Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/61

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
33
ΕΙΣ ΕΥΝΟΜΟΝ

Σὺ ποῦ στὰ γερατειά σου θέσες διακονεύεις
Ποῦ δὲ σοῦ πρέπουν καὶ ἀθεόφοβα μιγαίνεις
Τῶν ἱερῶν μας νεκρῶν τὴ μνήμη γιὰ νὰ γένῃς
Παιδαγωγὸς τῶν ὑποτρόφων τὴς Γενεύης,
Κάλλιο σὲ κάπιο σπετσεριὸ ποῦ συγγενεύεις
Σὲ συμβουλεύω πλερωμένος νὰ πηγαίνῃς
Καὶ χολοσκάνοντας ὣς τέλεια νὰ ξεγένῃς.
Φαρμάκια γιὰ ποντίκι’ αὐτοῦ νὰ μαγγανεύῃς.
Γιατί ὅσο κι’ ἂν μαγαρίστη τ’ ἅγιο χρῆμα
Τῆς μακαρίτισσας δωρήτρας Κερκυραίας,
Νὰ ξοδευτῇ γιὰ ἐσὲ θἆταν περσὸ τὸ κρίμα·
Εἰς τὸν ἐλεύτερον ἀέρα τῆς ὡραίας
Λίμνης (ἄκου σ’ τὰ λέω μὲ τὴν πιὸ πλούσια ρίμα)
Ὢς ποῦ νὰ πάῃ βρωμᾷ τὸ πουλημένο κρέας.

Τὰ ψάλλω ἑμὸς ξεμωραμένου δικολάβου,
Ποῦ ἀρνιέται τὸ ρυθμὸ τοῦ δεκατρισυλλάβου.

ΤΕΛΗ ΙΟΥΝ. 1902


34
ΕΡΜΙΟΝΕΣ

Ὀνειρεμένα, λυγερὴ μυρίκη,
Τὴν ὡραία ἀντιφεγγίδα σου στοιχειόνει
Ἡ ἀκύμαντη ἅρμη, ὡς μὲ κάτασπρα χιόνι
Λουλούδια κλεῖς μαύρης σπηλιᾶς τὴ φρίκη.
Σμίγεις πνοὲς μὲ τὸ ἀφροδίσιο φύκι
Καὶ ὁ ξέχυτος βράχος ποῦ ἐσὲ κουπόνει
Χρυσόνεται ὅλος ὅταν σουρουπόνει
Χωρὶς ἀχτίδα ἡλιοῦ σ’ ἐσὲ ν’ ἀφήκῃ.
Ἔχ’ ἡ γῆ γλύκες ποῦ ἄλλη δὲν αἰστάνθη
Ψυχὴ παρὰ ἡ φιλέρημη, ἡ ἀνυφάντρα
Τῶν ὑπέργειων ὀνείρων, καὶ μὲς τ’ ἄνθη
Τοῦ ἴσκιου, στὸ ἔμπα ἀπὸ τ’ ἀπόκρυφ’ ἄντρα
Τὸ μυστήριο ἁπαλὰ τὴν ἀγκαλιάζει·
Γένετ’ ἕνα μ’ αὐτὸ καὶ ἀναγαλλιάζει.

1903