Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/60

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
31
ΕΛΙΑ

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
Γέρικη ἐλιά, ποῦ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
Πρασινάδα ποῦ ἀκόμα σὲ τυλίγει
Σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσῃ.
Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
Τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
Στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνῆγι,
Στὸ κλαρί σου ποῦ δὲ θὰ ξανανθίσῃ.
Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
Μὲ τὴ μαγευτικιὰ βοὴ ποῦ κάνουν,
Ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες
Ποῦ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
Ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
Καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

12 ΙΟΥΝ. 1899


32
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Τοῦ μυστήριου ἀνασήκωσε τὴν πέτρα
Καὶ μὴ σκιαχτῇς τὸ δάγκωμα τοῦ ἀστρίτα·
Τὴν ἀλήθεια ἀκατάπαυστα ἀναζήτα
Καὶ ἰδὲς ἂν εἶναι, ὡς λέν, ψυχοπονέτρα.
Μία μία τὲς σαγιττιὲς τοῦ πόνου μέτρα
Καὶ ἄγρυπνος τὲς πληγὲς ποῦ ἀνοίγουν κοίτα·
Μηνύτρα φτάνει ἡ κάθε μιὰ σαγίττα
Ἀπ’ τῆς ἄσπλαχνης Μοίρας τὴ φαρέτρα.
Καὶ ἂ βρῇς ποῦ ὁ πόνος εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια,
Τότες ἀπ’ τ’ ἀντριωμένα σου τὰ στήθια
Γδύσου τὴν ταπεινότη τῆς ὀρφάνιας·
Στῆς Ὀμορφιᾶς, στῆς Δύναμης τὴ γλύκα,
Μὲ ἀλαλητὸ χαρὰς καὶ περηφάνειας
Γίνε Θεός σου καὶ τὴ Μοῖρα νίκα.

12 ΙΟΥΝ. 1899

46