Πρώτη Νίκη (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Πρώτη Νίκη
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1907)


Και διάβη ο ύπνος τρίσβαθα,
και μου άνοιξε τα βλέφαρα
πάλι αλαφρό το διάβα του.
Θαμποί τριγύρα οι βράχοι.
Απάνωθέ μου ανάσαιναν
βαθιά τ' αστέρια·
και ήμουνα
πεσμένος με τη ράχη.

Ωσά βραχνό ένα ρόχασμα
εδιάβαινε από πάνω μου,
μια ανάσα χλια που μου άγλειφε
την όψη και τα σπλάχνα·
σα ζωντανό ένα πέλαγο
που σ' έναν άμμο απέραντον
ολόθερμη άπλωνε άχνα.

Κι ωσά χαλκάς μού εκράταγε
σ' ένα βαρύν αγώνα,
στη γη δεμένο ανάσκελα
χέρια, λαιμό και γόνα.

Και το κεφάλι εσήκωσα
βαρύ, τα νεύρα δένοντας,
σαν το κεφάλι πρόβατου
που ως το λαρύγγι εσφάγη·
και νά, ολοένα εκύκλωνε
τριγύρα ως μισοφέγγαρο,
ένα κοπάδι αμέτρητο
γίδια και αρνιά και τράγοι...

Και στάθη· κι ας εκράταγα
την κρύα πνοή στα στήθη,
τον άνθρωπον ανάνιωσαν
που πάρωρα εκοιμήθη.
Εβόγκααν τα κουδούνια τους
κάποτε· ανάρια, γύρου,
βραχνό ακουγόνταν βέλασμα
τρεμουλιαστό σατύρου.

Και δεν εφάνη πιστικός.
Από ποια τάχα βύθια
ήρταν, με μάγιο, αμέτρητα
τριγύρα μου και πλήθια,
σταλμένο βιος δαιμονικό,
παντού, μπροστά, από πίσω,
για να τους γένω βασιλιάς
και ναν τα κυβερνήσω;

Και την ψυχή μου εμάζωξα
στα στήθη μέσα και είπα:
«Βαριά εκοιμήθηκες, καρδιά·
πάρε αίμα πίσω, χτύπα,
σήκωσε απάνω το κορμί
και τη βαριά λαχτάρα».
Και νά, εκοιμόντανε η καρδιά.
Κι ονείδισα τον ύπνο της,
κ' έριξα μια κατάρα.

Κι ωσά να χύθη αμέτρητη
κι ακράτητη η τρομάρα,
σαν πέλαο πισωδρόμησεν
αντάμα το κοπάδι,
και κύλησε όλο στο γκρεμό,
καταμεσίς σωριάστηκε
μες στο άβαθνο λαγκάδι.