Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/141

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


ἄν ἀγαπᾶς, ὀμπρὸς γι’ αὐτὴν τὴ Νταμαγιάντη ὁ ντζόγος.»
Ἐμάνιωσε ὁ Ἁγνοξάκουστος καὶ τὴν καρδιά του ὁ λόγος
τοῦ Πούσκαρας τοῦ ξέσκισε, μὰ δὲν ἀπηλογήθη·
κι’ ὁ Νάλας τότες κοίταξε τὸν Πούσκαρα κ’ ἐγδύθη 10
κάθε στολίδι ἀπ’ τὸ κορμί, κι’ ἄντυτος μ’ ἕνα μόνο
σκουτὶ ὁ τρισδόξαστος μὲ ὀργή, πληθαίνοντας τὸν πόνο
κεινῶν ποῦ τὸν ἀγάπησαν, ὁ βασιληᾶς ἀφῆκε
τὴ μεγαλώτατη εὐτυχιὰ κι’ ἀπ’ τὸ παλάτι ἐβγῆκε.
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη μοναχὰ μ’ ἕνα σκουτὶ κι’ ἁτή της 15
στὸ δρόμο τὸν ἀκλούθησε. Μ’ αὐτὴν ὁ Νισχιαντχίτης
ὄξω τρεῖς νύχτες ἔμεινε, κι’, ὦ μεγαρήγα, μία
ἔβγαλε διάτα ὁ Πούσκαρας, μαθέ, στὴν πολιτεία:
«Φίλος τοῦ Νάλα ὅποιος βρεθεῖ θὰ μοὖναι τοῦ θανάτου.»
Διαλάλησε ἔτσι ὁ Πούσκαρας, καὶ γιὰ τὴν ὄχτρητά του 20
φιλόξενος, Γιουντχίστχιρα, κανένας δὲν ἐδείχτη.
Καὶ ὁ ρήγας ὁ ἀξιοφίλευτος ἀφίλευτος τρινύχτι
πέρασε μόνο μὲ νερὸ καὶ τὸν τυράγναε ἡ πεῖνα,
κ’ ἔψαχνε ναὔρει ἐκεῖ καρποὺς καὶ ρίζες καὶ ξεκίνα
τότες ὀμπρὸς ὁ βασιληᾶς κ’ ἡ Νταμαγιάντη πίσω. 25
Τὸ Νάλα ἡ νηστεία γιὰ καιρὸ βασάνιζε περίσσο,
ὡς ποῦ μιὰ μέρα κάμποσα πουλιὰ εἶδε ποῦ τοὺς βάφει
τέτοιο ἕνα χρῶμα τὰ φτερά, ποῦ μοιάζουνε χρυσάφι,
καὶ μὲ τὸ νοῦ του εἶπ’ ὁ ἀρχηγὸς τῶ Νισχιαντχῶν ὁ ἀντρεῖος:
«Σήμερα θἄχω αὐτὰ φαγὶ καὶ θἆναι μέγα βίος.» 30
Καὶ μὲ τὸ μόνο τὸ σκουτὶ ποῦ ἐφόρει ἐκούπωσέ τα,
μὰ τὸ ἄσκωσε τὸ κούντουμο καὶ στὸν ἀγέρα ἐπέτα.
Κ’ οἱ ἀγεροδρόμοι βλέποντας τὸ Νάλα χάμου νἄχει
γιὰ ντύμα τὴν ἁπλοχωριὰ ὁ κακόμοιρος μονάχη,
καὶ μὲ θλιμμένο βλέφαρο νὰ στέκει, ἀπ’ τὸν ἀγέρα 35
τοὖπαν: «Εἴμαστε, ἀνέμυαλε, τὰ ζάρια κ’ ἐδῶ πέρα
ἤρθαμε νὰ σοῦ πάρουμε καὶ τὸ στερνό σου ντύμα!
Ἂ φορεμένος ἔφευγες, γιὰ μᾶς θὲ νἆταν κρῖμα!»
Τὰ ζάρια ἰδόντα φυγητὰ καὶ τὴ ζορκιά του ἁτός του,
ἐμίλησε ὁ Ἁγνοξάκουστος αὐτὰ τῆς γυναικός του: 40
«Ὅποιων τὸ ἄχτι μ’ ἔκαμε τὴ βασιλεία νὰ χάσω,
μὲ κάνει, ἀκατηγόρητη, κι’ ὁ μαῦρος νὰ πεινάσω,
ζωοθροφὴ μὴ βρίσκοντας· κι’ ὅποιοι ἔτσι τὰ βολέψαν,
ποῦ οἱ κάτοικοι τῶ Νισχιαντχῶν ἐμένα δὲ φιλέψαν,
οἱ ἴδιοι ἐγίνηκαν πουλιὰ καὶ μοὔκλεψαν τὸ ροῦχο· 45
κι’ ἀπ’ τὰ δεινά μου βάσανα κι’ ἀπὸ τὴν πίκρα ποὔχω·
τὰ λογικά μου ἐσβύστηκαν τοῦ ἀντρός σου, ἐμένα, μάθε
τὸ λόγο τοῦτο ποῦ καλὸς θἆναι γιὰ σέ: δεξιάθε
στὸ Νταξινάπατχα ὁδηγοῦν, περνῶντας τὴν Ὀζήνη
καὶ τὸ ὄρος τὸ Ριξάβαντα κατόπι, οἱ δρόμοι ἐκεῖνοι· 50
καὶ πέρα ἐκεῖ εἶναι τὰ βουνὰ τὰ Βίντχια τὰ μεγάλα
καὶ τῆς Παγιώσχνης τὰ νερὰ τὰ σύχλια σὰν τὸ γάλα,
ποῦ χύνονται στὴ θάλασσα, κι’ ἀσκηταριὰ γεμᾶτα
ρίζες, καρποὺς κάθε λογῆς· ἐκείνη ἐκεῖ εἶναι ἡ στράτα

127