Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/65

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
41
ΑΝΑΞΙΟ Α.ʹ

Στὸ φῶς σου σταματῶντας, μιὰ γαλήνη
Θὰ ξαναβροῦνε οἱ λογισμοί μου οἱ πλάνοι,
Καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς τ’ ἄϋπνο καπλάνι
Γιὰ λίγο τ’ ἄγριο νύχι θ’ ἀπαλύνῃ.
Μὰ ὁ καημὸς τῆς πατρίδας δὲ μ’ ἀφίνει·
Ἀλλοιῶς ἤθε σοῦ πλέξω ἕνα στεφάνι
Ποῦ ἄλλο ὅμοιο σὰν κι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἐφάνη·
Τόσο ἤθελε ἡ θωριά σου τ’ ὄμορφήνῃ.
Τοῦ νησιοῦ μου τὲς μύριες ὀμορφάδες
Σὰν κ’ ἐμένα κανένας δὲν ἐχάρη,
Ποῦ ὅλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,
Μὰ σ’ ἐσὲ σταματῶ· γιατὶ ἔχει χάρη
Κάλλιο παρ’ ἄλλη γῆς ἡ Κέρκυρά μου,
Μὰ μὲς στὴν Κέρκυρά μου ἐσύ, κυρά μου.

29 VIII 1910

42
ΑΝΑΞΙΟ Β.ʹ

Πόσες φορὲς μὲ τὴν ψυχή μου σ’ εἶδα
Ν’ ἀκουμπᾷς σὲ μιὰ μαρμαροκολώνα
Τοῦ φεγγαροβρεμένου Παρθενῶνα
Σὰ σὲ κρίνο ἁπαλό μάγου ἄστρου ἀχτίδα.
Καὶ τώρα ἀπ’ τὴ μεγάλη Πυραμίδα
Ἀνάερα πλὲς μὲ ἀθανασίας κορώνα,
Σὰ νὰ ἐζοῦσες ἰσόθεη στὸν αἰῶνα
Τῶν ὡραίων καὶ ὑψηλῶν ἀντιφεγγίδα.
Σὰ θὰ ξανᾶμαι ἀγνάντια σου, καὶ ὀμπρός μου
Θὰ λάμπουν τὰ δυὸ μάτια σου, θὰ λέω
Πῶς βλέπω ὅλα τὰ θάματα τοῦ κόσμου,
Πῶς ἀγκαλιάζω ὅ,τι ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο,
Καὶ ξεψυχῶντας στὸ φῶς τῆς εἰδῆς σου
Τὴ γλύκα θ’ ἀγροικῶ τοῦ παραδείσου.

ΠΑΣΧΑ 1911. ΚΑΪΡΟ