Αλάφρωση (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Αλάφρωση
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1907)


Η γνώμη αλάφρωνε. Έφευγεν
η βόχα. Η νύχτα ευώδα
θυμάρι και μεντόχορτο·
κ' η Αλετροπόδα
έσφυζε ακράτητο παλμό,
σαλεύανε τα αιθέρια
τα Ζυγοφόρια, ο Ποταμός,
τ' ακοίμητα Λαγωνικά
και ο Εφταπάρθενος χορός
πλέρια μαζί τ' αστέρια!

Έπεφτε δρόσος αλαφρό
από τα αιθέρια βύθη,
κ' έλεγα στην ανάσα μου
πώς το πολύαστρο χύθη...

Και πήρε πίσω το αίμα της,
η κρύα καρδιά. Στο αγέρι,
που παγερά ελουζόντανε,
ξέχωρο εχτύπα αστέρι.
Σ' όλο εβυθίστηκε το φως.
Το χαραμέρι
έλαμπε σαν αυγερινός,
κι ως τ' άλλο μεσημέρι
γαλήνια μόφεγγεν ο νους,
κ' η βλέψη τον εχάρη
μες στο γλαυκό 'που άστραφτε άχνά
το ημερινό φεγγάρι...