Απάμη η Βαρτάκου

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Απάμη η Βαρτάκου


Πλαϊ στὸ Δαρεῖο κάθεται ἡ μάργελη ἡ Ἀπάμη,
κι ἐνῶ τοῦ λύν’ ἡ ἡδονὴ τὰ γέρικά του γόνα,
τόνε χτυπάει στὸ μάγουλο μὲ ρόδινη παλάμη
καὶ τ’ ἄλλο χέρι ἀπ’ τὴν κορφὴ τοῦ παίρνει τὴν κορώνα.

Μέρα γι’ αὐτὸν καλοκαιρνὴ μὲς σὲ βαρὺ χειμῶνα
ὅ,τι τὸν κάμῃ γίνεται καὶ θέλει ὅ,τι τοῦ κάμῃ,
τόνε πεθαίνει ἐνῶ τὸν ζῇ, παραμυθιοῦ γοργόνα
ποῦ ἀπ’ τὸ γαῖμα τῆς καρδιᾶς στερνὸ βυζαίνει δράμι.

Καὶ σμίγ’ ἡ τρίχα τῶν μαλλιῶν ἡ φλουροκαπνισμένη
μ’ ἄσπρα μαλλιά· τὴ μέση της τὴ χαμηλοζωσμένη
γέρου τὴ σφίγγει ἀγκαλιὰ κι ἀτίμητο ζουνάρι.

Τώρα στὰ μάτια τὸν θωρεῖ βαθιά, σὰ νὰ ρουφάῃ
μὲ τρελλὸ πόθο ποιητοῦ τἀνέγγιχτο φεγγάρι:
βλέπει στοῦ Γέρου τὴ μορφὴ — τὸ γυιό του πἀγαπάει.