Μάλαμα ἐφέγγαν τὰ μαλλιά σου πλήθια,
Ὦ Ἀπόλλωνα, σὰν ἔψαλλαν οἱ Μοῦσες
Γύρω σου καὶ γυμνὲς σὰν τὴν Ἀλήθεια
Οἱ Χάριτες χορεύανε μαλλοῦσες.
Καί, Ὅμηρε, ἐσὺ τὰ μαλλιαρὰ τὰ στήθια
Τῶν παλαιῶν παλληκαριῶν ὑμνοῦσες
Ποῦ μέσα στὰ χρυσά σου παραμύθια
Φιλοῦσαν καὶ θεὲς γλυκογελοῦσες.
Στοῦ πόθου ἢ στῆς μαλιᾶς τὸ πάλεμα, ὅσα
Δόξα ἐρωτιᾶς χαρίζουν ἢ θανάτου:
Πλειὸ λαμπρὰ ὀνειροϋφαίνει κι’ ἄλλα τόσα
Ὁ Μαλλιαρός — ποῦ, ἂν πέσαν τὰ μαλλιά του,
Μὰ ἀπ’ τὸ τραγοῦδι, ἐμάλλιασέ του ἡ γλώσσα
Κι’ ἀπ’ τὴν ἀγάπη ἐμάλλιασε ἡ καρδιά του.
ΜΑΡΤΗΣ 1904
Γλύκας ἀνεγδιήγητης ἀνάβρα
Χύνει τὸ νεραϊδένιο σου τὸ διῶμα·
Μὰ ἐκεῖ ψηλὰ διπλὸ κάθε σου χρῶμα,
Τρίδιπλη κάθε χάρη σου ξαναῦρα.
Φαντάζανε, στὰ χιόνια, σὰν πιὸ μαῦρα
Τὰ δυὸ μεγάλα μάτια σου κι’ ἀκόμα
Πιὸ φλογερὸ τὸ κοραλλένιο στόμα,
Πιὸ καυτερὴ τοῦ ζυγωμοῦ σου ἡ λάβρα.
Ξένης παράξενο ἄνοιξης ἀγιοῦλι,
Ζαλιστικὸ τριόντισμα στὴν ἔρμη
Κατάκρυα πλάση γύρω σου σκορποῦσες,
Ποῦ μέσα μας ἐπέρνα ὢς τὸ μεδοῦλι·
Μὲ ξέφρενης, ὠϊμέ, λαχτάρας θέρμη
Τὴν καρδιά μας κολάζοντας μεθοῦσες.
2 ΙΑΝ. 13 ΜΑΡΤ 1905