Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/64

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
39
ΟΜΟΡΦΙΑ

Σὲ σταυροδρόμια ἀγέλαστα, ὅπου σκλάβοι
Τῆς δουλειᾶς, τυραγνιοῦνται στὸ λιοβόρι,
Σὰν κολασμένοι, ἐμπόροι καὶ μαστόροι,
Κι’ ὅλους, ἀπὸ τὸ χτίστη ὡς τὸ μανάβη,
Διάφορου δίψα μόνο τοὺς ἀνάβει —
Περνᾷς ἐσὺ τόμου σκολάσῃς, κόρη,
Σὰν περιστέρι, καὶ τὸ ἁγνό σου θῶρι
Τέλεια κάθε ἄλλη ἐπιθυμιά τους παύει.
Μακρυὰ ἀπὸ τ’ ἀνθισμένα περιβόλια
Καὶ ἀφώτιστοι ἀπ’ τῆς τέχνης τὴν ἀχτίδα,
Ὅμως γιὰ σὲ ξεχνοῦν κάθ’ ἔγνοια δόλια
Καὶ εἰρηνεμένοι σὰν ἀπὸ ἅγια ἐλπίδα
Σὲ καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Ἡ Παναγία, πιτσοῦνι μου, κοντά σου!»

7 ΙΧ 905

40
ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Σὰν ἡ ψυχὴ δόξας φορῇ στεφάνια
Καὶ γιὰ πλοῦτο ἢ γιὰ δύναμη φουσκόνῃ,
Ἐνάντιο λόγο ἢ νόημα δὲ σηκόνει,
Συγχώριο δὲ γνωρίζει ἡ περηφάνεια.
Μὰ ἀπὸ ἁψύτερη καίεται κακοφάνεια,
Καὶ ὑποψία προσβολῆς τὴ φαρμακόνει,
Καρδιὰ ποῦ ἀδικοσέρνεται στὴ σκόνη
Καὶ πικροπαραδέρνει στὴν ὀρφάνια.
Καὶ τούτη συμπαθάει· τί, ὅσο τὴ σφάζει
Πλιὸ ἀλύπητα ὁ καημός, τόσο κάθ’ ἄλλη
Ἔγνοια ἐγδικήτρα μέσα της λουφάζει
Καὶ χωνεύει σὰ σπίθα στὴν ἀθάλη·
Ξεσπάει ἀγνάντια στὴν ὄχτρητα καὶ στ’ ἄχτι
Μόνη ἡ ἀγάπη, ἀγνὴ λάμπα, ἀπὸ τὴ στάχτη.

6 V 1910

50