Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/91

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
[ΓΡΑΜΜΑ] [1]

ΜΟΝΑΧΟ ΤΑΙΣ 25. ΧΙΙ 1884:

Μὲ συγχωρεῖς, Ἀνδρέα μου, ἂν τόσο ἀργὰ σοῦ γράφω·
ἐκείνη ποῦ ἐβασίλευεν ἕνα καιρὸ ’ς τὴν Πάφο
δὲν ἔφταιξε, δὲν ἔφταιξεν ἡ Kneipe ὅπως νομίζεις,
οὔτε ἡ πολλή μου ντεμπελιά· τὰ αἰσθήματα γνωρίζεις
ποὺ ’ς τὴν καρδιὰ θρέφω γιὰ σὲ καί, πίστευσε, οὔτε ἡ Minna,
ἐκείν’ ἡ τόσο ἀγαπητὴ κ’ ἔμορφη κελνερίνα,
οὔτε τῆς μπίρας τὸ χρυσὸ καὶ ἀστέρφευτο ποτάμι
δὲν θὰ εἰμποροῦσε, ὄχι, ποτέ, πίστευ’ το, νὰ μὲ κάμῃ
νὰ λησμονήσω τὴ λαμπρὴ παντοτεινὴ φιλία,
ποὺ δὲνει τοῦ περιοδικοῦ [2] τὴν ἄφοβη ὀχτανδρία.—
Ἀρρώστια, φίλε μου καλέ, μὲς τὴν κακὴ τὴν ὥρα,
κακὴ μ’ ἐπλάκωσε καὶ ἰδού, μὲ μιᾶς τὰ χολοφόρα
κανούλια μου ἐστουμπώθηκαν· σὰν μαραμμένο φύλλο
ἔγινα κατακίτρινος Mabillo pingui ab illo
quantum mutatus, τρομερὰ λιγνὸς καὶ μαζωμένος,
ὅλος πετσὶ καὶ κοκκαλο, σὰν μούμια ζαρωμένος.
Ἡ ἀρρώστια λέγετ’ ἴκτερος, καὶ κάτω ’ς τὴν Ἑλλάδα
κάποιοι ὀνομάζουν τὴν χρυσῆ, καὶ κάποιοι κιτρινάδα.
Ἡ δύναμές μου εἶχαν κοπῇ καὶ ἀπ’ τὴν ἀνορεξία
δὲν ἔτρωγα μήτ’ ἔπινα, φαντάσου ἀπελπισία!
Καὶ εἰς τέτοια καταστέματα κακὰ καὶ ἀσβολωμένα
νὰ πιάσω εἰς τὸ τρεμάμενο τὸ χέρι μου τὴν πέννα
ἤθελες καὶ τὰ πάθια μου ’ς ἐσὲ νὰ ἐξιστορήσω
καὶ μὲ πικρὰ παράπονα κ’ ἐσένα νὰ λυπήσω;
Ἕνας ἀπ’ τοὺς βαυαρικούς, καλοὺς Ἀσκληπιάδαις
τέλος κατάφερε, χωρὶς πάρα πολλοὺς παράδες,
νὰ μὲ γιατρεύσῃ: βέβαια, τόσο, ὄχι, δὲν ἐχάρη
ὅταν ἀνέστη ὁ Λάζαρος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ χάρι,
τόσο δὲν ἀναγάλλιαζες ἐσύ, φίλτατε Ἀνδρέα,
ὅταν ἐξεφορτόνοσουν ἐκεῖνον τὸν κουτέα
τὸν κόμητα, τὸν βουδδιστήν: ὅσο ἐγὼ τώρα ποὖμαι
πάλι γερὸς καὶ τὸ κακὸ τὸ πάθος συλλογιοῦμαι,
ὅπ’ ἔβγαλ’ ἀπὸ πάνου μου. Τώρα, ναί! Τώρα γράφω
εἰς ὅλους σας ὅπου πιστὸς θἆμαι ἴσια μὲ τὸν τάφο


  1. ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔ. Τὸ γράμμα ἐστάλθηκε στὸν κ. Α. Κεφαλληνὸ καὶ τὸ παίρνουμε ἀπὸ τὰ «Γράμματα» (Τομ. Βʹ. τεῦχ. 13–14), ξεχωρίζοντας τοὺς στίχους, ἐνῷ στὸ χειρόγραφο εἶναι ἀχώριστοι.
  2. ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔ. Πρόκειται γιὰ τὸ περιοδικὸ «Ἡ Ἐθνικὴ Γλῶσσα» ποῦ ὁ κύκλος τοῦ Πολυλᾶ ἔλαβε τὴν ἰδέα νὰ δημοσιέψῃ τὲς ἀρχὲς τοῦ 1885. Οἱ ὀχτὼ συντάχτες του, καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀγγελία (27 Αύγουστου 1884), ποῦ μόνο αὐτὴ ἐτυπώθηκε, ἔμελλε νά ’ναι οἱ Ἰάκωβος Πολυλᾶς, Γεράσιμος Μαρκορᾶς, Κάρλος Μάνεσης, Στυλιανὸς Χρυσόμαλλης, Γεώργιος Καλοσγοῦρος, Ἀνδρέας Κεφαλληνός, Νῖκος Κογεβίνας καὶ ὁ ποιητής μας.
77