Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/67

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
45
’Σ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

Εἶσ’ ἔμορφη, σεμνὴ χωριατοπούλα
Καὶ ’ς τὸν ἀνθὸ τῆς νειότης λουλουδίζεις,
Δροσερὴ καὶ γελούμενη ροδίζεις,
Ὅπως ’ς τὸν οὐρανὸ ῥοδίζ’ ἡ αὐγούλα.
Καθὼς μὲς τὸ τριαντάφυλλο ἡ δροσούλα,
Ὅμοια λάμπει τὸ δάκρυ σου ἂν δακρύζεις,
’Σὰ’ νύφη ’ς τὸ χορό γλυκογυρίζεις,
Καὶ καμαρόνεις ’σαν βασιλοπούλα.
Ὅλοι ἀντάμ’ ἂς φιλοῦν οἱ ἄλλοι μία
Γρηὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
Ποῦ κλαίει τὰ μαραμένα της τὰ νιάτα.
Ἐγὼ σέν’ ἀγαπῶ, σέν’ ἀγκαλιάζω.
Ἂν τὴ φωνή σου ἀκούσω, ἀναγαλλιάζω.
Λυόνομαι στὰ φιλιά σου τὰ δροσάτα.

ΜΟΝΑΧΟ. 2 ΙΑΝΟΥΑΡ. 1885


46
ΕΙΣ ΤΗ ΜΙΝΝΑ

Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα
Ἂν μ’ ὅλη τὴν καρδιά της μ’ ἀγαπάει,
Ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα,
Ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει;
Σὰν ὁ τυφλὸς ποὺ ξάφν’ οὐράνι’ ἀχτίνα
Τὸ μαῦρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Ὅμοια κ’ ἐγὼ θαμπόνομαι ἀπὸ κεῖνα
Τὰ δυό της μαῦρα μάτια ἂν μέ τυράῃ.
Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία,
Γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
Ποῦ ὡς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ.
Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω
Ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω,
Ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ.

23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1884

53