπὲρ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας καὶ οὗτος, ὡς καὶ ὁ Γεώργιος Λεβέντης καὶ ἄλλοι πολλοὶ Πελοποννήσιοι εὑρισκόμενοι τότε κατ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη.
Ἐκραγείσης ἐκεῖ τῆς ἐπαναστάσεως, ἀρχηγοῦντος τοῦ Ἀ. Ὑψηλάντου, ἔλαβε μέρος ἐνεργητικὸν ὡς πολιτικὸς ὑπηρετῶν καὶ δαπανῶν ὑπὲρ τῆς ἐπαναστάσεως. Ἀφοῦ δὲ ἡ ἐπανάστασις ἐκείνη διελύθη, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἐβοήθησε ταύτην καθ’ ὅλον τὸν ἀγῶνα. Ὑπῆρξε πρότυπον ἀρετῆς καὶ τιμιότητος, καὶ ἐτιμᾶτο ἀπὸ ὅλους. Τοιοῦτον δὲ ὄντα τὸν μετεχειρίσθησαν αἱ κατὰ καιροὺς Κυβερνήσεις, καὶ ἰδίως ἡ τοῦ ἀειμνήστου Καποδιστρίου. Ἀφῆκε δὲ φήμην καλοῦ Ἕλληνος καὶ δικαίου, καὶ μάλιστα τὸν ἐνθυμοῦνται εἰς τὴν Σῦρον μέχρι σήμερον.
Οὗτοι οἱ δύο καπεταναῖοι ἦσαν ἀπὸ τὰ Μαγούλιανα. Ἀχώριστοι δὲ ὄντες εἰς τοὺς πολέμους, πολὺ ἐβοήθησαν τὸν στρατηγὸν Πλαπούταν, μάλιστα δὲ κατ’ ἀρχὰς εἰς τὴν Πιάναν. Διεκρίθησαν δὲ καθ’ ὅλην τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ εἰς τὴν Γράναν. Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ὑπῆγον ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη, καὶ εὑρέθησαν εἰς τὰς ἄλλας μάχας καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς ἐκείνας τοῦ Δράμαλη, ὅπου ἀφῆκαν μνημεῖα παληκαριᾶς. Ὁ δὲ Λ. Κοσμόπουλος ὑπῆγε καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας ἐπὶ τοῦ Καραϊσκάκη ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Γενναῖον Κολοκοτρώνην.
Καὶ οὗτος ὡσαύτως ἦτο Μαγουλιανίτης. Ἠκολούθει δὲ πάντοτε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, ὅστις τὸν εἶχεν ὡς φροντιστήν του, καὶ τὸν ἔστελλε συνάμα καὶ εἰς πολλὰς ἄλλας ὑπηρεσίας. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ Δράμαλη δὲν ἐπρόφθασε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μεγάλον Ἁγιώργη ὅπου ἦτο τὸ σῶμα τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη καὶ ἔμεινε μετὰ τοῦ Πλαπούτα. Ὅτε δὲ ὁ στρατὸς τοῦ Δράμαλη εἰσέβαλεν εἰς τὴν Ἀργολίδα, καὶ ὁ Πλαπούτας ἐπολέμησε κατὰ πρῶτον εἰς τὸν Πύργον, ὁ ὁποῖος ἦτο κατὰ τὰ χωρία Χαρβάτι καὶ Φίχτια, τότε οἱ Τοῦρκοι ἔπιασαν τὸν Ἀποστόλην Μπούκουραν, ἀλλ’ οὗτος ἐπροσποιήθη, ὅτι ἦτο Τοῦρκος καὶ ἐπήγαινε μαζύ των μὲ θάρρος, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐνόμισαν ὡς σύντροφόν των, καὶ ἕνας ἐξ αὐτῶν τὸν ἠρώτησε τουρκιστί· «τὸ Ἀνάπλι εἶναι ἐκεῖνο τὸ κάστρον ὅπου φαίνεται; Τὸ Παλαμῆδι εἶναι ἐκεῖνο τὸ βουνὸν ὅπου ἔχει ἐπάνω κάστρον;» Ὁ Μπούκουρας τοῦ εἶπε· ναὶ, διότι ἐγνώριζεν ὀλίγα τουρκικὰ, εἰπὼν εἰς τὸν ἐρωτήσαντα, ὅτι ἦτο Μωραΐτης Τοῦρκος καὶ διὰ τοῦτο δὲν γνωρίζει καλὰ τὰ τούρκικα. Τοιουτρόπως ἠπάτησε τοὺς Τούρκους, ἐκόλλησεν ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἐσώθη.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Νεμνίτσαν, καὶ κατ’ ἀρχὰς ὑπηρέτησεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῆς Πιάνας καὶ εἰς τὴν Ἐφορείαν, γράφων καὶ παρακινῶν τοὺς πατριώτας του εἰς τὸν πόλεμον. Παρευρέθη καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, βοηθῶν τοὺς πολιτικοὺς καὶ χρησιμεύων εἰς αὐτοὺς ἕνεκα τῶν γνώσεών του. Ἡ οἰκογένειά του ἐθυσίασε καὶ αὐτὴ χάριν τοῦ ἀγῶνος.
Νεμνιτσιώτης καὶ οὗτος, καὶ ὑπηρέτησε τὸν ἀγῶνα στρατιωτικῶς, σωματοφύλαξ γενόμενος τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη, τὸν ὁποῖον εἶχε θεῖον ἀπὸ τὴν ἀδελφήν του.
Καὶ οὗτος ὡσαύτως κατήγετο ἀπὸ τὴν Νεμνίτσαν. Ὑπηρέτησε στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἐπαναστάσεως. Καὶ κατ’ ἀρχὰς μὲν εὑρίσκετο μὲ τὸν συγγενῆ του, τὸν ἐπίσκοπον Βρεσθένης, τὸν ὁποῖον ἐβοήθησεν εἰς τὴν σύστασιν τοῦ στρατοπέδου τῶν Βερβαίνων, ἔπειτα δὲ ὑπηρέτησεν ὑπὸ τὸν Θ. Κολοκοτρώνην. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ Δράμαλη εὑρεθεὶς εἰς τὸ Δερβενάκι πολὺ συνετέλεσε, διότι ἦτον εἰς τὸ πέρασμα τοῦ δρόμου μετὰ τῶν ἄλλων τότε καπεταναίων. Πολλαὶ δὲ εἶναι αἱ ἐκδουλεύσεις του. Παντοῦ ἔγεινε γνωστὸς καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὴν Καρύταιναν, ὅπου ἐχρημάτισεν ὡς διοικητὴς συμβιβάζων τοὺς ἐπαρχιώτας κατὰ διαταγὴν τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη.
Ὁ περίφημος οὗτος καπετάνιος καὶ πασίγνωστος κατήγετο ἀπὸ χωρίόν τι ὀνομαζόμενον τοῦ Καρδαρᾶ, κείμενον δὲ μεταξὺ Κάψα, καὶ ἀπόσπασμα ὂν τῆς κώμης Ἁλωνίσταινας, τὸ ὁποῖον ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Προύντσου, καὶ ἐλέγετο ἔκτοτε τὰ Καλύβια τοῦ Προύντσου. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς ἐπαναστάσεως ὅσοι ποιμένες ἐκατοίκουν εἰς τὸ μικρὸν τοῦτο χωρίον ἀρχηγὸν εἶχον τοῦτον τὸν καπετάνιον, ὁ ὁποῖος ἐφάνη πρόθυμος μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ἀδελφοὺς, παδιά του, γαμβροὺς, ἀνεψιοὺς καὶ ἐγγόνους του συμποσουμένους ὡς ὀγδοήκοντα, νὰ πολεμήσῃ ὑπὲρ τῆς πατρίδος μὲ μεγάλον ζῆλον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς ἐπαναστάσεως μέχρι τέλους αὐτῆς, ὅτε κατὰ τὰς γενομένας διαφόρους μάχας ἔπεσαν ἐνδόξως πολεμοῦντες σχεδὸν ἅπαντες, ἐκτὸς τοῦ ἀρχηγοῦ τούτου τῆς οἰκογενείας Παναγιώτου Προύντσου.
Αἱ θυσίαι καὶ αἱ ἐκδουλεύσεις τῆς οἰκογενείας ταύτης δὲν ἔχουν σύγκρισιν μὲ καμμίαν ἄλλην οἰκογένειαν τῆς Πελοποννήσου. Ἂν ὅμως θελήσῃ τις νὰ παραβάλῃ τὰς θυσίας καὶ τὰς ἐκδουλεύσεις τῆς οἰκογενείας ταύτης πρὸς ἐκείνας τῆς οἰκογενείας τῶν Μαυρομιχαλαίων, εὑρίσκει ταύτας μεγαλειτέρας καὶ περισσοτέρας, ἐξαιρουμένης μόνον τῆς καταγωγῆς καὶ τοῦ γνωστοῦ Τουρκικοῦ τίτλου τοῦ Μπάσμπογου σημαίνοντος τὸν ἔχοντα διοικητικὴν ἐξουσίαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου κατὰ τὸ ὄνομα οἱ Μαυρομιχαλαῖοι ἐγένοντο ἐξακουστοὶ, τὸ ὁποῖον τότε πολὺ ἐσήμαινεν. Ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν θυσίαν, τὴν ὁποίαν ἕκαστος χρεωστεῖ νὰ προσφέρῃ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος του, ὁ Προῦντσος εἶναι ἄξιος παντὸς ἐπαίνου, διότι προσέφερε περισσότερα παντὸς ἄλλου Πελοποννησίου θύματα, χωρὶς νὰ ζημιώσῃ τὸ ἐθνικὸν Ταμεῖον οὔτε ὀβολόν. Μάλιστα διὰ τὰς ὀλίγας γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ἔμειναν ἐκ τῆς γενεᾶς ταύτης, ἡ Κυβέρνησις τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔλαβε καμμίαν πρόνοιαν. Μόνον δὲ ὁ ἀείμνηστος Κυβερνήτης ἔδιδεν εἰς τὸν γέροντα τοῦτον ζῶντα τότε σύνταξιν μικράν, ἀλλ’ ἀφ’ ὅτου ἀπέθανε ὁ γέρων, ἐσκοτώθη δὲ καὶ ὁ Καποδίστριας, αἱ γυναῖκες ἔμειναν ἔτσι χωρὶς νὰ τὰς ἐνθυμηθῇ κανείς. Τὰ δὲ γεγονότα ταῦτα μαρτυροῦνται καὶ ἀπὸ τὰς δύο ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας καὶ τῆς Τριπολιτσᾶς.
Οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὸν Βαλτεσινίκον. Ἐπανελθὼν δὲ ἔξωθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον ἦτον ἐνθουσιώδης καὶ δημοκρατικώτατος, διότι δὲν ἤθελε τὴν ἀριστοκρατίαν. Εἶναι εἷς ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔκαμον τὴν ὀχλαγωγίαν εἰς τὰ Βέρβαινα κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ὑψηλάντη, ὅτε οἱ προὔχοντες Πελοποννήσιοι δὲν ἐσυμφώνουν καὶ δὲν ἤθελον νὰ δώσουν τὴν ἀπόλυτον ἐξουσίαν πρὸς τὸν Πρίγκηπα, ὡς ἤθελε, διὰ νὰ διοικῇ καὶ διαθέτῃ ἐλευθέρως τὰ τοῦ πολέμου καὶ τὰ πολιτικὰ πράγματα.
Γενομένης δὲ τῆς ὀχλαγωγίας ἀπὸ τὸν Παπαγιαννόπουλον καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλοὺς συντρόφους του, ὀλίγον ἔλειψε ν’ ἀνοίξῃ ὁ πόλεμος καὶ νὰ σκοτώσουν τοὺς προκρίτους τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τότε ἦσαν ὅλοι ἐκεῖ εἰς τὰ Βέρβαινα διὰ τὴν ὑποδοχὴν τοῦ Πρίγκηπος. Ἀλλ’ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἔσβυσεν αὐτὸ τὸ κακὸν τότε μὲ πολλὴν ἐπιτηδειότητα, διότι ἔγεινε σύντροφος τοῦ πλήθους, ἐτέθη ἀρχηγός του, καὶ ἐζήτησεν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τοῦ ὑποσχεθοῦν ὅτι θὰ ἡσυχάσουν διὰ νὰ τοὺς κάμῃ μίαν ὁμιλίαν καὶ μετὰ ταῦτα ὅ,τι ἀποφασίσουν θέλει τοὺς εἶναι βοηθός. Ἀφοῦ τοῦ ὑπεσχέθησαν ὅτι θὰ τὸν ἀκούσουν, τοὺς ἐτράβηξεν ὀλίγον ξέμακρα ἀπὸ τὸ χωρίον, τοὺς ὡμίλησε, τοὺς ἔφερε διάφορα παραδείγματα τῆς ἐποχῆς καὶ βασίμους λόγους, καὶ ἐπὶ τέλους τοὺς εἶπεν, ὅτι καὶ αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὸν σκοτωμὸν αὐτῶν, ἀλλὰ νὰ τὸν βεβαιώσουν τί θέλει εἴπει ὁ κόσμος καὶ οἱ χριστιανοὶ βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης· θὰ τὸ ἐπαινέσουν αὐτό, ἢ θὰ τὸ κατηγορήσουν; Βέβαια εἶπεν, αὐτοὶ θὰ εἴπουν, ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἐπαναστάτησαν νὰ σκοτώσουν τοὺς Τούρκους, ὡς τυράννους των, ἀλλὰ σκοτόνωνται μεταξύ των, καὶ σκοτώνουν τοὺς ἀνωτέρους των καὶ δὲν εἶναι ἄξιοι ἐλευθερίας. Ἐκ τῶν λόγων τούτων οἱ συναθροισθέντες ἐπείσθησαν καὶ διελύθησαν.
Οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ περιφήμου Γεωργάκη Πλαπούτα ἀπὸ τοῦ Παλούμπα, ὅστις ἐχάθη εἰς τοῦ Λάλα κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ πολέμου πρὸς τοὺς Λαλαίους. Ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ θείου του Δ. Πλαπούτα, καὶ μετὰ ταῦτα ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Θ. Κολοκοτρώνην καὶ ἔγεινε γνωστός.
Ὁ καπετάνιος οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸ Ἀρκουδόρευμα. Ὑπῆρξεν ἐκ τῶν ἐπισήμων στρατιωτικῶν, ὁ δὲ τρόπος τοῦ πολεμεῖν τὸν ἐχθρὸν ἦτο παράξενος, διότι πάντοτε ἔδιδε τὴν νύκτα τὰς μάχας. Αἱ ἐκδουλεύσεις τοῦ Κορέλα, καὶ τὰ μεγάλα του ἀνδραγαθήματα ἀναφέρονται εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά μου. Μάλιστα δὲ κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν Ἀράβων φαίνονται καὶ μαρτυροῦνται μνημεῖα τοῦ Κορέλα. Εἰς τὰς μάχας ἦτο περίφημος διὰ τὴν γενναιότητά του. Εἶχε μαζύ του τοὺς καλλιτέρους στρατιώτας, ὡσὰν τοὺς Ἀρκουδορευματίτας, ὡς ἔλεγον τότε, οἵτινες ἐφάνησαν κατ’ ἀρχὰς χρήσιμοι εἰς τὰς μάχας τὰς γενομένας κατὰ τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια, διότι παραχειμάζοντες εὑρέθησαν τότε εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησαν πολλὰ δικαιώματα καὶ ὄνομα παληκαριᾶς.
Καὶ οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸ Ἀρκουδόρευμα, ὡμοίαζε πολὺ καὶ αὐτὸς τοῦ γείτονά του Κορέλαν, πολεμήσας καὶ αὐτὸς εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια, καὶ ὅπου οἱ ἄλλοι Καρυτινοὶ ἐπολέμησαν.
Οὗτος ὁ περίφημος καπετάνιος ἦτον ἀπὸ τὸ χωρίον Βλόγκον τῆς Λιοδώρας. Εὑρέθη δὲ κατ’ ἀρχὰς μὲ σῶμα στρατιωτῶν εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Λάλα. Μετὰ δὲ τὴν φυγὴν τῶν Λαλαίων εἰς Πάτρας, ἦλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας παρακολουθῶν τὸν στρατηγὸν Δ. Πλαπούταν. Ἔδειξε δὲ πολὺν ζῆλον καὶ γενναιότητα εἰς τοὺς πολέμους.
Ὁ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης ἐπανελθὼν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὰ Τρίκορφα, ἐμάλωσε τὸν αὐτάδελφόν του Κανέλον διότι ἀφῆκε τὰ ὅπλα εἰς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, καὶ οὗτος εἶχε δύναμιν, καὶ ἐβουλήθη νὰ κάμῃ συνωμοσίαν κατὰ τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ κατηχῇ τοὺς καπεταναίους τῆς Καρύταινας προσπαθῶν νὰ τοὺς ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἐξεμυμυστηρεύθη τὸν σκοπὸν του καὶ πρὸς τὸν Καφετσῆν, διότι οἱ Δεληγιανναῖοι τὸν εἶχον πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως (κεχαγιὰν) ἐπιστάτην εἰς τὸ κτῆμά των (τσιφλίκι), νομίζων ὅτι θὰ ᾖναι πιστός, καὶ δὲν ἐννόησεν, ὅτι ὁ Καφετσῆς ἀπὸ ἐπιστάτης ἔγεινε καπετάνιος. Ὁ δὲ Καφετσῆς εἶπε τὸ μυστικὸν πρὸς τὸν Κολοκοτρώνην, ὅστις μαθὼν τὴν συνωμοσίαν εἶπε· «καμωθεῖτε ὅτι δὲν μοῦ εἴπετε τίποτε ἕως νὰ πάρωμεν τὴν Τριπολιτσᾶν καὶ τότε ἂς κάμουν ὅ,τι θέλουν».