Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα· μόνη
Ἐσὺ ἔλειπες. Ἀργὰ κινάω νὰ φύγω,
Μὰ ξάφνου στὴ μπασιὰ τοῦ μπὰρ ξανοίγω
Αὐτοκίνητο νὰ γοργοζυγόνῃ.
M’ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακόνει·
Παραμερίζουν οἱ ἄλλοι. Ἄσειστος μπήγω
Τὴ ματιά μου στὰ μάτια σου. Ἄλλο λίγο
Ἀκόμα, καὶ ὁ σωφέρ σου μὲ σκοτόνει.
Ἀρχοντοπούλα μ’ ἄφταστα πρωτᾶτα,
Μὲ τῶν Ἑφτὰ νησιῶν τὲς χίλιες χάρες,
Τετράξανθη ὀμορφιὰ γαλανομάτα,
Τοῦ θανάτου δὲ μ’ ἔπιασαν τρομάρες —
Γλυκύτατες μ’ ἐλυώσανε λαχτάρες
Νὰ συντριφτῶ κάτω ἀπὸ ἐσὲ στὴ στράτα.
ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1911
Σοῦ ἀρέσαν τὰ σονέττα μου καὶ ἀγάλι
Ἀγάλι ἐψυχοπόνεσες κ’ ἐμένα,
Κ’ ἐχάρισές μου, ὀμορφομάτα μου, μ’ ἕνα
Φίλημα τὴν καρδιά σου τὴ μεγάλη.
Ποιὸς ἐρράγισε τ’ ἄλικο ἀνθογυάλι,
Καὶ ἀντὶς αἷμα νερὰ θωρῶ χυμένα,
Καὶ τ’ ἄνθια τῆς ἀγάπης μαραμένα;
Εἶχε ὁ γιαλὸς τῆς γλύκας γυρογιάλι;
Μισοκρύβεται ἕν’ ἄχαρο βιβλίο
Σκονισμένο, παλιὸ στὸ ὕστερο ράφι·
Τὸ ἐδιάβασες μιὰ μέρα σ’ ἕνα πλοῖο
Καὶ δὲν καλοθυμᾶσαι οὔτε τί γράφει·
Μὰ μιὰ στάλα ζωῆς πιωμένη σὤχει
Κι’ ἀκόμα δὲν τὸ παραρρίχνεις, ὄχι.